Ελληνική λογοτεχνία
Ο Πέτρος Πικρός στο μυθιστόρημα “Τουμπεκί”, τελευταίο μέρος της τριλογίας “Χαμένα κορμιά”, διερευνά και πάλι το κρυφό πρόσωπο της πόλης, οδηγώντας τον αναγνώστη στους σκοτεινούς δρόμους του κοινωνικού περιθωρίου. Ο τίτλος του έργου του δεν ορίζει απλώς την ιδιωματική γλώσσα αυτού του χώρου, αλλά και τη σχέση του με την κοινωνία της εποχής. Η λέξη “τουμπεκί” (είδος καπνού για το ναργιλέ) στη μεταφορική σημασία της παραπέμπει στον υπόκοσμο και στη συνθηματική γλώσσα του, ενώ στόχος του συγγραφέα είναι να αναφερθεί συνολικά στο διεφθαρμένο κοινωνικό σύστημα. Το “Τουμπεκί” κατάγεται από την παράδοση του νατουραλισμού, ωστόσο οι καινοτομίες που επιχειρεί ο Πικρός ανανεώνουν την εγχώρια πεζογραφία και αναδεικνύουν θεματικές, μοτίβα, πεδία και γλωσσικά ιδιώματα που έως τότε δεν είχαν απασχολήσει σοβαρά τη λογοτεχνική συντεχνία.
Ξένη λογοτεχνία
Κακομαθημένη από έναν πατέρα ανέμελο και γλεντζέ, η δεκαεφτάχρονη Σεσίλ έχει φτάσει να θεωρεί την ανευθυνότητα ελευθερία και την ασυδοσία ανεξαρτησία. Σ’ ένα μαγικό μεσογειακό ακρογιάλι, όπου περνά τις καλοκαιρινές της διακοπές με τον πατέρα της και την ερωμένη του, χαίρεται τον ήλιο και τη θάλασσα, γνωρίζει τον αληθινό έρωτα στην αγκαλιά ενός νεαρού φοιτητή και περνά ονειρεμένες ημέρες, ως τη στιγμή που μπαίνει στη ζωή όλων του η όμορφη, συγκρατημένη και συγκροτημένη Άννα. Η άφιξή της και ο δεσμός με τον πατέρα της Σεσίλ, ανατρέπει την τάξη των πραγμάτων και η Σεσίλ, τρομοκρατημένη μήπως χάσει αυτό που θεωρεί ελευθερία, προχωρά σε μια ποταπή συνωμοσία, που καταλήγει σε αιματηρό δράμα.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]
Ελληνική λογοτεχνία
Ο πρώτος τόμος των «Απάντων» (πεζογραφία, θέατρο) του Περικλή Κοροβέση: Ανθρωποφύλακες (1974), Κοινός τόπος (1976), Περιγραφή AGCTTDA+TCGAACT (1980), Γύρω από το νησί η θάλασσα (1980), Η συνέλευση των ζώων (1983), Ο Γιαννάκης και η Μαρδίτσα (1986), Ατάμ Αλ’ Ακ (1987), Tango bar (1987), Επιχείρησις Ιουδίθ (1991), Γυναίκες ευσεβείς του πάθους (1994), Νοσταλγία μνήμης (1999), Κούκλα από πορσελάνη (2004), Ανεπίδοτοι έρωτες (2007), Παράπλευρες καθημερινές απώλειες (2013). Επιμέλεια Νίκου Παπαχριστόπουλου, Εισαγωγή Δημήτρη Ραυτόπουλου, Παντελή Μπουκάλα, Σάββα Μιχαήλ, Νίκου Παπαχριστόπουλου. Το σύνολο της δημοσιευμένης λογοτεχνικής δηµιουργίας του Περικλή Κοροβέση, κείµενα πεζά και θεατρικά, τα οποία ιχνογραφούν το λογοτεχνικό αποτύπωµα και θεµελιώνουν την λογοτεχνική υπόσταση ενός συγγραφέα στον χρόνο, συνδεδεµένα µε τις µείζονες συνθήκες του ιστορικού του βίου αλλά και τις ελάσσονες στιγµές εκτύλιξης και συγκρότησης µιας αναλυτικής σκέψης η οποία συμπτύσσει και ανασυνθέτει το ατοµικό βίωµα υπό την µορφή λογοτεχνικής αφήγησης, ποιητικής ιδέας, δοκιµιακού προβληµατισµού, κοινωνικής διαμαρτυρίας.
Ξένη λογοτεχνία
Το όµορφο παιδικό πρόσωπο της Τζοβάννα έχει αλλοιωθεί, σιγά σιγά µεταµορφώνεται σε µια άσχηµη, επιθετική έφηβη. Άραγε έτσι έχουν στ’ αλήθεια τα πράγµατα; Και σε ποιον καθρέφτη πρέπει να κοιταχτεί για να ξαναβρεί τον εαυτό της και να σωθεί; Μετά την ευτυχισµένη όψη των παιδικών της χρόνων, η Τζοβάννα αναζητά ένα νέο πρόσωπο, ακροβατώντας ανάµεσα σε δύο γειτονιές της Νάπολης στις οποίες κυλά το ίδιο αίµα, δυο γειτονιές που φοβούνται και απεχθάνονται η µία την άλλη: τη Νάπολη ψηλά στον λόφο, που φορά το εκλεπτυσµένο της προσωπείο, και τη Νάπολη χαµηλά, που παριστάνει την αχαλίνωτη, την αγοραία. Η Τζοβάννα παραπαίει από τα ψηλά στα χαµηλά, άλλοτε πέφτοντας µε ορµή κι άλλοτε σκαρφαλώνοντας σιγά σιγά, σαστισµένη µπροστά στο γεγονός πως, είτε πάνω είτε κάτω, η Νάπολη µοιάζει µια πόλη δίχως απαντήσεις, δίχως διαφυγή.
Ποίηση
ΔΙΧΩΣ ΝΑ ΤΟ ΞΕΡΕΙ – ΒΟΛΤΑ ΣΤΟΝ ΘΕΡΜΑΙΚΟ
Στις τρεις τη νύχτα ο Θερμαϊκός
είναι μια λίμνη με δεκάδες τηλεοράσεις αναμμένες
Να βγεις κρυφά να δεις
τη μοναξιά της σκόνης στα κλειστά περίπτερα
μα και τ’ αμάξια που στην Βασιλίσσης Όλγας
μοιάζουν αυτόβουλα
σαν την Κριστίν του Κάρπεντερ.
Αυτό δεν φτάνει να πειστείς πως όλα
περπατούν στο σύμπαν
και πως κι αυτή την ώρα ακόμα υπάρχει
η αρχιτεκτονική των αραχνών
επάνω στα μικρά πευκάκια.
Μα όλα σε διαρκή ταραχή κι ας μην ακούγεται
το ελάχιστο κύμα
της μεταμεσονύχτιας τέκνο απ’ το μάρκετ
με τον φοιτητή υπάλληλο
παρά μονάχα οι ήχοι από το πέρασμα
μιας ποδηλάτισσας
όπως μαζεύει απ’ τα σκουπίδια γυαλικά
και τα ηλεκτρικά πατίνια των νυχτερινών περαστικών
με μαύρα μαρτιάτικα πλεκτά σκουφιά
ηλεκτρισμένα απ’ τα μαλλιά τους.
Όλα βαδίζουνε και ταξιδεύουνε λοιπόν
από στενό σε στενό στα κλεφτά
όπως κι εγώ που δίχως να το ξέρει
με βήματα γοργά κάτω απ’ το μπλε
φως χειρουργείου της εισόδου
τον άφησα μόνο του στης γκαρσονιέρας το σκοτάδι
κι έφυγα με την πλάτη μου μήλο
καλά δαγκωμένο απ’ τα δόντια του
για λίγο στην πόλη.
Ξένη λογοτεχνία
Ο Τομ Ρίπλεϋ τα ήθελε όλα: τα χρήματα, την επιτυχία, την καλή ζωή. Ήταν έτοιμος ακόμα και να σκοτώσει για να τα αποκτήσει όλα αυτά. Όταν ένας πλούσιος Αμερικανός του ζήτα να φέρει πίσω τον γιο του, ο όποιος έχει εγκατασταθεί στην Ιταλία, θα καταστρώσει ένα διαβολικό σχέδιο: να πάρει τη θέση του άσωτου υιού και να ζήσει με την ταυτότητα εκείνου μια ζωή ονειρεμένη…
Τίποτα απλούστερο για τον Τομ. Χάρη στο ταλέντο του στην πλαστογραφία εξαπατά τις αρχές. Και σε ό,τι αφορά το φόνο, ένα απλό «δυστύχημα» θα του επιτρέψει να αλλάξει ταυτότητα, αφήνοντας συγχρόνως να φανεί η γοητεία που ασκούσε το θύμα στον θύτη του…
Πρώτο μυθιστόρημα της σειράς με ήρωα τον Ρίπλεϋ, η οποία ξεκίνησε το 1955 και ολοκληρώθηκε το 1990, Ο ταλαντούχος κύριος Ρίπλεϋ αποτελεί τη ληξιαρχική πράξη γέννησης ενός από τους πιο απίθανους χαρακτήρες της αστυνομικής λογοτεχνίας, η διπροσωπία του οποίου γοήτευσε κινηματογραφιστές όπως ο René Clément (Plein Soleil, 1960) και ο Anthony Minghella (The Talented Mr. Ripley, 1999): πρόκειται για ταινίες που προσπάθησαν να συλλάβουν το ανεπαίσθητο. Ένας γοητευτικός εστέτ αλλά κυνικός στο έπακρο, φιλικός και συμπαθής αλλά με μια απεχθή αλαζονεία, ο Τομ αψηφά κάθε ηθική, διεκδικώντας το δικαίωμα να σκοτώνει, στη διάρκεια της μακρόχρονης καριέρας του, η οποία ξεδιπλώνεται σε τέσσερα ακόμα μυθιστορήματα (όλα στις Εκδόσεις Άγρα).
O Ταλαντούχος κύριος Ρίπλεϋ τιμήθηκε το 1956 και το 1957 με το Ειδικό Βραβείο της Ένωσης Συγγραφέων Έργων Μυστηρίου, το γαλλικό Grand Prix de Littérature Policière, καθώς και το βραβείο Έντγκαρ Άλλαν Πόου της Ένωσης Συγγραφέων Έργων Μυστηρίου. Το 1959 γυρίστηκε γαλλική ταινία με τον τίτλο Plein Soleil, σε σκηνοθεσία Ρενέ Κλεμάν, με τον Αλαίν
Ντελόν (αγαπημένο Ρίπλεϋ της Χάισμιθ), τη Μαρί Λαφορέ και τον Μωρίς Ρονέ. Το 1999 κυκλοφόρησε η ταινία Ο ταλαντούχος κύριος Ρίπλεϋ σε σκηνοθεσία Άντονυ Μινγκέλλα, με τον Ματ Ντέημον ως Ρίπλεϋ. Το 2024 κυκλοφορεί σε μίνι σειρά οκτώ επεισοδίων στο Netflix, σε σκηνοθεσία Στηβεν Ζέιλλιαν, με τον Άντριου Σκοττ ως Ρίπλεϋ.
Ξένη λογοτεχνία
Κάποιες φορές αυτός που σε αγαπάει περισσότερο είναι και αυτός που σε πληγώνει περισσότερο.
Η ζωή δεν ήταν εύκολη για τη Λίλι, όμως αυτό δεν την εμπόδισε να δουλέψει σκληρά για να εκπληρώσει όλα όσα ονειρευόταν. Αφού έφυγε από τη μικρή πόλη του Μέιν, σπούδασε, μετακόμισε στη Βοστόνη και άνοιξε τη δική της επιχείρηση. Έτσι, όταν γνωρίζει τον γοητευτικό νευροχειρουργό Ράιλ Κινκέιντ, ξαφνικά η ζωή της φαντάζει πολύ όμορφη για να είναι αληθινή.
Ο Ράιλ είναι δυναμικός, πεισματάρης, ίσως και λίγο αλαζόνας. Όμως είναι και ευαίσθητος, πολύ ευφυής κι έχει αδυναμία στη Λίλι. Και όταν φοράει ρούχα χειρουργείου γίνεται ακόμα πιο γοητευτικός. Η Λίλι δεν μπορεί να τον βγάλει από το μυαλό της. Ωστόσο η τεράστια απέχθειά του για τις σχέσεις είναι ανησυχητική. Και παρόλο που η Λίλι γίνεται η εξαίρεση στον κανόνα του, δεν μπορεί να μην αναρωτηθεί για ποιο λόγο ο Ράιλ απέφευγε να δεσμευτεί.
Όμως δεν την κατακλύζουν μόνο τα ερωτηματικά για τη σχέση της αλλά και οι σκέψεις της για τον Άτλας Κόριγκαν – τον πρώτο της έρωτα που τη δένει με το παρελθόν που άφησε πίσω της. Ήταν η αδελφή ψυχή και ο προστάτης της. Όταν ξαναεμφανίζεται, ξαφνικά ό,τι έχει χτίσει η Λίλι με τον Ράιλ απειλείται…
Ξένη λογοτεχνία
Στην “Πλεξούδα” διασταυρώνονται οι ζωές και η μοίρα τριών γυναικών που δε θα συναντηθούν ποτέ. Η πρώτη είναι η Σμίτα, η οποία ανήκει στην κάστα των Ανέγγιχτων, δηλαδή στο χαμηλότερο σκαλοπάτι της ινδικής κοινωνίας. Οι συνθήκες κάτω απ’ τις οποίες ζει είναι άθλιες, όπως και η δουλειά της στα αποχωρητήρια. Έχει όμως άλλα όνειρα για τη μικρή της κόρη κι αυτό θα την οδηγήσει στο να πάρει μια παράτολμη απόφαση. Η δεύτερη είναι η Τζούλια από το Παλέρμο. Είναι αποφασισμένη να βρει λύση ώστε να μη χαθεί η βιοτεχνία του πατέρα της, που μοιάζει να βρίσκεται σε αδιέξοδο λόγω της αλλαγής των συνθηκών. Η τρίτη είναι η Σάρα, εξαιρετικά επιτυχημένη δικηγόρος στο Μόντρεαλ, που βλέπει τον κόσμο της να κλυδωνίζεται, μαζί με την υγεία της, καθώς έρχεται αντιμέτωπη με τον κοινωνικό αποκλεισμό του εργασιακού της περιβάλλοντος όταν αποκαλύπτεται πως πάσχει από καρκίνο. Οι ιστορίες αυτών των τριών γυναικών, που καλούνται να παλέψουν ενάντια στη μοίρα τους, είναι άρρηκτα δεμένες με ένα παράξενο νήμα που κι οι ίδιες δε γνωρίζουν.
Ξένη λογοτεχνία
“Εκατό μέτρα πιο πέρα βρισκόταν ο φράχτης που χώριζε την πόλη στα δύο, τη μισή απ’ την πλευρά των Ηνωμένων Πολιτειών, την άλλη μισή απ’ την πλευρά του Μεξικού. Χαμήλωσε ταχύτητα, σταμάτησε. Η σιλουέτα ενός αξιωματικού της Υπηρεσίας Μετανάστευσης πλησίασε. Φυσικά, όλοι γνώριζαν τον Π.Μ. Δεν χρειαζόταν καν να δείξει τα χαρτιά του.
Ήταν εκπληκτικό: Ακόμη και με τη βροχή που ισοπέδωνε τα πάντα, η αντίθεση κάθε φορά τον ξάφνιαζε. Διέσχιζε ένα σύνορο, οι ρόδες του αυτοκινήτου έκαναν ελάχιστες στροφές και ο Π.Μ. είχε την εντύπωση ότι έμπαινε σ’ έναν κόσμο αλλόκοτο, αμφιλεγόμενο, απαγορευμένο. […]
-Ένας ηλικιωμένος Ινδιάνος Απάτσι ισχυρίζεται ότι θα βρέχει επί σαράντα μέρες. Το δήλωσε αυτό προ μίας εβδομάδας σε έναν δημοσιογράφο. Φαίνεται ότι τα φίδια και οι λαγοί έχουν εγκαταλείψει τις φωλιές τους γύρω απ’ τον ποταμό. […]
Οι λέξεις που ξεστόμισε δεν του άρεσαν, όμως ήταν πολύ αργά για να τις πάρει πίσω. – Βρίσκεσαι εδώ, σωστά; Η γυναίκα σου και τα παιδιά σου είναι στην άλλη πλευρά. Υποθέτω ότι δεν με υποπτεύεσαι πως θέλω να φωνάξω την αστυνομία και να πω: “Ορίστε, εδώ είναι ο αδελφός μου που καταζητείται…”. […]
Κατάλαβε ξαφνικά αυτό που θέλησε να πει η Νόρα για τον τρόπο τους, του Ντόναλντ και του δικού του, να κοιτάζονται, να κοιτάζονται όπως μόνο δύο αδέλφια μπορούν να κοιταχτούν. Είχε τη λεπτότητα να μην του το διευκρινίσει. Αλλά σήμαινε ότι κοιτάζονταν με ένα είδος μίσους που το βλέπεις μόνο στους ανθρώπους ίδιας οικογένειας. […]
Οι δυο αδελφοί απ’ το Άπλτον, κοντά στο Φαίρφηλντ, οι δύο γιοι του γερο-Άσμπριτζ, αναζητούσαν ο ένας τον άλλον, οπλοφορώντας και οι δύο, σε μια κοιλάδα των μεξικανικών συνόρων. […]”
ΕΝΑ “ΣΚΛΗΡΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ” ΤΟΥ ΣΙΜΕΝΟΝ από την αμερικανική περίοδό του. Δύο αδέλφια, που έκαναν διαφορετικές επιλογές και ακολούθησαν άλλη πορεία στη ζωή τους -ο ένας έγινε πετυχημένος δικηγόρος και κτηματίας, ο άλλος, που έζησε στη φτώχεια, σκότωσε και δραπέτευσε απ’ τη φυλακή-, βρίσκονται μέσα σε μία αποχαλινωμένη φύση και έρχονται αντιμέτωποι ο ένας με τον άλλο με όρους αρχαίας τραγωδίας.
Ξένη λογοτεχνία
– Σε πόνεσα;
– Όχι.
– Είσαι θυμωμένος μαζί μου;
– Όχι.
Ήταν αλήθεια. Εκείνη τη στιγμή όλα ήταν αλήθεια, εφόσον ζούσε τη σκηνή στην πρωτογενή της κατάσταση, χωρίς να βάζει ερωτήματα στον εαυτό του, χωρίς να προσπαθεί να καταλάβει, χωρίς καν να υποψιάζεται ότι θα υπήρχε μια μέρα κάτι που θα έπρεπε να καταλάβει. Όχι μόνον όλα ήταν αλήθεια, αλλά όλα ήταν πραγματικά: εκείνος, το δωμάτιο, η Αντρέ που παρέμενε ξαπλωμένη στο ακατάστατο κρεβάτι, γυμνή με ανοιχτά τα σκέλη και το σκούρο εφήβαιό της απ’ όπου κυλούσε ένα νάμα από σπέρμα. […] Οι λέξεις δεν είχαν καμία απολύτως σημασία. Μιλούσαν για την απόλαυση να μιλούν και μόνο, όπως μιλάει κανείς μετά τον έρωτα, με το κορμί ακόμα σε διέγερση, το κεφάλι λίγο άδειο.
Εκείνη τη μέρα στο μπλέ δωμάτιο του ξενοδοχείου ο Τόνυ και η Αντρέ κουβεντιάζουν μετά την ερωτική πράξη. “Αν ξανάβρισκα την ελευθερία μου… θα ξανάβρισκες κι εσύ τη δική σου;” Ο Τόνυ δεν απαντά στην ερώτηση. Ο ανακριτής και ο ψυχίατρος θέλουν τώρα να καταλάβουν. Να καταλάβουν γιατί ο Τόνυ μετά απ’ αυτήν την συνάντηση απέφευγε την ερωμένη του. Γιατί έφυγε ξαφνικά σε διακοπές με τη σύζυγο και την κόρη του. Γιατί την ημέρα της τραγωδίας είχε εξαφανιστεί. Ο Τόνυ δεν απαντά στις ερωτήσεις αλλά ξαναζεί τους μήνες που κύλησαν μετά την τελευταία του συνάντηση στο μπλε δωμάτιο. “Θα ξανάβρισκες κι εσύ την ελευθερία σου;” Οι ένορκοι που θ’ αποφανθούν για την ενοχή του Τόνυ δεν έχουν καμιά αμφιβολία ως προς την απάντηση.
Ένας Σιμενόν αναπάντεχος όπου ξαναβρίσκουμε όλες τις αρετές που τον κατέστησαν έναν από τους μεγάλους συγγραφείς του 20ού αιώνα. Ένα μυθιστόρημα τραχύ, ταραγμένο και απίστευτα μοντέρνο.
Ξένη λογοτεχνία
To “Πεντιγκρή” είναι το πιο μακροσκελές, το πιο εκπληκτικό, το πιο τολμηρό μυθιστόρημα του Ζωρζ Σιμενόν είναι το βιβλίο που έχει φτάσει να θεωρείται, ολοένα περισσότερο, ο πυρήνας των σημαντικών επιτευγμάτων του ως χρονικογράφου του σύγχρονου εαυτού και της σύγχρονης κοινωνίας. Στις αρχές της δεκαετίας του 1940, ο Σιμενόν ξεκίνησε να γράφει μια αυτοβιογραφία με θέμα την παιδική του ηλικία στο Βέλγιο. Έδειξε τις πρώτες σελίδες στον Αντρέ Ζιντ, και εκείνος τον προέτρεψε να τις μετατρέψει σε μυθιστόρημα. Το αποτέλεσμα ήταν, σύμφωνα με μεταγενέστερο σχόλιο του ίδιου του Σιμενόν, ένα βιβλίο στο οποίο όλα είναι αληθινά αλλά τίποτα δεν είναι ακριβές. Το “Πεντιγκρή” ξεκινά στις αρχές του 20ού αιώνα, με την πολιτική αστάθεια και τις τρομοκρατικές επιθέσεις που τον χαρακτηρίζουν, φτάνει ως το τέλος του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου το 1918 και αποτελεί μια εποποιία της καθημερινής ύπαρξης σε όλη της τη συγκεχυμένη, ανολοκλήρωτη ένταση και πυκνότητα, μια ιστορία για την ενηλικίωση ενός πρόωρα αναπτυγμένου και περίεργου αγοριού και για την έλευση του σύγχρονου κόσμου. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)
«Ο Σιμενόν γεννήθηκε το 1903 στη Λιέγη του Βελγίου. Στο “Πεντιγκρή” αφηγείται την ιστορία της παιδικής του ηλικίας, τη μικροαστική ανατροφή του, τις δολοπλοκίες της μητέρας του, τον πρόωρο θάνατο του πράου και χαμηλών τόνων πατέρα του, τις καταστροφές του πολέμου. Αυτή η σαν μυθιστόρημα αυτοβιογραφία του αποτελεί το κορυφαίο έργο του και πιθανώς το σπουδαιότερο έργο της βελγικής λογοτεχνίας». (Luc Sante)
«Ο Σιμενόν ζωντανεύει στο “Πεντιγκρή” ολόκληρο τον αισθητηριακό κόσμο των παιδικών χρόνων του στη Λιέγη. Οι λέξεις του αιχμαλωτίζουν τους ήχους, τις όψεις, τις γεύσεις, τις οσμές και τις υφές της πόλης… Γράφοντος σε πρόζα οπτική και απτική, ο Σιμενόν στο “Πεντιγκρή” κάνει για τη Λιέγη ό,τι ο νεαρός Τζόυς για το Δουβλίνο: δημιουργεί νοερά την πόλη με τέτοια αμεσότητα που νιώθουμε σαν να έχουμε διαβεί τους δρόμους της». (Lucile Frackman Becker)
«Το “Πεντιγκρή” είναι ένα πολύ όμορφο βιβλίο, γεμάτο ανθρωπιά και τρυφερότητα, γραμμένο σε τόνο τραχύ και με λέξεις αιχμηρές. Μια πραγματική αποκάλυψη». (La Tribune)
Ξένη λογοτεχνία