Best Sellers

Ξένη λογοτεχνία

Ο πόλεμος των σκουπιδιών

Αλεξάντερ Κλαπ

Πού πάνε τα σκουπίδια; Ποιες χώρες φορτώνονται τα απορρίμματα του δυτικού κόσμου; Ποιον δηλητηριάζουν οι πεταμένες ηλεκτρονικές συσκευές μας; Πώς χρησιμοποιούν οι πετρελαιοβιομηχανίες την ανακύκλωση ως δούρειο ίππο για να προωθήσουν την υπερπαραγωγή πλαστικού; Ο πόλεμος των σκουπιδιών μαίνεται σήμερα ανεξέλεγκτος.

Στο βιβλίο αυτό, καρπό επιτόπιας έρευνας σε πέντε ηπείρους —από την κεντρική Αμερική και την Αφρική στο Αιγαίο και την Ινδονησία—, ο Αλεξάντερ Κλαπ αναζητά τους τόπους και τους ανθρώπους που παραλαμβάνουν τελικά τα απορρίμματά μας: τοξικά απόβλητα, ηλεκτρονικά απόβλητα, παλιοσίδερα, πλαστικά. Συνομιλεί με εργάτες και πολιτικούς, με επιστήμονες και μεσίτες σκουπιδιών, με εφοπλιστές και ακτιβιστές, εξερευνώντας τον αφανή κόσμο της παγκόσμιας διακίνησης αποβλήτων και τα θηριώδη οικονομικά συμφέροντα που τον κυβερνούν.

22.00

Ξένη λογοτεχνία

Ο αυτοκράτορας της χαράς

Όσιαν Βουόνγκ

«Το πιο δύσκολο πράγμα στον κόσμο είναι να ζήσεις μονάχα μια φορά». Ο Χάι, δεκαεννιάχρονος Αμερικανο-βιετναμέζος, κάτοικος της Ανατολικής Χαράς του Κονέκτικατ, ετοιμάζεται να αυτοκτονήσει πέφτοντας από μια γέφυρα. Τον σταματά μια ηλικιωμένη από τη Λιθουανία με αρχικά συμπτώματα άνοιας. Οι δυο τους γίνονται αχώριστοι και η ζωή τους αλλάζει.

Ο πολυβραβευμένος συγγραφέας του Στη γη είμαστε πρόσκαιρα υπέροχοι Όσιαν Βουόνγκ (γενν. Βιετνάμ, 1988) επιστρέφει μ᾽ ένα βαθιά συγκινητικό μυθιστόρημα για όσα μας στοιχειώνουν, για τη ζωή στο περιθώριο, για τους ανθρώπους που επιλέγουμε να γίνουν η οικογένειά μας και για το πώς πείθουμε τον εαυτό μας για μια δεύτερη ευκαιρία.

23.00

Ηλίας Ζάικος

” Η ιδέα πως θα υπάρχει ένα βιβλίο όπου στη θέση του συγγραφέα θ’ αναγράφεται τ’ όνομά μου, ακόμη και μέχρι σήμερα που γράφω αυτό το σημείωμα, μου φαίνεται σχεδόν αστεία. «Θα πέσει φωτιά να σε κάψει», μου διαμηνύει ο άλλος μου εαυτός, πάντα δεν με χώνευε τούτος και τώρα άδραξε την ευκαιρία να με ταπεινώσει.

Οι σπουδαίοι γραφιάδες ποτέ δεν έλειψαν στον τόπο μας, τί είδους σκοπιμότητα ή και μια κρυμμένη ματαιοδοξία ίσως κρύβεται, λοιπόν, πίσω απ’ την απόφασή μου να εκδοθεί τούτη η μυθιστορηματική αυτοβιογραφία;
Η μουσική μού δίδαξε πως το ερώτημα είναι ρητορικό, μια σοφιστεία. Σταματάς να παίζεις τα μπλουζ που αγαπάς επειδή ξεπεράστηκες από άλλους ή μήπως διότι οι νότες που επέλεξες έχουν ήδη ακουστεί; Χώρια που είμαι πεπεισμένος πως ακόμα και σ’ ακαδημαϊκές πραγματείες τεχνικής φύσης, πάντα ανιχνεύονται σημεία όπου ο γράφων ξεφορτώνει ιδιαίτερα συναισθήματα κι απόψεις κάθε απόχρωσης, μια βαθύτερη ανάγκη που την αποζητούμε όλοι.

Ξεκίνησα να βάζω λέξεις στο χαρτί από μια ενδόμυχη επιθυμία όχι να πω κάτι που δεν ξέρετε – τί θα μπορούσα να προσθέσω άλλωστε σε όσα ο άνθρωπος έχει ήδη αποκαλύψει, ποιές ιδέες θα ήμουν ικανός να σκαρφιστώ που δεν σημείωσε ο ποιητής; – μα επειδή τα κείμενα αυτής της έκδοσης τα νιώθω κάπως σαν πρελούδια που δεν πρόφτασα να μορφοποιήσω, τραγούδια δίχως ρίμες και μελωδικές γραμμές, σαν λαχτάρα να υπερασπιστώ την ύπαρξή μου ως μουσικός-άνθρωπος και καλλιτέχνης-πολίτης, πάντα έτσι ήθελα να βλέπω τον εαυτό μου άλλωστε.

Βρέθηκα στον πυρήνα της πληρότητας επειδή είχα την τύχη να καθορίζω πού και πότε θα κάνω το επόμενο βήμα. Ταυτόχρονα, πέρασε η ζωή μου κι έμαθα ελάχιστα. Είναι τούτες οι αδυσώπητες αντιφάσεις που τυραννούν κι εμένα και τόσο πετυχημένα έχουν περιγραφεί κατά καιρούς στις μάχες του καλού με το κακό, της φωτιάς με το νερό, της γέννησης με τον θάνατο. Εκείνοι οι συλλογισμοί που τη μια μέρα σε κάνουν θεό και την επόμενη σκουπίδι.

Αρκετοί μού ’δωσαν ώθηση να βιβλιοδετήσω τις σκέψεις και τις εμπειρίες μου, κυρίως φίλοι που τους άρεσε ο τρόπος που τοποθετώ λέξεις και νοήματα στη σειρά. Θέλω, όμως, να σταθώ σε κάποιες γυναίκες που έπαιξαν καταλυτικό ρόλο στο ζήτημα.
Η μία είναι η κόρη μου, η Ξένη…..”

(Από τον πρόλογο του συγγραφέα)

 

Ο Ηλίας Ζάικος γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1960. Ξεκίνησε να παίζει κιθάρα στα 20 του. Τρία χρόνια αργότερα ίδρυσε τους Blues Gang, με τους οποίους την επόμενη χρονιά κυκλοφόρησαν τον πρώτο μπλουζ δίσκο της ελληνικής δισκογραφίας. Το 1986 το γκρουπ μετονομάζεται σε Blues Wire και συνεχίζει μέχρι σήμερα.

Έχει κυκλοφορήσει πάνω από δεκαπέντε δίσκους με το συγκρότημα, καθώς και προσωπικές δουλειές κι ένα DVD. Εμφανίστηκε σε αμέτρητες συναυλίες συμμετέχοντας σε διεθνή και εγχώρια φεστιβάλ, TV shows, radio broadcasts και πληθώρα άλλων εκδηλώσεων.

Ασχολήθηκε επί σειρά ετών με το ραδιόφωνο ως μουσικός παραγωγός σε αρκετούς σταθμούς και για πάνω από μία δεκαετία στον 9,58 της ΕΡΤ 3. Επίσης, έχει εμφανιστεί στο θέατρο και στον κινηματογράφο ενώ δίδαξε κιθάρα στο ωδείο Φ.Νάκας.

Θεωρείται ο σημαντικότερος μουσικός του μπλουζ στην Ελλάδα και εκ των κορυφαίων πανευρωπαϊκά.

Αυτό είναι το πρώτο του βιβλίο.

Πίνακας εξωφύλλου: Λουκάς Βενετούλιας, Θεσσαλονίκη, 1980

14.40

Ξένη λογοτεχνία

Ένα ρωσικό μυθιστόρημα

Εμανουέλ Καρέρ

Η τρέλα και ο τρόμος έχουν στοιχειώσει τη ζωή μου. Όλα τα βιβλία μου δεν μιλούν για τίποτε άλλο.
Μετά τον Εχθρό, δεν άντεχα πια. Ήθελα να ξεφύγω.
Πίστεψα ότι θα ξέφευγα αγαπώντας μια γυναίκα και κάνοντας μια έρευνα.
Η έρευνα αφορούσε τον παππού μου από την πλευρά της μητέρας μου, ο οποίος αφού έζησε μια δραματική ζωή εξαφανίστηκε το φθινόπωρο του 1944 και εκτελέστηκε, κατά πάσα πιθανότητα, ως συνεργάτης των Γερμανών. Αυτό είναι το μυστικό της μητέρας μου, το φάντασμα που καταδιώκει την οικογένειά μας.
Για να ξορκίσω αυτό το φάντασμα, πήρα ριψοκίνδυνους δρόμους. Κατέληξα σε μια μικρή πόλη, χαμένη κάπου στη ρωσική επαρχία, όπου έμεινα για αρκετό καιρό, όντας συνέχεια σ’ επιφυλακή, περιμένοντας να συμβεί κάτι. Και όντως συνέβη κάτι: ένα αποτρόπαιο έγκλημα.
Η τρέλα και ο τρόμος επέστρεφαν. Επέστρεψαν, επίσης, στην ερωτική μου ζωή. Έγραψα, για τη γυναίκα που αγαπούσα, μια ερωτική ιστορία η οποία πίστευα ότι θα είχε αντίκτυπο στην πραγματικότητα, όμως η πραγματικότητα ανέτρεψε τα πλάνα μου. Μας βύθισε σ’ έναν εφιάλτη που έμοιαζε με τις χειρότερες ιστορίες των βιβλίων μου και ο οποίος ισοπέδωσε τις ζωές μας και την αγάπη μας.
Γι’ αυτό μιλάει ετούτο το βιβλίο: για τα σχέδια που καταστρώνουμε προκειμένου να ελέγξουμε την πραγματικότητα και για τον τρομακτικό τρόπο με τον οποίο η πραγματικότητα ξαναπαίρνει πάντοτε το πάνω χέρι και μας απαντάει.

21.20

Μπούργκο Πάρτριντζ

«Το όργιο είναι ένα οργανωμένο ξέσπασμα ενεργητικότητας, η εκτόνωση της υστερίας που έχει συσσωρευτεί από την εγκράτεια και τον περιορισμό, και ως τέτοιο τείνει να έχει μια φύση υστερική ή καθαρτική. Κάθε είδος περιορισμού παράγει και τις εντάσεις του. O άνθρωπος βρίσκεται στην άβολη θέση να διαθέτει τόσο πολιτισμένες όσο και ζωικές ροπές που πρέπει με τον έναν ή τον άλλο τρόπο να συμφιλιωθούν, συνήθως εις βάρος των δεύτερων. Όμως η αυξανόμενη πίεση δεν μπορεί να συγκεντρώνεται απεριόριστα και οδηγεί τελικά στην απελευθέρωση από κάθε είδους ένταση, δηλαδή το όργιο…»

Για τη λογοτεχνία, τις τέχνες, αλλά και τη γραμματολογία, το ενδιαφέρον για το ερωτικό στοιχείο δεν είναι ασφαλώς καθόλου όψιμο, όσο κι αν από γεωγραφικής και πολιτισμικής άποψης τα ερωτικά και σεξουαλικά ήθη μοιάζουν να ποικίλλουν θεαματικά ανά τους αιώνες. Με την ανάλογη διάθεση, οι εκδόσεις Οξύ επιχειρούν να συστήσουν στο αναγνωστικό κοινό μια σειρά λογοτεχνικών και δοκιμιακών τίτλων που έδωσαν το στίγμα τους όχι μόνο γιατί σκανδάλισαν την εποχή που εκδόθηκαν, αλλά κυρίως γιατί παραμένουν επιδραστικοί μέχρι και σήμερα πραγματευόμενοι –τι άλλο;– το αρχαιότερο των ενστίκτων.

Η σειρά εγκαινιάζεται με την Ιστορία των οργίων του Άγγλου συγγραφέα και διανοούμενου Burgo Partridge (1935-1963), μια εμβριθή ιστορική μελέτη για τις πολύμορφες εκφάνσεις της ανθρώπινης σεξουαλικότητας.

16.90

Πατρίσια Χάισμιθ

«Πέντε ώρες αργότερα το πλοίο είχε δέσει στον Πειραιά. Ο Τσέστερ άνοιξε δρόμο προς την κουπαστή μέσα από ένα πλήθος επιβάτες και αχθοφόρους που είχαν ανέβει για να βοηθήσουν τον κόσμο να μεταφέρει τις βαλίτσες του. Είχε πάρει με την ησυχία του πρωινό στην καμπίνα του, περιμένοντας να επιβιβαστεί μπροστά ο πολύς κόσμος. ‘Ομως τώρα διαπίστωσε ότι η αποβίβαση δεν είχε καν αρχίσει. Τα σπίτια της περιοχής και το λιμάνι του Πειραιά έμοιαζε να βρίσκονται μέσα στο χάος και τη σκόνη. Ο Τσέστερ απογοητεύτηκε που δεν μπορούσε να δει την Αθήνα στο βάθος. Άναψε τσιγάρο και χάζεψε τις κινούμενες ή σταθερές φιγούρες στη φαρδιά προβλήτα. Αχθοφόροι στα μπλε μερικοί με μάλλον τριμμένα παλτά βάδιζαν νευρικά, ρίχνοντας ματιές προς το πλοίο έμοιαζαν περισσότερο με ανθρώπους που ετοιμάζονταν να παζαρέψουν συνάλλαγμα ή ταξιτζήδες παρά με αστυνομικούς, σκέφτηκε ο Τσέστερ. Το βλέμμα του περιπλανήθηκε σε όλο το μήκος της προβλήτας, από δεξιά προς τ’ αριστερά κι ανάποδα. Όχι, δεν φαινόταν κανείς από αυτούς τους ανθρώπους να τον περιμένει. Η σκάλα είχε πέσει κι αν υπήρχε κάποιος γι’ αυτόν, δεν θ’ ανέβαινε πάνω, αντί να τον περιμένει κάτω στην προβλήτα; Φυσικά. Ο Τσέστερ καθάρισε το λαιμό του και τράβηξε μια ελαφριά ρουφηξιά. Ύστερα γύρισε και είδε την Κολέτ.
«Η Ελλάδα, του είπε χαμογελώντας.»

Έχοντας φύγει από τις ΗΠΑ, όπου κινδυνεύει να φυλακιστεί για απάτες, ο Τσέστερ ΜακΦάρλαντ κατέφυγε στην Ελλάδα με τη γοητευτική γυναίκα του, την Κολέτ. Και οι δύο προσπαθούν να έχουν το ύφος αθώων τουριστών στην Αθήνα. Μέχρι τη μέρα που στον πανικό του ο Τσέστερ σκοτώνει, χωρίς να το θέλει, έναν ιδιαίτερα περίεργο αστυνομικό επιθεωρητή, στον έκτο όροφο του ξενοδοχείου Κίνγκ’ς Πάλας.

Γιατί ο Ράυνταλ Κήνερ, ένας αργόσχολος και άφραγκος νέος Αμερικανός, που εδώ και λίγο διάστημα παρατηρεί αυτό το ζευγάρι, προτείνει τη βοήθειά του; Ο Τσέστερ περιμένει έναν εκβιασμό, αλλά ο Ράυνταλ μοιάζει να ενδιαφέρεται κυρίως για τη γοητευτική κυρία ΜακΦάρλαντ.

Με τον τρόπο αυτό οι τρεις εκτός τόπου Αμερικανοί πρωταγωνιστές της Πατρίτσια Χάισμιθ θα βρεθούν δέσμιοι ο ένας του άλλου, σ’ έναν αγώνα προς τον όλεθρο, σε μια απ’ αυτές τις ίντριγκες με την αλάνθαστη ακρίβεια όπου διαπρέπει η μυθιστοριογράφος της σειράς του “Ρίπλεϋ”, του “Γυάλινου κελιού” και άλλων αριστουργημάτων.

Όλα αυτά συμβαίνουν με φόντο την Ελλάδα των αρχών του ’60, ανάμεσα στο καφέ Μπραζίλιαν, το ξενοδοχείο Κίνγκ’ς Πάλας και τη Μεγάλη Βρετανία, το Μουσείο Μπενάκη και τα φτηνοξενοδοχεία της Ομόνοιας, και στα Χανιά, το Ρέθυμνο, το Ηράκλειο της Κρήτης και το Ανάκτορο της Κνωσού, που θα γίνει το ανατριχιαστικό σκηνικό ενός φόνου.

16.45

Βιογραφία - Μαρτυρίες

Γράψιμο… Τι ιδέα κι αυτή!

Φλοράνς Νουαβίλ

Η δημοσιογράφος και συγγραφέας Φλοράνς Νουαβίλ και ο σύζυγός της συνδέονταν με μακρά φιλία με το ζεύγος Κούντερα.

Έτσι λοιπόν προέκυψαν κι αποτυπώθηκαν στο βιβλίο αυτό σκηνές πονηρούτσικης συνενοχής, γεύματα μεσημεριανά στο Τουκέ, επισκέψεις στο διαμέρισμα του ζεύγους, συναντήσεις καφενειακές, η αβάσταχτη νοσταλγία μιας ασήμαντης φλυαρίας σ’ ένα εξοχικό εστιατόριο, στιγμές κι αισθήσεις στιγμιαίες που ζωντανεύουν με τρυφερότητα το (βιωμένο) έργο και τη (μυθιστορηματική) ζωή του Μίλαν Κούντερα.

Η κεντροευρωπαϊκή πολιτισμική ρίζα που διαπερνά τη σκέψη και τη δράση του Κούντερα αναδεικνύεται εδώ γλαφυρά: Σπαράγματα από κείμενα και συζητήσεις, αναμνήσεις, ένα ταξιδιωτικό ημερολόγιο από τη Βοημία και πλήθος φωτογραφίες συγκεντρώνονται με έναν και μόνο στόχο: να γεννήσουν στον αναγνώστη την επιθυμία της (επαν)ανακάλυψης ενός μέγιστου καλλιτέχνη του 20ού αιώνα.

Συγγραφέας όσο και μουσικός, ο Μίλαν Κούντερα, εχθρός του δημόσιου κουτσομπολιού και της πληκτικής βιογράφησης, βρήκε στη Φλοράνς Νουαβίλ μια γραφίδα ικανή να αναδείξει την ειρωνική, αποστασιοποιημένη ματιά του και τη μέγιστη ικανότητά του για εμβάθυνση, αλλά κι εκείνα τα αστεία με τα οποία τρέφουμε όλοι μας τα όνειρα και τα ψέματά μας.
Κριτικές

19.00

Πατρίσια Χάισμιθ

« Η ευχή μου για τον νέο χρόνο: Όλοι οι διάβολοι, οι λαγνείες, τα πάθη, οι απληστίες, οι ζήλιες,
οι έρωτες, τα μίση, οι παράξενες επιθυμίες, οι εχθροί, φανταστικοί ή πραγματικοί,
η στρατιά των αναμνήσεών μου, όλα με τα οποία παλεύω –
να μη με αφήσουν ποτέ στην ησυχία μου ». –Π. ΧΑΪΣΜΙΘ

ΠΡΟΤΟΥ Ο ΑΛΦΡΕΝΤ ΧΙΤΣΚΟΚ ΔΙΑΣΚΕΥΑΣΕΙ για τη μεγάλη οθόνη το πρώτο της μυθιστόρημα Ξένοι  στο τραίνο · προτού ο σαγηνευτικός κοινωνιοπαθής Τομ Ρίπλεϋ αποκτήσει μόνιμη θέση στον κανόνα  του ψυχολογικού θρίλλερ· και προτού Η τιμή του αλατιού ( Κάρολ ) γίνει το κλασικό, καλτ βιβλίο για  την ερωτική εμμονή, τί γνωρίζουμε για την Πατρίσια Χάισμιθ;

Εστιάζοντας στα χρόνια της διαμόρφωσής της στο Μανχάτταν, αυτή η ανθολόγηση από τα ογκώδη  ημερολόγια και σημειωματάριά της μας αποκαλύπτει την «Πατ» στα νιάτα της, όταν έσφυζε από πάθος και λάμψη.

Με αφετηρία το 1941, όταν ήταν εικοσάχρονη φοιτήτρια στο Κολέγιο Μπάρναρντ, μέχρι την  περιπετειώδη τρίτη δεκαετία της, τα Χρόνια της Νέας Υόρκης συνυφαίνουν σκηνές από την ιλιγγιώδη  κοινωνική της ζωή – όλο άυπνες νύχτες στα μπαρ της queer underground σκηνής του Βίλλατζ, γεμάτες  έρωτες και φλερτ– με την αυτοπροσωπογραφία μιας νεαρής καλλιτέχνιδας, που την ημέρα δούλευε  γράφοντας κόμικς. Ανάμεσα σε χάνγκοβερ και χωρισμούς, διάβαζε λογοτεχνία αδηφάγα και δούλευε  την τέχνη της με νεύρο. Ρουφάει στην κυριολεξία τον Σαίξπηρ, τον Ρίλκε, τον Τ. Σ. Έλιοτ, τον Τζόυς,  τον Κάφκα, τον Χαίλντερλιν, τον Φρόυντ, τους Ρώσους, τη Βιρτζίνια Γουλφ και αμέτρητους άλλους.

 

 

24.50