Μια σύγκριση των μεταφράσεων της «Μαντάμ Μποβαρί» στα ελληνικά με αφορμή την πρόσφατη κυκλοφορία της νέας έκδοσης του σπουδαίου έργου του Φλομπέρ από τις εκδόσεις Ψυχογιός σε απόδοση Ρίτας Κολαΐτη.
Ο μυθιστορηματικός ήρωας του Δημήτρη Φύσσα αποφασίζει να πεθάνει, έχοντας αφήσει πίσω του μια καταπληκτική πινακοθήκη τύπων της Αθήνας και μια αντισυμβατική αφήγηση. Λίγες μέρες πριν από την πρώτη παρουσίαση του βιβλίου ο δημιουργός του Μέσκουλα έφυγε και ο ίδιος από τη ζωή.
Ο κόσμος των ομοφυλοφίλων στο Παρίσι του Μεσοπολέμου και ο πρώιμος λόγος για τη ρευστότητα των σεξουαλικών ταυτοτήτων στο «Χρυσόψαρο» του Αλεξανδρινού Αλέξανδρου Σκούφη, που είχε εκδοθεί στη Γαλλία το 1929. Η πρώτη ελληνική έκδοση.
Το «Γουέιτζερ» του Ντέιβιντ Γκραν, συγγραφέα των «Δολοφόνων του Ανθισμένου Φεγγαριού», έμεινε πάνω από έναν χρόνο στην πρώτη θέση των «New York Times», αφορά μια πραγματική ναυτική περιπέτεια του 18ου αιώνα και είναι, επίσης, το θέμα της επόμενης ταινίας του Μάρτιν Σκορσέζε.
Ο Πέτερ Χάντκε μας οδηγεί στην ησυχία του πιο αποσιωπημένου τόπου της καθημερινής μας ζωής για να μας εκτοξεύσει στη συνέχεια στην επικράτεια της γλώσσας και της τύρβης των ανθρώπων.
Ένα από τα πιο σπαρακτικά κείμενα που έχουν γραφτεί για την απώλεια είναι το βιβλίο του Βρασίδα Καραλή για την εκδημία του συντρόφου του Ρόμπερτ Τζόζεφ Μήντερ.
Οκτώ επιστολές του Βρασίδα Καραλή από το Σύδνεϋ στην Αθήνα, που απευθύνονται στον Στάθη Τσαγκαρουσιάνο και θίγουν θεμελιώδη ζητήματα ταυτότητας ενός σύγχρονου Έλληνα, με ύφος πλούσιο και πολύσημο, μεταξύ λιβέλλου και ποίησης.
Πολλά περιστατικά έχουν συμβεί στη ζωή μας, αλλά ελάχιστα έχουν παραμείνει στη μνήμη μας. Πολλούς ανθρώπους έχουμε συναντήσει, αλλά ελάχιστους θυμόμαστε.
Κάποιες εμπειρίες παραμένουν ανεξίτηλες και άφθαρτες στον χρόνο, ενώ άλλες έχουν παντελώς διαγραφεί.
Κάποιοι άνθρωποι μπορεί να έχουν πεθάνει, αλλά παραμένουν μέσα μας σαν να ήμασταν εχθές μαζί τους και κάποιους άλλους, που συναντήσαμε όντως εχθές, τους έχουμε ήδη ξεχάσει.
Η συναισθηματική μας μνήμη επιλέγει και κρατά ολόφρεσκα κάποια γεγονότα που βιώσαμε από όταν ήμασταν ακόμα παιδιά.
Γιατί άραγε; Ποιο είναι το κριτήριο επιλογής;
Μήπως έχουν διασωθεί μόνο τα χρήσιμα; Μήπως τελικά αυτός είναι ο σκοπός του σχολείου που λέγεται ζωή επί γης;
Μήπως πρέπει να ερευνήσουμε καλύτερα τα γεγονότα και τους ανθρώπους που η μνήμη μας επέλεξε να θυμόμαστε και να δούμε τι έχουμε να μάθουμε;
Μήπως αυτά τα γεγονότα και αυτές οι συναντήσεις μας είναι οι μεγάλοι μας Δάσκαλοι και τα μοναδικά προσωπικά μας μαθήματα, όσο χαρούμενα ή δύσκολα κι αν υπήρξαν;
Αυτά με απασχολούσαν πολλά χρόνια και για να τα ξεδιαλύνω έγραψα ένα βιβλίο, με τις ιστορίες και τις συναντήσεις που επέλεξε η μνήμη μου να συγκρατήσει, από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου μέχρι σήμερα.
Ο Μίκης Θεοδωράκης, ο Μάνος Χατζιδάκις, η Μελίνα Μερκούρη, ο Δημήτρης Χορν, αλλά και… η μητέρα του, η γιαγιά του και η ξαδέρφη του κάνουν το πέρασμά τους, μεταξύ άλλων, στις 38 μικρές, τυχερές αλλά καθόλου τυχαίες, ιστορίες του Θανάση Ευθυμιάδη. Αφηγήσεις έντονα συγκινητικές, γεμάτες καλοσύνη και ανθρωπιά.
Τι σημαίνει να είσαι έφηβο κορίτσι ή νεαρή γυναίκα αυτή την εποχή; Μια εποχή που φέρει το τραύμα της πανδημίας, την έκρηξη των κοινωνικών δικτύων και την αφύπνιση σε ζητήματα που ήταν πάντα εκεί – αλλά ήρθαν στο προσκήνιο με νέα ένταση. Ποιες είναι οι ανασφάλειες, οι φόβοι και οι ελπίδες ενός κοριτσιού τού σήμερα; Και πόσο αυτά πραγματικά έχουν αλλάξει σε σχέση με τις προηγούμενες δεκαετίες;
Οι Μικρές επικίνδυνες είναι 100 κορίτσια, 13-22 ετών, που μοιράστηκαν τις ιστορίες τους χωρίς φόβο, με ειλικρίνεια και γενναιότητα.
Μετά το Είμαι επικίνδυνη και τις αληθινές ιστορίες 100 γυναικών, το βιβλίο αυτό έρχεται σαν ένα ημερολόγιο γραμμένο από μια ολόκληρη γενιά – μια καλειδοσκοπική ματιά στην αλήθεια τού να μεγαλώνεις ως κορίτσι στη σύγχρονη Ελλάδα.
100 αληθινές ιστορίες από 100 γενναία κορίτσια.
Ίσως σε κάποιες σελίδες αναγνωρίσεις τον εαυτό σου, όσων χρόνων κι αν είσαι. Ίσως νιώσεις ανακούφιση. Ίσως εμπνευστείς ώστε να ζεις και να μοιράζεσαι πάντα την αλήθεια σου. Και να μη φοβάσαι να γίνεις επικίνδυνη.
ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΙΜΕΤΡΟ ΤΗΣ ΦΩΤΕΙΝΗΣ ΤΣΑΛΙΚΟΓΛΟΥ (συγγραφέας και καθηγήτρια Ψυχολογίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο):
… Η σημασία αυτού του ξεχωριστού εγχειρήματος έγκειται, μεταξύ άλλων, στο στοιχείο της έκπληξης που μας προσφέρει. Καλούμαστε να ξεχάσουμε όλα όσα πιστεύουμε ότι γνωρίζουμε a priori για τα νέα —σήμερα— κορίτσια.
… Έχετε ακούσει παράπονα γονιών για τις έφηβες κόρες τους; «Eγωκεντρικές», «στην κοσμάρα τους», «εθισμένες στο διαδίκτυο», «κενές», «δίχως ενδιαφέροντα», «το νου τους στη διασκέδαση», «δεν μπορώ να τις καταλάβω», «τι θα κάνουν στη ζωή τους;», «χαμένη γενιά». Αξίζει οι γονείς να διαβάσουν αυτό το βιβλίο. Θα εκπλαγούν.
… Μια αναπάντεχη ξενάγηση. Στους ανελέητους φόβους, στη δυσφορία, στην άδολη χαρά, στις επιθυμίες, στις ελπίδες, στις ρητές και άρρητες απελπισίες τους, στην αφέλεια, στη συμπόνια τους, αλλά και στην εκάστοτε αναλγησία τους, στα «φοβάμαι ότι» τους, στα σκοτάδια που κάποια από αυτά τα κορίτσια μάς αφήνουν να μαντέψουμε,
υπονομεύοντας τον όποιο εφησυχασμό μας:
«Κάποιες φορές χαρακώνομαι», «Αυτοτραυματίζομαι», «Κάποιες φορές δεν αντέχω».
… Επικίνδυνες; Nαι! Tο δίχως άλλο.
… Η βίβλος της νέας γενιάς έχει το χρώμα της ελπίδας. Ποιο είναι ακριβώς αυτό το χρώμα;
… Τα κορίτσια το γνωρίζουν. Είναι επικίνδυνα.
Εκεί που είναι το «αυτό» να είμαι «εγώ», λένε.
Μια ιδέα και πρωτοβουλία της Women Act σε συνεργασία με την αθηΝΕΑ, με την υποστήριξη του Women on Top
«Όλοι είναι πρίγκιπες και πριγκίπισσες και στην πραγματική ζωή».
«Αυτό πώς γίνεται;»
«Όλοι οι άνθρωποι έχουν ένα βασίλειο που τους περιμένει να το κυβερνήσουν».
«Και ποιο είναι αυτό;»
«Ο εαυτός τους, μικρή μου. Ο εαυτός τους, που είναι το πιο μεγάλο βασίλειο που θα μπορούσαν να κυβερνήσουν ποτέ».
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα κορίτσι και μια γιαγιά που τους άρεσε να διαβάζουν τα παραμύθια του πρωινού. Το κορίτσι ήταν η εγγονή της γιαγιάς, που κάποτε κι αυτή ήταν κορίτσι και ήταν η εγγονή μιας γιαγιάς.
Γεμάτη με απίστευτη λαχτάρα για ζωή,
H εγγονή της σταχτοπούτας μάς καλεί να ανακαλύψουμε βαθύτερες έννοιες και αλήθειες μέσα από ένα κλασικό παραμύθι που διαβάζεται από γιαγιάδες σε εγγονές ανά τους αιώνες.
Η ιστορία της Σταχτοπούτας αποτελεί ένα μοναδικό ταξίδι αυτογνωσίας για κορίτσια κάθε ηλικίας, κάθε εποχής…
«Η αλήθεια μας είναι τελικά τα συναισθήματά μας, αυτό που νιώθουμε ο ένας για τον άλλον».
«Με τη δύναμη της σκέψης μπορείς να φτιάξεις κόσμους αμέτρητους. Και να περάσεις όλη σου τη ζωή εκεί μέσα. Ό,τι σκέφτεσαι αυτό γίνεσαι. Αν σκέφτεσαι δράκους, θα ζεις μαζί με τους δράκους.
Αν σκέφτεσαι λιβάδια, θα ζεις στα λιβάδια. Είμαστε ό,τι νιώθουμε κι ό,τι σκεφτόμαστε».
«Όλοι οι άνθρωποι γεννιούνται με όμορφες καρδιές αλλά στη συνέχεια της ζωής τους το ξεχνάνε κι αφήνουν τις καρδιές τους να μαυρίζουν από άσχημες σκέψεις και συναισθήματα.
Έτσι σιγά σιγά η καρδιά τους πετρώνει και δεν ακτινοβολεί πια ομορφιά».
– Αν έχεις αναρωτηθεί γιατί σε ανεβάζει η μελαγχολική μουσική…
– Αν σε εμπνέουν οι βροχερές μέρες…
– Αν συγκινείσαι όταν κοιτάζεις παλιές φωτογραφίες…
Τότε μάλλον βιώνεις μια γλυκόπικρη κατάσταση. Μια γλυκιά μελαγχολία.
Τι είναι η μελαγχολία; Μια ροπή προς τη νοσταλγία και τη θλίψη. Μια βαθιά επίγνωση του χρόνου που περνάει. Μια χαρμολύπη για την ομορφιά του κόσμου. Είναι όταν αναγνωρίζεις πως το φως και το σκοτάδι, η γέννηση και ο θάνατος, το πικρό και το γλυκό, θα είναι για πάντα δεμένα με ένα αόρατο νήμα.
Στο βιβλίο Αγκάλιασε τη μελαγχολία σου η Susan Cain υποστηρίζει πως η μελαγχολία μπορεί να αποτελέσει μια ήρεμη και καθοριστική δύναμη μέσα από μια συναρπαστική αφήγηση που συνυφαίνει την ψυχολογία και την πνευματικότητα με το προσωπικό βίωμα και τη σύγχρονη κουλτούρα.
Επίσης, μας δείχνει πώς να υπερβούμε τον προσωπικό και συλλογικό μας πόνο, είτε πρόκειται για απώλεια ή χωρισμό, είτε για εθισμό ή ασθένεια. Αν δεν αναγνωρίσουμε πρώτα τον δικό μας πόνο, γράφει, τότε νομοτελειακά θα πληγώνουμε τους γύρω μας. Αν όμως συνειδητοποιήσουμε ότι όλοι οι άνθρωποι βιώνουν -ή θα βιώσουν- την απώλεια και τον πόνο, μπορούμε να στραφούμε ο ένας προς τον άλλον και να χτίσουμε πιο ουσιαστικές σχέσεις.
Σε μια εποχή με έντονη μοναξιά και στρες, η Cain μας φέρνει κοντά με έναν απροσδόκητο τρόπο. Και μας καλεί να αγκαλιάσουμε τη μελαγχολία μας ώστε να τη μετατρέψουμε σε δημιουργικότητα, ομορφιά και αγάπη.
Η χώρα του χιονιού είναι μια ιστορία έρωτα ανάμεσα σε έναν αργόσχολο διανοούμενο αστό του Τόκυο και μια γκέισα των βουνών της βορειοδυτικής Ιαπωνίας. Παρόλο που δεν αναφέρονται ποτέ τα πραγματικά ονόματα των τόπων, το μυθιστόρημα διαδραματίζεται σε μια απομακρυσμένη περιοχή θερμών πηγών της επαρχίας Νίιγκατα, και συγκεκριμένα στη μικρή πόλη Γιουζάουα. Ο ήρωας ταξιδεύει με το τραίνο και στην πρώτη φράση του μυθιστορήματος μόλις έχουν περάσει ένα τούνελ και βρίσκονται ξαφνικά στη χώρα του χιονιού.
Αυτή η περιοχή είναι γνωστή ως η άλλη όψη της Ιαπωνίας, και κρύοι άνεμοι, με προέλευση από τη Σιβηρία, τη διατρέχουν. Περνάμε έτσι από την πρωτεύουσα στον παράξενο και άγριο κόσμο των βουνών, από έναν κόσμο σε έναν άλλο κόσμο, σε μια διάσταση εξωπραγματική που εισάγεται από την πρώτη σελίδα με καθρεφτίσματα, μακρινά φώτα και μάτια που λάμπουν επάνω σε τζάμια σχηματίζοντας διπλοτυπίες με το νυχτερινό τοπίο.
Ο Καουαμπάτα δίνει πρόσθετες διαστάσεις και έμφαση στις εικόνες ομορφιάς και απόκοσμου που θέλει να δημιουργήσει. Φως, τραίνο, ηλεκτρικό, η κόρη του ματιού της Γυόκο πάνω σε μια μακρινή λάμψη, το καινούργιο στην υπηρεσία της ομορφιάς. Ακόμα και η βία είναι απλώς μέρος ενός κόσμου αντιθέσεων και υπάρχει κι αυτή για μερικές μόνο στιγμές πριν ο γαλαξίας τα καταπιεί όλα μέσα του. Ο έρωτας τρεμοπαίζει αβέβαιος στις καρδιές, στα μάτια, στα σώματα.
Η Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων συναντάει το Ζεν των στιγμών ενώνοντάς τες σε ένα τώρα που έχει καταπιεί παρελθόν και μέλλον και παραπαίει ανάμεσα σε θάμπωμα και μελαγχολία. Η ένωση με τη φύση, με το ερωτικό σώμα και τελικά με το σύμπαν είναι μοιραία στη βίωσή της και αφήνει τους ήρωες χωρίς δέρμα και χωρίς γιατρειά. Η απόσταση και η ψυχρότητα συναντούν το πάθος και την τρέλα, η φωτιά κατατρώει τα πάντα κάτω απ’ το παγωμένο βλέμμα του γαλαξία.
Η “Χώρα του χιονιού” είναι ένα από τα σημαντικότερα μυθιστορήματα του Καουαμπάτα (Νόμπελ Λογοτεχνίας 1968) καθώς και ένα από τα μεγάλα αριστουργήματα της ιαπωνικής λογοτεχνίας.
Ο αφηγητής, ένας επιστήμονας που έχει παραμορφωθεί φρικτά σε εργαστηριακό ατύχημα, είναι ένας άνθρωπος που έχει χάσει το πρόσωπό του και, μαζί με αυτό, τη σύνδεσή του με τους άλλους ανθρώπους. Από φόβο μήπως αποκαλυφθούν οι συνεχώς επιδεινούμενες πληγές του προσώπου του, τυλίγει με επιδέσμους το κεφάλι του, άλλα καταλαβαίνει ότι η μουμιοποιημένη όψη του απωθεί τους ανθρώπους. Ακόμη και η γυναίκα του πλέον τον αποστρέφεται. Η μόνη του διέξοδος για να επιστρέψει στον κόσμο των ανθρώπων είναι να δημιουργήσει μια μάσκα τόσο τέλεια ώστε να μην είναι αντιληπτή. Σύντομα όμως διαπιστώνει ότι μια τέτοια μάσκα είναι κάτι περισσότερο από μια απλή μεταμφίεση που κρύβει μόνο τις πληγές του: είναι ένας άλλος εαυτός – ένας εαυτός ικανός για τα πάντα. Παρακολουθώντας την αφήγηση μέσα από το ημερολόγιο και τις σημειώσεις του κεντρικού χαρακτήρα, το Πρόσωπο του άλλου είναι ένας τρομακτικός, καφκικός, αδυσώπητος προβληματισμός πάνω στη φύση, την ταυτότητα, τη μεταμόρφωση και τον κοινωνικό εξοστρακισμό.
Στο Πρόσωπο του άλλου ο Αμπέ αναλαμβάνει την αμείλικτη διερεύνηση του προσώπου όχι μόνο σε επίπεδο πλοκής αλλά επίσης στο επίπεδο της φόρμας που διαμορφώνει την πλοκή, σαν να προσπαθεί να σχίσει το δέρμα του προσώπου και τις εκφράσεις του. Η γραφή προσπαθεί να αποδώσει την ψυχική διαταραχή του ηρώα και τις θολωμένες σκέψεις του.
Σε αυτό το σκληρό και συναρπαστικό μυθιστόρημα βλέπουμε το παλιό, αιώνιο ζήτημα της ταυτότητας. Ποιος είναι το πραγματικό εγώ και τι αποκαλύπτει; Η μάσκα κρύβει την παλιά ταυτότητα ή μήπως δημιουργεί μια καινούργια; Σύγχρονη εκδοχή με τον τρόπο της του Δρ Τζέκυλ και κ. Χάυντ, το Πρόσωπο του άλλου έχει σημειώσει από τη δημοσίευσή του αδιάλειπτη επιτυχία.
Σε αυτή την πανοραμική θεώρηση του κόσμου, ο David Baker καταγράφει τις ιστορικές μεταβολές στο Σύμπαν, αποκαλύπτοντας την τεράστια αύξηση της πολυπλοκότητας που συνοδεύει κάθε εξελικτική φάση του παρελθόντος, του παρόντος και του μέλλοντός μας.
Καθώς συνδυάζει γνώσεις από τη φυσική, τη χημεία, τη βιολογία και άλλες επιστήμες, ο διακεκριμένος ιστορικός μάς βοηθάει να δούμε πέρα από τα στενά όρια και το χάος των ανθρώπινων προβλημάτων, απαντώντας στο θεμελιώδες ερώτημα: Από πού προερχόμαστε και πού πηγαίνουμε;
Μια νύχτα με καταιγίδα, ένας μαυροντυμένος άνδρας επισκέπτεται την Κάρμεν, κάποια διάσημη συγγραφέα. Μήπως είναι δημοσιογράφος; Παλιός εραστής; Ο διάβολος αυτοπροσώπως; Η συζήτησή τους εξελίσσεται σε ανάκριση, εξομολόγηση, ξέσπασμα. Η συγγραφέας θυμάται ιστορίες από τη δικτατορία του Φράνκο, τον ισπανικό εμφύλιο και τη μεταπολίτευση. Μιλάει για τη δεινή θέση των γυναικών διαχρονικά, για τα όνειρά της, για όσα χαράχτηκαν στην ψυχή της και όσα λησμονήθηκαν.
Στο Πίσω δωμάτιο (Εθνικό Βραβείο Λογοτεχνίας της Ισπανίας) η Κάρμεν Μαρτίν Γκάιτε (1925-2001) συνδέει προσωπικά βιώματα με την ιστορία της χώρας της “μιλά στην καρδιά του αναγνώστη”( Le Monde). “Από τις σημαντικότερες συγγραφείς της Ισπανίας του 20ού αιώνα” (El Pa?s). Για το έργο της έχει τιμηθεί και με το λογοτεχνικό βραβείο Πρίγκιπας των Αστουριών (1988).
Όπως οι περισσότεροι συγγραφείς επιστημονικής φαντασίας, ο Τράουτ μάλλον δεν είχε ιδέα από επιστήμη… Όταν ο πολυγραφότατος αλλά αφανής συγγραφέας επιστημονικής φαντασίας Κίλγκορ Τράουτ δέχεται την τιμητική πρόσκληση να συμμετάσχει στο Φεστιβάλ Τεχνών του Μίντλαντ Σίτυ, διαισθάνεται ότι το ταξίδι του θα τον φέρει αντιμέτωπο με ό,τι φοβάται και συγχρόνως λαχταρά, την επαφή με το κοινό και ίσως την αναγνώριση. Σε καμιά περίπτωση, όμως, δεν μπορεί να φανταστεί όσα θα συμβούν όταν ο Ντουέιν Χούβερ, ο πλούσιος έμπορος αυτοκινήτων της πόλης, αποφασίζει να πάρει τις ιστορίες του στα σοβαρά. Η αμερικανική αυτή επαρχία θα βυθιστεί σε ένα κρεσέντο συμβολικής και πραγματικής βίας, δίνοντας την ευκαιρία στον Βόννεγκατ να ξεδιπλώσει τη δηλητηριώδη του σάτιρα όχι μόνο για τον χρόνο, την ανισότητα, τις έμφυλες και φυλετικές διακρίσεις σε μια χώρα γεμάτη αντιφάσεις, αλλά και για την καταστροφή της Γης. Σε ένα ευφυές παιχνίδι με την κυριολεκτική σημασία κάθε λέξης, συνθέτει ένα εντυπωσιακό matrix των προβλημάτων της εποχής μας, εν τη γενέσει τους. Τα πάντα είναι αμφίσημα και τίθενται υπό αμφισβήτηση σε έναν κόσμο δίχως έρμα και ηθική – από τις ταμπέλες του Διαπολιτειακού Αυτοκινητόδρομου μέχρι τις συμβάσεις της λογοτεχνικής αφήγησης. Ένα βιβλίο στο οποίο, με αφηγηματική λιτότητα, συνδυάζονται η επιστημονική φαντασία, τα απομνημονεύματα, τα παραμύθια και οι παραβολές, η φάρσα. Ο Κερτ Βόννεγκατ ασκεί σαρωτική κριτική στην αμερικανική κοινωνία με τρόπο αριστοτεχνικό -χάρη στην οργιώδη φαντασία και στο χιούμορ του-, έχοντας όμως τη συγκινητική επίγνωση της ανθρώπινης τρωτότητας.
Θήβα, πόλη του μύθου, πόλη της Ιστορίας. Στη σκιά της Αθήνας και της Σπάρτης, άλλοτε σύμμαχος, άλλοτε αντίπαλός τους, υπήρξε ένα από τα σημαντικότερα αστικά κέντρα του αρχαιοελληνικού κόσμου. Η ταραχώδης διαδρομή της μεταξύ ολιγαρχίας και δημοκρατίας, η επιλογή της αντιπαράθεσής της στον εκάστοτε ηγεμόνα του ελληνικού κόσμου, η σύντομη λάμψη της επικράτησής της επί των Σπαρτιατών τον 4ο αιώνα π.Χ., η εξέγερσή της κατά του Μεγάλου Αλεξάνδρου και η καταστροφή της από τους Μακεδόνες το 335 π.Χ. συνέβαλαν στο να καλυφθούν τα χνάρια της από τον χρόνο και η ίδια να καταστεί η «ξεχασμένη πόλη της αρχαίας Ελλάδας». Στο νέο του βιβλίο ο Πολ Κάρτλετζ, ένας από τους λαμπρότερους σημερινούς ιστορικούς της αρχαιότητας, συγκεντρώνει πλήθος πηγών, γραπτών και αρχαιολογικών, τη μαρτυρία των θραυσμάτων του παρελθόντος και τις πληροφορίες των επών, των ποιητών και των ιστορικών προκειμένου να ανασυστήσει την κοινωνία και τον πολιτισμό της. Από τον θηβαϊκό μυθολογικό κύκλο και τον Πίνδαρο ως τον Επαμεινώνδα και τον Πελοπίδα η θρησκεία, η πολιτική, η κουλτούρα και οι προσωπικότητες που σημάδεψαν την πόλη παρουσιάζονται σε μια συναρπαστική αφήγηση ανόδου και πτώσης, μεγαλείου και τραγωδίας. Με γλώσσα άμεση, σύγχρονη και κατανοητή που φροντίζει να επισημαίνει σε κάθε βήμα τις αναλογίες με την εποχή μας, ο Πολ Κάρτλετζ ανασυνθέτει δεξιοτεχνικά την εικόνα μιας άλλης εκδοχής της ελληνικής αρχαιότητας με τις φωτεινές και τις σκοτεινές στιγμές της, τους θριάμβους και τις αποτυχίες της, όμοιας και ταυτόχρονα διαφορετικής από εκείνες που μας είναι οικείες, περιγράφοντας γοητευτικά την πόλη του μύθου και της Ιστορίας.
Αλγέρι, Σεπτέμβριος του 1972. Ένας άνεμος κακός, που έρχεται από τη Σαχάρα, καλύπτει με κόκκινη άμμο την πόλη. Σε ένα βιβλιοπωλείο, ο Σαΐντ, διάσημος συγγραφέας, παρουσιάζει το πολυσυζητημένο βιβλίο του, “το μεγαλύτερο αλγερινό μυθιστόρημα”. Εκθέτει την πλοκή: οι διασταυρούμενες ζωές ανθρώπων, που κατάγονται από το ίδιο χωριό, καθώς παρασύρονται στη δίνη των γεγονότων της σύγχρονης Αλγερίας.
Η Λεϊλά και ο Ταρέκ, παιδικοί φίλοι του συγγραφέα, όταν συνειδητοποιούν ότι, εν αγνοία τους, χρησιμοποιήθηκαν από τον Σαΐντ ως πρωταγωνιστές του βιβλίου του, νιώθουν τις ζωές τους κατεστραμμένες, λεηλατημένες. Τότε η συγγραφέας παίρνει τη σκυτάλη, για να αφηγηθεί και να αποκαταστήσει την αληθινή, τη μη μυθιστορηματική, ζωή του Ταρέκ και της Λεϊλά.
Αρχές της δεκαετίας του 1920: Τρία παιδιά μεγαλώνουν μαζί σ’ ένα χωριό της Ανατολικής Αλγερίας. Η Λεϊλά, και τα δύο αγόρια που είναι παράφορα ερωτευμένα μαζί της: ο Ταρέκ, λιγομίλητος, μελαχρινός, γλυκός και συνεσταλμένος, που προορίζεται για βοσκός, και ο Σαΐντ, άριστος χειριστής της αραβικής γλώσσας, από πιο ευκατάστατη οικογένεια, ανοιχτόχρωμος, που προετοιμάζεται να φύγει στην Τυνησία για σπουδές και κάνει όνειρα για το μέλλον. Η Λεϊλά, που η οικογένειά της την παντρεύει πολύ νέα και παρά τη θέλησή της, βρίσκει το κουράγιο να εγκαταλείψει τον άντρα της και επιστρέφει στο πατρικό της μαζί με τον γιο της, προκαλώντας τη γενική αποδοκιμασία. Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος στέλνει τα δύο αγόρια στο μέτωπο. Ο Σαΐντ θα γίνει, αργότερα, επιτυχημένος συγγραφέας. Ο Ταρέκ επιστρέφει στο χωριό, παντρεύεται τη Λεϊλά και υιοθετεί τον γιο της. Θα αποκτήσουν μαζί τέσσερα κορίτσια. Ο Ταρέκ θα πάρει μέρος στον Πόλεμο της Ανεξαρτησίας της Αλγερίας, θα εργαστεί στα γυρίσματα της ταινίας του Τζίλο Ποντεκόρβο Η μάχη του Αλγερίου, θα δουλέψει σε εργοστάσιο στη Γαλλία, θα βρει δουλειά σε μια υπέροχη βίλα στην Ιταλία, με πολύ σημαντικά έργα ελληνορωμαϊκής τέχνης.
Η Λεϊλά μεγαλώνει τα παιδιά, κρατάει το σπίτι, περιμένει τον άντρα της -που επιστρέφει κάθε δύο χρόνια- και αγωνίζεται να μάθει γραφή και ανάγνωση.
Μετά, όμως, την έκδοση του μυθιστορήματος του Σαΐντ, ο Ταρέκ και η Λεϊλά θα κληθούν να αντιμετωπίσουν και αυτόν τον “κακό άνεμο”.
Η Καουτέρ Αντιμί δημιουργεί μια εντυπωσιακή τοιχογραφία της ιστορίας της Αλγερίας, από τη δεκαετία του 1920 μέχρι το καλοκαίρι του 1992: πρωταγωνιστούν η γαλλική αποικιοκρατία, ο αγώνας για την ανεξαρτησία, η ενίσχυση των ισλαμιστών και ο εμφύλιος πόλεμος.
Πειραματικές αλήθειες που μοιάζουν να μην πειθαρχούν σε κανέναν νόμο, έρευνες που οδηγούν σε ανακαλύψεις οι οποίες ξαφνιάζουν ακόμα και τον ίδιο τον ερευνητή, η λάμψη της φυσικής και μαθηματικής διαίσθησης: αυτός είναι ο κόσμος τον οποίο ερευνά εδώ και τουλάχιστον πέντε δεκαετίες ο Τζόρτζιο Παρίζι, ο συγγραφέας αυτού του βιβλίου. Από τη στιγμή της εισόδου του το 1966 (από την πίσω πόρτα, αφού οι φοιτητές των δύο πρώτων ετών δεν επιτρεπόταν να χρησιμοποιούν την κεντρική είσοδο) στο Ινστιτούτο Φυσικής της Ρώμης μέχρι το βραβείο Νομπέλ, που σχεδόν το άγγιξε ήδη σε ηλικία είκοσι πέντε ετών, από τις πρωτοποριακές του μελέτες για τα σωματίδια μέχρι το ενδιαφέρον του για ποικίλα αινιγματικά φαινόμενα όπως οι αλλαγές φάσης, οι ύαλοι σπιν και η πτήση των ψαρονιών, από τον προβληματισμό του για το πώς γεννιούνται οι ιδέες ή για το νόημα της επιστήμης στην κοινωνία μας, το βιβλίο που κρατάτε στα χέρια σας αποτελεί ένα ταξίδι στο ιδιοφυές μυαλό ενός φυσικού επιστήμονα που αναζήτησε τους κανόνες των πολύπλοκων συστημάτων, διότι τα απλά τού φαίνονταν ανέκαθεν λιγάκι βαρετά…
«Συχνά, το καλύτερο έργο μιας ζωής αφιερωμένης στην έρευνα προκύπτει τυχαία: πέφτεις πάνω του καθώς διασχίζεις έναν δρόμο που οδηγεί κάπου αλλού».
Στο “Για την ποίηση” ανθολογούνται επτά σηµαντικά δοκίµια του Τ. Σ. Έλιοτ, σε µετάφραση και σχόλια του Στέφανου Μπεκατώρου, που φανερώνουν καίριες πτυχές της γόνιµης πορείας του στον τοµέα της λογοτεχνικής κριτικής και καλύπτουν χρονικά το διάστηµα 1919-1961.
Με αφετηρία το θεµελιακό κείµενο µε τίτλο «Η Παράδοση και το Ατοµικό Τάλαντο» και καταλήγοντας στο «Για να Κρίνουµε τον Κριτικό», την πιο γνωστή από τις τελευταίες διαλέξεις του ποιητή, παρουσιάζονται οι σηµαντικότεροι σταθµοί της εξέλιξης της κριτικής σκέψης του Έλιοτ εστιάζοντας στον τρόπο µε τον οποίο επανεξέτασε τη λειτουργία της ποίησης, επαναπροσδιόρισε την ίδια τη φύση της ποιητικής διαδικασίας και προσέφερε νέα εργαλεία και ένα φάσµα ρητορικών δυνατοτήτων στις µελλοντικές γενιές αναγνωστών και µελετητών της λογοτεχνίας.
Ο ίδιος ο Έλιοτ θεωρούσε τα δοκίµιά του αναπόσπαστο µέρος του συγγραφικού του εργαστηρίου υπογραµµίζοντας την αδιάσπαστη ενότητα της ποιητικής και δοκιµιακής του παραγωγής, κάτι άλλωστε που απηχεί την αντίληψή του ότι η λογοτεχνική κριτική εγγράφεται σε ένα ευρύτερο κοινωνικό, ηθικό και πολιτιστικό πλαίσιο ακολουθώντας τις τάσεις της εκάστοτε εποχής.
Λαχόρη, Πακιστάν. Τότε.
Η Μισμπά, ένα ονειροπόλο κορίτσι που αγαπά τις ιστορίες, μόλις έχει παντρευτεί τον Ταουφίκ. Μια τραγωδία τους φέρνει στις ΗΠΑ, όπου ανοίγουν ένα μοτέλ για να κάνουν μια νέα αρχή.
Τζούνιπερ, Καλιφόρνια. Σήμερα.
Ο Σαλ και η Νουρ είναι κάτι παραπάνω από φίλοι, είναι οικογένεια. Μεγαλωμένοι ως παρείσακτοι στη μικρή πόλη του Τζούνιπερ της Καλιφόρνια, καταλαβαίνουν απόλυτα ο ένας τον άλλον. Ώσπου μια σύγκρουση θα σπάσει τον δεσμό μεταξύ τους.
Ο θυμός δεν είναι η κατάλληλη λέξη. Οργή. Αυτό είναι το συναίσθημα που μου τρώει τα σωθικά.
Οι δύο έφηβοι θα δοκιμάσουν τα όρια της φιλίας και του εαυτού τους. Ο Σαλ θα αναλάβει το οικογενειακό μοτέλ, καθώς η υγεία της μητέρας του φθίνει και ο πατέρας του υποφέρει από αλκοολισμό. Η Νουρ, ορφανή από γονείς, αναγκάζεται να δουλέψει στην κάβα του θείου της, ενώ παράλληλα στέλνει κρυφά αιτήσεις σε πανεπιστήμια. Σε μια ισλαμοφοβική κοινωνία, οι δύο έφηβοι πλέκουν μια συγκλονιστική ιστορία για τη δύναμη των ανθρώπων.
Το Όλη μου η Οργή συνιστά μια κοφτερή σαν μαχαίρι αφήγηση με ολοκληρωτική επίδραση, που θα μείνει στη σκέψη των αναγνωστών για καιρό αφότου έχουν τελειώσει και την τελευταία σελίδα.
Μετά τον θάνατο των γονιών του στη φωτιά του σπιτιού τους, ο δεκατετράχρονος Ρίτσαρντ Ελόβντ πηγαίνει να μείνει με τους θείους του στην απομακρυσμένη πόλη Μπάλανταϊν. Ο Ρίτσαρντ κερδίζει πολύ γρήγορα τη φήμη του παρία κι όταν ένας συμμαθητής του, ο Τομ, εξαφανίζεται, όλοι υποπτεύονται το καινούργιο θυμωμένο αγόρι. Κανείς δεν τον πιστεύει όταν τους λέει ότι ο τηλεφωνικός θάλαμος στην άκρη του δάσους τον ρούφηξε σαν να ήταν σε ταινία τρόμου. Κανείς, εκτός από την Κάρεν, μια εξίσου μοναχική συμμαθήτρια που ενθαρρύνει τον Ρίτσαρντ να ακολουθήσει τα στοιχεία που η αστυνομία αρνείται να διερευνήσει. Εντοπίζει τον αριθμό που κάλεσε ο Τομ για να κάνει φάρσα σε ένα εγκαταλειμμένο σπίτι στο Δάσος των Κατόπτρων. Εκεί βλέπει φευγαλέα ένα τρομακτικό πρόσωπο στο παράθυρο. Και τότε οι φωνές αρχίζουν να ψιθυρίζουν στο αυτί του… Όταν ένας ακόμη συμμαθητής εξαφανίζεται, ο Ρίτσαρντ πρέπει να βρει έναν τρόπο να αποδείξει την αθωότητά του –και σώσει το μυαλό του από την τρέλα–καθώς παλεύει με τη σκοτεινή μαγεία που πνίγει το Μπάλανταϊν και μεθοδεύει την καταστροφή του. Τελικά όμως, ίσως ο Ρίτσαρντ δεν είναι ο πιο αξιόπιστος αφηγητής της δικής του ιστορίας…
Το Χρυσόψαρο (1929) είναι ένα μυθιστόρημα για τις ποικίλες εκδοχές της ομοερωτικής επιθυμίας, για τη ρευστότητα των έμφυλων ταυτοτήτων, αλλά και για τις ηδονές και τη μνήμη του σώματος. Σταθμός στην ομοερωτική λογοτεχνία, όπως δείχνουν και οι σύγχρονες εκδόσεις του σε ευρωπαϊκές γλώσσες, μιλά με τόλμη και απροσποίητα για τους αποκλεισμούς και τη σεξεργασία, για τις βαθύτατες ταξικές διακρίσεις και την πατριαρχική οπτική που διαχέει παντού την υποκρισία της.
Το μεγάλο ταλέντο του Alec Scouffi έγκειται στη ζωντάνια με την οποία περιγράφει τον κόσμο του «Χρυσόψαρου». Μας καλεί να ακολουθήσουμε τους ήρωες στα νυχτερινά κέντρα της Μονμάρτρης και της Πιγκάλ, να αισθανθούμε την ατμόσφαιρα του πρόσκαιρου πανηγυριού, ν’ ακούσουμε τον απόηχο της τζαζ, να νιώσουμε την έξαψη των σωμάτων, αλλά και να καταδυθούμε στο σκοτάδι και στη σιωπή, να τρέξουμε μαζί με τους φευγαλέους ίσκιους, να γίνουμε μάρτυρες του εσωτερικού διχασμού προσώπων έωλων και ξεριζωμένων, που δεν είναι μόνο θύτες ή μόνο θύματα, αλλά παραδέρνουν διαρκώς σε μια αμφιθυμική κρίση, κατατρύχονται από ανεκπλήρωτα πάθη, περιδινούνται στον κρατήρα των ηδονών, σε μια φρενήρη κίνηση χωρίς δυνατότητα εξόδου.
Στις 28 Ιανουαρίου 1742 ένα μισοδιαλυμένο πλοιάριο, με τα πανιά κουρελιασμένα και το κατάρτι κομμάτια, ξεβράστηκε στις ακτές της Βραζιλίας. Επιβάτες του ήταν τριάντα άντρες, σχεδόν ολότελα αποστεωμένοι. Τα όσα αφηγήθηκαν έμοιαζαν απίστευτα.
Οι άντρες ανήκαν στο πλήρωμα του Πλοίου της Αυτού Μεγαλειότητος Γουέιτζερ. Το Γουέιτζερ, που είχε αποπλεύσει δύο χρόνια νωρίτερα από την Αγγλία για να εκτελέσει μια μυστική αποστολή, τσακίστηκε σ’ ένα ερημονήσι στ’ ανοιχτά της Παταγονίας. Μετά από μήνες στο αφιλόξενο νησί οι άντρες εκείνοι κατάφεραν να κατασκευάσουν ένα θλιβερό πλεούμενο και να διασχίσουν μ’ αυτό πάνω από 3.000 μίλια άγριας θάλασσας. Τους υποδέχτηκαν σαν ήρωες.
Έξι μήνες αργότερα ένα άλλο, ακόμα πιο άθλιο πλοιάριο ξεβράστηκε στις ακτές της Χιλής. Σ’ αυτό επέβαιναν μονάχα τρεις άντρες, οι οποίοι αφηγήθηκαν μια πολύ διαφορετική ιστορία: οι τριάντα ναυτικοί που είχαν φτάσει στη Βραζιλία δεν ήταν ήρωες ― ήταν στασιαστές.
Η διαμάχη που ακολούθησε, με εκατέρωθεν κατηγορίες για ανταρσία, προδοσία και φόνο, υποχρέωσε το Ναυαρχείο να διατάξει δίκη ώστε να κριθεί ποιος έλεγε αλήθεια. Τον ένοχο τον περίμενε η κρεμάλα.
Έργο πολυετούς έρευνας σε αδημοσίευτα αρχεία και πηγές αλλά και επιτόπιας εξακρίβωσης, το Γουέιτζερ μιλά για το τι μπορεί να κάνει ο άνθρωπος σε συνθήκες αληθινά ακραίες: το μεγαλειώδες και μαζί το ελεεινό.
Η πόρτα άνοιγε με κέρμα του ενός σελινιού, κι όταν την κλείδωσα πίσω μου, ένιωσα πρώτα-πρώτα μια κάποια θαλπωρή ή το συναίσθημα πως ήμουν σε καλά χέρια. Ξάπλωσα χωρίς να το πολυσκεφτώ πάνω στα πλακάκια του δαπέδου, βάζοντας το σακίδιο για προσκέφαλο. Ο καμπινές ήταν βέβαια τόσο μικρός, ώστε ούτε κατά διάνοια δεν μπορούσε κανείς να τεντωθεί, οπότε λοιπόν κι εγώ κουλουριάστηκα εν είδει ημικυκλίου γύρω από τη λεκάνη, με το κεφάλι ακουμπισμένο στον πίσω τοίχο. Το φως σ’ αυτό το μάλλον ευρύχωρο δημόσιο αφοδευτήριο, πολύ ζωηρό, κατάλευκο, έμενε αναμμένο όλη τη νύχτα κι έφτανε ελάχιστα μόνο χαμηλωμένο στον καμπινέ, που ήταν ανοιχτός από πάνω αλλά, στο φάρδος παιδικού ποδιού, και από κάτω. Σκεπασμένος με μερικά ρούχα από το σακίδιο προσπάθησα να διαβάσω, τους «Μπούντενμπροκ» του Τόμας Μαν, που μάλλον με ξένιζαν για καιρό, αλλά ξαφνικά την προηγουμένη στο Ραντεντχάιν με είχαν συνεπάρει και ενθουσιάσει, εκεί στο τέλος όταν έρχεται η έσχατη ώρα και ο ετοιμοθάνατος αρχίζει να διαλογίζεται την τελευτή με εντελώς ανάλαφρο τρόπο.
Το πιο απροσδόκητο από τα πέντε «δοκίμια» του νομπελίστα Πέτερ Χάντκε έχει ως αντικείμενο το «μέρος», και μάλιστα σε όλες τις εκδοχές του, από τον απόπατο στο αγροτόσπιτο του παππού μέχρι τα περίτεχνα αποχωρητήρια των ιαπωνικών ναών. Ποιος θα περίμενε ότι αυτός ο δεξιοτέχνης της εσωτερικότητας θα έστρεφε κάποτε την προσοχή στο πιο αποσιωπημένο και ανάδελφο αναχωρητήριο της καθημερινής ζωής; Στο αφήγημα αυτό του Αυστριακού συγγραφέα το θέμα δεν είναι βέβαια τα τεκταινόμενα στην τουαλέτα, αλλά η ανατομία της στιγμιαίας αναχώρησης από τη φορτική πολυκοσμία και λογοδιάρροια των ανθρώπων που σου κόβει μερικές φορές τη λαλιά. Υπ’ αυτό το πρίσμα το κάθε αποχωρητήριο γίνεται μια μικρή ουτοπία, προσωρινό καταφύγιο από την τύρβη. Δεν πρόκειται για άρνηση του κόσμου, αλλά για μια συνειδησιακή ανάπαυλα πριν επανέλθει κανείς με νέα ευγλωττία σ’ αυτόν ακριβώς τον αναπόφευκτο κόσμο. Ο Πέτερ Χάντκε γεννήθηκε το 1942 στην Καρινθία της Αυστρίας. Η μητέρα του ήταν σλοβενικής καταγωγής και ο πατέρας του Γερμανός στρατιώτης. Σπούδασε νομικά στο Γκρατς, αλλά διέκοψε τις σπουδές του το 1966, όταν δημοσίευσε το πρώτο του μυθιστόρημα με τίτλο Σφήκες. Την ίδια χρονιά ανέβηκε στη Φρανκφούρτη σε σκηνοθεσία Κλάους Πάιμαν το θρυλικό θεατρικό του Βρίζοντας το κοινό. Χαλκέντερος συγγραφέας, ο Χάντκε δημοσίευσε έκτοτε δεκάδες μυθιστορήματα, νουβέλες και θεατρικά έργα και θεωρείται πια ένας από τους κλασικούς μοντέρνους του 20ού αιώνα. Μετέφρασε επίσης ξένους συγγραφείς στα γερμανικά, μεταξύ άλλων τραγωδίες του Αισχύλου, του Σοφοκλή και του Ευριπίδη. Έχει τιμηθεί με πολλά διεθνή βραβεία. Το 2019 του απονεμήθηκε το Νόμπελ Λογοτεχνίας. Από την Εστία, σε μετάφραση Σπύρου Μοσκόβου, κυκλοφορούν η νουβέλα Η μεγάλη πτώση, Η ανέμελη δυστυχία, Η δεύτερη μάχαιρα και το Δοκίμιο για το αποχωρητήριο, Θα ακολουθήσουν τα: Περί κοπώσεως και Περί επιτυχημένης μέρας.
Ένα σύγχρονο κλασικό, μια σπαρακτική ιστορία για τα παιδικά χρόνια, την απώλεια, και πρωτίστως την αγάπη.
Βρισκόμαστε στην ιρλανδική επαρχία, στην κάψα του καλοκαιριού. Ένας πατέρας πηγαίνει το μικρό κορίτσι του να ζήσει με κάποιους συγγενείς, στο αγρόκτημά τους∙ η μικρή δεν γνωρίζει πότε, ή ακόμα και αν, θα την ξαναπάρουν πίσω στο σπίτι της. Στο σπίτι των Κινσέλα, βρίσκει στοργή και ζεστασιά, πράγματα που ως τότε δεν είχε νιώσει ποτέ, κι έτσι σιγά σιγά, ζώντας μαζί τους, το κορίτσι ανθίζει. Στο νέο αυτό σπιτικό όμως, όπου όλα είναι τόσο φροντισμένα, υπάρχει κάτι που παραμένει ανείπωτο – κι αυτό το καλοκαίρι σύντομα θα τελειώσει.
Τι κοινό έχουν μια γυναίκα που επιχειρεί να πηδήξει από το μπαλκόνι ξενοδοχείου της οδού Σταδίου αγκαλιά με την κόρη της, ένας άνδρας αγνώστων στοιχείων που βρίσκεται αναίσθητος στην Πλατεία Συντάγματος, μια νεαρή που μεταμφιέζεται σε άνδρα και περιπλανιέται νύχτα σε κακόφημες συνοικίες του Πειραιά, ένας μουσικός που εξορίζεται σε νησί του Αιγαίου, μια Γερμανοεβραία παιδαγωγός που δίνει τέλος στη ζωή της στην Αθήνα, ένας εύπορος ομογενής που αναγκάζεται να εγκαταλείψει την Αίγυπτο; Πρόκειται για πρόσωπα που η ζωή τους σημαδεύτηκε από τα ναρκωτικά στις αρχές του 20ού αιώνα, σε μια μεταιχμιακή εποχή, όταν ουσίες μέχρι πρότινος νόμιμες απαγορεύτηκαν.
Το “Επί της ουσίας” αφηγείται πώς η χρήση και η εμπορία ναρκωτικών έγιναν ποινικό αδίκημα και συνάμα αναδείχτηκαν σε κοινωνικό πρόβλημα, σε μια διαδικασία που συμπαρέσυρε ατομικά πεπρωμένα και διαμόρφωσε δημόσιες πολιτικές. Με βάση νομοθετικές διατάξεις, αστυνομικά αρχεία, διπλωματικά έγγραφα, εγκληματολογικές, ιατρικές και ψυχιατρικές πηγές, αρθρογραφία στον Τύπο, λογοτεχνικά κείμενα και άλλες μορφές καλλιτεχνικής έκφρασης, όπως το ρεμπέτικο, το βιβλίο εξετάζει τις μορφές και την έκταση που πήρε η χρήση ναρκωτικών στην Ελλάδα. Μελετά τον ρόλο που διαδραμάτισαν αφενός το θεσμικό πλαίσιο και αφετέρου οι κοινωνικές αναπαραστάσεις για τα ναρκωτικά. Διερευνά σε ποιον βαθμό οι εξελίξεις αυτές συνδέονταν με διεθνείς τάσεις και ποιες ήταν οι ιδιαιτερότητες της ελληνικής περίπτωσης.
Όμως το βιβλίο δεν είναι μονάχα η ιστορία της εμφάνισης ενός νέου κοινωνικού φαινομένου. Αναλύει συγχρόνως ευρύτερες ανησυχίες της ελληνικής κοινωνίας που εκφράστηκαν μέσα από τους λόγους περί “τοξικομανίας” και εξηγούν γιατί η χρήση ψυχοδραστικών ουσιών τροφοδότησε εντέλει έναν “ηθικό πανικό” δυσανάλογο με τις διαστάσεις του φαινομένου. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η “Ιστορία των ναρκωτικών στην Ελλάδα” φιλοδοξεί να συμβάλει στον νηφάλιο δημόσιο διάλογο περί εξαρτησιογόνων ουσιών, σε μια περίοδο όπου οι βεβαιότητες και οι πολιτικές για τα ναρκωτικά τίθενται σε ριζική επαναδιαπραγμάτευση.
Αρχές της δεκαετίας του 1950, την εποχή που γράφονταν τα ποιήματα της συλλογής «Λιποτάχτες», ο Γιάννης Θεοδωράκης (1932 – 1996) ήταν τελειόφοιτος Γυμνασίου στον Γαλατά των Χανίων· εκεί, όπου ο αδελφός του, Μίκης, φτάνει στις 23 Αυγούστου του 1949 με το ατμόπλοιο «Ελένη», σοβαρά τραυματισμένος από τα βασανιστήρια της Μακρονήσου. Ο Εμφύλιος στην Κρήτη είχε λήξει ένα χρόνο νωρίτερα από τις τελευταίες μάχες στον Γράμμο και το Βίτσι, και η καταδίωξη των εναπομεινάντων Κρητικών ανταρτών συνεχιζόταν μέσα σε ένα καθεστώς φόβου και τρομοκρατίας του τοπικού
πληθυσμού από την πλευρά των κυβερνητικών δυνάμεων, της Χωροφυλακής, της Εθνοφυλακής και των παρακρατικών συμμοριών.
Τέσσερα από αυτά τα ποιήματά του –με τίτλους: «Θα γίνεις δικιά μου» (στο «Όμορφη Πόλις»), «Δακρυσμένα μάτια», «Σκέπασε ατμός τον έρωτά μας» και «Χάθηκα»– μελοποιήθηκαν από τον Μίκη την περίοδο 1952-1954 και ηχογραφήθηκαν το 1960 στο παλιό στούντιο της «Columbia», με τον ίδιο τον Μίκη Θεοδωράκη στο τραγούδι, τον Μανώλη Χιώτη στο μπουζούκι, τον Δημήτρη Φάμπα στην κιθάρα και τον Σπύρο Λιβιεράτο «Καζάνα» στα κρουστά. Τίτλος του πρώτου ολοκληρωμένου κύκλου τραγουδιών: «Λιποτάκτες».
Έναν χρόνο πριν από τη δισκογράφησή του σε 45άρι, με πρωτοβουλία του Μίκη, κυκλοφόρησε από τις «Εκδόσεις Δίφρος» του Γιάννη Γουδέλη –με τον οποίο ο Μίκης συνυπηρέτησε για ένα διάστημα στο Κέντρο Διερχομένων, στην Αθήνα– η ομώνυμη ποιητική συλλογή του αδελφού του. Εξήντα τέσσερα χρόνια μετά, οι «Λιποτάκτες» του Γιάννη Θεοδωράκη επανακυκλοφορούν από τις εκδόσεις Μετρονόμος. Το artwork του εξωφύλλου είναι του Πέτρου Παράσχη.
***
Α´
Αυγή αφράτη
τσεκουριά στην πλάτη
απ’ τις καμινάδες ξέφυγε η καπνιά
και κρεμάστηκε στα παράθυρά μας
σκέπασε ατμός τον έρωτά μας
τη νύχτα απόλυτη γαλήνη
στα κρεμαστάρια
σφαχτάρια
τα ρούχα μας.
Δ´
Δακρυσμένα μάτια
νυσταγμένοι κήποι
όνειρα κομμάτια
ας ήτανε να ζω
στους μεγάλους δρόμους
κάτω απ’ τις αφίσες
στα χιλιάδες χρώματα
ας ήταν να βρεθώ
να ’ταν η καρδιά μου
γελαστό αστέρι
να ’ταν η ματιά μου
δίκοπο μαχαίρι
αστραφτερό σπαθί
μες στο μεσημέρι.
Ο σουρεαλισμός δεν επιτρέπει σε εκείνους που επιδίδονται σε αυτόν να παραιτηθούν όταν τους ευχαριστεί. Τα πάντα οδηγούν στην πίστη ότι επενεργεί στο μυαλό με τον τρόπο των ναρκωτικών· όπως κι αυτά, δημιουργεί μια ορισμένη κατάσταση ανάγκης και μπορεί να ωθήσει τον άνθρωπο σε τρομερές εξεγέρσεις. Είναι ένας τεχνητός παράδεισος· κι ακόμη –η ανάλυση των μυστηριωδών επιπτώσεων και των ξεχωριστών απολαύσεων που μπορεί να προκαλέσει ο σουρεαλισμός– παρουσιάζεται σαν ένα καινούριο βίτσιο που δεν πρέπει να είναι ίδιο ορισμένων ανθρώπων.
Η παρούσα έκδοση παρουσιάζει τρεις συλλογές επιστολών, γράμματα που έστελναν τρεις Εβραίες μητέρες από το γκέτο της Θεσσαλονίκης στους γιους τους στην Αθήνα, μερικές εβδομάδες ή μέρες πριν την αναχώρησή τους προς το Άουσβιτς. Οι συγκλονιστικές αυτές μαρτυρίες δίνουν μια μοναδική ματιά στη ζωή των Εβραίων της Θεσσαλονίκης στην Κατοχή, μέσα από περιγραφές αυτόπτων μαρτύρων. Δείχνουν πώς οι ίδιες οι μητέρες αντιλαμβάνονταν και ζούσαν τα γεγονότα, μέσω μιας γυναικείας οπτικής που τόσο συχνά απουσιάζει από την ιστοριογραφία. Αυτό το σπάνιο υλικό, τόσο για τη Θεσσαλονίκη όσο και για όλη την Ευρώπη, ανοίγει το δρόμο για νέες προσεγγίσεις των γεγονότων από τους μελετητές και μας επιτρέπει να φωτίσουμε άγνωστες πτυχές της ιστορίας. Οι τελευταίες επιστολές των τριών μητέρων, γεμάτες πόνο και δάκρυ, είναι μια πραγματική παρακαταθήκη γεμάτη συμβολισμούς και μηνύματα, από την καρδιά των θυμάτων της μεγαλύτερης τραγωδίας που γνώρισε η ανθρωπότητα.
Η Μαρία Σουζάνα Κολοκυθά-Αντωνακάκη (1935–2020) είναι η πιο γνωστή Ελληνίδα αρχιτέκτονας της γενιάς της, εντός και εκτός των συνόρων της χώρας μας. Η ενεργή παρουσία της στην αρχιτεκτονική σκηνή για έξι δεκαετίες, από την ολοκλήρωση των σπουδών της στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο το 1959 μέχρι το τέλος της ζωής της το 2020, είναι από μόνη της εντυπωσιακή. Μολαταύτα, τα περισσότερα κείμενα από τις δημόσιες ομιλίες και διαλέξεις των έξι αυτών δεκαετιών της σταδιοδρομίας της παρέμεναν έως σήμερα αδημοσίευτα ή δυσεύρετα.
Ισορροπώντας ανάμεσα στις αναφορές της στους κόσμους της φιλοσοφίας και των καλών τεχνών, η Αντωνακάκη αποτελούσε η ίδια την ενσάρκωση της βαθιάς της πεποίθησης ότι η αρχιτεκτονική αποτελεί πολιτισμικό αγαθό. Τα κείμενά της αναπτύσσονται γύρω από ζητήματα όπως: η ποιητική σύλληψη του κτισμένου περιβάλλοντος της καθημερινότητάς μας, η σημασία των ορίων, της κίνησης και των μεταβάσεων στην αρχιτεκτονική, η χρήση του χρώματος στην αρχιτεκτονική και στην πόλη, η θεατρικότητα και η κατοίκηση, οι σχέσεις χρόνου και χώρου στην αρχιτεκτονική, ο διάκοσμος και η ποιητική διάσταση των αντικειμένων της καθημερινής ζωής, η αρχιτεκτονική της πολυκατοικίας και η συσχέτιση της ελληνικής πόλης με τον τόπο και το φυσικό περιβάλλον. Γράφοντας ανοιχτόκαρδα για την τέχνη της, με τη χαρακτηριστική της ευρυμάθεια και ευαισθησία, η Αντωνακάκη προσφέρει στο αναγνωστικό κοινό τα κλειδιά που του χρειάζονται για να μάθει να κοιτάζει με οξύτερο, κριτικό βλέμμα το χώρο όπου ζει και κινείται καθημερινά.
Ο συγγραφέας αστυνομικών πολιτικών θρίλλερ Καρύλ Φερέ, δεινός ταξιδευτής σε πολλά μέρη του πλανήτη, δέχεται μια πρόταση από δύο εκδότριές του: να ταξιδέψει και να γράψει για μία από τις πιο τερατώδεις πόλεις του κόσμου, το Νορίλσκ στη μακρινή Σιβηρία, με το μεγαλύτερο ποσοστό μόλυνσης της ατμόσφαιρας, όπου η θερμοκρασία κυμαίνεται ανάμεσα στους 20 με 60 βαθμούς Κελσίου υπό το μηδέν.
Το παλιό γκουλάγκ, που έστησε ο Στάλιν για την εξόρυξη νικελίου και σπάνιων ορυκτών, σήμερα συνεχίζει να λειτουργεί από τον Πούτιν και τους ολιγάρχες, ενώ τα σοβιετικά κτίρια καταρρέουν. Κανείς δεν μπορεί να το επισκεφτεί χωρίς άδεια από την Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Ασφαλείας, τη διάδοχο της ΚαΓκεΜπέ.
Προσδόκιμο ζωής των κατοίκων της οικτρό. Δυο μήνες το χρόνο απόλυτο σκοτάδι. Κρύο που το χειμώνα μπορεί να φτάσει και τους μείον 60 βαθμούς Κελσίου. Κανένα ζώο, κανένα δένδρο, τίποτα απολύτως. Ο συγγραφέας παραδόξως αποδέχεται την πρόταση και καλεί για συνοδό του έναν ήρωα κάποιων μυθιστορημάτων του: τον μονόφθαλμο Μακ Κας, το Τέρας με τα ευγενικά αισθήματα και τη μεγάλη τρέλα – αλλά αυτήν τη μοιράζονται.
Το βιβλίο είναι το χρονικό ενός ταξιδιού σε μια κόλαση όπου οι άνθρωποι που συναντάμε, μεταλλωρύχοι κυρίως, με τον τρόπο του Φερέ μας οδηγούν στο φως, χάρη στη δική τους τρέλα και στα δυνατά τους αισθήματα.
Από αυτό το ταξιδιωτικό χρονικό προέκυψε το σπουδαίο μυθιστόρημα του Καρύλ Φερέ Led – Πάγος του 2022.
Σε κάποιο ξεχασμένο χωριό της μεξικανικής πολιτείας της Τσιουάουα, η Έλενα και ο Ντιέγκο αγαπιούνται από μικρά παιδιά. Ως τη μοιραία ημέρα που η Έλενα βιάζεται μπροστά στα μάτια του έντρομου Ντιέγκο, ανίκανου εκείνη τη στιγμή να αντιδράσει για να τη βοηθήσει. Τα όνειρα της αιώνιας αγάπης τους γίνονται χίλια κομμάτια κι η Έλενα εγκαταλείπει το χωριό για το Χουάρες, μια από τις πιο επικίνδυνες πόλεις της χώρας, αναζητώντας μια καλύτερη τύχη. Τα ίχνη της χάνονται και οι περιστάσεις οδηγούν τον Ντιέγκο να φύγει και να την αναζητήσει στην κόλαση της μεγαλούπολης όπου κυριαρχούν η παρανομία, η βία και τα καρτέλ. Ο Ντιέγκο, στην προσπάθειά του να ξαναβρεί τον έρωτα της ζωής του, θα βυθιστεί σταδιακά στη στυγνότητα και στη διαφθορά του Χουάρες και θα έρθει αντιμέτωπος με τους χειρότερους εφιάλτες. Με αφετηρία μια αληθινή ιστορία, ο Γιασμίνα Χάντρα αφηγείται δεξιοτεχνικά ένα σκληρό οδοιπορικό όπου η αθωότητα και η αγάπη παλεύουν να επιβιώσουν μέσα σ’ έναν κόσμο κυριολεκτικά ανελέητο.
Παρίσι, 1896. Ένας συγγραφέας ονόματι Υμπέρ Λυμπέρ ανακαλύπτει σοκαρισμένος ότι ο Ίκαρος, ο πρωταγωνιστής του μυθιστορήματός του, έχει εξαφανιστεί και προσλαμβάνει τον ντετέκτιβ Μορκόλ για να τον βρει, ώστε να μπορέσει να ολοκληρώσει το έργο του. Έχοντας δραπετεύσει από τις σελίδες του χειρογράφου, ο Ίκαρος περιπλανιέται στο Μονπαρνάς, όπου μαθαίνει να πίνει αψέντι και να φλερτάρει, μπλέκοντας σε σπαρταριστές περιπέτειες και αναπτύσσοντας ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τα μέσα μεταφοράς. Σύντομα, το χειρόγραφο θα εγκαταλείψουν δύο ακόμα χαρακτήρες με σκοπό να αναζητήσουν τον Ίκαρο, ο οποίος στο μεταξύ έχει βρει δουλειά σε ένα συνεργείο αυτοκινήτων.
Δεκαετία του 1940. Η δεκαεφτάχρονη Βικτόρια, η μόνη γυναίκα που έχει απομείνει στην οικογένεια Νας, έχει αναλάβει μόνη της το νοικοκυριό, ενώ οι άντρες δουλεύουν στο οικογενειακό κτήμα με ροδάκινα στην Αϊόλα του Κολοράντο. Ο Γουίλσον Μουν είναι ένας περιπλανώμενος νεαρός εκτοπισμένος από τη γη της φυλής του. Η τυχαία τους συνάντηση στη γωνία ενός δρόμου θα αλλάξει ριζικά τις ζωές τους. Και όταν τα πράγματα εξελιχθούν διαφορετικά απ’ ό,τι περίμεναν, η Βικτόρια θα εγκαταλείψει τη μόνη ζωή που γνώριζε ως τότε και θα απομονωθεί στην άγρια φύση, παλεύοντας να επιβιώσει. Οι εποχές αλλάζουν και η Βικτόρια βρίσκει στο πανέμορφο αλλά άγριο τοπίο το νόημα και τη δύναμη να προχωρήσει και να φτιάξει από την αρχή όλα όσα έχασε. Και θα το κάνει, ακόμα κι όταν ο ποταμός Γκάνισον απειλήσει να πνίξει τον τόπο της – τα σπίτια, τις φάρμες και το λατρεμένο οικογενειακό τους κτήμα.
Μια εκθαμβωτική διερεύνηση του φυσικού κόσμου, που σιγά σιγά αλλάζει, και ταυτόχρονα ένα αλησμόνητο μυθιστόρημα ενηλικίωσης. Μας φανερώνει τι σημαίνει να οδηγείς τη ζωή σου σαν να είναι ποτάμι – να συγκεντρώνεσαι και να ρέεις, να βρίσκεις τον δρόμο προς τα εμπρός, ακόμα κι όταν το ποτάμι έχει φράξει.
Μια συγκινητική ιστορία για την απώλεια, αλλά και μια ιστορία για το πώς βρίσκεις σπίτι, οικογένεια, δύναμη –και αγάπη– εκεί που δεν το περιμένεις.
ΔΕΥΤΕΡΗ ΕΚΔΟΣΗ -ΕΜΠΛΟΥΤΙΣΜΕΝΗ ΜΕ ΝΕΑ, ΑΝΕΚΔΟΤΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
__________
Το εξαντλημένο αριστούργημα της Μαλβίνας Κάραλη «Σαββατογεννημένη» επανακυκλοφορεί από τα LIFO Bιβλία,δεκαπέντε χρόνια μετά την πρώτη του έκδοση. Εκτός από τα κείμενα της πρώτης έκδοσης περιέχει και ένα παράρτημα με νέα, ακυκλοφόρητα κείμενα, ενώ το εξώφυλλο κοσμεί μια φωτογραφία της στην οδό Eυριπίδου από τον Σπύρο Στάβερη.
Στον πρόλογο της νέας έκδοσης, ο εκδότης Στάθης Τσαγκαρουσιάνος αναφέρει χαρακτηριστικά:
Δεκαπέντε χρόνια έχουν περάσει από την πρώτη έκδοση του βιβλίου αυτού. Λογικά θα έπρεπε να κοπάσει το ενδιαφέρον γύρω από τη Μαλβίνα. Δεν εμφανίζεται πια στην τηλεόραση, τα γούστα έχουν αλλάξει, η Ελλάδα γνώρισε σεισμικές αλλαγές. Κι όμως. Όλες αυτές οι αλλαγές βοήθησαν ώστε ο μύθος της να ενταθεί. Η ζήτηση του εξαντλημένου βιβλίου της ήταν αυξανόμενη στα γραφεία μας. Υπήρχε λόγος.
Οι πολλαπλές κρίσεις της τελευταίας δεκαετίας απεμπλούτισαν τα ελληνικά media από κάθε διαφορετικότητα ή τόλμη. Στο νέο ρημαδιό η ανάμνηση της Μαλβίνας φαντάζει σαν επιστημονική φαντασία. Υπήρξε ποτέ μια τέτοια περίπτωση; Τέτοιο αστραφτερό, σβέλτο, ιδιοσυγκρασιακό γράψιμο! Με τέτοιο πλούτο σε συνειρμούς και αναφορές! Με τέτοια τόλμη απέναντι στην εξουσία!
____________
Αυτά είναι τα καλύτερα κείμενα που έγραψε ποτέ η Μαλβίνα. Με διαφορά. Έχουν κάτι ρωμαλέο και αστραφτερό, αν και μιλούν για θέματα της καρδιάς και του θανάτου. Ο χρόνος τα αύξησε. Ανέδειξε το μεταλλικό ύφος τους, την πυκνή ευφυΐα τους. Ειδικά τα κείμενα της Νέας Υόρκης, τους μήνες της αρρώστιας, έχουν κάτι σπάνιο. Είναι μια λοξή συνομιλία με το θάνατο, γεμάτη δέος, οργή και κούραση. Είναι λαμπρά δοκίμια για τις περιπέτειες του έρωτα, την ελληνική κοινωνία με τους εξωφρενικούς χαρακτήρες της, τη σκέψη του θανάτου και τα διλήμματα της συνείδησης. Ταυτοχρόνως είναι το κρυπτικό ημερολόγιο ενός υπέροχου και μαύρου κοριτσιού, που έφυγε νωρίς.
Οι ταινίες, οι αίθουσες, η ατμόσφαιρα του απαγορευμένου, οι μεγάλοι πορνοστάρ της πρώτης ελληνικής φάσης, οι υποθέσεις των ταινιών του ελληνικού soft-core ξαναζούν, μέσα σε 600 σελίδες και άλλες τόσες γυμνές φωτογραφίες, που δημοσιεύονται για πρώτη φορά από το αρχείο του Βάσου Γεώργα.
Δέκα Έλληνες συγγραφείς που έχουν ξεχωρίσει τα τελευταία χρόνια εμπνέονται από την Ελληνική Επανάσταση και δημιουργούν ιστορίες ηρώων και αντιηρώων, αληθινές και φανταστικές, βασισμένες σε πραγματικά γεγονότα αλλά και με μια δόση fiction. Τα δέκα διηγήματα που γράφτηκαν με ανάθεση της LiFΟ είναι εξαιρετικά δείγματα της νέας λογοτεχνίας, με πρωταγωνιστές πρόσωπα που έπαιξαν σημαντικό ρόλο στον αγώνα για την ελευθερία αλλά και ανθρώπους «ασήμαντους», με τους οποίους δεν είχε ασχοληθεί κανείς, από τον Μάρκο Μπότσαρη, τον Νικηταρά, τον Οδυσσέα Ανδρούτσο και την κυρά του Κάστρου της Ακροπόλεως, την Νταλιάνα, μέχρι την Καχριέ, μια νεαρή τουρκοπούλα που έγινε κατάσκοπος των Ελλήνων, αλλά και τους ρομαντικούς στο Μεσολόγγι.
Η Ευτυχία Γιαννάκη γράφει ορμώμενη από τους μύθους και τις φήμες της περιοχής του Ερεχθείου, όπου μεγάλωσε, σχετικά με την Ασήμω Γκούρα ή Νταλιάνα στο διήγημα «Νταλιάνα, τα κουμπούρια σου», ο Βασίλειος Φ. Δρόλιας, στον «Αποχαιρετισμό», γράφει για τις κρυπτογραφημένες ιστορίες που βρήκε στα τετράδια του παππού του, ο Χρίστος Κυθρεώτης στο διήγημα «Η φωνή μας» έχει κεντρικό ήρωα τον εκδότη μιας πατρινής εφημερίδας, ο οποίος την περίοδο των Ιουνιακών του 1863 βρίσκεται στην Αθήνα, ο Μιχάλης Μαλανδράκης γράφει για τον Νικηταρά στο διήγημά του «Μόνο σκιές», ο Μάκης Μαλαφέκας στο «Κάποτε στο Μεσολόγγι» φαντάζεται τον διάλογο δύο ρομαντικών στο Μεσολόγγι για το ’21, ο Βαγγέλης Μπέκας, με τον «Μάρκο», εστιάζει σε ένα περιστατικό που συνέβη το βράδυ πριν από τη σφαγή του λόχου των φιλελλήνων στο Πέτα με πρωταγωνιστή τον Μάρκο Μπότσαρη, η Μαρία Ξυλούρη, στο «Ξετρύπι», μας μεταφέρει στην Κρήτη, γράφοντας για τη σφαγή γυναικόπαιδων σε καταφύγιο, ενώ επίκειται επίθεση σε κοντινό τους μοναστήρι, ο Δημοσθένης Παπαμάρκος στο «Γρίκα» έχει πρωταγωνιστή έναν ακαδημαϊκό που μελετάει τη Νεότερη Ελληνική Ιστορία και αναμετριέται με τον ιστορικό γρίφο του επιτεύγματος του Οδυσσέα Ανδρούτσου στο Χάνι της Γραβιάς, η Βασιλική Πέτσα ξανακοιτάζει την Επανάσταση υπό την οπτική του παρόντος στο διήγημά της «Ο Γιάννης Πασάς πόσταρε στον τοίχο του Κίτσου Μπότσαρη το τραγούδι “Hide me”» και η Βίβιαν Στεργίου γράφει για την Καχριέ, την κόρη του βοεβόδα των Καλαβρύτων, μια όμορφη τουρκοπούλα που μετέδιδε πληροφόρηση στους επαναστατημένους Έλληνες, στο διήγημα «Για σένα βγάζει το σώμα φύλλα».
Αυτό το βιβλίο βγήκε πριν οχτώ χρόνια για λόγους βιοποριστικούς. Προς μεγάλη μου έκπληξη, σήμερα τυπώνεται η τέταρτη έκδοσή του. Λογικά, τα πρόσωπα που περιλαμβάνονται σ αυτό δεν θα έπρεπε να αφορούν τη σημερινή εποχή. Κι όμως. Υπάρχει ακόμα ενδιαφέρον για τέτοιες περιπτώσεις, που είναι με τον τρόπο τους ακατάτακτες, ιδιοφυείς, λίγο εκκεντρικές και πάνω απ όλα ποιητικές.
Στο μεταξύ τα λουλούδια σου έχουν αρχίσει να πεθαίνουν το ένα μετά το άλλο. Ο μυστικός κήπος όπου μπορούσες να κρυφτείς, να σκεφτείς και να κλάψεις σιωπηλά, μέρα τη μέρα αφανίζεται. Προσπαθώ να τα φροντίζω, να τα ποτίζω, να τα κλαδεύω και να τα τρέφω, κι όμως αυτά γνωρίζουν πως κάτι έχει αλλάξει, δεν είσαι εσύ μα ένας ξένος, κάποιος που προσποιείται ότι τα φροντίζει. νιώθουν ότι το κάνει για σένα και όχι γι’ αυτά. Η αζαλέα μαράθηκε πρώτη. ύστερα οι τριανταφυλλιές και η πλουμέρια, οι γαριφαλιές, η τελοπέα, οι κάκτοι, οι ανιγόζανθοι, οι μικροί ευκάλυπτοι, το δεντρολίβανο, η μπάνξια, οι βασιλικοί, τα πάντα. Οι πολύχρωμες μικρές πετούνιες σου ξεράθηκαν, μια καφετιά νεκρή μάζα στη θέση της παλιάς φαντασμαγορίας. Η υπόσχεση που αντιπροσώπευε κάθε λουλούδι βρίσκεται τώρα μουδιασμένη και σφραγισμένη στα μαραμένα τους μπουμπούκια. Ένα πράσινο κυπαρίσσι απομένει, το σπαρτιάτικό σου, που μας θύμιζε τα χρώματα γύρω από την Ολυμπία, και η μικρή ελιά που χάιδευες τόσο τρυφερά, η υπέρτατη λαχτάρα μας για ρίζες. Τα κοιτάζω και με αποδοκιμάζουν. «Μας άφησε,» μουρμουρίζουν θροΐζοντας «άσε μας τώρα κι εσύ, φύγε. Αναζητούμε τα μάτια του Ρόμπερτ, το άγγιγμά του, τη ζεστασιά του. Δεν είσαι εσύ». Αυτό λένε κάθε φορά που προσπαθώ να τα φροντίσω. Με αγνοούν. Νιώθω αβοήθητος, απελπισμένος.
Στην καρδιά κάθε σχέσης υπάρχει ένας κήπος. Κάνω ό,τι μπορώ για να τον κρατήσω ζωντανό, όμως τα λουλούδια ρωτούν συνέχεια για σένα – και δεν ξέρω πώς να τους εξηγήσω το θάνατο, τη μοναξιά, την εκδημία, το πένθος. «Δεν θα υπάρξει καινούρια άνοιξη για μας» λένε το ένα στο άλλο. «Είμαστε εδώ για ν’ ακούσουμε τα λόγια του Ρόμπερτ Τζόζεφ Μήντερ, που μας καλεί στη ζωή. Μας πότιζε ένα ένα, υπομονετικά, στοργικά. Μας έλεγε ιστορίες. Ήταν φίλος μας. Αλλά πού είναι τώρα; Καλύτερα να μην ξαναγεννηθούμε, αφού δεν είναι αυτός εδώ. Τα χέρια του μας κρατούσαν ζωντανά. Η φωνή του συνέθετε τη σαγηνευτική μελαγχολία μας.» Κι ενώ εγώ προσπαθώ να εξηγήσω, παραμένουν απόμακρα, αγνοώντας με – είμαι ο ξένος τώρα, ο παρείσακτος, η περιττή παρουσία.
Ένα από τα πιο σπαρακτικά κείμενα που έχουν γραφτεί για την απώλεια είναι το βιβλίο του Βρασίδα Καραλή για την εκδημία του συντρόφου του Ρόμπερτ Τζόζεφ Μήντερ.
«Το αποχαιρετιστήριο αυτό γράμμα είναι κάπως σαν την καρδιά μου ξεγυμνωμένη, σαν μια προσπάθεια να καταγράψω τι πραγματικά μας κάνει να ζούμε – το μυστήριο της αγάπης και της παρουσίας μας στον κόσμο.» – B.K.
___________
Ο Βρασίδας Καραλής συνομιλεί με τον Στάθη Τσαγκαρουσιάνο για το βιβλίο του «Αποχαιρετισμός στον Ρόμπερτ»
ΣΤΑΘΗΣ ΤΣΑΓΚΑΡΟΥΣΙΑΝΟΣ: Ο Βρασίδας Καραλής είναι απέναντί μου, αλλά εγώ τώρα πια, που ήρθε η ώρα να μιλήσουμε, δεν ξέρω τι να του πω. Την περασμένη άνοιξη έχασε τον σύντροφό του μετά από τριάντα χρόνια κοινής ζωής. Στα κύματα πένθους, οργής και απορίας που τον διακατέχουν έκατσε και έγραψε ένα μικρό βιβλίο στα αγγλικά ‒γιατί ο Βρασίδας ζει στην Αυστραλία πολλά χρόνια τώρα, είναι καθηγητής πανεπιστημίου εκεί‒, ένα γράμμα αγάπης, ουσιαστικά, στον νεκρό του σύντροφο. Πρόκειται για ένα αριστουργηματικό κείμενο μεγάλου πένθους και αξίας, όχι μόνο λογοτεχνικής αλλά και πολιτικής, γιατί για πρώτη φορά εκφράζεται έτσι η αγάπη ανάμεσα σε δύο άντρες, δίχως ίχνος απολογητικής διάθεσης αλλά ούτε και πολεμικής, πικρίας ή επιθετικότητας. Σαν να έχει περάσει το ζήτημα σ’ ένα επόμενο στάδιο που κάποιος δεν μπαίνει καν στη δικαιωματική συζήτηση επειδή δεν του περνάει από το μυαλό ότι ο έρωτας ανάμεσα σε δύο οποιαδήποτε ανθρώπινα πλάσματα πρέπει να δώσει λογαριασμό για το υψηλό του αίσθημα. Επειδή ο έρωτας ανάμεσα σε δύο οποιαδήποτε ανθρώπινα πλάσματα είναι αυτοδίκαιος και μεγαλειώδης ούτως ή άλλως… Οπότε, Βρασίδα, είμαι τυχερός που το αριστούργημα αυτό κυκλοφορεί στα ελληνικά μεταφρασμένο από την Κατερίνα Σχινά για τις εκδόσεις της LiFO· είμαι τυχερός που σ’ έχω εδώ, απέναντί μου, στο πέρασμά σου από την Αθήνα· αλλά, ειλικρινά, δεν ξέρω αν πρέπει να σου δείξω ξανά τον απέραντο θαυμασμό που νιώθω για το βιβλίο σου ή να σε χτυπήσω στην πλάτη και να σε ρωτήσω: «Και τώρα τι γίνεται; Πώς μπορεί να συνεχιστεί η ζωή;».
ΒΡΑΣΙΔΑΣ ΚΑΡΑΛΗΣ: Όπως λέμε στα αγγλικά, η ζωή τώρα είναι at a standstill. Υπάρχει μια περίοδος στασιμότητας μετά από έναν θάνατο, και μάλιστα τον θάνατο ενός ανθρώπου που στάθηκε δίπλα σου τόσο πολλά χρόνια. Το μόνο που νιώθεις είναι ότι η φωνή του άλλου έρχεται από πολύ μακριά, βρίσκεσαι σε μια έρημο και δεν ξέρεις πώς να επικοινωνήσεις με τον άλλο κόσμο, έχεις χάσει το αίσθημα προσανατολισμού και ταυτόχρονα έχεις ένα αίσθημα ματαιότητας. Τι κάνω τώρα εδώ, για ποιον λόγο και προς τι; Η ζωή μου δεν ήταν ποτέ τιμές και μεγαλεία, καθηγητική έδρα και φήμη πανεπιστημιακή, αλλά αυτό που ο Heidegger ονομάζει «Gelassenheit», ηρεμία, ένα είδος γαλήνης. Τη βρίσκεις την ώρα που συγχρονίζεσαι με τον κόσμο μέσω ενός άλλου προσώπου… Αυτή η λογοτεχνία του πένθους, όπως ονομάζεται, μιλάει συνήθως για τον άνθρωπο που γράφει, τι νιώθει και πώς είναι. Αυτά δεν με αφορούν, γιατί, όπως είδες, στο βιβλίο ουσιαστικά προσπάθησα να δω πώς σχετιστήκαμε με τον Ρόμπερτ και ποιος ήταν αυτός ο άνθρωπος.
Σ.Τ.: Διακρίνω ένα είδος υπερβολικής προσοχής για να μη φανεί ότι το βιβλίο αυτό γράφτηκε για σένα αλλά για τον Ρόμπερτ. Γιατί;
Β.Κ: Γιατί δεν γράφτηκε για μένα. Αυτό το βιβλιαράκι, αυτή η επιστολή, είναι μια πρόσκληση, μια χειρονομία προς τον Ρόμπερτ: «Πες μου πού είσαι αυτήν τη στιγμή».
Σ.Τ.: Χειρονομία προς την άβυσσο.
Β.Κ.: Προς την άβυσσο. Και τη σιωπή βέβαια, γιατί δεν πρόκειται να μου απαντήσει ποτέ.
Σ.Τ.: Η στάση σου απέναντι στα άλλα βιβλία που ξεκινούν από μια εκδημία, από μια απώλεια, αλλά οι συγγραφείς μιλούν για τον εαυτό τους, ποια είναι; Γιατί βλέπω ένα είδος περιφρονητικής αναφοράς στο βιβλίο της Joan Didion.
Β.Κ.: Ναι, δεν μου άρεσε καθόλου. Το διάβασα πάρα πολύ προσεκτικά, πριν συμβεί αυτό με τον Ρόμπερτ, και στην αρχή, ξέρεις, συγκινήθηκα, γιατί το γεγονός το ίδιο είναι συγκινητικό. Και ο άντρας της πεθαίνει και η κόρη τους μετά, στο «Blue Nights». Αλλά μιλάει συνέχεια για τον εαυτό της, για το ότι αισθάνεται οίκτο για τον ίδιο της τον εαυτό που έμεινε πίσω. Δεν αισθάνθηκα πότε οίκτο για μένα.
Σ.Τ.: Αλλά;
Β.Κ.: Οργή. Για τον τρόπο που έφυγε. Μετά, όταν βλέπεις ότι το αμετάκλητο της αναχώρησης είναι εκεί, θα μείνει εδραίο, στέκει όπως ένας βράχος μπροστά σου, έκλαψα.
Σ.Τ.: Οπότε ένα από τα στάδια του πένθους είναι η οργή. Αυτή ήρθε πρώτα;
Β.Κ.: Πρώτα η οργή. Μετά, ένα είδος numbness, ένα μούδιασμα. Έψαχνες παντού να τον βρεις και δεν ήταν πουθενά. Αυτό έγινε τη μέρα που τον πήγαμε στο νεκροτομείο και έπρεπε να του φορέσω τα ρούχα. Νομίζω ότι για όσους έχουν ζήσει τον θάνατο αυτή είναι απλώς η πιο τραγική, συγκλονιστική στιγμή. Μου θύμισε αυτό που λέει ο Χριστός στον Ιωάννη, στο Ευαγγέλιο του Ιωάννη: «Άνοιξε τα χέρια σου τώρα που μπορείς γιατί μια μέρα κάποιοι άλλοι θα τα ανοίξουν, όταν δεν θα μπορείς να τα ανοίξεις». Μου ήρθε αυτό το πράγμα στον νου. Εν τω μεταξύ, την ώρα που προσπάθησα να του βάλω τις κάλτσες, λιποθύμησα. Δεν φανταζόμουν ποτέ ότι θα ήμουν τόσο αδύναμος.
Σ.Τ.: Είναι κανείς δυνατός μπροστά σε αυτά τα πράγματα;
Β.Κ.: Όχι.
Σ.Τ.: Μόνο από αναισθησία ίσως.
Β.Κ.: Να πω την αλήθεια, δεν κατάλαβα πώς έγινε η ταφή. Πήγαμε στην εκκλησία, στο νεκροταφείο. Είχα διαβάσει όσα έπρεπε να κάνω και έκανα τα πάντα, παρήγγειλα φέρετρο…
Σ.Τ.: Τα έκανες εσύ όλα αυτά;
Β.Κ.: Ναι. Έπρεπε να αγοράσω τον τάφο, να σκεφτώ τι θα μπει πάνω στον τάφο.
Σ.Τ.: Οι φίλοι; Δεν βοήθησαν στα πρακτικά;
Β.Κ.: Δεν μπορούσαν νομίζω.
Σ.Τ.: Αυτό είχε να κάνει και με την, ας το πούμε, κοινωνική μοναξιά του gay ζευγαριού;
Β.Κ.: Α, όχι, ήμασταν πολύ αυτάρκεις μαζί, δεν ήμασταν ποτέ μοναχικοί. Είχαμε πολλούς φίλους, ήθελαν να βοηθήσουν, αλλά είναι μερικά πράγματα που πρέπει…
Σ.Τ.: … να τα κάνεις εσύ.
Β.Κ.: Ναι. Και πρέπει να αντιμετωπίσεις όλο αυτό ως μια τελετή περάσματος. Γιατί αυτό βοηθάει πάρα πολύ εσένα τον ίδιο να πεις «αντίο». Λιποθύμησα ξανά όταν τον κατέβασαν στον τάφο.
Σ.Τ.: Είχες συνείδηση των στιγμών εκείνων;
Β.Κ.: Όχι, όχι. Τον έψαχνα παντού γύρω μου. Έρχονταν οι φίλοι, με αγκάλιαζαν, με φιλούσαν, με χτυπούσαν στην πλάτη και μου έλεγαν: «Είμαστε μαζί σου, έλα να μιλήσουμε». Μου είπε κάποιος, «πρέπει να αποκτήσεις χόμπι τώρα και να ασχοληθείς με τη γιόγκα για να τα ξεχάσεις όλα αυτά». Εγώ δεν καταλάβαινα τι μου έλεγαν και ρωτούσα συνεχώς την ξαδέλφη του, που ήταν δίπλα μας: «Πού είναι ο Ρόμπερτ; Γιατί δεν τον βλέπω εδώ τον Ρόμπερτ; Γιατί με έχει αφήσει μόνο μου εδώ μέσα;». Το μόνο που θυμάμαι είναι οι φωνές των kookaburra, των πουλιών, και τους ανθρώπους που θα έκλειναν τον τάφο, που μου είπαν ξαφνικά: «Πρέπει να ρίξεις αυτά τα ροδοπέταλα πάνω στον τάφο».
Σ.Τ.: Ένα επόμενο στάδιο μετά το μούδιασμα ποιο είναι;
Β.Κ.: Η νεκροφάνεια, νομίζω, η δική μου. Δεν μπορώ να καταλάβω πώς πέρασε ο Ιούλιος, ο Αύγουστος, ο Σεπτέμβριος. Πέρασαν μήνες που δεν έβγαινα έξω. Είχα αποκοπεί εντελώς απ’ όλο τον κόσμο. Έβγαινα το βράδυ μόνο για να βγάλω βόλτα τα δυο σκυλάκια που είχαμε. Το μόνο που έκανα ήταν να επιστρέφω στο σπίτι, να κάθομαι μπροστά στην τηλεόραση, να την ανοίγω, αλλά να μη βλέπω καν τι έπαιζε.
Σ.Τ.: Αφέθηκες σε πλήρη παρακμή δηλαδή;
Β.Κ.: Απόλυτη, ναι. Κατατονία απόλυτη.
Σ.Τ.: Έτρωγες, πλενόσουν;
Β.Κ.: Τα έκανα αυτά, ναι, γιατί ήταν ο μόνος τρόπος για να αντιδράσω. Δηλαδή κατάλαβα ότι δεν μπορούσε να συνεχιστεί αυτό. Με έναν περίεργο τρόπο προσπαθούσα να νιώσω αυτό που ένιωθε ο Ρόμπερτ εκείνη τη στιγμή. Γι’ αυτό λέω στο βιβλίο ότι ήταν σαν να μπήκα στον κόσμο του Edgar Allan Poe. Ακούγεται γλυκανάλατο ή ηλίθιο, αλλά έβλεπα οράματα. Έβλεπα πράγματα να εμφανίζονται μπροστά μου. Δεν κοιμόμουν γιατί φοβόμουν ότι από το ταβάνι του δωματίου θα έβγαιναν περίεργες φιγούρες.
Σ.Τ.: Μέσα στο σκοτάδι αυτό τι σε βοηθούσε; Έπαιρνες φάρμακα; Έπινες;
Β.Κ.: Όχι, όχι.
Σ.Τ.: Υπήρχε κάτι που σου έδινε μια μικρή έστω παρηγοριά;
Β.Κ.: Κατάλαβα πώς πολλοί άνθρωποι παίρνουν ναρκωτικά, πίνουν ή πέφτουν σε άλλου είδους καταχρήσεις μετά από ένα τέτοιο γεγονός.
Σ.Τ.: Εσύ πού όρμησες για να βρεις λίγη παρηγοριά;
Β.Κ.: Αρχικά, αφιερώθηκα στα δύο σκυλάκια που είχαμε. Ξαφνικά κατάλαβα ότι εξαρτώνται από μένα. Ήταν πολύ μικρά και αισθάνθηκα υπεύθυνος γι’ αυτά. Έπειτα, γύρω στον Σεπτέμβριο, αποφάσισα να γράψω αυτή την επιστολή.
Σ.Τ.: Υπήρξε κάποια στιγμή που ενεργοποίησε αυτή την επιθυμία; Κάτι ξαφνικό; Ή γεννήθηκε σιγά-σιγά;
Β.Κ.: Υπήρξε μια στιγμή. Άνοιξα την ντουλάπα για να δω τι θα κάνω με τα ρούχα του και όλη αυτή η μυρωδιά, η αίσθηση του αρώματός του –έβαζε πάντα Miyake–, όλο αυτό, με χτύπησε σαν κάποιος να με χαστούκιζε για ώρες, αλλά και σαν να μου έλεγε «πρέπει να επιζήσεις, να το ξεπεράσεις, να ζήσεις και να μιλήσεις γι’ αυτό». Βρήκα τις κάλτσες που του είχα αγοράσει από εδώ, από το Κολωνάκι, μπλε και άσπρες, με την ελληνική σημαία. Του άρεσαν πάρα πολύ, τις φορούσε. Όταν ακούμπησα το παλτό του, ήρθε μια μυρωδιά που έφερε αναμνήσεις με τον τρόπο του Proust. Για να πω την αλήθεια, μου έδωσε ελπίδα όλο αυτό, ώστε να μην παραιτηθώ.
Σ.Τ.: Τα ρούχα αυτά τα έχεις ακόμα;
Β.Κ.: Ναι, ναι.
Σ.Τ.: Τι σκοπεύεις να τα κάνεις;
Β.Κ.: Δεν ξέρω. Θα μείνουν εκεί για πολλά χρόνια νομίζω. Προσπάθησα, λίγο πριν φύγω από την Αυστραλία, να τα δώσω. Στην Αυστραλία υπάρχει η παράδοση μόλις κάποιος πεθαίνει να δίνεις τα ρούχα στους άπορους και στους αστέγους. Ενώ είχα κανονίσει μια συνάντηση με τους Saint Vincent de Paul, μια σχετική οργάνωση, μετά κατάλαβα ότι δεν μπορούσα καν να τα ξεκρεμάσω.
Σ.Τ.: Δικό του ρούχο έχεις φορέσει εσύ;
Β.Κ.: Τις κάλτσες του.
Σ.Τ.: Και νιώθεις κάτι;
Β.Κ.: Δεν μπορώ να πω. Αισθάνομαι ότι ανασυγκροτώ κάποιες στιγμές που ζούσε.
Σ.Τ.: Είναι τρελό, αλλά εμένα, όπως σου έχω ξαναπεί, η μάνα μου μού έδωσε ένα μπουφάν του πατέρα μου είκοσι πέντε χρόνια μετά τον θάνατό του, και όταν το φόρεσα ήταν σα να με έκαιγε.
Β.Κ.: Σε καταλαβαίνω απόλυτα. Γιατί κι εγώ με τις κάλτσες του Ρόμπερτ που φορούσα ένιωθα ότι περπατούσα σαν και κείνον. Ότι ήμουν σε μέρη που πήγαινε εκείνος. Είναι περίεργο πράγμα η μνήμη, το τι μπορεί να κάνει, και το πώς προσπαθούμε τόσο απελπισμένα να επικοινωνήσουμε μέσα απ’ αυτά τα μικρά πράγματα.
Σ.Τ.: Ένα από τα ωραιότερα σημεία του βιβλίου είναι εκεί που λες πως, επιστρέφοντας από κάποιο μάθημά του (σ.σ. ήταν δάσκαλος μουσικής), του είπες ότι ήξερες τι μουσική έπαιζε λίγο πριν από τον ρυθμό που περπάταγε- ότι έπαιζε τα «Crisantemi» του Puccini.
Β.Κ.: Ναι, ναι. Υπάρχει και μια άλλη στιγμή. Ο Ρόμπερτ είχε ασφαλώς μουσική παιδεία, αλλά κι εγώ ήξερα μουσική, επειδή είχα ταξιδέψει. Του υπέδειξα να ακούσει το γερμανικό ρέκβιεμ του Brahms, κι ο Ρόμπερτ τρελάθηκε μετά από αυτό, επειδή ήταν και πολύ γερμανόφιλος. Και ξαφνικά, δύο εβδομάδες μετά, του ζήτησαν να το παίξει στο Opera House του Σίδνεϊ. Εγώ ήμουν στη μία πλευρά της αίθουσας, ενώ ο Ρόμπερτ έπαιζε πάνω στη σκηνή. Δεν ξέρω αν έχεις αισθανθεί την καρδιά σου να χτυπάει δύο φορές. Αν και μάς χώριζαν 500 μέτρα, ήμασταν τόσο κοντά ο ένας στον άλλο. Η μουσική του Brahms, ειδικά το δεύτερο μέρος, εκεί που λέει ότι η σάρκα είναι σαν χορτάρι που πεθαίνει και δεν ξανάρχεται… Επικοινωνούσαμε από απόσταση και αισθανόμουν ότι η καρδιά του χτυπούσε δίπλα μου ή μέσα μου ακόμα. Όταν γυρίσαμε στο σπίτι μού είπε το ίδιο και κείνος. «Κάποια στιγμή δεν μπορούσα να παίξω γιατί νόμιζα ότι κάποιος άλλος είναι μέσα μου». Όλα αυτά προέκυψαν μέσα από τη μουσική, όπως καταλαβαίνεις. Γι’ αυτό, όταν φόρεσα τις κάλτσες του, αισθάνθηκα ότι περπατούσα σαν και κείνον, ότι ήμουν σαν και κείνον… Ακούγομαι ευγενής, αλλά είμαι λίγο χωριάτης, άξεστος άνθρωπος.
Σ.Τ.: Ως προς τι; Ως προς την ορμή των συναισθημάτων;
Β.Κ.: Ως προς τη συμπεριφορά μου.
Σ.Τ.: Μα το να έχεις ορμητικά αισθήματα δεν είναι χαρακτηριστικό του χωριάτη. Το αντίθετο. Η μεγάλη μάζα είναι που ζει σ’ ένα συναισθηματικό flatline.
Β.Κ.: Σωστά. Αλλά ο Ρόμπερτ είχε αυτή την εξευγενισμένη αντίληψη των αισθημάτων· μια απλή κίνηση, μια απλή χειρονομία, ένα ανοιγοκλείσιμο των ματιών. Ήταν σαν να έβλεπες έναν αναγεννησιακό πίνακα όταν μιλούσε ο Ρόμπερτ.
#img#
Σ.Τ.: Δηλαδή εσύ δίπλα του ήσουν ο ζωηρός Μεσόγειος ας πούμε;
Β.Κ.: Ναι, ναι, πάντα.
Σ.Τ.: Και έτσι σε αντιμετώπιζε κι αυτός;
Β.Κ.: Αυτός συγκλονιζόταν από τους ζωηρούς Μεσόγειους. Έτσι γίνεται, ό ένας ζητάει από τον άλλον αυτό που ουσιαστικά θα ήθελε να είναι.
Σ.Τ.: Πάντως, το physique σου δεν είναι του κλασικού Έλληνα. Είσαι ξανθός, γαλανομάτης.
Β.Κ.: Ναι, αλλά η συμπεριφορά μου είναι ανθρώπου από τα Κρέστενα νομού Ηλείας. Δεν έχω, ούτε είχα πρόβλημα με αυτό. Δεν προσπάθησα ποτέ να κρύψω τη συμπεριφορά μου. Αν και στην Αυστραλία η συμπεριφορά των ανθρώπων είναι πολύ ελεγχόμενη, εγώ δεν ήθελα να αλλάξω. Ήθελα να μιλάω.
Σ.Τ.: Σαν τυπικός wog;
Β.Κ.: Aκριβώς, με ευθύτητα καταρχάς, με ειλικρίνεια. Δεν μου άρεσαν οι περιφράσεις που πολλές φορές χρησιμοποιούν οι Εγγλέζοι, που μιλούν για τα πιο προφανή πράγματα χωρίς να τα ονομάζουν.
Σ.Τ.: Οπότε, Βρασίδα, τον Σεπτέμβρη αρχίζεις να γράφεις και σιγά-σιγά τα αισθήματά σου μετασχηματίζονται ― μεταβολίζεις τον θάνατο, για να χρησιμοποιήσω μια άσχημη λέξη…
Β.Κ.: Όχι, όχι. Μου πήρε πολύ καιρό, ακόμα και τώρα νομίζω ότι πολεμάω με αυτό το φάντασμα, με την παρουσία του, με το διάνεμα, όπως θα έλεγαν στη δημοτική γλώσσα. Φαντάσου ότι στην Αυστραλία πολλές φορές περπατάω στον δρόμο και μου έρχονται στίχοι του Παλαμά από τον «Τάφο»: «Γίνε αεροφύσημα και γλυκοφίλησέ μας». Άκου κουβέντα τώρα! Ξαφνικά οι συνθήκες τα φέρνουν έτσι ώστε μιλάς με την ποίηση. «Γίνε αεροφύσημα και γλυκοφίλησε μας». Δηλαδή όταν φύσαγε ο άνεμος εγώ περίμενα να έρθει να με φιλήσει ο Ρόμπερτ, να με αγγίξει. Η γραφή με βοήθησε λίγο να το ελέγξω όλον αυτό τον συναισθηματικό στρόβιλο στον οποίο βρισκόμουν για πάρα πολύ καιρό. Μετά έπρεπε να πάω στο πανεπιστήμιο ξανά, να δουλέψω, το πρώτο εξάμηνο μετά τον θάνατο του, αλλά συνέχισα να γράφω μανιωδώς. Δεν κοιμόμουν το βράδυ, υπήρξαν εβδομάδες που δεν κοιμήθηκα καθόλου. Προσπαθούσα να βρω τα ίχνη του παντού, τι είχε αφήσει πίσω, τι έκανε. Κάποια στιγμή, εκεί που έψαχνα τα χαρτιά μου, βρίσκω έναν φάκελο που έλεγε «η διαθήκη μου». Δεν φανταζόμουν ποτέ ότι θα υπήρχε διαθήκη. Και ήθελα τα περισσότερα να τα δώσω στον αδελφό του, στην οικογένειά του, παρόλο που είχαν απομακρυνθεί λίγο. Αλλά το βιολί και τη βιόλα που έπαιζε, τα προσωπικά του αντικείμενα, τα κράτησα εγώ.
Σ.Τ.: Δεν σε πονάει που τα βλέπεις;
Β.Κ.: Πολύ, πάρα πολύ.
Σ.Τ.: Δεν σου έχει έρθει η επιθυμία να τα κρύψεις, να τα δώσεις; Να τραβήξεις ένα Χ και να κρατήσεις μεν την υψηλή μνήμη του αλλά να μη βασανίζεσαι από τη θέα και τη μνήμη αυτών των πραγμάτων;
Β.Κ.: Περίεργο! Δεν θέλω να χαθεί από δίπλα μου η παρουσία του όσο ζω. Θα τα κρατήσω μέχρι το τέλος. Δηλαδή θα ήθελα να πεθάνω περιστοιχισμένος από τα δικά του πράγματα. Δεν θα ήθελα να αποχωριστώ όσα μας έδεσαν και μας έφεραν μαζί. Και αυτά είναι μικρά πράγματα. Του Ρόμπερτ του άρεσε πάντα να αγοράζει αυτά τα μικρά κόκκινα λεωφορεία όταν πηγαίναμε στο Λονδίνο. Κάθε φορά που τα πιάνω στα χέρια μου αισθάνομαι γαλήνη. Ταυτόχρονα, μου έρχονται λυγμοί, σκεπτόμενος αυτόν που έφυγε. Λες και βρίσκω τα δάχτυλά του, τα χέρια του πάνω τους, τα αποτυπώματά του. Βλέπεις, πολλές φορές μέσα στην τρέλα μου μιλάω σε αυτά τα άψυχα αντικείμενα. Μη με ρωτήσεις αν μου απαντάνε. Εγώ τους μιλάω.
Σ.Τ.: Εσύ, βέβαια, τώρα είσαι σε κατάσταση έντονου πένθους ακόμα, αλλά, απ’ ό,τι ξέρουμε, η ζωή έχει πολλές πανουργίες για να τραβάει τους ζωντανούς πίσω στους ζωντανούς.
Β.Κ.: Ναι, το ξέρω. Ίσως συμβεί κάποια στιγμή, αλλά θέλω να περάσω μέσα από αυτήν τη χώρα του πένθους και να δω πώς θα με αλλάξει. Και νομίζω με έχει αλλάξει πάρα πολύ.
Σ.Τ.: Οπότε, ως προς τις πανουργίες;
Β.Κ.: Έρχονται κάποιες τετοιες στιγμές, αλλά μετά από λίγο ανοίγεις την πόρτα, μπαίνεις στο σπίτι και ξαναγυρνάς εκεί όπου ήσουνα.
Σ.Τ.: Στο σπίτι.
Β.Κ.: Ναι.
Σ.Τ.: Το λες και το ξαναλές. Καταρχάς, λες μια υπέροχη φράση, ότι τη στιγμή που εκφράστηκε ο έρωτας σας, όταν εκείνος σου είπε «μη με αφήσεις ποτέ», εσύ γύρισες και του απάντησες «μα πού να πάω; Εσύ είσαι το σπίτι μου».
Β.Κ.: Μα ήταν το σπίτι μου. Το πρώτο κείμενο που έγραψα στα αγγλικά, που ήταν οι αναμνήσεις του Μανώλη Λάσκαρη, είχαν αυτή την περίεργη αφιέρωση: ToRobert, home.
Σ.Τ.: Α, τέλειο!
Β.Κ.: Ήταν το σπίτι μου. Επειδή στα νιάτα μου περιπλανήθηκα πάρα πολύ, πήγαινα από δω και από κει, έκανα όλες αυτές τις αλλοκοτιές που κάνουν οι νέοι, ψάχνονται, ψάχνουν.
Σ.Τ.: Ψάχνουν τα όριά τους.
Β.Κ.: Και τα ξεπερνούν πολλές φορές.
Σ.Τ.: Μα άμα δεν τα ξεπεράσεις, πώς θα ξέρεις ότι είναι όρια;
Β.Κ.: Σωστά. Και ξαφνικά, όταν συνάντησα τον Ρόμπερτ, όλα αυτά τελείωσαν. Έναν χρόνο μετά τη συνάντησή μας ήμασταν σε ένα gay bar στο Σίδνεϊ, κοιτάξαμε γύρω μας και αυτόματα, χωρίς να έχουμε μιλήσει καν, μου είπε: «Δεν νομίζεις ότι είναι η ώρα να πάμε σπίτι και να μείνουμε εκεί;». Κοίταξα γύρω και του απάντησα «ναι, ναι αυτό ήθελα να σου πω κι εγώ». Ο Ρόμπερτ για μένα είναι το σημείο αναφοράς και το κέντρο ύπαρξης. Δηλαδή, όλο αυτό το πένθος αφορά και το ότι έχασα το κέντρο μου.
Σ.Τ.: Έχασες το σπίτι σου.
Β.Κ.: Ναι. Και ξαφνικά μένεις σε αυτό το σπίτι, αλλά δεν είναι το σπίτι σου πια.
Σ.Τ.: Γι’ αυτό και μερικές απ’ τις πιο σπαρακτικές σελίδες είναι αυτές που λες ότι ο κήπος σας μαραίνεται ερήμην του Ρόμπερτ.
Β.Κ.: Ναι. Τα λουλούδια με μισούν! Γιατί περίμεναν τον Ρόμπερτ, που τα πρόσεχε συνέχεια. Και έναν μήνα αφού έφυγε κατάλαβα ότι τα λουλούδια δεν με θέλουν. Μου φώναζαν «φύγε από δω, δεν θέλουμε να μας πιάνεις, να μας αγγίζεις», παρόλο που τα πότιζα, τα περιποιόμουν, τα κλάδευα. Τώρα αυτά, θα μου πεις, είναι παραισθήσεις και παράκρουση.
Σ.Τ.: Δεν είναι. Για το σπίτι χρειάζονται δύο.
Β.Κ.: Ναι. Ο Ρόμπερτ είχε μια απίστευτη αίσθηση της τάξης.
Σ.Τ.: Δεν είναι μόνο η τάξη, είναι και αυτό που λες επανειλημμένως: η ολοκλήρωση. Ότι μέσα από τον έρωτα βλέπεις για πρώτη φορά τον εαυτό σου και αισθάνεσαι ότι αυτό το σπασμένο πράγμα που είσαι, κυκλοφορώντας στον κόσμο, γίνεται ένα όταν συναντάς τον έρωτά σου.
Β.Κ.: Ξέρεις, πολλές φορές με πιάνει απόγνωση με αυτό που λένε οι άνθρωποι, ειδικά οι θρησκευόμενοι, «σημασία έχει η αγάπη». Δεν υπάρχει η αγάπη γενικά, υπάρχει η αγάπη ενός συγκεκριμένου ανθρώπου, αγαπάς κάτι συγκεκριμένο και βάσει αυτής της έντασης, της αφοσίωσης και της αυτοθυσίας πιστεύω ότι πρέπει να κριθούμε. Μόνο έτσι μπορούμε να σταθούμε μπροστά σε μια μεταφυσική κρίση που θα έρχεται από τον Θεό, αν υπάρχει βέβαια θεός, και δεν είναι μία από τις προβολές του Εγώ μας. Εγώ νομίζω ότι το μεγαλύτερο πράγμα που μου έδωσε ο Ρόμπερτ είναι ότι ξαφνικά άρχισα να σκέφτομαι και για κάποιον άλλο, όχι μόνο για τον εαυτό μου.
Σ.Τ.: Στα χρόνια της αλητείας, ας τα πούμε έτσι, γράφεις ότι ήσουν ευτυχισμένος, σχεδόν αυτάρκης. Ωστόσο, θεωρείς ότι ο άνθρωπος ολοκληρώνεται και βρίσκει τα υψηλότερα σημεία του όταν ερωτεύεται.
Β.Κ.: Και γίνεται δέντρο. Με τον άλλο βγάζεις ρίζες, κάνεις καρπούς.
Σ.Τ.: Στις ρίζες βάζεις και τα παιδιά ή…
Β.Κ.:… οτιδήποτε διαλέγει κάθε άνθρωπος να κάνει. Δεν μου αρέσει να γενικεύω.
Σ.Τ.: Σας ήρθε ποτέ η επιθυμία να έχετε παιδιά;
Β.Κ.: Όχι. Νομίζω ότι ήμασταν και οι δύο πολύ αφοσιωμένοι ο ένας στον άλλον, δεν θα ήθελα να κάνω παιδιά ούτε να τα βλέπω ως αντίγραφο του εαυτού μου, όπως ακούσαμε πρόσφατα. Αυτό, νομίζω, ότι είναι το μεγάλο πρόβλημα με τα ανδρικά ζευγάρια πολλές φορές, και η μεγάλη έλλειψη. Ότι ενώ θα ήθελες να έχεις, επιλέγεις να μην το έχεις, να μην το κάνεις. Νομίζω ότι ο Ρόμπερτ ξαναζούσε διαρκώς την παιδική του ηλικία, ήταν ένα παιδί.
Σ.Τ.: Εσύ αυτό το αποδίδεις και σε μια ολόκληρη γενιά, τη γενιά σου, τη γενιά μας. Λες ότι είναι εφηβενήλικες.
Β.Κ.: Ναι. Kidults.
Σ.Τ.: Δηλαδή νοσταλγούν συνέχεια την εφηβεία τους, αρνούνται να μεγαλώσουν.
Β.Κ.: Δεν είναι φανερό;
Σ.Τ.: Ασφαλώς. Το διακρίνεις περισσότερο στους Έλληνες ή μιλάς γενικά;
Β.Κ.: Το διακρίνω παντού. Και στην Αυστραλία το ίδιο είναι, και στον αγγλοσαξονικό κόσμο.
Σ.Τ.: Αναφέρεσαι στους boomers;
Β.Κ.: Στη γενιά μετά τους boomers. Οι boomers έχουν γεράσει.
Σ.Τ.: Μα κι εμείς έχουμε γεράσει.
Β.Κ.: Εννοώ ότι έχουν γεράσει ψυχικά, διότι βασανίστηκαν περισσότερο απ’ ό,τι νομίζουμε. Η γενιά μας έχει αποφασίσει να μείνει στη δεκαετία του ’70. Να μη μεγαλώσουμε, να μην ξεπεράσουμε αυτήν τη δεκαετία, να είμαστε πάντα σε μια διαρκή επαναστατική ή οργασμική διέγερση.
Σ.Τ.: Πάντως δεν ήταν κι άσχημα, Βρασίδα.
Β.Κ.: Ήταν πολύ ωραία.
Σ.Τ.: Το γλεντήσαμε.
Β.Κ.: Το γλεντήσαμε, το απολαύσαμε. Γνωριστήκαμε με ανθρώπους, κάναμε πράξεις άσκοπες, που είναι πολύ σημαντικό.
Σ.Τ.: Αυτή η ανευθυνότητα είχε και την πλάκα της.
Β.Κ.: Είχε και τη σημασία της, από ψυχολογικής πλευράς.
Σ.Τ.: Είχε βέβαια και τις ζημίες της.
Β.Κ.: Ναι, γιατί μερικοί άνθρωποι δεν μπορούν να ξεκολλήσουν. Μπορεί κάποιος να εθιστεί, να χρειάζεται κάθε βράδυ να βγαίνει και να κάνει σεξ με αγνώστους, χωρίς να καταλαβαίνει για ποιον λόγο και στο τέλος, όσο πιο πολύ το κάνεις, τόσο πιο ανικανοποίητος μένεις.
Σ.Τ.: Ισχύει. Εσύ το ένιωθες αυτό;
Β.Κ.: Πάρα πολύ. Γι’ αυτό, κάποια στιγμή, ήμουν λίγο μαζεμένος, μετά τα 26-27.
Σ.Τ.: Ο Ρόμπερτ, όμως, κάποια στιγμή γυρίζει και σου λέει ότι νιώθει βρόμικος λόγω αυτής της σεξουαλικής υπερβολής. Ένιωθες κι εσύ βρόμικος;
Β.Κ.: Ποτέ.
Σ.Τ.: Πώς κι έτσι;
Β.Κ.: Δεν ξέρω.
Σ.Τ.: Και αυτή η διαφορά πού οφείλεται;
Β.Κ.: Είναι η διαφορά μεταξύ Προτεσταντισμού και Ορθοδοξίας νομίζω.
Σ.Τ.: Αυτό λες; Μα και η Ορθοδοξία προκαλεί τόσες ενοχές.
Β.Κ.: Μπα, εγώ την Ορθοδοξία τη βλέπω ως ένα «θεολογικό χορευτικό». Η Ορθοδοξία δεν έχει βάθος, δεν βλέπει τον άνθρωπο ως ψυχολογική σχάση, μια ψυχή η οποία βρίσκεται σε διάλυση. Δεν έχουμε την αυγουστίνεια ανθρωπολογία στην Ορθοδοξία.
Σ.Τ.: Ναι, αλλά δεν ενοχοποιεί τη σεξουαλικότητα;
Β.Κ.: Η Ορθοδοξία ενοχοποιεί τη σεξουαλικότητα, αλλά δεν την κάνει δαιμονική. Ο Προτεσταντισμός την βλέπει ως κάτι δαιμονικό για το οποίο πρέπει να τιμωρηθείς. Εμείς δεν το αισθανόμαστε ποτέ αυτό.
Σ.Τ.: Οπότε το κενό, ας πούμε, που ένιωθες μετά τη σεξουαλική υπερβολή των ’70s ήταν περισσότερο από κόπωση παρά από ενοχή;
Β.Κ.: Κοίταξε, κάποια στιγμή νομίζω ότι πρέπει να λέμε «I had enough», ό,τι ήταν να κάνουμε το κάναμε.
Σ.Τ.: Μου θυμίζεις τον Χριστιανόπουλο που έλεγε ότι «απαραιτήτως ο άνθρωπος πρέπει να σταματάει να πηγαίνει στο ψωνιστήρι στα 57 του χρόνια». Το είχε μετρήσει.
Β.Κ.: (γέλια) Ναι, το είχε μετρήσει. Θα μου πεις ότι υπάρχει η απληστία της επιθυμίας, η επιθυμία είναι απέραντη και απαιτητική πάντα. Αλλά από ένα σημείο και πέρα λες ότι εντάξει, πρέπει να κοιτάξω και τον εαυτό μου τώρα.
Σ.Τ.: Νομίζω ότι ο Απόστολος Παύλος έλεγε: «ἐδόθη μοι σκόλοψ τῇ σαρκί…»
Β. Κ.: «… ίνα μη υπεραίρωμαι».
Σ.Τ.: Ακριβώς.
Β. Κ.: Δεν μου δόθηκε σκόλοπας, τον δημιούργησα. Δηλαδή κάποια στιγμή είπα ότι εντάξει, έκανες ό,τι έκανες, τώρα πρέπει να βρεις κάποιον και να είσαι μαζί του.
Σ.Τ.: Οπότε συναντηθήκατε εσείς οι δύο άνθρωποι μετά από αυτή την περιπλάνηση που για σένα δεν ήταν μόνο σεξουαλική, είχε κι άλλα, πολύ ωραία πράγματα, μεγάλα ταξίδια, εμπειρίες ― είχες γίνει μέχρι και μοναχός.
Β. Κ.: Καλόγερος. Ναι. Αποτυχημένος βέβαια.
Σ.Τ.: Αποτυχημένος. Αλλά το δοκίμασες. Ως ηθοποιός ίσως- πνευματικός ηθοποιός. Έφτασες μέχρι και τη Μόσχα;
Β. Κ.: Μέχρι τη Μόσχα, το μοναστήρι του Αλεξάνδρου Νιέφσκι.
Σ.Τ.: Πόσο έμεινες εκεί;
Β. Κ.: Περίπου τέσσερις μήνες, δεν άντεξα άλλο. Αν οι ορθόδοξοι καλόγεροι είναι τυπολάτρες και δεν έχουν καμιά αίσθηση πνευματικότητας, οι Ρώσοι πίνουν συνέχεια. Από το πνεύμα στο οινόπνευμα!
Σ.Τ.: Πόσων ετών ήσουν τότε;
Β. Κ.: Είκοσι τρία-είκοσι τέσσερα.
Σ.Τ.: Θα ήσουν και όμορφος.
Β. Κ.: Πολύ.
Σ.Τ.: Ήσουν ένας ξανθός άγγελος, είκοσι τριών ετών, ανάμεσα στους Ρώσους πότες!
Β. Κ.: Όχι απλώς πότες, έπρεπε να τους τραβάω το βράδυ. Θυμάμαι τον ηγούμενο του μοναστηριού που καθόταν κάτω από μια κάνουλα.
Σ.Τ.: Τι πλάκα!
Β. Κ.: Άνοιγε την κάνουλα και έπινε βότκα. Μου θύμιζε Buñuel όλη αυτή η κατάσταση.
Σ.Τ.: Αυτό δεν κατέρριψε κάθε θρησκευτικό σου αίσθημα;
Β. Κ.: Ναι. Τότε αποφάσισα ότι δεν υπάρχει Θεός. Αν αυτοί πιστεύουν, δεν υπάρχει Θεός, αυτό είπα στον εαυτό μου. Μετά πήρα τον Υπερσιβηρικό και ταξίδεψα μέσα από τη Σιβηρία όλη τη Ρωσία, έφτασα μέχρι το Βλαδιβοστόκ. Και εκεί βλέπεις τη φυσική αποκάλυψη του Θεού. Τα δάση, τα χρώματα των δέντρων, τα ζώα, τις αποχρώσεις του χιονιού που νομίζουμε ότι είναι άσπρο, αλλά δεν είναι άσπρο πουθενά, αν το προσέξεις. Ξαφνικά ανακαλύπτεις την ωραιότητα του κόσμου, που όπως λένε οι Ψαλμοί αναγγέλλει τη δόξα του Θεού.
Σ.Τ.: Οπότε έχασες τον Θεό απ’ τη μια μεριά αλλά τον βρήκες απ’ την άλλη.
Β.Κ.: Δεν ξέρω αν λέγεται Θεός. Όπως θα έλεγε ο Spinoza, είναι ο Θεός ή η Φύση; Εγώ πιστεύω σε μια φυσική θεολογία, των προσωκρατικών, ότι τα πάντα είναι πλήρη θεών. Γι’ αυτό δεν είχα ποτέ, αν μου επιτρέπεις, ενοχή. Δεν καταλαβαίνω τι σημαίνει να έχεις ενοχές γι’ αυτό που είσαι. Δεν μπορείς να είσαι ένοχος γι’ αυτό που είσαι! Είσαι αυτό που είσαι.
Σ.Τ.: Αυτό είναι θαυμάσιο όταν συμβαίνει, αλλά, μεγαλώνοντας στην ελληνική επαρχία τη δεκαετία του ’60 ή του ’70, δεν είναι και τόσο εύκολο, μέχρι να σταθείς στα πόδια σου πνευματικά.
Β.Κ.: Ναι.
Σ.Τ.: Ωστόσο εσύ μου λες ότι ποτέ δεν είχες ενοχή.
Β.Κ.: Ποτέ. Αντίθετα, πάντα ήξεραν ότι κάτι ήταν στραβό με αυτό το παιδί.
Σ.Τ.: Αυτή η λέξη, το «στραβό», είναι το θέμα.
Β.Κ.: Μου άρεσε όμως εμένα να είμαι στραβός. Δεν ήθελα να είμαι σαν τους άλλους. Δηλαδή οι άλλοι ήταν, πώς να το πούμε, ένα είδος…
Σ.Τ.: … βαρετής ορθοκανονικότητας.
Β.Κ.: Ναι, και ομοιομορφίας, που έλεγε ότι πρέπει να συμπεριφέρεσαι έτσι, ενώ ο Βρασίδας…
Σ.Τ.: Οπότε, Βρασίδα, συναντηθήκατε με τον Ρόμπερτ, έκλεισε η περίοδος των περιπλανήσεων και ήρθε το αποκαλυπτικό φως του έρωτα. Το οποίο, επίσης, είχε στάδια, φαντάζομαι.
Β.Κ.: Ε, στην αρχή, ξέρεις, είναι ο πόθος. Ο πόθος και το σεξ. Δηλαδή συναντάς κάποιον άνθρωπο και ξαφνικά κολλάτε σωματικά.
Σ.Τ.: Από κει ξεκινούν όλα.
Β.Κ.: Δεν μπορούσαμε να ξεκολλήσουμε. Για μήνες, για τον πρώτο χρόνο. Ήταν αυτό που έλεγε ο Ερωτόκριτος, «για σένα εγεννήθηκε στον κόσμο το κορμί μου». Το ένιωσα αυτό. Βρε, διάολε, έκανες σεξ παντού, στον Καναδά, στη Φινλανδία, στη Ρωσία. Και ξαφνικά, βρίσκεις έναν άνθρωπο…
Σ.Τ.: Μάλιστα τον πόθο σού τον δημιούργησε ένα σώμα που ήταν, ας το πούμε, στραβό επίσης, γεμάτο ουλές. Ενός ανθρώπου ο οποίος ντρεπόταν για το σώμα και τη γύμνια του. Ωστόσο αυτή η ευθραυστότητα εσένα σε ερέθισε ακόμα πιο πολύ.
Β.Κ.: Σου είπα, μετά από λίγο δεν θέλαμε να ξεκολλήσουμε. Αυτό το σώμα για μένα ήταν η επαφή με κάτι άλλο πέρα από το σώμα, αν μου επιτρέπεις, το αγκάλιασμα των σωμάτων, ο οργασμός, ο έρωτας, η εκσπερμάτωση, όλα αυτά ήταν μια απάντηση στον Πλάτωνα, στον Χριστό. Αν θυμάσαι, στον Πλάτωνα, στο Συμπόσιο δεν είναι μόνο οι άνθρωποι που ενώνονται. Λέει η Διοτίμα, «τι είναι αυτό που ζητάτε εσείς οι θνητοί ο ένας από τον άλλον;». Αυτό είναι η απάντηση του έρωτα, σε αυτό το ερώτημα. Και τελικά ήθελα αυτόν. Δεν ήταν μια αφηρημένη ιδέα, μια επικύρωση κοινωνική, μια αναγνώριση.
Σ.Τ.: Αν είναι έτσι όπως τα λες, η θρησκεία θα φοβάται λίγο και τον έρωτα.
Β.Κ.: Κοίταξε, υπερβάλλουμε με τη θρησκεία. Είναι άλλο το θρησκευτικό αίσθημα, ας το πούμε η θρησκευτικότητα, και άλλο η θρησκεία η οργανωμένη. Δεν μιλάω για την Εκκλησία την ορθόδοξη, την οποία θεωρώ έναν αντιπνευματικό οργανισμό και επομένως άφιλο. Δεν μπορείς να κάνεις θεολογία αν δεν έχεις φίλους. Η φιλία, όπως έλεγε ο Αριστοτέλης, είναι αυτή που χτίζει πολιτείες. Αυτή που χτίζει σχέσεις, πολιτεύματα και, τέλος, σχέσεις ερωτικές μεταξύ των ανθρώπων. Λοιπόν, εγώ νομίζω ότι με τον Ρόμπερτ περάσαμε τις τέσσερις λέξεις που έχει η ελληνική γλώσσα γι’ αυτή την πορεία: από τον πόθο, στον έρωτα, στη στοργή και στο τέλος, στην αγάπη. Έγινε αυτή η καταπληκτική μετάβαση.
Σ.Τ.: Από το «σε θέλω» στο «τι θέλεις;».
Β.Κ.: Επομένως, η στοργή σήμαινε ότι έπρεπε να πάρω ευθύνη για τη ζωή του Ρόμπερτ- και την πήρα. Ο Ρόμπερτ μου έλεγε «φύγε, καταστρέφω την καριέρα σου» και του απαντούσα «let it go, δεν με ενδιαφέρει η καριέρα μου, δεν θα ζήσω με την καριέρα μου».
Σ.Τ.: Όταν φτάσατε στα επόμενα στάδια του πόθου, όταν ο πόθος γίνεται στοργή και «τι θές να σου μαγειρέψω σήμερα;», αισθάνθηκες ποτέ ότι αυτό ήταν κάτι πιο χαμηλό, πιο συμβατικό από τα πρώτα στάδια;
Β.Κ.: Εγώ τρελαίνομαι για ρουτίνες. Δεν τις φοβάμαι. Οι ρουτίνες υποδηλώνουν μια σχέση αδιάρρηκτη. Θα κάνεις αυτό, θα κάνω εκείνο, και έχουμε μια πολύ όμορφη σχέση. Όλοι οι άνθρωποι ζουν με αυτές τις ρουτίνες. Ο Καζαντζάκης την ονομάζει «η άγια ρουτίνα της καθημερινότητας». Η ωραιότερη στιγμή είναι να πηγαίνεις στο σπίτι και βλέπεις ένα πιάτο φαγητό να σε περιμένει. Αυτό το έχεις γράψει εσύ για τη μητέρα σου. Ένα καταπληκτικό κομμάτι. Έτρεχα να γυρίσω στο σπίτι πριν έρθει ο Ρόμπερτ για να του φτιάξω μια μπολονέζ ή ένα άλλο φαγητό που του άρεσε. Για μένα ήταν ευτυχία αυτό. Ήταν το απόλυτο, αν μου επιτρέπεις, ήταν έρωτας.
Σ.Τ.: Και για μένα είναι ευτυχία αυτό.
Β.Κ.: Μεγάλη ευτυχία, απόλυτη. Συντονισμός στον κοσμικό ρυθμό πρωί, μεσημέρι, βράδυ. Ο ήλιος, το ημίφως και το σκοτάδι: αυτά τα ζούσαμε μαζί εκεί πέρα. Βγαίναμε έξω το βράδυ να κάνουμε βόλτες, καθόμασταν δίπλα στα λουλούδια και μιλούσαμε.
Σ.Τ.: Η σεξουαλική απιστία που μπορεί να έρθει σε τέτοιες περιόδους, είναι κάτι που σε πλήγωσε;
Β.Κ.: Στην αρχή, ναι, με πλήγωσε. Ακόμα με πληγώνει… Το έκανα κι εγώ μια φορά. Το ομολογώ.
Σ.Τ.: Γιατί το σώμα εξακολουθεί να έχει τις ανάγκες του.
Β.Κ.: Να πω την αλήθεια, μετά από λίγο το κάνεις μόνο και μόνο γιατί θες να αποδείξεις στον εαυτό σου ότι μπορείς να το κάνεις.
Σ.Τ.: Α! Λες;
Β.Κ.: Ναι. Εγώ έτσι νόμιζα, έτσι το έκανα. Ήθελα να δω αν μπορώ να το κάνω, αν είμαι σε θέση να λειτουργήσω.
Σ.Τ.: Σε πλήγωσε ωστόσο.
Β.Κ.: Πολύ, πάρα πολύ. Πέρασαν μέρες που σχεδόν καθόμασταν δίπλα χωρίς να κάνουμε έρωτα ή οτιδήποτε άλλο, απλώς κρατώντας το χέρι ο ένας του άλλου. Αλλά όπως λέμε στα αγγλικά: «You have to move on». Και προχωρήσαμε.
Σ.Τ.: Εσύ ήσουν τυχερός που δεν ένιωσες τύψεις, ενοχές, μεγαλώνοντας μέσα στη σεξουαλικότητα που έχεις, και έζησες αυτόν τον ανεπίληπτο, ρομαντικό έρωτα. Ωστόσο, η κοινωνία συσχετίζει κουτά πάντα, φαντάζομαι ακόμη και στις δύσκολες στιγμές. Νομίζω ότι αναφέρεις πως στο νοσοκομείο αντιμετωπίσατε εκρήξεις ομοφοβίας ή βλέμματα ομοφοβικά.
Β.Κ.: Πάρα πολλά. Ειδικά στο νοσοκομείο, και από νοσοκόμες κυρίως που προέρχονταν από διαφορετικά πολιτισμικά υπόβαθρα. Αλλά τα ξεπερνούσα. Δεν με ενδιέφερε καθόλου. Κάποτε τους αποκρινόμουν με την ίδια περιφρόνηση.
Σ.Τ.: Ναι, αλλά στη δύσκολη ώρα, αυτό είναι ένας βαθμός δυσκολίας μεγάλος.
Β.Κ.: Ναι. Έκανα το παν να μην το δει ο Ρόμπερτ. Το εισέπραξα μόνος μου, τον προστάτευα από τέτοιου είδους αισθήματα. Δεν ήθελα να νιώσει κάτι τέτοιο σε μια στιγμή αδυναμίας, αρρώστιας, ασθένειας. Εγώ μπορούσα να το αντιμετωπίσω και να απαντήσω, έκανα πολλαπλές αναφορές. Φαντάσου να μπαίνεις σ’ ένα νοσοκομείο που «φωνάζει» ότι είναι εναντίον της ομοφοβίας με τεράστιες αφίσες και μετά να αντιμετωπίζεις αυτό.
Σ.Τ.: Είναι τρομερό, αλλά τη στιγμή που μιλάμε για έναν τέτοιον έρωτα, βλέπεις ότι η κοινωνία, παρότι προσποιείται τη μοντέρνα, είναι σε μεγάλο βαθμό ομοφοβική ακόμα. Ακόμα και η φράση «α, οι ομοφυλόφιλοι μπορούν να ερωτεύονται τόσο βαθιά, τόσο ρομαντικά, τόσο απόλυτα;» ενέχει ομοφοβία.
Β.Κ.: Αν υπάρχει κάτι σημαντικό στο βιβλίο είναι αυτό. Δείχνει πώς ερωτεύονται, αγαπάνε και αφοσιώνονται ο ένας στον άλλο δυο άντρες. Γιατί πολλοί νομίζουν ότι οι gay το μόνο που κάνουν είναι να πηγαίνουν από δω και από κει και να κάνουν ανώνυμο και πολλαπλό σεξ. Ότι είναι «μηχανές του σεξ», όπως λέγαμε παλιά.
Σ.Τ.: Συμφωνώ ότι αυτή είναι η κορυφαία αξία αυτού του βιβλίου.
Β.Κ.: Δεν έχει αποδεικτική αξία, αλλά χωρίς να το καταλάβουμε, δείξαμε και αποδείξαμε ότι η αφοσίωση περνάει μέσα από το σεξ, τον έρωτα, τον πόθο και τελικά γίνεται κάτι πολύ σημαντικότερο, κάτι ευρύτερο, που μας αγκαλιάζει ως ανθρώπους. Ο Freud έχει μιλήσει για τον άγνωστο ωκεανό της γυναικείας ψυχολογίας. Εγώ νομίζω ότι πρέπει να μιλήσουμε κάποια στιγμή για τον απύθμενο ωκεανό της ανδρικής ψυχολογίας, για το πώς σχετίζονται οι άντρες μεταξύ τους.
Σ.Τ.: Οι αρχαίοι Έλληνες λίγο το είχαν οσμιστεί.
Β.Κ.: Ναι, με την έννοια της φιλίας. Γι’ αυτό τον Ρόμπερτ τον ονομάζω Αχιλλέα και Άμλετ μαζί.
Σ.Τ.: Απλώς τώρα πρέπει να ξεπεράσουμε όλες αυτές τις στρώσεις των άλλων πολιτισμών που ακολούθησαν.
Β.Κ.: Κοίταξε, αυτό είναι προσωπική ευθύνη του καθενός. Δεν νομίζω ότι είναι νομοθετικό ζήτημα πλέον. Γιατί η νομοθεσία υπάρχει, αλλά είναι ζήτημα νοοτροπίας, ανθρώπων οι οποίοι είναι φοβισμένοι και οι ίδιοι, τρομοκρατημένοι από τη διαφορά. Όπως είπα, όταν ο Ρόμπερτ ήταν άρρωστος, προσπάθησα να τον προφυλάξω απ’ όλα αυτά. Για μένα το πώς δυο άντρες αγαπιούνται είναι ένα βασικό θέμα που αναδεικνύει αυτό το βιβλίο. Πώς περνάνε απ’ όλες αυτές τις φάσεις, τα στάδια.
Σ.Τ.: Η αρετή αυτού του βιβλίου είναι ότι δεν το χαρακτηρίζει καμία ενοχή, καμία τύψη αλλά και ότι δεν έχει και καμία επιθετικότητα. Είναι unapologetic, αλλά όχι με τον τρόπο που η gay, ας το πούμε, λογοτεχνία μιλά για τον έρωτα. Είναι σαν να μην υφίσταται πια το θέμα, να έχει αυτοδικαίως ξεπεραστεί. Ο έρωτας είναι γυμνός, ασχέτως φύλων, θρησκειών.
Β.Κ.: Είναι ο Ρόμπερτ και ο Βρας.
Σ.Τ.: Και αυτό είναι πραγματικά αποκαλυπτικό. Το βιβλίο σου είναι από τα συγκλονιστικότερα πράγματα που έχω διαβάσει τα τελευταία χρόνια και ελπίζω να βρει το ακροατήριο που του αξίζει.
Β.Κ.: Το έγραψα για να διασώσω τη μνήμη του Ρόμπερτ και της σχέσης μας. Να πω την αλήθεια, εγώ δεν παίζω κανέναν ρόλο σ’ αυτό το βιβλίο. Δεν θέλω να έχω κανένα κέρδος ή αναγνώριση, θέλω ο κόσμος να γνωρίσει τη σχέση μας και να κλάψει λίγο στη μνήμη του Ρόμπερτ, αν μου επιτρέπεις. Ήταν ένας ξεχωριστός άνθρωπος, η επαφή του με την Ελλάδα ήταν πολύ ωραία. Είχαμε μια φοβερή εμπειρία στη Σαντορίνη, όπου σχεδόν τον είδα να αιωρείται μπροστά μου – είχα τρελαθεί. Δεν μπορείς να φανταστείς ότι η αγάπη σε φέρνει σε τέτοιες οριακές συγκινήσεις που νόμιζες ότι ανήκουν στη ρομαντική λογοτεχνία ή ότι είναι ψευδαίσθηση. Ξαφνικά τα νιώθεις αυτά, τα ζεις. Στην αρχή δεν μπορείς να το πιστέψεις και λες «μα πώς είναι δυνατό;». Αυτό το εύθραυστο και ευάλωτο σώμα μού δείχνει αυτές τις εμπειρίες που σε άλλες περιπτώσεις θα τις θεωρούσαμε μυστικές, σαν του Μπέμε, του Συμεών του Νέου Θεολόγου ή όλων αυτών των μεγάλων μυστικών. Ξαφνικά, βλέπεις ότι η μυστική εμπειρία κρύβεται σε αυτή την επαφή, σε αυτά τα χέρια, στο φιλί δύο ανθρώπων -αντρών εν προκειμένω-, στο άγγιγμα των σωμάτων, στο αγκάλιασμα, στον αποχαιρετισμό, στο «Θα σε δω το βράδυ. Τι ώρα θα είσαι σπίτι;» «Θα έρθω 7, ίσως και νωρίτερα». Κι εγώ έπρεπε να είμαι εκεί στις 6. Για μένα αυτή η εμπειρία ήταν πολύ σημαντική γιατί όλη αυτή η απλότητα της καθημερινής ζωής είναι τελικά το μεγάλο μυστήριο της ύπαρξης. Απλουστεύεις όσο περνάν τα χρόνια. Βλέπεις τι είναι απολύτως αναγκαίο για τη ζωή σου και, αν μου επιτρέπεις, για την ψυχή σου την ίδια. Έχουμε ξεχάσει ότι έχουμε και ψυχή στις μέρες μας. Και πώς το είδα ότι έχουμε ψυχή; Όταν έφυγε ο Ρόμπερτ το σώμα μου έκανε άλλα πράγματα απ’ αυτά που του έλεγε η ψυχή. Δηλαδή κατάλαβα ότι υπάρχει μέσα μας μια δεύτερη ύπαρξη, αυτό που έλεγε ο Παύλος ο έσω άνθρωπος, που ξαφνικά, όταν χαθεί ο καταλυτής που τον κάνει ζωντανό, δηλαδή η αγάπη, το βλέμμα, το άγγιγμα, η μυρωδιά ενός ανθρώπου, τον ψάχνει.
Σ.Τ.: Καθένας βέβαια αισθάνεται ότι αυτό που έζησε είναι ξεχωριστό. Ωστόσο αισθάνεσαι ότι με αντίστοιχη ένταση ζουν και οι απλοί άνθρωποι τον έρωτα; Το ρωτάω αυτό γιατί στο βιβλίο σου πολύ ορθά λες ότι εμείς είμαστε «παιδιά παιδιών», ότι μεγαλώσαμε στην ελληνική επαρχία με τις γνωστές κακοδαιμονίες και από ανθρώπους που εν πολλοίς ήταν ανέτοιμοι να γίνουν γονείς. Πολλοί από αυτούς ήταν σκληροί, μέθυσοι, μας παράταγαν και, κυρίως, δεν ήξεραν καν πώς να αγαπάνε. Εσύ λοιπόν γεννήθηκες σε μια τέτοια επαρχία που δεν ήξερε να αγαπά. Όμως αγάπησες μ’ έναν βαθύ τρόπο. Πώς έγινε;
Β.Κ.: Κοίταξε, είναι ζήτημα ατομικό και προσωπικό σ’ αυτή την περίπτωση. Δεν θα έλεγα ότι η προηγούμενη γενιά δεν μπορούσε να αγαπήσει, απλώς δεν μπορούσε να εκδηλώσει την αγάπη της και δεν μπορούσε να μιλήσει ποτέ γι’ αυτήν.
Σ.Τ.: Αν δεν το πεις όμως, δεν υπάρχει.
Β.Κ.: Δεν υπάρχει, σωστά. Ήταν ένα ζήτημα αμίλητου πόνου που δημιουργούσε όλη αυτήν τη σύγχυση μέσα τους, που προσπαθούσαν να μας αγαπήσουν, αλλά δεν ήξεραν πώς να το δείξουν και ξαφνικά στρέφονταν εναντίον του εαυτού τους και μετά εναντίον μας. Αυτή είναι η σχέση που είχαμε με τους γονείς μας.
Σ.Τ.: Ισχύει.
Β.Κ.: Αλλά νομίζω ότι, όπως έλεγε ο Ντοστογιέφσκι, μέσα σ’ έναν αμαρτωλό υπάρχει ένας άγιος που παρακαλεί να λυτρωθεί – έτσι γίνεται και σ’ αυτούς. Έρχεται η κατάλληλη στιγμή, ο κατάλληλος άνθρωπος, και ξαφνικά… Εγώ, αν δεν είχα συναντήσει τον Ρόμπερτ, θα ήμουν ένας στείρος ακαδημαϊκός, αν μου επιτρέπεις, ένα απίστευτο ον…
Σ.Τ.: Σίγουρα όχι καταστροφικό, όπως ήταν πολλοί απ’ τους γονείς μας. Δεν θα μοίραζες πόνο δεξιά και αριστερά, ε;
Β.Κ.: Όχι. Θα ήμουν επιτυχημένος, αλλά θα ήμουν και αυτοκαταστροφικός. Αυτά τα πράγματα δείχνουν ότι η γενιά των γονιών μας ήταν και μια γενιά που βγήκε απ’ τον πόλεμο, απ’ την ανέχεια. Δεν ήξεραν, δεν μπορούσαν να εμπιστευτούν κανέναν. Η αγάπη και η φιλία είναι ένα άλμα στο χάος ουσιαστικά, στο μηδέν. Πρέπει να εμπιστευτείς. Εμπιστευόμαστε σήμερα;
Σ.Τ.: Επιμένω στο ερώτημά μου γιατί δεν απαντήθηκε: σε σένα, που είσαι παιδί παιδιών, ποιο ήταν το σκαλοπάτι σου για να ανέβεις σε μια άλλη, καλύτερη κατάσταση;
Β.Κ.: Προφανώς ο Ρόμπερτ.
Σ.Τ.: Ναι, αλλά είχες και τα μάτια να τον δεις. Ποιος σου έδωσε τα μάτια να τον δεις;
Β.Κ.: Δεν ξέρω. Έγινε, τον είδα. Και από την ώρα που τον είδα…
Σ.Τ.: Ήταν η παιδεία σου; Από τα Κρέστενα πώς βρέθηκες στον Ελικώνα, βρε παιδί μου;
Β.Κ.: Ίσως τα Κρέστενα να ήταν ο Ελικώνας μου. Νομίζω ότι μου δόθηκε μια σχέση μαγική στην παιδική μου ηλικία. Οι γονείς μας ήταν άσχετοι, άχρηστοι και αχρείαστοι, όλα αυτά μαζί (γελά). Ήταν αφοσιωμένοι στον εαυτό τους, τρώγονταν ο ένας με τον άλλον. Βέβαια, σε τέτοιες περιπτώσεις στα χωριά έχεις τη γιαγιά. Η οποία με μεγάλωσε με όλα αυτά τα παραμύθια, με όλες αυτές τις νεράιδες, τους κοσμικούς θρύλους. Με έβγαζε το βράδυ, ενώ ήταν σχεδόν τυφλή, και μου ονόμαζε τους αστερισμούς έναν-έναν, μου έδειχνε με το δάχτυλο «εκεί είναι αυτό, εκεί είναι το άλλο». Τα ήξερε, ενώ ήταν τυφλή σχεδόν.
Σ.Τ.: Αυτό είναι η απάντηση. Είχες αυτό το μαγικό πρόσωπο.
Β.Κ.: Μαγικότατο. Ήταν η Πότνια θηρών της παιδικής μου ηλικίας ουσιαστικά αυτός ο άνθρωπος, ο οποίος μου έδωσε τη δυνατότητα να είμαι ανοιχτός στον αιφνιδιασμό, κι αν μου επιτρέπεις μια έκφραση θρησκευτική, στο θαύμα. Το να βλέπεις τον άλλον άνθρωπο, είναι ένα θαύμα, το οποίο σου δίνεται εκεί που δεν το περιμένεις, και ανοίγει μέσα στην καρδιά και στην ψυχή σου τον κόσμο του παραμυθιού, του θρύλου.
Σ.Τ.: Πολλοί λαϊκοί άνθρωποι το έχουν.
Β.Κ.: Ναι. Στη γιαγιά μου αυτό ήταν βασικό, γιατί αυτή μας μεγάλωσε. Οι γονείς μας ήταν ναι μεν αλλά, ήξεις αφήξεις. Η γιαγιά μου ήταν το σταθερό σημείο του περιστρεφόμενου κόσμου μου, ο άνθρωπος που σου ανοίγει ένα άλλο σύμπαν, που δεν είναι το πεζό, το καθημερινό αλλά το σύμπαν των απροσδόκητων συνειρμών, της απροσδόκητης σχέσης με τον φυσικό κόσμο και των αόρατων πραγμάτων που υπάρχουν μέσα στον φυσικό κόσμο. Σου τα δίνει κάποιος εκεί που δεν το περιμένεις.
Σ.Τ.: Ήταν, λοιπόν, αυτά που σου έδωσε η γιαγιά σου και, φαντάζομαι, μετά τα διαβάσματά σου, οι φιλίες σου.
Β.Κ.: Είχα πολλούς φίλους. Επίσης, κάτι που πρέπει να ομολογήσουμε –πρέπει να το έχεις νιώσει κι εσύ– είναι ότι οι φίλοι μου που πέθαναν από AIDS ήταν πολύ μεγάλη μαθητεία για μένα, π.χ. ο φίλος μου ο Αντώνης ο Σταυροπιεράκος, που πέθανε μόνος του στον Καναδά. Μέχρι τώρα δεν έχω ξεπεράσει τον θάνατο αυτού του ανθρώπου. Έμεινε μόνος του γιατί τον είχαν αποκηρύξει οι γονείς του και όλοι οι άλλοι, κι εγώ ήταν αδύνατο να βρω εισιτήριο για να πάω να τον δω.
Σ.Τ.: Αυτή η εμπειρία ως προς τι σε ωρίμασε; Τι σε έκανε να σκεφτείς;
Β.Κ.: Το εύθραυστο της ανθρώπινης ζωής, την τρωτότητα που έχουμε όλοι και ταυτόχρονα τη σκληρότητα του κόσμου, το να εγκαταλείπεις το παιδί σου ή τον φίλο σου μόνο και μόνο γι’ αυτό.
Σ.Τ.: Και σ’ έκανε ίσως και λίγο πιο ατρόμητο απέναντι στα δικά σου αισθήματα.
Β.Κ.: Ένας δεύτερος φίλος μου, για τον οποίο έχω γράψει, ο Άλκης, πέθανε στα χέρια μου την εποχή που όλοι τρόμαζαν να αγγίξουν και, ξέρεις, αυτό ξαφνικά σε λιώνει, όλες οι αντιστάσεις σου πέφτουν, περιμένεις το θαύμα να έρθει. Και ήρθε, και μέσα από αυτούς τους ανθρώπους. Δεν ήταν μόνο αυτοί, ήταν κι άλλοι και λυπήθηκα πάρα πολύ όταν έφυγαν απ’ τη ζωή. Τουλάχιστον ο θάνατος τούς βρήκε με μένα δίπλα τους, που ήμουν ένα φιλικό πρόσωπο. Του Άλκη ειδικά, που πέθανε στα χέρια μου, του τραγουδούσα δημοτικά τραγούδια.
Σ.Τ.: Από αυτές τις εμπειρίες, αλλά κυρίως από την εμπειρία που περιγράφεις στο βιβλίο σου, τον δικό σου θάνατο πώς τον σκέφτεσαι;
Β.Κ.: Σκέφτομαι ότι πρέπει να προετοιμαστώ γι’ αυτή την εμπειρία. Δεν φοβάμαι πλέον, γιατί νομίζω…
Σ.Τ.: Αλήθεια, βρε Βρασίδα; Δεν φοβάσαι;
Β.Κ.: Όχι. Ερχόμαστε σε αυτήν τη ζωή να κάνουμε ορισμένα πράγματα –το γράφω στο βιβλίο–, εγώ τα έχω κάνει ήδη. Δυστυχώς, η ζωή μου ήταν, αν μου επιτρέπεις, πολύ επιτυχημένη.
Σ.Τ.: Ναι, αλλά η ζωή είναι πάντα γλυκιά.
Β.Κ.: Πάρα πολύ.
Σ.Τ.: Πήρες τώρα το αεροπλάνο και ήρθες από την Αυστραλία εδώ για να μιλήσεις για έναν σκηνοθέτη του σινεμά. Αυτό, όσο λίγη, όσο χλωμή χαρά και αν είναι, είναι χαρά.
Β.Κ.: Και ένας αποχαιρετισμός. Μου αρέσουν πάρα πολύ τα τέσσερα τελευταία τραγούδια τους Στράους. Τα έχεις ακούσει;
Σ.Τ.: Τα έχω ακούσει.
Β.Κ.: Αυτό είναι. Εμένα μ’ αρέσει.
Σ.Τ.: Ακόμα και αυτό έχει μεγάλη γλύκα- στα 84 χρόνια του τα έγραψε!
Β.Κ.: Ίσως και ο θάνατος να είναι κάτι γλυκό, έτσι; Ένας αποχαιρετισμός σ’ αυτά που αγαπάμε. Θυμάσαι τι έλεγαν οι στωικοί, «πόσο άξια ζήσαμε». Την ώρα που κλείνεις τα μάτια η μεγαλύτερη εμπειρία είναι να πεις πόσο ωραία ζήσαμε τελικά – που είναι πολύ σημαντικό.
Σ.Τ.: Αυτό είναι ιδανικό να ακούγεται. Αλλά θέλει κανείς να πεθάνει;
Β.Κ.: Όχι, αλλά μπορώ να φανταστώ αυτόν τον κόσμο χωρίς εμένα.
Σ.Τ.: Εγώ ίσως είμαι αφιλοσόφητος εντελώς, αλλά, παρότι δεν με ενδιαφέρει καθόλου, ούτε ματαιοδοξίες έχω ότι θα αφήσω ίχνη, θέλω να είμαι εδώ, να βλέπω το φως, τον αέρα, τους δρόμους, τα αυτοκίνητα… Δεν έχω χορτάσει τις εικόνες αυτές.
Β.Κ.: Και δεν μπορούμε να τις χορτάσουμε έτσι; Είμαστε φτιαγμένοι γι’ αυτές τις εικόνες.
Σ.Τ.: Γι’ αυτό ρωτάω εσένα.
Β.Κ.: Έχω την εντύπωση ότι έχω ολοκληρώσει τον κύκλο μου. Δηλαδή, κλείνω. Και βλέπω τον ορίζοντα, πλησιάζω προς τον ορίζοντα. Γλυκόπικρο αυτό το πράγμα.
Σ.Τ.: Η δημιουργία;
Β.Κ.: Θα την εγκαταλείψω κάποια στιγμή. Νομίζω ότι έκανα αρκετά. Αυτό το κείμενο, αυτό το γράμμα για τον Ρόμπερτ είναι νομίζω η ακραία μου, πως να το πω, άσκηση και ασκητική. Φτάνει.
PODCAST:
O BΡΑΣΙΔΑΣ ΚΑΡΑΛΗΣ ΣΥΝΟΜΙΛΕΙ ΜΕ ΤΟΝ ΣΤΑΘΗ ΤΣΑΓΚΑΡΟΥΣΙΑΝΟ ΓΙΑ ΤΟ ΑΡΙΣΤΟΥΡΓΗΜΑΤΙΚΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ «ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ ΣΤΟΝ ΡΟΜΠΕΡΤ»
θέλω να με πας στα πανηγύρια *
Σ’ αυτά τα τριήμερα που τραγουδάει η Ξανθή Περράκη ακόμη κι όταν δεν τραγουδάει, με χάρτινα τραπεζομάντιλα μες στη λίγδα, να καθίσουμε κάτω απ’ τα ηχεία, να μην ακούς αυτά που σου λέω και να μην καταλαβαίνω αυτά που μου λες. Να είναι της Παναγιάς ανήμερα και να ’χει κλάψει η εικόνα και να ’χουν βγει τα φιδάκια να γλείψουν τα δάκρυα και να ’χουν μοσχοβολήσει τα κρινάκια. Όλα να ’ναι νάι νάι νάι κι εσύ ο πιο Παναγιώτης, γιατί θα σ’ έχω ξεματιάσει αποβραδίς με λάδι και αλάτι και θ’ αστράφτεις σαν πάλκο. Κι όλο θα φέρνεις μπίρες κουτάκια με το εύκολο άνοιγμα και θα με ταΐζεις λουκάνικα με πράσο μέχρι ν’ ανοίξει το στομάχι απ’ την τόση ευτυχία και να πεταχτούν οι λέξεις που έκρυβα πρόχειρα στους πεπτικούς σωλήνες και σ’ άλλες θαλάσσιες σπηλιές. Και μπίρα την μπίρα, ηχείο το ηχείο, γαρίφαλο το γαρίφαλο, τίποτε δεν θα ’ναι ακριβώς το ίδιο. Θα λέμε ότι έχουμε ονομαστική και μας λένε Μαρία Μοντεσσόρι και Γιούλα Παναγιούλα και Παναΐτ Ιστράτι και Ξανθή Περράκη και ό,τι γιορτάζει και δεν γιορτάζει ανήμερα. Θα λέμε, θα τρώμε και θα δεχόμαστε ευχές.
Γιατί έτσι είναι τα πανηγύρια που δεν πήγαμε, αλλά θα πάμε. Τρεις ημέρες μέγα θάμα είναι και μετά μαζεύει η ορχήστρα.
Τα Κλάματα της Γλυκερίας Μπασδέκη είναι μια συλλογή από μικρά κείμενα μεγάλης πρωτοτυπίας και λεπτότητας, που δεν θυμίζουν τίποτα. Δεν κατατάσσονται ούτε στο πεζό ούτε στην ποίηση — μοιάζουν περισσότερο με λαϊκά τραγούδια από πανηγυρτζή, που δεν ξέρεις αν ίδρωσε ή κλαίει με το δεκάευρο κολλημένο στο κούτελο. Συνιστούν ένα καλειδοσκόπιο μαγευτικό, σπαρακτικής ειλικρίνειας, από την πιο μοναχική και ακατάτακτη φωνή της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας.
«Οι Άραβες των βάλτων», που εκδόθηκαν το 1964, δεν ήταν το πρώτο βιβλίο του Θέσιγκερ. Προηγήθηκαν οι «Άμμοι της Αραβίας» το 1959, όπου και πάλι περιγράφεται ένα φυσικό και ανθρώπινο τοπίο που απειλείται με καταστροφή, καταστροφή την οποία επέφερε η εκμετάλλευση του πετρελαίου -αγωγοί, εγκαταστάσεις, δρόμοι που χάραξαν με βαθιές ουλές την έρημο, αυτοκίνητα που αντικατέστησαν τις καμήλες, η εξαφάνιση του βεδουίνου, ενός πανάρχαιου ανθρώπινου τύπου σε απόλυτη συμφωνία με το περιβάλλον του. Έτσι, και στα δύο του βιβλία ο Θέσιγκερ καταγράφει παραδείσους που υπήρξαν. Δεν νομίζω ότι ο συγγραφικός του στόχος ήταν αποκλειστικά “οικολογικός” -άλλωστε, την εποχή εκείνη δεν υπήρχε οικολογικός προβληματισμός, όπως τον εννοούμε σήμερα. Οπωσδήποτε είναι πρωτοπόρος σε μια οικολογική ανησυχία και προβλέπει επερχόμενα δεινά, αλλά πιστεύω ότι οι “Άραβες των βάλτων”, όπως και οι “Άμμοι της Αραβίας”, είναι κάτι περισσότερο από οικολογικές ελεγείες. Έχουν τη δύναμη, την πειστικότητα της λογοτεχνίας. Διαισθάνομαι ότι αυτή ενδεχομένως ήταν η βαθύτερη πρόθεση του Θέσιγκερ: να γράψει ένα βιβλίο που να εκφράζει έναν κόσμο, να μεταφέρει τις οικολογικές του ανησυχίες αλλά ταυτόχρονα να αποτελεί το βιβλίο καθεαυτό κόσμο, πέραν της αναπαράστασης. Ήθελε προφανώς να γράψει ένα ωραίο βιβλίο, ένα “λογοτεχνικό” βιβλίο και το πέτυχε. Αυτό άλλωστε είναι τελικά η λογοτεχνία. Όταν η μορφή είναι κάτι σαν περιεχόμενο, ένα είδος περιεχομένου… […]
―από συνέντευξη του μεταφραστή Άρη Μπερλή στη LIFO
Το έργο της Nellys ήταν συνώνυμο ως τώρα με την ασπρόμαυρη φωτογραφία, τις αρχαιότητες, τα ιδανικά τοπία της Κρήτης και τις γυμνές χορεύτριες στην Ακρόπολη. Όποιο θέμα κι αν είχαν, οι διαυγείς μαύροι και γκρίζοι όγκοι τους άφηναν στην εικόνα την ηδύτητα μιας ασημένιας στιλπνότητας.
Για πρώτη φορά με το βιβλίο αυτό γίνονται γνωστές οι έγχρωμες φωτογραφίες της. Τραβηγμένες στην Αμερική την περίοδο 1939-65, για να χρησιμοποιηθούν για διαφημιστικούς λόγους, έμεναν φυλαγμένες στο Φωτογραφικό Αρχείο του Μουσείου Μπενάκη, όπου και ανήκουν. Αποκαταστάθηκαν με προσοχή, ώστε να αναδειχθεί ξανά το πλούσιο χρώμα τους, το οποίο σε πολλά σημεία είχε ξεθωριάσει επικίνδυνα.
Εκείνο που εκπλήσσει ευχάριστα στις φωτογραφίες αυτές είναι βεβαίως το χτυπητό, χαρούμενο χρώμα, τα πρόσωπα από πορσελάνη (σε εποχές πριν το photoshop), η αψυμιθίωτη χάρη του σφύζοντος αμερικάνικου ονείρου. Είναι όμως και η ίδια τους η ύπαρξη: Αυτή η εντελώς άγνωστη πτυχή της μεγάλης Ελληνίδας φωτογράφου, η οποία αποδεικνύει ότι εκτός από λεπτή αισθητήστρια υπήρξε και ένας άνθρωπος πρακτικός, που τολμούσε να δοκιμάζει συνεχώς νέα πράγματα, δίχως μεμψιμοιρίες.