Βλέπετε 1–12 από 462 αποτελέσματα

Βασίλης Λιόσης

16.96

Έχει περάσει μισός αιώνας από το 1974, δηλαδή από την πτώση της χούντας και τη μετάβαση σε μια κατάσταση αστικοκοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Η έννοια της Μεταπολίτευσης έκτοτε έχει χρησιμοποιηθεί κατά κόρον. Πώς νοηματοδοτείται, όμως, αυτή η λέξη; Συμφωνούν όλοι στο περιεχόμενο που της δίνουν; Πότε σημειώνεται ο τερματισμός της Μεταπολίτευσης; Πώς περιοδολογούνται αυτά τα 50 χρόνια; Ποιες οικονομικές, πολιτικές, ιδεολογικές και κοινωνικές τάσεις καταγράφονται στη συγκεκριμένη περίοδο και ποια τα κύρια πολιτικά γεγονότα της;

Σε ερωτήσεις όπως οι παραπάνω επιχειρεί να απαντήσει το βιβλίο-έρευνα του Βασίλη Λιόση. Για την καλύτερη αποτύπωση των τάσεων παρατίθενται εκατοντάδες διαγράμματα και πίνακες που οπτικοποιούν τις διαφαινόμενες τάσεις. Η συζήτηση για τη Μεταπολίτευση έχει ξεκινήσει πολύ πριν τη συμπλήρωση του μισού αιώνα. Οι οπτικές δεν ταυτίζονται. Η δική μας θεώρηση είναι πάντα υπό την οπτική γωνία του κόσμου της εργασίας, της προοδευτικής διανοήσης και των καταπιεσμένων. Αν, λοιπόν, το βιβλίο προκαλέσει έναυσμα συζήτησης σε αυτόν τον κόσμο, τότε κάτι, έστω μικρό, θα έχει επιτύχει.

Ντιντιέ Εριμπόν

20.00

Συνεχίζοντας το έργο που ξεκίνησε, με αφορμή τον θάνατο του πατέρα του, στην Επιστροφή στη Ρενς (Νήσος, 2020), ο Ντιντιέ Εριμπόν στο νέο αυτό βιβλίο καταπιάνεται με “τη ζωή, τα γηρατειά και τον θάνατο” της μητέρας του, μιας “γυναίκας του λαού”, όπως εύγλωττα δηλώνει ο τίτλος, από εκείνες που “σπάνια κάποιος αφηγείται την ατομική τους ιστορία”.

Ο συγγραφέας ανασυστήνει εδώ τη ζωή της μητέρας του σε όλες της τις εκφάνσεις: από την εποχή που ήταν οικιακή βοηθός, καθαρίστρια και κατόπιν εργάτρια σε εργοστάσιο, μέχρι τα χρόνια της συνταξιοδότησης, της σταδιακής σωματικής κατάπτωσης και της εισαγωγής σε οίκο ευγηρίας. Πρόθεσή του, όπως λέει, δεν είναι να σκιαγραφήσει ένα “ατσαλάκωτο” πορτρέτο: ο ελεγειακός τόνος εναλλάσσεται περίτεχνα με μια νηφάλια καταγραφή που συνομιλεί με πλήθος έργων από τα πεδία της λογοτεχνίας, της κοινωνιολογίας, της φιλοσοφίας. Ο Εριμπόν, καθώς αφηγείται τη φθίνουσα πορεία της μητέρας του προς το τέλος, θέτει συγχρόνως καίρια ερωτήματα για τη σχέση μας με τους ηλικιωμένους, για τη σχέση των ηλικιωμένων με τον χρόνο και τον θάνατο, για τις συνθήκες διαβίωσης στις μονάδες φροντίδας.

Τα γηρατειά εντέλει στο βιβλίο αυτό γίνονται εφαλτήριο για μια πολιτική θεώρηση. Ο Εριμπόν αναλύει την εμπειρία του γήρατος υπό το πρίσμα του αποκλεισμού της από τη δυτική φιλοσοφία, οδηγούμενος έτσι σε μια σειρά ερωτημάτων που αρθρώνονται με γνήσια πολιτικούς όρους: Μπορούν οι ηλικιωμένοι να “μιλήσουν”; Να γίνουν υποκείμενα ενός πολιτικού λόγου που εκφέρεται σε πρώτο πληθυντικό πρόσωπο, ως ένα “εμείς”; Κι αν αυτό δεν είναι εφικτό, τότε τι πρέπει να κάνουμε για ν’ ακουστεί η φωνή τους;

Κάσια Σεν Κλερ

18.00

Το 2015 ξέσπασε σάλος στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης γύρω από ένα φόρεμα. Οι μισοί το περιέγραφαν ως μπλε με μαύρο, ενώ οι άλλοι μισοί ως λευκό με χρυσό. Αυτό φυσικά έδειξε αφενός πόσο υποκειμενικό είναι το χρώμα, αφετέρου πόση αμηχανία νιώθουμε όταν πρέπει να ορίσουμε μια απόχρωση. Συχνά ξεχνάμε πόσο σημαντικό είναι το χρώμα στη ζωή μας. Αν όμως σκεφτούμε τους φωτεινούς σηματοδότες που ρυθμίζουν την κυκλοφορία, αν προσπαθήσουμε να μιλήσουμε για τα μάτια ενός αγαπημένου μας προσώπου, καταλαβαίνουμε πόσο καταλυτικό ρόλο έχει στην καθημερινότητά μας.

Σε αυτό το βιβλίο αναλύονται εβδομήντα επτά αποχρώσεις που έχουν ενταχθεί στις ευρύτερες κατηγορίες των χρωμάτων του ορατού φάσματος. Από το nude φόρεμα της Μισέλ Ομπάμα μέχρι το καφέ στις στρατιωτικές στολές που άλλαξαν τον τρόπο που διε­ξάγονται οι μάχες, από τη γαλάζια περίοδο του Πικάσσο μέχρι την ώχρα που χρησιμοποιούσε ο παλαιο­λιθικός άνθρωπος στα τοιχώματα των σπηλαίων — όλες αυτές οι συναρπαστικές ιστορίες φωτίζουν αθέατες πλευρές των χρωμάτων και μας μυούν στη γοητεία τους.

Η Kassia St Clair ανέλαβε ένα δύσκολο εγχείρημα και χάρη στο πάθος της για τα χρώματα κατάφερε να γράψει αυτή τη μελέτη πάνω στην αλληλένδετη σχέση μεταξύ ανθρώπινης ιστορίας και χρώματος.

Βιογραφία - Μαρτυρίες

Το τέρας και ο Κολοσσός

Κάσι Πλάτε

20.00

Επιστολές ανάμεσα στον Κώστα Ταχτσή και στον Αυστραλό ζωγράφο Καρλ Πλάτε.

Το σπουδαίο μυθιστόρημα του Ταχτσή, το Τρίτο Στεφάνι (1962), γράφτηκε ως επί το πλείστον στην Αυστραλία και ήταν αφιερωμένο στους γονείς μου, τον Καρλ και την Τζόσελιν Πλάτε. Ακόμα και αφού απελάθηκε ο Ταχτσής, η φιλιά αυτών των μανιωδών ταξιδευτών -του συγγραφέα και του ζωγράφου- κρατήθηκε ζωντανή μέσα από δεκαετίες αλληλογραφίας […].

Πάνω από 100 επιστολές γραμμένες σε μια περίοδο τεσσάρων δεκαετιών αναπαράγονται αυτούσιες.

 

Ενρίκ Σάλα

22.26

Οι Εκδόσεις ΡΟΠΗ με χαρά ανακοινώνουν την κυκλοφορία του βιβλίου «Η φύση της Φύσης: γιατί χρειαζόμαστε την άγρια φύση» του διεθνούς φήμης θαλάσσιου βιολόγου και εξερευνητή Enric Sala. Το βιβλίο, που ήδη έχει προκαλέσει αίσθηση σε παγκόσμιο επίπεδο, είναι πλέον διαθέσιμο και στα ελληνικά, προσφέροντας στους αναγνώστες μια μοναδική ευκαιρία να εξερευνήσουν τις πιο συναρπαστικές πτυχές της φύσης και των δράσεων διατήρησής της.

Ο Enric Sala, με την εμπειρία του ως National Geographic Explorer-in Residence και την αφοσίωσή του στην προστασία των ωκεανών, μας καθοδηγεί μέσα από τις σελίδες αυτού του βιβλίου σε ένα ταξίδι γεμάτο ανακαλύψεις. Με σπάνιες φωτογραφίες και εκπληκτικές αφηγήσεις από τις αποστολές του σε μερικές από τις πιο απομονωμένες και άθικτες περιοχές του πλανήτη, ο Sala μας δείχνει την απίστευτη ομορφιά και πολυπλοκότητα της φύσης.

Τα μηνύματα στο βιβλίο «Η φύση της Φύσης» δεν είναι μόνο παντοτινά, αλλά και περισσότερο επίκαιρα από ποτέ, καθώς η απώλεια της βιοποικιλότητας συνεχίζεται αμείωτη σε ολόκληρο τον πλανήτη μας. Ο συγγραφέας αποδέχεται την πρόταση του E.O. Wilson, ο οποίος υπογράφει και την εισαγωγή του βιβλίου, ότι προκειμένου να αποτρέψουμε τη μαζική εξαφάνιση ειδών, συμπεριλαμβανομένου του ανθρώπου, πρέπει να δεσμεύσουμε περίπου το ήμισυ της χέρσου και των ωκεανών του πλανήτη για τη φύση. Στην National Geographic μάχονται για την προστασία του 30% της θάλασσας και του 30% της χέρσου μέχρι το 2030, σε αρμονία με την Ευρωπαϊκή Στρατηγική για τη βιοποικιλότητα.

Η φύση της Φύσης» δεν είναι απλά ένα βιβλίο για την επιστήμη και την περιβαλλοντική συνείδηση. Είναι ένα κάλεσμα για δράση, υπογραμμίζοντας τη σημασία της προστασίας των φυσικών μας πόρων και την επείγουσα ανάγκη για βιώσιμες πρακτικές που θα διασφαλίσουν ένα υγιές μέλλον για τον πλανήτη μας.

Σας καλούμε να ανακαλύψετε τις σελίδες αυτού του εκπληκτικού έργου και να εμπνευστείτε από το πάθος του Enric Sala για τη φύση. Όπως σημειώνει ο ίδιος: «Το βιβλίο είναι σαν ένα οικοσύστημα: Προϊόν πολλών αλληλεπιδράσεων, κάποιες γνωστές σε εμάς και άλλες άγνωστες. Όπως σε ένα οικοσύστημα, όλες οι αλληλεπιδράσεις συνεργούν για να δημιουργήσουν ένα συνολικό αποτέλεσμα. Η ιδέα για αυτό το βιβλίο προέκυψε μετά από 30 χρόνια σκέψεων σχετικά με την οικολογική διαδοχή – αρχικά σε μια αίθουσα διδασκαλίας στο Πανεπιστήμιο της Βαρκελώνης και αργότερα βλέποντας τον άνθρωπο να αντιστρέφει την πορεία της διαδοχής και τις προστατευόμενες περιοχές να την επανεκκινούν. Είχα την τύχη να συνεργαστώ με κορυφαίους επιστήμονες κατά τη διάρκεια των ακαδημαϊκών μου χρόνων και μετέπειτα, οι οποίοι με δίδαξαν τις οικολογικές αρχές που περιγράφονται σε αυτό το βιβλίο.»

Νταβίντ Μπλανσόν

14.00

Πολλοί θεωρούν τους υδάτινους πόρους εξίσου σημαντικούς με το πετρέλαιο, καθώς η έλλειψή τους θα μπορούσε αντίστοιχα να οδηγήσει σε μια ολέθρια «κρίση νερού», σε τοπικό, περιφερειακό και παγκόσμιο επίπεδο, ενώ διατυπώνονται προβλέψεις ότι η κρίση αυτή ενδέχεται να πυροδοτήσει ακόμα και πολεμικές συρράξεις. Ωστόσο, ο ρόλος του νερού στις συγκρούσεις δεν έχει διερευνηθεί ακόμη επαρκώς. Αν λάβουμε ως δεδομένο ότι το νερό προκαλεί τριβές στις σχέσεις μεταξύ των κρατών, σπανίως αποτελεί τη βασική αιτία μιας σύρραξης· μπορεί όμως να αποτελέσει γόνιμο έδαφος για συνεργασία, εάν υπάρχουν ειρηνικές προθέσεις. Η γεωπολιτική του νερού δεν εξαντλείται στις «κρίσεις νερού» που οφείλονται σε φυσική λειψυδρία, αλλά ασχολείται και με τις ανεπαρκείς πολιτικές διαχείρισης του νερού και με την αδυναμία κατοχύρωσης υδατικής ασφάλειας, προβλήματα τα οποία εντείνονται από την κλιματική κρίση. Παρ’ όλα αυτά, λύσεις υπάρχουν για μια «νέα κουλτούρα του νερού»· απομένει τώρα να εφαρμοστούν.

Μέσα από την ανάλυση συγκεκριμένων περιπτώσεων, ο Νταβίντ Μπλανσόν παρουσιάζει τις τρεις μεγάλες προκλήσεις στη διαχείριση του νερού στον 21ο αιώνα: προστασία των οικοσυστημάτων, παροχή πόσιμου νερού σε όλους και επαρκής υδροδότηση για τη γεωργία. Το νερό παίζει βασικό ρόλο στην κάλυψη των θεμελιωδών αναγκών του ανθρώπου, και γι’ αυτό αποτελεί, όπως το κλίμα, ένα παγκόσμιο διακύβευμα.

Η ελληνική έκδοση συνοδεύεται από Επίμετρο του Δρος Γεωπολιτικής Ιωάννη Ε. Κωτούλα στο οποίο εξετάζεται η υδατική ασφάλεια στη μακρά ιστορική διάρκεια.

Τζεφ Γκούντελ

22.20

Η υπερβολική άνοδος της θερμοκρασίας είναι η πρώτη κατά σειράν απειλή που πυροδοτεί όλες τις άλλες επιπτώσεις της κλιματικής κρίσης. Καθώς η θερμοκρασία ανεβαίνει, αποκαλύπτονται όλα τα κενά τόσο σε επίπεδο διακυβέρνησης, άσκησης πολιτικής και οικονομίας όσο και σε επίπεδο αξιών.

Ο βραβευμένος συγγραφέας και δημοσιογράφος Τζεφ Γκουντέλ σε αυτό το βιβλίο μάς παρουσιάζει τους ακραίους τρόπους με τους οποίους αλλάζει ήδη ο πλανήτης μας, καθώς και τις επιπτώσεις των καυσώνων σε όλες τις πτυχές της ζωής μας: από τη διατροφή και το ξέσπασμα επιδημιών ως τη στέγαση και την εργασία μας. Επίσης, μας περιγράφει τι θα συμβεί στις ζωές και στις κοινότητές μας όταν ένα τυπικό καλοκαίρι θα κινείται πλέον σε θερμοκρασίες γύρω στους 43 βαθμούς Κελσίου.

Ο καύσωνας, μας εξηγεί ο Γκουντέλ, είναι ένα επιθετικό φαινόμενο που βάζει στο στόχαστρο τους πιο ευάλωτους. Αυτό τουλάχιστον ίσχυε έως τώρα. Καθώς όμως οι καύσωνες θα γίνονται όλο και πιο έντονοι και όλο και πιο συχνοί, δε θα είναι τόσο επιλεκτικοί.

Αξιοποιώντας αριστοτεχνικά το ρεπορτάζ, τις μαρτυρίες και τα πρόσφατα επιστημονικά δεδομένα, ο Γκουντέλ πραγματεύεται τα πλέον φλέγοντα ερωτήματα για το ζήτημα των καυσώνων και αποκαλύπτει ότι δεν έχουμε αναμετρηθεί ως τώρα με τόσο επικίνδυνο φαινόμενο.

Σάρα Κέιν

31.80

Πέντε θεατρικά έργα και μια κινηματογραφική ταινία συνθέτουν την καλλιτεχνική, ιδιαίτερη προσωπικότητα της Σάρα Κέιν. Είκοσι πέντε χρόνια μετά τον θάνατό της και παρά τις αρνητικές κριτικές που είχε λάβει, έχει καθιερωθεί ως κλασική Βρετανίδα συγγραφέας του 20ού αιώνα και, μάλιστα, η πιο αντιπροσωπευτική του θεατρικού κινήματος «in-yer-face theatre», όπου η βία, η αγάπη και ο μύθος παρουσιάζονται στη σκηνή σε κάθε τους μορφή ακέραια.

Κομμάτια, Η αγάπη της Φαίδρας, Εξιλεώθηκαν, Λαχταρώ, Η ψύχωση των 4.48 και το Δέρμα είναι οι τίτλοι των θεατρικών έργων και της ταινίας, αντίστοιχα, που περιλαμβάνονται στην παρούσα έκδοση, η οποία συνιστά μια συνολική καταγραφή της καλλιτεχνικής της πορείας.

Ο λεκτικός, σωματικός, συναισθηματικός και ψυχολογικός κατακερματισμός κυριαρχεί στο έργο της, με βασική επιδίωξη την αναπαράσταση και την απογύμνωση της σύγχρονης πραγματικότητας επί σκηνής.

«Θέλησα να παρουσιάσω τη βία στη σκηνή, γιατί μερικές φορές πρέπει να βυθιστούμε στην ίδια την κόλαση με τη φαντασία μας για να αποφύγουμε να πάμε εκεί στη πραγματικότητα», υποστήριζε χαρακτηριστικά η ίδια.

Θανάσης Τριαρίδης

15.00

“Κάθε φορά που αρχίζω να μιλάω για το Άουσβιτς (σωστότερα: για το Ολοκαύτωμα που συντομογραφούμε με τη λέξη Άουσβιτς) ξεκινάω με την ίδια μαρτυρία που έρχεται από τον Πρίμο Λέβι. Το φθινόπωρο του 1943 μοιράστηκαν από τις ναζιστικές αρχές κατοχής στον γερμανόφωνο πληθυσμό γύρω από το Άουσβιτς σαράντα χιλιάδες ζευγάρια παιδικά παπούτσια. (Τα παιδικά παπούτσια ήταν έτσι κι αλλιώς δυσεύρετο είδος στον Μεσοπόλεμο, πόσο μάλλον σε περίοδο πολέμου – και γι’ αυτό ήταν πάγια πρακτική τα χρησιμοποιημένα παπούτσια ενός παιδιού που μεγάλωνε να φοριούνται από ένα άλλο.) Προσήλθαν σαράντα χιλιάδες γονείς, γράφτηκαν στη λίστα διάθεσης, πήραν τα παπούτσια για τα παιδιά τους. Κανένας δεν ρώτησε: “Μα από πού ήρθαν τόσα παιδικά παπούτσια;”

Το περιστατικό αυτό δεν είναι μια παράπλευρη ιστορία γύρω από την τραγωδία του Άουσβιτς. Το γεγονός αυτό είναι το Άουσβιτς. Το Άουσβιτς είναι η απουσία της ερώτησης για τα σώματα (τα ζωντανά σώματα, τα παλλόμενα σώματα, τα τρεμάμενα σώματα) που κάποτε φόρεσαν τα παπούτσια. Το Άουσβιτς είναι η απουσία της ερώτησης.

Το βιβλίο αυτό (που συγκεντρώνει κείμενα μιας εικοσαετίας) καταγράφει, μέσα από μια ακολουθία επιχειρημάτων και συνδέσεων, τη βασική ερμηνευτική θέση του Θανάση Τριαρίδη για το Ολοκαύτωμα, αυτήν που δηλώνει και ο τίτλος του βιβλίου. Πως το Άουσβιτς το κάναμε εμείς (η ανέκφραστη πλειοψηφία των κοινωνιών της Δύσης, η σιωπηλή πλειοψηφία) – και θα το ξανακάνουμε εμείς. Πως τα τρένα που ξεκίνησαν για το Άουσβιτς τα φορτώσαμε εμείς – και θα τα ξαναφορτώσουμε εμείς. Πως το παράγγελμα Wstawac το προφέραμε εμείς – και θα το ξαναπροφέρουμε εμείς. Πως την επόμενη φορά, όταν τα θύματα θα είναι χοντροί / αδύνατοι / ξανθοί / μελαχρινοί / μετανάστες / φτωχοί / άρρωστοι / όποιοι άλλοι (πάντοτε “απειλητικά επικίνδυνοι”), εμείς (η κοινωνική πλειοψηφία, η πλειονότητα) θα είμαστε και πάλι οι θύτες.

 

Κωνσταντίνος Καψάσκης

19.93

Η βρετανική εμπλοκή στην Ελλάδα τη δεκαετία του 1940 δεν ήταν ούτε μια ηρωική πράξη υπεράσπισης της ελευθερίας των Ελλήνων ούτε μια σκοτεινή συνωμοσία για την καταστολή της. Οι βρετανικές υπηρεσίες πληροφοριών καθοδηγούνταν από το Φόρεϊν Όφις στην εφαρμογή μιας πολιτικής που σε όλη αυτή την περίοδο παρέμεινε πολύ πιο σταθερή απ’ ό,τι εκ πρώτης όψεως φαίνεται: υπερασπιζόμενη τα βρετανικά γεωστρατηγικά συμφέροντα στην Ανατολική Μεσόγειο, επεδίωκε να διατηρήσει ένα πολιτικό σύστημα διαβρωμένο από τις δεκαετίες του Εθνικού Διχασμού, τόσο με την υποστήριξη του βασιλιά και της εξόριστης κυβέρνησής του όσο και με την ανάσχεση της κομμουνιστικής αριστεράς και της λαϊκής υποστήριξής της στη χώρα.

Αξιοποιώντας σε βάθος βρετανικά, αμερικανικά και ελληνικά αρχεία, πολλά εκ των οποίων έγιναν προσφάτως διαθέσιμα στους ερευνητές, το βιβλίο εξετάζει την επιρροή και τον μεταλλασσόμενο ρόλο των βρετανικών μυστικών υπηρεσιών –και ειδικότερα της SOE– στην Ελλάδα: την ενίσχυση που πρόσφεραν αρχικά στην Aντίσταση με επιχειρήσεις υποβοηθητικές της βρετανικής πολεμικής προσπάθειας· την παρεμβολή τους, στη συνέχεια, στις εσωτερικές αντιπαραθέσεις του αντάρτικου, παράλληλα με την άσκηση κρίσιμου πολιτικού και διπλωματικού ρόλου· τέλος, την κατάρρευση της συνεννόησής τους με το ΕΑΜ και τη μεγαλύτερη ή μικρότερη ανάμειξή τους στις εξελίξεις που οδήγησαν στον Εμφύλιο (ζήτημα που ακόμα διχάζει την επιστημονική κοινότητα και την κοινή γνώμη). Όπως τεκμηριώνει η μελέτη, όσο το ΕΑΜ γινόταν πιο ανεξέλεγκτο, τόσο οι προσπάθειες των Βρετανών να το διαβρώσουν φαίνονταν πιο απελπισμένες. Είτε επρόκειτο για τους πρώτους μήνες του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου είτε για την ανοιχτή σύγκρουση των Δεκεμβριανών και τα μεθεόρτιά της, οι πολιτικές οδηγίες και οι μέθοδοι που ακολουθούσαν οι υπηρεσίες πληροφοριών παρέμειναν οι ίδιες· εφαρμόζονταν όμως όλο και πιο εντατικά και κυνικά, παρά τις όποιες διαφωνίες και ανεξάρτητα από τις τραγικές τους συνέπειες.

35.00

Όπως πολλοί που γεννήθηκαν στο απόγειο της αστυφιλίας (δεκαετία ’80) έτσι και εγώ άφησα το χωριό μου για να δημιουργήσω τη δικη μου ζωή και οικογένεια σε αστικό κέντρο. Όσο περνούσαν τα χρόνια όλο και πιο πολύ απομακρυνόμουν από τις σχέσεις και τις αναμνήσεις που είχα δημιουργήσει με το μέρος που γεννήθηκα. Μετά τη γέννηση του παιδιού μου, αρκετές εκδρομές του σαββατοκύριακου αφορούσαν  οργανωμένες δραστηριότητες στη φύση (ράντσα, ζωολογικοί και βοτανικοί κήποι, οργανωμένα κάμπινγκ και περίπατοι). Ο ενθουσιασμός και η φαντασία που επιστράτευε για να συνδιαλλαγεί με τη φύση ενεργοποίησαν τις δικές μου αναμνήσεις. Ο γιος μου έκανε τα ίδια πράγματα που έκανα και εγώ μικρός. Μόνο που εμένα τότε ήταν μέρος της καθημερινότητας μου ενώ για το γιο μου ήταν μέρος μια πολιτιστικής κουλτούρας προς κατανάλωση. Το ίδιο παρατήρησα ότι ίσχυε και για γονείς που σε αντίθεση με εμένα είχαν μεγαλώσει σε πόλεις. Κατάλαβα λοιπόν ότι ένα μέρος του ευατού μου ήταν πάντα αφοσιωμένο στο μέρος που μεγάλωσα, στην ελληνική επαρχία. Το σώμα μου ξαναθυμήθηκε να περπατάει σε δυσπρόσιτα μονοπάτια, να μυρίζει υγρασία  από χώμα φυτεμένο με ελιές και αγριόχορτα, να αναπνέει το καυτό φιλτραρισμένο από φύλλα πλατάνου αέρα του καλοκαιρινού μεσημεριού. Συνειδητοποίησα ότι είχα μάθει να μιλάω και να κατανοώ συμπεριφορές  ανθρώπων πολύ διαφορετικών από εκείνων που αποτελούσαν τη καθημερινότητά μου στη πόλη. Ανθρώπων που τη φαντασία και τη προσωπικότητα την είχε πλάσει ο ίδιος ο τόπος σμιλευμένος τόσο από τους μύθους όσο και από τη σύγχρονη ελληνική ιστορία. Αποφάσισα λοιπόν το σεβασμό μου για την ελληνική επαρχία να τον μετατρέψω σε φωτογραφικό βιβλίο που αποφεύγει στερεοτυπικές αναπαραστάσεις της και προσπαθεί να αναδείξει τη πολυπλοκότητα και τις ιδιαιτερότητές της μέσα από τη συμβίωση των ανθρώπων της με τη φύση. Διότι για εμένα η ελληνική επαρχία δεν είναι απλά το μέρος που μεγάλωσα. Είναι το μέρος που ωρίμασα και έμαθα πως να ζω την ενήλικη ζωή μου.

 

Γιάννης Ξανθούλης

18.80

«Θα έπρεπε να γράψετε ένα βιβλίο για τη μαμά». Κουβέντα από την Τζωρτίνα στα γενέθλια της Μαρινέλλας, πριν από χρόνια.

Το άκουσα, το ξέχασα. Δεν το πήρα αψήφιστα, αλλά ήξερα πως είμαι ακατάλληλος για βιογράφος, εξαιτίας του ύφους που γράφω. Καλώς ή κακώς.

Από αλλού ξεκινώ και αλλού βρίσκομαι, παρεμβαίνει το θυμικό μου, νευριάζω με τους ήρωές μου, κάνω αυτά που κάνω, ώστε να μη συμπεριλαμβάνομαι στους τρέχοντες κολοσσούς της λογοτεχνίας.

Δεν παραληρώ για τα αποδεκτά «πολιτικώς ορθά» και de facto απυρόβλητα μείζονα θέματα.

Με τέτοιον χαρακτήρα πώς να αναλάβω μια Μαρινέλλα, με την οποία ναι μεν μας συνδέουν μερικές ενδιαφέρουσες δεκαετίες, αλλά δεν θα μου προέκυπταν φωτοστέφανα και θαυμαστικές κορόνες για τον μελωδικό κόσμο της νύχτας.

«Ξέρετε, εγώ…». Έφερνα αντιρρήσεις, ξέροντας τον χαρακτήρα μου. Η άλλη πλευρά επέμενε: «Κάνετε λάθος…». «Μα είμαι ολόκληρος ένα κινούμενο λάθος», απαντούσα. Τελικά, ο βιογράφος «εάλω»…
«Εσύ με ξέρεις» ― η Μαρινέλλα.
«Εγώ σ’ αγαπώ, αλλά φοβάμαι ότι εσύ δεν με ξέρεις», απαντούσα.

Τσούλησε ένα διάστημα με «σε ξέρω», «δεν με ξέρεις», ώσπου να το πάρουμε απόφαση και να ξεκινήσουν τα μεσημεριανά συμπόσια εις μνήμην του Πλάτωνα και άλλων συγγενών ανάλογων συμποσιακών εμπειριών.

Έτσι προχωρήσαμε, φωτίζοντας με μεσημβρινό φως νύχτες ή και μέρες μιας ζωής από χώμα, φωνή, έρωτα, μόχθο και πολλή αγάπη. Κι έγινε ένα βιβλίο που, χωρίς να είναι a priori βιογραφία, άρχισε να μοιάζει με μυθιστόρημα δικό μου.
Γ. Ξ.