ΝΕΕΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΕΣ

Ξένη λογοτεχνία

Ο ανιψιός του Ραμώ

Ντενί Ντιντέρο

15.49

Σε ένα παρισινό καφέ ο φιλόσοφος συναντά έναν περίεργο και αντιφατικό άνθρωπο, που τίποτα δεν του μοιάζει λιγότερο απ’ ό,τι ο ίδιος του ο εαυτός. Ο διάλογος που ανοίγει μεταξύ τους, με την απαράμιλλη χάρη, το ανάλαφρο χιούμορ και την ευφυΐα του Ντιντερό, διευρύνεται σταδιακά για να καλύψει όλα τα κεντρικά θέματα της νεωτερικότητας: την αρετή και τη γνώση, τον έρωτα και το χρήμα, την ιδιοφυΐα και την πίστη, την πολιτική και την τέχνη. Το χάσμα ανάμεσα στις δύο εκδοχές του εαυτού που σκηνοθετεί ο Ντιντερό, η πρωταρχική σχάση του εγώ σε δύο διακριτές αλλά και ενίοτε συμπληρωματικές θέσεις, αποτελεί μια κομβική στιγμή στην ιστορία του πνεύματος, μια στιγμή ρήξης, μια βόμβα, όπως τη χαρακτήρισε ο Γκαίτε, τα θραύσματα της οποίας διασπείρονται σε όλο το πεδίο της λογοτεχνίας μέχρι και σήμερα.

Αντρές Μοντερό

12.20

Ένας άντρας ξεκινά μέσα στη νύχτα για το αεροδρόμιο για να παραλάβει έναν συνεργάτη, ξεστρατίζει και το αυτοκίνητό του μένει στη μέση του πουθενά, στην ύπαιθρο της Χιλής. Περπατώντας μέσα στη βροχή, φτάνει στάζοντας στο μόνο σπίτι που έχει τα φώτα αναμμένα. Κι όταν του ανοίξουν την πόρτα, βρίσκεται μπροστά σε κάτι που δεν περιμένει…

Έτσι ξεκινά μια αθέλητη απόδραση από την καθημερινότητα που οδηγεί σε έναν αναχρονιστικό, άγνωστο κόσμο. Το κτήμα Λας Νάλκας, τα αφεντικά και τα παιδιά τους, ψαράδες, ληστές και γέροι που φυλάνε μυστικά μέχρι να πεθάνουν, πλούσιοι και φτωχοί, τεράστιες αντιθέσεις και μια ύπαιθρος που διατηρεί ολοζώντανη τη μυθολογία της…

Έξι ιστορίες που πηγάζουν από τη μεγάλη προφορική παράδοση της Χιλής ενώνονται σ’ έναν παράξενο μύθο που κυλά ρευστός, χωρίς περιορισμούς, αλλά με νόημα μοναδικό. Ένα ονειρικό, απρόβλεπτο βιβλίο, όπου το μόνο σίγουρο είναι ο θάνατος που, όπως η βροχή, θα έρχεται πάντα.

Ένα μικρό απόσπασμα από το βιβλίο:
Βγήκα από το αυτοκίνητο παρά τη βροχή. Να υπήρχε κάποιο βενζινάδικο εδώ στου διαόλου το κονάκι; Η επιστροφή με τα πόδια σ’ εκείνο που βρισκόταν στον αυτοκινητόδρομο θα μπορούσε να μου πάρει δυο ώρες, αν δεν μ’ έτρωγαν τα σκυλιά. Εφόσον απουσίαζε οποιοδήποτε σχέδιο δράσης, περπάτησα στην αντίθετη κατεύθυνση, προς την ακτή, δίχως να νοιαστώ να κλειδώσω το αυτοκίνητο.

Δεν με απασχόλησε καν να το παρκάρω στην άκρη του δρόμου, ώστε να αφήσω χώρο για την απίθανη περίπτωση να περάσει κάποιο άλλο χαμένο όχημα. Δεν ακουγόταν άλλο από τη βροχή και τα βήματά μου, και κάπου κάπου το τραγούδι ενός πουλιού που δεν έβρισκε τη φωλιά του. Ένιωθα την απόλυτη ανάγκη να βρεθώ σε άλλο μέρος, να έχω άλλο παρελθόν και άλλο μέλλον, να είμαι άλλος, κάποιος περισσότερος, κάτι περισσότερο. Και πάνω απ’ όλα δεν ήθελα να εξακολουθώ να βρέχομαι.

Ξένη λογοτεχνία

Όταν ήμασταν μικροί

Όλιβερ Λοβρένσκι

16.60

Είναι νέοι, μες στην όρεξη, την οργή και τα χάπια. Θέλουν να κατακτήσουν τους δρόμους. Θέλουν όσα δεν είχαν ποτέ. Ο Ίβορ και οι κολλητοί του, ο Μάρκο, ο Γιούνας και ο Αρζάν, είναι δεκάξι χρονών, ζουν ο ένας για τον άλλον, και κατρακυλούν όλο και βαθύτερα στη μέθη, τη βία, την παραβατικότητα. Εκεί όμως καταφέρνουν να βρουν το γέλιο και την αγάπη, αποδεικνύοντας πως ο ακατάλυτος δεσμός που τους ενώνει είναι και αυτός που θα τους σώσει. Ένα εκρηκτικό βιβλίο για τη φιλία, το πένθος, τον εθισμό και την επιβίωση στο Όσλο του σήμερα. Μια σπάνια λογοτεχνική ματιά στο σκληρό περιβάλλον της σύγχρονης μεγαλούπολης, όπου η ζεστασιά και το χιούμορ απειλούνται συνεχώς αλλά δεν εκλείπουν.

Άντονι Πάγκτεν

26.50

Κινδυνεύει άραγε να χαθεί η Ευρωπαϊκή Ένωση; Όσοι το πιστεύουν θα πρέπει ίσως να αναρωτηθούν πώς έγινε δυνατό να ενωθούν τόσο διαφορετικοί λαοί σε μία και μοναδική πολιτική κοινότητα, γέννημα τόσο του ευρωπαϊκού ιμπεριαλισμού όσο και του νεωτερικού έθνους-κράτους.

Αξιοποιώντας ένα ευρύ φάσμα υλικών, από νομικές πραγματείες μέχρι μυθιστορήματα, ο Άντονυ Πάγκντεν προσφέρει την πιο λεπτομερή περιγραφή της ιστορίας της ευρωπαϊκής ενοποίησης: της εξέλιξης του «ευρωπαϊκού σχεδίου» από τα τέλη των Ναπολεόντειων Πολέμων έως το Brexit.

Πώς, μετά από αιώνες εσωτερικών συγκρούσεων, θα μπορούσε να δημιουργηθεί μια ενωμένη Ευρώπη και παράλληλα να διατηρηθεί η πολιτική, νομική και πολιτισμική ακεραιότητα κάθε έθνους; Tο ερώτημα έγινε πιο επιτακτικό μετά από δύο παγκόσμιους πολέμους, που έδειξαν ότι τα ευρωπαϊκά έθνη δεν θα μπορούσαν πλέον να παίξουν σοβαρό ρόλο στον κόσμο παρά μόνο μαζί. Προϋπόθεση ήταν να συγχωνευθεί η εθνική ισχύς που με ζήλο προστάτευαν σε μια νέα μορφή διεθνικού συνταγματισμού.

Αυτό επιχείρησε, κατά τον συγγραφέα, η Ευρωπαϊκή Ένωση, συνιστώντας όχι ένα «υπερκράτος», όπως υποστηρίζουν οι εχθροί της, αλλά μια μετα-εθνική τάξη πραγμάτων, ενωμένη σ’ έναν πολιτικό βίο που δεν βασίζεται στα παλιά συνθήματα του εθνικισμού, αλλά σ’ ένα κοινό σώμα αξιών και επιδιώξεων. Κι αυτό θα της επιτρέψει να νικήσει τους πολιτικούς της αντιπάλους στο εσωτερικό και να ξεπεράσει τις δυσκολίες που έρχονται από το εξωτερικό – από τη μαζική μετανάστευση έως την πανδημία. Υπό τον όρο βέβαια ότι θα συνεχίσει να εξελίσσεται, όπως έκανε τους δύο προηγούμενους αιώνες.

Ξένη λογοτεχνία

Ιδιωτικές άβυσσοι

Τζανφράνκο Καλίγκαριτς

16.60

‘Ενας ηλικιωμένος επαγγελματίας τζογαδόρος περνάει τον χειμώνα του στο καζίνο μιας ανεμοδαρμένης ακτής, κατακλυσμένος από τις αναμνήσεις ενός μακρινού καλοκαιριού στη Ρώμη και της σπαρακτικής ερωτικής ιστορίας που το σημάδεψε. Εκείνος γόνος βιομηχάνων, εκείνη μια πανέμορφη κληρονόμος βασανισμένη από ένα βαρύ οικογενειακό μυστικό. Οι δυο τους θα ενωθούν με έναν βιαστικό γάμο αναζητώντας σωτηρία, μόνο για να χάσουν τελικά τον εαυτό τους σε ένα μάταιο, εξαντλητικό αλληλοκυνηγητό.

Με φόντο την πιάτσα Ναβόνα της δεκαετίας του εξήντα, το Κάπρι, εμβληματικές ευρωπαϊκές πόλεις και τις όχθες μιας ήσυχης ελβετικής λίμνης, ο Calligarich συνθέτει μια απομαγεμένη ιστορία πόθου και απώλειας για την άβυσσο που κρύβει κάθε ανθρώπινη καρδιά.

Μετά το Τελευταίο καλοκαίρι στη Ρώμη, ο Gianfranco Calligarich επιστρέφει με μια συγκλονιστική καταβύθιση στα ιδιωτικά σκοτάδια των ανθρώπων.

Ξένη λογοτεχνία

Τα λέμε τον Αύγουστο

Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες

22.20

ΤΟ ΑΝΕΚΔΟΤΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ

Καθισμένη μόνη δίπλα στα καταγάλανα νερά της λιμνοθάλασσας, η Άνα Μαγκνταλένα Μπαχ περιεργάζεται τους άντρες στο μπαρ του ξενοδοχείου. Έχει δύο παιδιά από έναν ευτυχισμένο γάμο εδώ και είκοσι επτά χρόνια από τον οποίο δεν έχει κανένα λόγο να θέλει να ξεφύγει. Κι όμως, κάθε Αύγουστο, ταξιδεύει με το φέρι μέχρι το νησί όπου είναι θαμμένη η μητέρα της, και για μια νύχτα βρίσκει έναν νέο εραστή. Μέσα σε αποπνικτικές βραδιές της Καραϊβικής, γεμάτες σάλσα και μπολέρο, η Άνα ταξιδεύει κάθε χρόνο πιο βαθιά στην ενδοχώρα του πόθου της και των φόβων της καρδιάς της.

Γεμάτο εκπλήξεις και συναισθηματισμό, το Τα λέμε τον Αύγουστο είναι ένας βαθύς στοχασμός πάνω στην ελευθερία, τη λύπη, την προσωπική μεταμόρφωση και τα μυστήρια της αγάπης· ένα απροσδόκητο δώρο από έναν από τους μεγαλύτερους συγγραφείς που έχει γνωρίσει ποτέ ο κόσμος.

Ελληνική λογοτεχνία

Κακό Aνήλιο

Κωνσταντίνος Δομηνίκ

10.00

Δώδεκα μικρές ιστορίες στοιχειωμένες από μορφές και όντα του θρύλου και της φαντασίας που ισορροπούν με μακάβρια χάρη μεταξύ ονείρου και πραγματικότητας, λάμψης και σκοτεινιάς, λύτρωσης κι απελπισίας.

Ένας εντυπωσιακά αλλόκοτος κόσμος γεμάτος πλάσματα της «άλλης» μεριάς, δημιουργήματα μιας φύσης σκοτεινής και παράλογης που συναντιούνται και αλληλοεπιδρούν με καθημερινούς ανθρώπους προκαλώντας άλλοτε συνταρακτικές καταστροφές κι άλλοτε παρήγορα θαύματα.

[…] Και με μια κεραυνοβόλα κίνηση χιμάει και καρφώνει τη γροθιά του μέσα, ολόβαθα, στο στήθος του Μανώλη – το σκίζει, το διατρυπάει όλο, πέρα για πέρα, βγάζοντας έπειτα μέσ’ από την πληγή, αντί για μια θνητή καρδιά, ένα μικρό, τσιμπλιασμένο αηδόνι.

Ελληνική λογοτεχνία

Κυρά Κυραλίνα

Παναΐτ Ιστράτι

16.60

Η Κυρά Κυραλίνα δημοσιεύεται πρώτη φορά στις 15 Αυγούστου 1923. Ο Παναϊτ Ιστράτι, «γεννημένος μυθογράφος», «μυθογράφος της Ανατολής», όπως τον αποκαλεί ο Ρομαίν Ρολλάν, πλανόβιος και ταξιδευτής, αφού σεργιανίσει στα σοκάκια του κοσμοπολίτικου λιμανιού της γενέτειράς του, της Βραΐλας, και συναναστραφεί τους ανθρώπους του, θα γνωρίσει τις χώρες της Ανατολής αλλά και της Ευρώπης. Θα διαποτιστεί από τις κουλτούρες τους, θα μάθει τις γλώσσες τους.

Σε αυτό το βιβλίο ξεδιπλώνονται οι περιπέτειες δυο πανέμορφων Κυράδων, μάνας και θυγατέρας, που η μία βρήκε τον θάνατο από έναν βάρβαρο σύζυγο και η άλλη κατέληξε σκλάβα σε χαρέμι. Γυναίκες λάγνες, ντυμένες με ακριβές φορεσιές, στολισμένες με πλουμίδια, φτιασιδωμένες με μαεστρία, ποθητές. Στο σπίτι τους, οι καπνοί από τους ναργιλέδες, οι μελωδίες των τραγουδιών, οι χοροί που ξετρελαίνουν τους άντρες, δημιουργούν μια ατμόσφαιρα μοναδική. Ολόγυρά τους, ένας κόσμος σαγηνευτικός, πλούσιοι έμποροι, άρχοντες, αλλά και χαμάληδες του λιμανιού, μικροπωλητές, κοντραμπαντιέρηδες. Κάτι σαν τις «Χίλιες και μια νύχτες», όπου οι ιστορίες χάνονται η μια μέσα στην άλλη. Η Κυρά Κυραλίνα και ο αφηγητής-αδελφός της είναι οι αντιπροσωπευτικές φιγούρες ενός πολυπολιτισμικού, πολύγλωσσου κόσμου όπως εκείνος που έζησε ο ίδιος ο Ιστράτι. Ρουμάνοι, Έλληνες, Αλβανοί, Τούρκοι, Αρμένιοι, Ρώσοι, τσιγγάνοι δημιουργούν ένα παλίμψηστο διάσπαρτο από εκφράσεις, παροιμίες, βρισιές, ονόματα από διάφορες γλώσσες όπου στολίζουν περίτεχνα ένα κείμενο γραμμένο στα γαλλικά, τα οποία ο συγγραφέας έμαθε μόνος του διαβάζοντας Γάλλους κλασικούς και σεργιανίζοντας στους δρόμους και στα καπηλειά της Γαλλίας.

Ο Σταύρος είναι ο πρωταγωνιστής, μα η νουβέλα παίρνει για τίτλο της το όνομα της αδερφής του (όπως την ονόμασε ουσιαστικά ένας θείος του, αδερφός της μάνας του, που πρόσθεσε το Κυραλίνα στο Κυρά). Σωστά πάντως ο Ιστράτι τιτλοφόρησε τη νουβέλα του Κυρά Κυραλίνα, όχι μόνο επειδή το όνομα είναι εύηχο και εξωτικό, αλλά γιατί η αδερφή του Σταύρου ορίζει το κέντρο της ζωής του, είναι το μόνο πλάσμα που αγάπησε πραγματικά, ευχόταν να χαθεί ο ίδιος για να ζήσει εκείνη. Όλες οι δικές του περιπέτειες συνδέονται με την Κυρά και με τη μάταιη αναζήτησή της. Όπως όμως συμβαίνει σε αυτού του είδους τη λογοτεχνία, αιώνιο πρότυπο της οποίας είναι οι Χίλιες και μια νύχτες ή τα λεγόμενα στα καθ’ ημάς Παραμύθια της Χαλιμάς, οι ιστορίες αυτές φέρνουν μαζί τους και άλλες μικρότερες ιστορίες, «όπως πάμε να πάρουμε ένα κεράσι και σηκώνονται μαζί του άλλα δέκα». Από το Επίμετρο του Σταύρου Ζουμπουλάκη

Βιογραφία - Μαρτυρίες

Το τελευταίο όνειρο

Πέδρο Αλμοδοβάρ

14.35

Το Τελευταίο όνειρο συγκεντρώνει για πρώτη φορά δώδεκα αδημοσίευτες ιστορίες από το προσωπικό αρχείο του Pedro Almodovar, γραμμένες από τα τέλη της δεκαετίας του /60 έως σήμερα.

Μια δελεαστική ματιά στο μυαλό ενός κορυφαίου δημιουργού και ταυτόχρονα ένα masterclass για το πώς ν’ αφηγηθείς μια ιστορία, αυτή η συλλογή αντικατοπτρίζει τις εμμονές του Almodovar και πολλά από τα θέματα της κινηματογραφικής του δουλειάς, περνώντας από τη σάτιρα μέχρι το gothic και το autofiction: Μια ιστορία αγάπης ανάμεσα στον Ιησού και τον Βαραββά. Μια καλτ σκηνοθέτρια που αναζητά αγχολυτικά μια μέρα αργίας. Το διήγημα στο οποίο βασίστηκε η ταινία Κακή εκπαίδευση. Η ομώνυμη ιστορία, «Το τελευταίο όνειρο», ένα συγκινητικό χρονικό του θανάτου της μητέρας του.

Ένα βιβλίο που μοιάζει με «αποσπασματική αυτοβιογραφία, ατελή και κάπως αινιγματική», όπως λέει ο ίδιος ο Almodovar στην εισαγωγή του. Ένα εγκώμιο της σχέσης ανάμεσα στη ζωή και την τέχνη, τη μυθοπλασία και την πραγματικότητα, από έναν συγγραφέα που δεν φοβάται να μιλήσει για τις πιο προσωπικές στιγμές του, εξερευνώντας την επιθυμία, τη θνητότητα, τη μοναξιά και την ίδια τη διαδικασία της δημιουργίας.

Ξένη λογοτεχνία

Μέσα στο δίχτυ

Άιρις Μέρντοχ

18.80

«Μιλάμε για την αληθινή ζωή, Τζέικ», είπε.
«Καλά θα κάνεις να ξυπνήσεις».

Το βιβλίο με το οποίο η Iris Murdoch έκανε την εμφάνισή της στη λογοτεχνία – ένα μυθιστόρημα για τη δουλειά και την αγάπη, τον πλούτο και τη δόξα.

Ο Τζέικ, «λογοτεχνικός λαντζέρης» (όπως αυτοαποκαλείται) και χαραμοφάης, τώρα άφραγκος και σε αναζήτηση στέγης, κυνηγάει μια παλιά φιλενάδα του, την Άννα Κουέντιν, και τη διάσημη ηθοποιό αδελφή της, τη Σέιντι.
Αναθερμαίνει τη σχέση του με τον φοβερό και τρομερό Χιούγκο, τη «φιλοσοφία» του οποίου είχε κάποτε το θράσος να τολμήσει να ερμηνεύσει και να πλασάρει για δική του σε ένα βιβλίο με την υπογραφή του. Αυτές οι συναντήσεις μπλέκουν τον Τζέικ και τον εκκεντρικό συνοδό-υπηρέτη του, τον Φιν, σε περιπέτειες, που περιλαμβάνουν την απαγωγή ενός σκύλου-σταρ του σινεμά και μια πολιτική εξέγερση σε ένα κινηματογραφικό στούντιο.

Συνεπαρμένος, ο Τζέικ λαχταράει να μάθει το μυστικό του Χιούγκο. Μήπως όμως το μυστικό του Χιούγκο είναι ο ίδιος ο Χιούγκο; Συνετισμένος, διαφωτισμένος, ο Τζέικ ευελπιστεί να γίνει επιτέλους αληθινός συγγραφέας.

Βιβλία που διαβάσαμε πρόσφατα

Ξένη λογοτεχνία

Η Παρθένος στον κήπο

Α.Σ.Μπάιατ

25.00

Το 1953 η Αγγλία ετοιμάζεται, με τελετές και πανηγύρεις, να υποδεχτεί στον θρόνο της τη νέα βασίλισσα, την Ελισάβετ Β΄. Στη μικρή πόλη Μπλέσφορντ, όμως, η οικογένεια του Μπιλ Πότερ δείχνει πολύ μεγαλύτερο ενθουσιασμό για το τοπικό καλλιτεχνικό φεστιβάλ, που πρόκειται να διεξαχθεί τις ίδιες μέρες με τη Στέψη.

Ο πατέρας, Μπιλ Πότερ, λάτρης της ποίησης, καθηγητής λογοτεχνίας στο προοδευτικό σχολείο της περιοχής, άνθρωπος ιδιαίτερα καλλιεργημένος αλλά και αυστηρός, ασυμβίβαστος και αυταρχικός, νιώθει τον κόσμο του να καταρρέει: η μεγάλη του κόρη, η Στέφανι, εγκαταλείπει μια πολλά υποσχόμενη πανεπιστημιακή καριέρα για να παντρευτεί, παρά τη θέληση του πατέρα της, έναν κάπως άξεστο αλλά τρυφερό και γεμάτο κατανόηση ιερωμένο. Η δεύτερη κόρη του, η Φρεντερίκα, ετοιμάζεται για το πανεπιστήμιο, είναι ευφυής και φλογερά φιλόδοξη, και θα υποδυθεί την «Παρθένο Βασίλισσα», την Ελισάβετ Α΄, στο έργο που ανεβάζει, στο πλαίσιο του φεστιβάλ, το τρομερό παιδί της επαρχίας, ο Αλεξάντερ Γουέντερμπερν. Η Φρεντερίκα, που επιθυμεί απεγνωσμένα τη χειραφέτησή της και αποζητά διακαώς να χάσει την παρθενιά της, ερωτεύεται τον γοητευτικό συγγραφέα. Αυτός ευχαρίστως θα την απάλλασσε από την παρθενιά της, αν δεν υπήρχε η περίπλοκη σχέση του με μια παντρεμένη γυναίκα και η αδυναμία του να συνδεθεί ερωτικά, χωρίς αμφιθυμίες και άγχη. Ο γιος τού Μπιλ Πότερ, ο Μάρκους, μοναχικός έφηβος που ζει μια δική του, μυστική, γεμάτη οράματα ζωή, θα παρασυρθεί σε μια επικίνδυνη σχέση με έναν αλλόκοτο καθηγητή του, που θα προσπαθήσει να τον εισαγάγει στον προσωπικό του, διαταραγμένο κόσμο. Το μυθιστόρημα, πρώτο της Τετραλογίας της Φρεντερίκα Πότερ, διασταυρώνει δεξιοτεχνικά τους παράλληλους βίους των ηρώων του, συνδυάζοντας πνευματικές και σαρκικές αναζητήσεις και απολαύσεις, ελισαβετιανό δράμα και σύγχρονη κωμωδία, παράδοση και νεωτερικότητα. Η ευφυΐα, το πάθος, η επιθυμία, ο φόβος της ματαίωσης και του θανάτου, οι ελπίδες και οι ψευδαισθήσεις σημαδεύουν τις βεβαιότητες και τις αμφιβολίες μιας ολόκληρης γενιάς.

Η Α.S. Byatt, μέσα από την ιστορία μιας σαγηνευτικής, χαρισματικής, αλλά και διχασμένης οικογένειας, ζωντανεύει τη μεγάλη διανοητική και ηθική μεταβολή που συντελείται στην Ευρώπη, στην αυγή της δεκαετίας του ’60.

Ενρίκ Σάλα

22.26

Οι Εκδόσεις ΡΟΠΗ με χαρά ανακοινώνουν την κυκλοφορία του βιβλίου «Η φύση της Φύσης: γιατί χρειαζόμαστε την άγρια φύση» του διεθνούς φήμης θαλάσσιου βιολόγου και εξερευνητή Enric Sala. Το βιβλίο, που ήδη έχει προκαλέσει αίσθηση σε παγκόσμιο επίπεδο, είναι πλέον διαθέσιμο και στα ελληνικά, προσφέροντας στους αναγνώστες μια μοναδική ευκαιρία να εξερευνήσουν τις πιο συναρπαστικές πτυχές της φύσης και των δράσεων διατήρησής της.

Ο Enric Sala, με την εμπειρία του ως National Geographic Explorer-in Residence και την αφοσίωσή του στην προστασία των ωκεανών, μας καθοδηγεί μέσα από τις σελίδες αυτού του βιβλίου σε ένα ταξίδι γεμάτο ανακαλύψεις. Με σπάνιες φωτογραφίες και εκπληκτικές αφηγήσεις από τις αποστολές του σε μερικές από τις πιο απομονωμένες και άθικτες περιοχές του πλανήτη, ο Sala μας δείχνει την απίστευτη ομορφιά και πολυπλοκότητα της φύσης.

Τα μηνύματα στο βιβλίο «Η φύση της Φύσης» δεν είναι μόνο παντοτινά, αλλά και περισσότερο επίκαιρα από ποτέ, καθώς η απώλεια της βιοποικιλότητας συνεχίζεται αμείωτη σε ολόκληρο τον πλανήτη μας. Ο συγγραφέας αποδέχεται την πρόταση του E.O. Wilson, ο οποίος υπογράφει και την εισαγωγή του βιβλίου, ότι προκειμένου να αποτρέψουμε τη μαζική εξαφάνιση ειδών, συμπεριλαμβανομένου του ανθρώπου, πρέπει να δεσμεύσουμε περίπου το ήμισυ της χέρσου και των ωκεανών του πλανήτη για τη φύση. Στην National Geographic μάχονται για την προστασία του 30% της θάλασσας και του 30% της χέρσου μέχρι το 2030, σε αρμονία με την Ευρωπαϊκή Στρατηγική για τη βιοποικιλότητα.

Η φύση της Φύσης» δεν είναι απλά ένα βιβλίο για την επιστήμη και την περιβαλλοντική συνείδηση. Είναι ένα κάλεσμα για δράση, υπογραμμίζοντας τη σημασία της προστασίας των φυσικών μας πόρων και την επείγουσα ανάγκη για βιώσιμες πρακτικές που θα διασφαλίσουν ένα υγιές μέλλον για τον πλανήτη μας.

Σας καλούμε να ανακαλύψετε τις σελίδες αυτού του εκπληκτικού έργου και να εμπνευστείτε από το πάθος του Enric Sala για τη φύση. Όπως σημειώνει ο ίδιος: «Το βιβλίο είναι σαν ένα οικοσύστημα: Προϊόν πολλών αλληλεπιδράσεων, κάποιες γνωστές σε εμάς και άλλες άγνωστες. Όπως σε ένα οικοσύστημα, όλες οι αλληλεπιδράσεις συνεργούν για να δημιουργήσουν ένα συνολικό αποτέλεσμα. Η ιδέα για αυτό το βιβλίο προέκυψε μετά από 30 χρόνια σκέψεων σχετικά με την οικολογική διαδοχή – αρχικά σε μια αίθουσα διδασκαλίας στο Πανεπιστήμιο της Βαρκελώνης και αργότερα βλέποντας τον άνθρωπο να αντιστρέφει την πορεία της διαδοχής και τις προστατευόμενες περιοχές να την επανεκκινούν. Είχα την τύχη να συνεργαστώ με κορυφαίους επιστήμονες κατά τη διάρκεια των ακαδημαϊκών μου χρόνων και μετέπειτα, οι οποίοι με δίδαξαν τις οικολογικές αρχές που περιγράφονται σε αυτό το βιβλίο.»

Νταβίντ Μπλανσόν

14.00

Πολλοί θεωρούν τους υδάτινους πόρους εξίσου σημαντικούς με το πετρέλαιο, καθώς η έλλειψή τους θα μπορούσε αντίστοιχα να οδηγήσει σε μια ολέθρια «κρίση νερού», σε τοπικό, περιφερειακό και παγκόσμιο επίπεδο, ενώ διατυπώνονται προβλέψεις ότι η κρίση αυτή ενδέχεται να πυροδοτήσει ακόμα και πολεμικές συρράξεις. Ωστόσο, ο ρόλος του νερού στις συγκρούσεις δεν έχει διερευνηθεί ακόμη επαρκώς. Αν λάβουμε ως δεδομένο ότι το νερό προκαλεί τριβές στις σχέσεις μεταξύ των κρατών, σπανίως αποτελεί τη βασική αιτία μιας σύρραξης· μπορεί όμως να αποτελέσει γόνιμο έδαφος για συνεργασία, εάν υπάρχουν ειρηνικές προθέσεις. Η γεωπολιτική του νερού δεν εξαντλείται στις «κρίσεις νερού» που οφείλονται σε φυσική λειψυδρία, αλλά ασχολείται και με τις ανεπαρκείς πολιτικές διαχείρισης του νερού και με την αδυναμία κατοχύρωσης υδατικής ασφάλειας, προβλήματα τα οποία εντείνονται από την κλιματική κρίση. Παρ’ όλα αυτά, λύσεις υπάρχουν για μια «νέα κουλτούρα του νερού»· απομένει τώρα να εφαρμοστούν.

Μέσα από την ανάλυση συγκεκριμένων περιπτώσεων, ο Νταβίντ Μπλανσόν παρουσιάζει τις τρεις μεγάλες προκλήσεις στη διαχείριση του νερού στον 21ο αιώνα: προστασία των οικοσυστημάτων, παροχή πόσιμου νερού σε όλους και επαρκής υδροδότηση για τη γεωργία. Το νερό παίζει βασικό ρόλο στην κάλυψη των θεμελιωδών αναγκών του ανθρώπου, και γι’ αυτό αποτελεί, όπως το κλίμα, ένα παγκόσμιο διακύβευμα.

Η ελληνική έκδοση συνοδεύεται από Επίμετρο του Δρος Γεωπολιτικής Ιωάννη Ε. Κωτούλα στο οποίο εξετάζεται η υδατική ασφάλεια στη μακρά ιστορική διάρκεια.

Τζεφ Γκούντελ

22.20

Η υπερβολική άνοδος της θερμοκρασίας είναι η πρώτη κατά σειράν απειλή που πυροδοτεί όλες τις άλλες επιπτώσεις της κλιματικής κρίσης. Καθώς η θερμοκρασία ανεβαίνει, αποκαλύπτονται όλα τα κενά τόσο σε επίπεδο διακυβέρνησης, άσκησης πολιτικής και οικονομίας όσο και σε επίπεδο αξιών.

Ο βραβευμένος συγγραφέας και δημοσιογράφος Τζεφ Γκουντέλ σε αυτό το βιβλίο μάς παρουσιάζει τους ακραίους τρόπους με τους οποίους αλλάζει ήδη ο πλανήτης μας, καθώς και τις επιπτώσεις των καυσώνων σε όλες τις πτυχές της ζωής μας: από τη διατροφή και το ξέσπασμα επιδημιών ως τη στέγαση και την εργασία μας. Επίσης, μας περιγράφει τι θα συμβεί στις ζωές και στις κοινότητές μας όταν ένα τυπικό καλοκαίρι θα κινείται πλέον σε θερμοκρασίες γύρω στους 43 βαθμούς Κελσίου.

Ο καύσωνας, μας εξηγεί ο Γκουντέλ, είναι ένα επιθετικό φαινόμενο που βάζει στο στόχαστρο τους πιο ευάλωτους. Αυτό τουλάχιστον ίσχυε έως τώρα. Καθώς όμως οι καύσωνες θα γίνονται όλο και πιο έντονοι και όλο και πιο συχνοί, δε θα είναι τόσο επιλεκτικοί.

Αξιοποιώντας αριστοτεχνικά το ρεπορτάζ, τις μαρτυρίες και τα πρόσφατα επιστημονικά δεδομένα, ο Γκουντέλ πραγματεύεται τα πλέον φλέγοντα ερωτήματα για το ζήτημα των καυσώνων και αποκαλύπτει ότι δεν έχουμε αναμετρηθεί ως τώρα με τόσο επικίνδυνο φαινόμενο.

Σάρα Κέιν

31.80

Πέντε θεατρικά έργα και μια κινηματογραφική ταινία συνθέτουν την καλλιτεχνική, ιδιαίτερη προσωπικότητα της Σάρα Κέιν. Είκοσι πέντε χρόνια μετά τον θάνατό της και παρά τις αρνητικές κριτικές που είχε λάβει, έχει καθιερωθεί ως κλασική Βρετανίδα συγγραφέας του 20ού αιώνα και, μάλιστα, η πιο αντιπροσωπευτική του θεατρικού κινήματος «in-yer-face theatre», όπου η βία, η αγάπη και ο μύθος παρουσιάζονται στη σκηνή σε κάθε τους μορφή ακέραια.

Κομμάτια, Η αγάπη της Φαίδρας, Εξιλεώθηκαν, Λαχταρώ, Η ψύχωση των 4.48 και το Δέρμα είναι οι τίτλοι των θεατρικών έργων και της ταινίας, αντίστοιχα, που περιλαμβάνονται στην παρούσα έκδοση, η οποία συνιστά μια συνολική καταγραφή της καλλιτεχνικής της πορείας.

Ο λεκτικός, σωματικός, συναισθηματικός και ψυχολογικός κατακερματισμός κυριαρχεί στο έργο της, με βασική επιδίωξη την αναπαράσταση και την απογύμνωση της σύγχρονης πραγματικότητας επί σκηνής.

«Θέλησα να παρουσιάσω τη βία στη σκηνή, γιατί μερικές φορές πρέπει να βυθιστούμε στην ίδια την κόλαση με τη φαντασία μας για να αποφύγουμε να πάμε εκεί στη πραγματικότητα», υποστήριζε χαρακτηριστικά η ίδια.

Φώτης Μανίκας

14.00

Ιστορίες που εκτυλίσσονται στην Αθήνα του σήμερα με μια αμεσότητα που είναι εδώ δίπλα. Ιστορίες από καφέ-μπαρ, από πάρκα και πλατείες, μέσα σε ισόγεια και ρετιρέ με βεράντα. Δεκαοκτώ διηγήματα με ανθρώπους της διπλανής πόρτας που αφηγούνται περιστατικά από τη ζωή τους, πιστεύοντας ότι διατηρούν τον έλεγχο, ενώ την ίδια στιγμή αυτοαναιρούνται. Με βασικό όπλο του την ειρωνεία, τη συγκαλυμμένη κυνικότητα, αλλά και μια υποβόσκουσα αισιοδοξία, ο Φώτης Μανίκας στην πρώτη του συλλογή διηγημάτων στήνει ιστορίες από το μυαλό του με ειλικρίνεια, χιούμορ, οξυδέρκεια και τρυφερότητα.

Κωνσταντίνος Καψάσκης

19.93

Η βρετανική εμπλοκή στην Ελλάδα τη δεκαετία του 1940 δεν ήταν ούτε μια ηρωική πράξη υπεράσπισης της ελευθερίας των Ελλήνων ούτε μια σκοτεινή συνωμοσία για την καταστολή της. Οι βρετανικές υπηρεσίες πληροφοριών καθοδηγούνταν από το Φόρεϊν Όφις στην εφαρμογή μιας πολιτικής που σε όλη αυτή την περίοδο παρέμεινε πολύ πιο σταθερή απ’ ό,τι εκ πρώτης όψεως φαίνεται: υπερασπιζόμενη τα βρετανικά γεωστρατηγικά συμφέροντα στην Ανατολική Μεσόγειο, επεδίωκε να διατηρήσει ένα πολιτικό σύστημα διαβρωμένο από τις δεκαετίες του Εθνικού Διχασμού, τόσο με την υποστήριξη του βασιλιά και της εξόριστης κυβέρνησής του όσο και με την ανάσχεση της κομμουνιστικής αριστεράς και της λαϊκής υποστήριξής της στη χώρα.

Αξιοποιώντας σε βάθος βρετανικά, αμερικανικά και ελληνικά αρχεία, πολλά εκ των οποίων έγιναν προσφάτως διαθέσιμα στους ερευνητές, το βιβλίο εξετάζει την επιρροή και τον μεταλλασσόμενο ρόλο των βρετανικών μυστικών υπηρεσιών –και ειδικότερα της SOE– στην Ελλάδα: την ενίσχυση που πρόσφεραν αρχικά στην Aντίσταση με επιχειρήσεις υποβοηθητικές της βρετανικής πολεμικής προσπάθειας· την παρεμβολή τους, στη συνέχεια, στις εσωτερικές αντιπαραθέσεις του αντάρτικου, παράλληλα με την άσκηση κρίσιμου πολιτικού και διπλωματικού ρόλου· τέλος, την κατάρρευση της συνεννόησής τους με το ΕΑΜ και τη μεγαλύτερη ή μικρότερη ανάμειξή τους στις εξελίξεις που οδήγησαν στον Εμφύλιο (ζήτημα που ακόμα διχάζει την επιστημονική κοινότητα και την κοινή γνώμη). Όπως τεκμηριώνει η μελέτη, όσο το ΕΑΜ γινόταν πιο ανεξέλεγκτο, τόσο οι προσπάθειες των Βρετανών να το διαβρώσουν φαίνονταν πιο απελπισμένες. Είτε επρόκειτο για τους πρώτους μήνες του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου είτε για την ανοιχτή σύγκρουση των Δεκεμβριανών και τα μεθεόρτιά της, οι πολιτικές οδηγίες και οι μέθοδοι που ακολουθούσαν οι υπηρεσίες πληροφοριών παρέμειναν οι ίδιες· εφαρμόζονταν όμως όλο και πιο εντατικά και κυνικά, παρά τις όποιες διαφωνίες και ανεξάρτητα από τις τραγικές τους συνέπειες.

Ξένη λογοτεχνία

Μάρτυς!

Κάβε Ακμπάρ

22.00

Πνευματώδης, αστεία και εντελώς πρωτότυπη, η πρώτη πεζογραφική εμφάνιση του Kaveh Akbar, γνωστού για τα ποιήματά του στους Νew Yorker και NY Times, προαναγγέλλει την άφιξη μιας σημαντικής νέας φωνής στη σύγχρονη μυθοπλασία.

Ο ορφανός Σάιρους Σαμς, γιος Ιρανών μεταναστών που απεξαρτήθηκε πρόσφατα από τα ναρκωτικά και το αλκοόλ, καθοδηγούμενος από φωνές καλλιτεχνών, νεκρών ποιητών και βασιλιάδων, αναζητά το νόημα της ζωής και, κυρίως, του θανάτου. Η εμμονή του με τους μάρτυρες και την ιδέα της αυτοθυσίας τον οδηγεί στα ίχνη της σκοτωμένης μητέρας του, ενός θείου που διέσχιζε ως άγγελος παρηγορητής τα πεδία μάχης του Ιράν, αλλά και σε μια καλλιτέχνιδα που ζει τις τελευταίες μέρες της στο Μουσείο του Μπρούκλιν. Ώσπου η ανακάλυψη ενός παλαιότερου πίνακά της θα τον φέρει αντιμέτωπο με το οικογενειακό του παρελθόν και τα αναπάντεχα μυστικά του.

Ένας παιάνας για το πώς διανύουμε τη ζωή μας αναζητώντας νόημα στην πίστη, στην τέχνη, στον εαυτό μας και στους άλλους.

Ξένη λογοτεχνία

Το μαγικό βουνό

Τόμας Μαν

26.60

Το αριστούργημα του νομπελίστα Thomas Mann, ένα από τα σημαντικότερα έργα του 20ού αιώνα, διερευνά τη γοητεία και τον εκφυλισμό των ιδεών σε μια εσωστρεφή κοινότητα τις παραμονές του Μεγάλου Πολέμου. Η υπόθεση είναι φαινομενικά απλή. Ο νεαρός μηχανικός από το Αμβούργο Χανς Κάστορπ επισκέπτεται το σανατόριο Μπέργκχοφ της Ελβετίας για να δει τον ξάδερφό του. Μια μικρή αδιαθεσία και ένας παρατεταμένος πυρετός οδηγούν το γιατρό του σανατορίου, αυλικό σύμβουλο Μπέρενς, να του προτείνει να παρατείνει την παραμονή του. Τελικά ο Χανς Κάστορπ αποφασίζει να μείνει στο σανατόριο για τρεις βδομάδες. Μόνο που οι τρεις βδομάδες, χωρίς να το καταλάβει, μετατρέπονται σε επτά χρόνια, καθώς ο Χανς ερωτεύεται και μεθά από τις ιδέες που ακούει να συζητιούνται εκεί.

Η επετειακή συλλεκτική έκδοση για τα 100 χρόνια από την πρώτη κυκλοφορία του ορόσημου της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Με χαρακτικό του Μιχάλη Αρφαρά και επίμετρο της A.S. Byatt.

Καταρίνα Φόλκμερ

13.90

Ξαπλωμένη, με τα πόδια στους αναβολείς, μια νεαρή γυναίκα παρατηρεί την αρχόμενη φαλάκρα του δρ. Σέλιγκμαν που την εξετάζει, και αρχίζει έναν ξέφρενο μονόλογο με χιούμορ και αναίδεια για τις φαντασιώσεις, τις εμμονές της, τη σεξουαλική, όσο και την οικογενειακή της ζωή. Γεννημένη στη Γερμανία, εγκατέλειψε τους γονείς της για να εγκατασταθεί στο Λονδίνο, όπου ζει μιλώντας μια ξένη γλώσσα και ασφυκτιώντας μέσα σε ένα σώμα που την καταδυναστεύει.

Χάρης Βλαβιανός

7.70

«Στον Καναδά, όταν πηγαίνεις για κολύµπι στα δάση, τα νερά είναι τροµερά παγωµένα. Το ξεκίνηµα ενός βιβλίου λοιπόν είναι κάτι αντίστοιχο. Αναρωτιέσαι: Να µπω µέσα; Όχι; Μήπως; Όχι; Ο µόνος τρόπος να το κάνεις είναι να πάρεις φόρα και να βουτήξεις ουρλιάζοντας. Παίρνω φόρα και βουτάω στην ιστορία µου ουρλιάζοντας, γιατί διαφορετικά δε θα φτάσω ποτέ εκεί».

Η Μάργκαρετ Άτγουντ συζητά µε τον Χάρη Βλαβιανό για το πώς γράφει, αλλά και για την αρχαία ελληνική µυθολογία ως πηγή έµπνευσης, τη διάκριση δηµοκρατίας και τυραννίας, την πολιτική την εποχή της εικόνας, το ενδεχόµενο να επανεκλεγεί ο Τραµπ στις ΗΠΑ. Μιλά, µεταξύ άλλων, για τη γραφή ως πράξη αισιοδοξίας, τα βιβλία που τη διαµόρφωσαν και τη «βιβλιοθήκη του µέλλοντος», τον σύγχρονο φεµινισµό και το αν κινδυνεύει η λογοτεχνία από την τεχνητή νοηµοσύνη.

H φωτογραφία του εξωφύλλου είναι του Νίκου Κοκκαλιά.

Ελληνική λογοτεχνία

Έρωτας στον καιρό της ειρωνίας

Αγγέλα Καστρινάκη

15.80

Έντονα πάθη και ακραία αισθήματα -έρωτας, ζήλια, θλίψη, τάση για αυτοκτονία- διασταυρώνονται, στο μυθιστόρημα της Αγγέλας Καστρινακη, με μια προσπάθεια κατανόησης του εαυτού και των άλλων μέσα από τη λογική ανάλυση. Σχέσεις στήνονται και σχέσεις διαλύονται. Πρόσωπα διεκδικούν την ευτυχία τους και άλλα προσπαθούν να αντέξουν τις διαψεύσεις. Συμβαίνει και στις καλύτερες οικογένειες και στις πιο τακτοποιημένες ζωές. Κάποια στιγμή κυριαρχεί ο δαίμονας του έρωτα και της ανατροπής κι άλλοτε πάλι ξεπροβάλλει ο δαίμονας της ειρωνείας, αυτός που μας κάνει να βλέπουμε και την κωμική όψη των πραγμάτων σχετικοποιώντας όλα τα αισθήματα.

Ένα μυθιστόρημα που σκέπτεται για τις ανθρώπινες σχέσεις, ενώ ταυτόχρονα σκέπτεται και για το ίδιο το μυθιστόρημα. Η Αγγέλα Καστρινάκη συνομιλεί με προηγούμενα έργα που έχουν ως θέμα τους την «απιστία» (τις “Εκλεκτικές συγγένειες” του Γκαίτε, τις “Αναμνήσεις” της Πηνελόπης Δέλτα κ.ά.) και δείχνει πως κάτι μένει ίδιο και κάτι έχει αλλάξει στην εποχή μας.

Συγκινητικό αλλά και με υποδόριο χιούμορ, το μυθιστόρημα της Καστρινακη επιδιώκει να φτάσει στον βυθό των αισθημάτων και να τα εκφράσει με μια γλώσσα ταυτόχρονα δροσερή και καλλιεργημένη.

Βιογραφία - Μαρτυρίες

Όλα για την αγάπη

Μπελλ Χουκς

17.70

Τι είναι αγάπη;

Στην πατριαρχία η αγάπη εξισώνεται με τη φευγαλέα έλξη ή την απλή τρυφερότητα. Για την bell hooks όμως η αγάπη δεν είναι μόνο ένα συναίσθημα: είναι ένας τρόπος να πράττουμε και να υπάρχουμε. Με εργαλεία της το φύλο, τη φυλή και την τάξη, η φεμινίστρια συγγραφέας αποδομεί τους μύθους της σύγχρονης κοινωνίας γύρω από την αγάπη και τον έρωτα, διεκδικώντας νέους ορισμούς και παρουσιάζοντας μια καινούργια οπτική που θα οδηγήσει σε μια πιο δίκαιη κοινωνία.

Αντλώντας στοιχεία από την ηθική φιλοσοφία, τη θρησκεία και την ψυχολογία, η bell hooks ασκεί κριτική στον δηκτικό κυνισμό που περιβάλλει τον δημόσιο λόγο σχετικά με την αγάπη. Στόχος της είναι να αποκαταστήσει το δημόσιο πρόσωπο της αγάπης, μιλώντας με λόγια απλά και κατανοητά, και πάντοτε από μια φεμινιστική σκοπιά.

Ξένη λογοτεχνία

Ας πούμε πως είμαι εγώ

Βερόνικα Ράιμο

18.00

Η Βερόνικα μεγαλώνει στη Ρώμη, στα τέλη του 20ού αιώνα και στις αρχές του 21ου. Ή μάλλον, προσπαθεί να μεγαλώσει, διότι δεν έχει ιδέα πώς γίνεται αυτή η δουλειά. Η οικογένειά της είναι μια συνηθισμένη ιταλική οικογένεια, δηλαδή ένα κουβάρι από νευρώσεις, μονομανίες και άγχη. Οι σχέσεις της με τους άντρες είναι άστατες και χαοτικές – κάπως σαν τη σχέση της με την ίδια την πραγματικότητα.

Σήμερα, μεγάλη πια, η συγγραφέας Βερόνικα Ράιμο αναλογίζεται πώς έφτασε ώς εδώ, και το κάνει με τον μόνο τρόπο που είναι στ’ αλήθεια εφικτός: με μια διαβρωτική και ξεκαρδιστική, σαρκαστική αλλά και τρυφερή παλινδρόμηση ανάμεσα στις αμφίβολες αλήθειες και τα μισά ψέματα με τα οποία κατασκευάζουμε τον εαυτό μας.

Το βιβλίο κέρδισε το βραβείο Strega Νέων Συγγραφέων και ήταν υποψήφιο για το Διεθνές Βραβείο Booker 2024.

Σούζαν Σόνταγκ

17.00

Η Σούζαν Σόνταγκ δεν υπήρξε μονάχα μια από τις πιο πρωτότυπες και επιδραστικές φωνές των αμερικανικών γραμμάτων, αλλά και μια από τις σπουδαιότερες προσωπικότητες του εικοστού αιώνα. Στον ανά χείρας τόμο συγκεντρώνονται για πρώτη φορά ορισμένα από τα πιο διεισδυτικά της άρθρα και δοκίμια, κείμενα παθιασμένα και αιρετικά, για τα μείζονα ζητήματα που απασχολούν τη σύγχρονη γυναίκα: την ομορφιά, τα γηρατειά, τη χειραφέτηση, τη σεξουαλικότητα, την αντίστασή της στην εξουσία της πατριαρχίας, και γενικότερα τη θέση της σε έναν κόσμο διαρκώς μεταβαλλόμενο και με ελάχιστες σταθερές.

Με τα άρθρα και τα δοκίμιά της, η Σόνταγκ «προσφέρει τροφή για σκέψη που χορταίνει ακόμα και τους πιο απαιτητικούς αναγνώστες» (The Times). Συγγραφέας, φιλόσοφος, δημοσιογράφος, ακτιβίστρια, η Σούζαν Σόνταγκ (Νέα Υόρκη, 1933-2004) δίδαξε σε διάσημα πανεπιστήμια και είχε πλούσιο συγγραφικό και καλλιτεχνικό έργο

Λεωνίδας Μοίρας

15.90

Η Μεγάλη Ιδέα, δηλαδή ο εθνικισµός και οι αλυτρωτικές φιλοδοξίες του ελληνικού κράτους, οι «µεταµορφώσεις» του ιδεολογικού αυτού φαινοµένου και η εργαλειοποίησή του στο πλαίσιο της προσπάθειας οικοδόµησης έθνους-κράτους κατά το δεύτερο µισό του 19ου αιώνα, αποτέλεσε το αντικείµενο αρκετών αξιόλογων µελετών. Ωστόσο καµιά από τις σχετικές έρευνες δεν πραγµατεύεται τις οθωµανικές προσλήψεις του ελληνικού αλυτρωτισµού. Το συγκεκριµένο κενό αποτέλεσε την αφορµή για τη µελέτη της περιβόητης Μεγάλης Ιδέας από την πλευρά των Οθωµανών.

Το βιβλίο στόχο έχει να παρουσιάσει πώς ο σουλτάνος, η γραφειοκρατική ελίτ της Υψηλής Πύλης και η οθωµανική διανόηση αντιλήφθηκαν τον ελληνικό αλυτρωτισµό και να αναδείξει τις προσπάθειες που κατέβαλλαν οι Οθωµανοί σε στρατιωτικό, πολιτικό, ιδεολογικό και διπλωµατικό επίπεδο, ώστε να παρεµποδίσουν τη διάχυση του ελληνικού εθνικισµού στους ορθόδοξους υπηκόους της αυτοκρατορίας. Η µελέτη καλύπτει την περίοδο 1839-1869 και η σύνθεσή της βασίστηκε στη γόνιµη αξιοποίηση ελληνικών και οθωµανικών πηγών, προκειµένου να αποφευχθεί η αναπαραγωγή αναχρονιστικών στερεοτύπων και εθνοκεντρικών αφηγήσεων.

Ξένη λογοτεχνία

Οκαβάνγκο

Καρίλ Φερέ

19.90

Ένας λαθροθήρας δολοφονημένος, αποδεκατισμένα ζώα σε ένα καταφύγιο άγριας πανίδας, μια ανακριτική έρευνα σε εξέλιξη στη Ναμίμπια, στην καρδιά του άγριου κόσμου.

ΣΤΡΑΤΕΥΜΕΝΗ ΜΕ ΠΑΘΟΣ ΣΤΟΝ ΑΓΩΝΑ κατά των λαθροκυνηγών, η ρέηντζερ Σολάνα Μπετγουέηζ είχε το θλιβερό καθήκον να βρίσκεται κοντά σε κουφάρια και πτώματα ακρωτηριασμένων ζώων. Έτσι, όταν ένας νεαρός άνδρας βρίσκεται νεκρός στο κέντρο του Wild Bunch, ένα προστατευόμενο φυσικό πάρκο ζώων στα σύνορα της Ναμίμπιας, αντιλαμβάνεται ότι η έρευνά της θα την έφερνε αντιμέτωπη με πολλές σκοτούρες. Ένας λόγος παραπάνω που ο ιδιοκτήτης του πάρκου, ο Τζων Λέηθαμ, αποδεικνύεται μυστηριώδες πρόσωπο. Φίλος ή εχθρός; Η Σολάνα θα πρέπει να παλέψει με τις αμφιβολίες της αλλά και με μια πολύ άσχημη είδηση: Ο Σκορπιός, ο χειρότερος λαθροκυνηγός της ηπείρου, έχει επιστρέψει στα εδάφη της…
Πρώτο αστυνομικό μυθιστόρημα στην καρδιά των αφρικανικών πάρκων άγριας φύσης, το Οκαβάνγκο είναι ένας ύμνος στην ομορφιά του άγριου κόσμου και στην επείγουσα ανάγκη να τον αφήσουμε να ζήσει.

Ελληνική λογοτεχνία

Ελσίνκι

Θεόδωρος Γρηγοριάδης

13.30

Ο Αβίρ ετοιµάζεται να υποδεχθεί τον Αντώνη —τον αγαπηµένο του φίλο από την Ελλάδα, τον άνθρωπό του— στο Ελσίνκι, στον τόπο όπου έχει βρει πια καταφύγιο και έχει δηµιουργήσει οικογένεια µε τη συµπατριώτισσά του Εβίν. Οι δύσκολες διαδροµές του από το Ιράκ στην Ελλάδα και από εκεί στη Φινλανδία, οι περιπέτειες και οι δυσκολίες, οι αλήθειες και τα ψέµατα έχουν καθορίσει τη ζωή και την τύχη του. Θα είναι όµως το Ελσίνκι ο τόπος που ονειρεύτηκε;

Ιστορίες ανθρώπων που διατρέχουν χώρες και σύνορα σε ένα µυθιστόρηµα περιπλάνησης, σε ένα βιβλίο για τον ανήσυχο και ρευστό κόσµο του εικοστού πρώτου αιώνα, για τη διαφορετικότητα, τη συντροφικότητα και την αγάπη, για την έννοια της οικογένειας και της πατρίδας.

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΒΙΒΛΙΑ

BEST SELLERS

LiFO Βιβλία

Προσφορά!

Στάθης Τσαγκαρουσιάνος

13.00

Έγραψαν για το βιβλίο:

Ηλιου φαεινότερο λοιπόν ότι τα κείμενα αυτού του ανθρώπου, έχουν το μυστικό μιας ακριβοθώρητης γοητείας που δεν είναι δάνειο, κρυπτομνησία ή συστηματικό αλληθώρισμα, αλλά προσωπικό ένστικτο. Στα ταξιδιωτικά του αυτή η αρετή είναι διάχυτη. Πριν απο όλα εντυπωσιάζει το διαζύγιο με το «πνεύμα της βαρύτητας». Πουθενά ακρογωνιαίος λίθος, αγκονάρι ή φέροντες οργανισμοί. Αυτή η υδάτινη ροϊκότητα που άλλοτε μιμείται τον αέρα και άλλοτε πέφτει απο ψηλά, συνιστά ενα κατασταλαγμένο μάθημα ζωής, ενα είδος φυσιογνωμίας που μεταλλάσσεται ανάλογα με τη διάθεση και το έναυσμα της στιγμής.

– ΑΘΗΝΟΡΑΜΑ, Κωστής Παπαγιώργης

 

ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ ΣΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΕΚΔΟΣΗ

Διαβάζοντας μετά από χρόνια τα σύντομα αυτά κείμενα, διαπιστώνω πρωτίστως ότι δεν είναι ταξιδιωτικά. Λίγα μαθαίνει κανείς για ξένους τόπους. Οι χώρες και οι πόλεις είναι σκηνικά σε ένα παλιό δράμα: τον μπερδεμένο μου εαυτό. Υπό αυτή την έννοια, μικρή διαφορά κάνει αν όσα αναφέρω συνέβησαν στο Ρίο, τη Δαμασκό ή την Αθήνα. Αυτό που πε- ριγράφεται είναι η πορεία ενός ανθρώπου από την κουζίνα ως το μπαλκόνι του, να πάρει αέρα, να μη σκάσει. Και να μετρήσει τα τετραγωνικά του κόσμου του.

Όντως ταξίδευα πολύ εκείνα τα χρόνια – αν θεωρήσουμε ότι ταξιδεύει πολύ εκείνος που διαρκώς είναι σε ένα αεροπλάνο ή αυτοκίνητο. Δεν ταξίδευα. Έφευγα από τον έναν τόπο στον άλλον. Ήταν μετακινήσεις σε θερμά κλίματα, αποδημητικό ένστικτο – ο μόνος τρόπος που ήξερα για να φτιάξω ένα αεροστεγές σύστημα εκτός κοινωνίας, που να μου δίνει ηδονή και αίσθημα ανωτερότητας, ενώ μου επέτρεπε να μετεωρίζομαι σαν τουρίστας μέσα στην εβδομάδα των άλλων. Αν συνέβαινε μια στραβή, πάντα σκεφτόμουν: «Και τι με νοιάζει, την Πέμπτη θα είμαι αλλού».

Τη Δευτέρα, όμως, ήμουν πίσω.

Δυστυχώς, όταν έγραφα αυτό το βιβλίο δεν είχα την τόλμη να μιλήσω ανοιχτά και να πω ότι το βασικό και κύριο ζητούμενο στα ταξίδια εκείνης της εποχής ήταν τα γούστα μου. Το ποτό και το σεξ. Δεν εννοώ τον σεξοτουρισμό -δεν είμαι φαν του είδους-, εννοώ τη διασκέδαση σε μπαρ και κλαμπ και όσα επακολουθούν όταν είσαι νέος. Διέσχισα εκείνη τη

δεκαετία λιώμα – αυτό που ήθελα μόνο ήταν να τραβιέμαι σε άγνωστα μέρη, να πίνω και να κάνω σεξ. Θα είχε νόημα να έγραφα περισσότερα για τη λάσπη στον πάτο της εικόνας, το πουλάκι όμως πέταξε: απλώς δεν ήμουν έτοιμος.

Παρ’ όλα αυτά, δεν λέω ψέματα. Κι αυτό ίσως είναι το πιο αξιοπερίεργο: πώς τα ρευστά, υπαινικτικά αυτά κείμενα πέφτουν σαν γάτες από τον έκτο και προσγειώνονται όρθια. Μπορεί να μην περιγράφω τις λεπτομέρειες μιας συνουσίας (με αυτήν τη μοντέρνα σαφήνεια που προσωπικώς βαριέμαι), περιγράφω όμως εκείνο που τελικά μέτραγε πιο πολύ: το μελαγχολικό ξενέρωμα της άλλης μέρας. Διότι ο κανονικός τίτλος αυτού του βιβλίου θα έπρεπε να είναι «Κυνηγώντας την ουρά μου: Πώς ο άνθρωπος που δεν έχει αγάπη, είναι βαρέλι δίχως πάτο. Και δεν θα χορτάσει ποτέ».

Στα μεσοδιαστήματα εκείνου του κυνηγητού, ναι, έζησα και μερικές στιγμές αλλόκοτης αγνότητας. Και μαγείας. Είδα αυτό που λένε, τη δρόσο των άστρων. Ζεστές, πράσινες θάλασσες. Χειρονομίες ανείπωτης ευγένειας. Το μονοπάτι της υπερβολής μου πέρναγε μέσα από έναν κήπο. Είμαι ευγνώμων που τον διέσχισα, έστω παραπατώντας.

Υπό αυτή την έννοια, ο Παλιός Καταρράκτης, χρόνια εξαντλημένος, είναι ένα βιβλίο που ήθελα να υπάρχει. Χωρίς να διεκδικεί τίποτα, περιγράφει πώς κάποιος έφτιαξε κόσμο, παραδέρνοντας μεταξύ λαγνείας και ποίησης.

Στάθης Τσαγκαρουσιάνος

ΑΓΟΡΑΣΤΕ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΕΔΩ

 

LiFO Βιβλία

Έγχρωμη Nellys

Νίκος Δήμου – Φανή Κωνσταντίνου

15.00

Το έργο της Nellys ήταν συνώνυμο ως τώρα με την ασπρόμαυρη φωτογραφία, τις αρχαιότητες, τα ιδανικά τοπία της Κρήτης και τις γυμνές χορεύτριες στην Ακρόπολη. Όποιο θέμα κι αν είχαν, οι διαυγείς μαύροι και γκρίζοι όγκοι τους άφηναν στην εικόνα την ηδύτητα μιας ασημένιας στιλπνότητας.

Για πρώτη φορά με το βιβλίο αυτό γίνονται γνωστές οι έγχρωμες φωτογραφίες της. Τραβηγμένες στην Αμερική την περίοδο 1939-65, για να χρησιμοποιηθούν για διαφημιστικούς λόγους, έμεναν φυλαγμένες στο Φωτογραφικό Αρχείο του Μουσείου Μπενάκη, όπου και ανήκουν. Αποκαταστάθηκαν με προσοχή, ώστε να αναδειχθεί ξανά το πλούσιο χρώμα τους, το οποίο σε πολλά σημεία είχε ξεθωριάσει επικίνδυνα.

Εκείνο που εκπλήσσει ευχάριστα στις φωτογραφίες αυτές είναι βεβαίως το χτυπητό, χαρούμενο χρώμα, τα πρόσωπα από πορσελάνη (σε εποχές πριν το photoshop), η αψυμιθίωτη χάρη του σφύζοντος αμερικάνικου ονείρου. Είναι όμως και η ίδια τους η ύπαρξη: Αυτή η εντελώς άγνωστη πτυχή της μεγάλης Ελληνίδας φωτογράφου, η οποία αποδεικνύει ότι εκτός από λεπτή αισθητήστρια υπήρξε και ένας άνθρωπος πρακτικός, που τολμούσε να δοκιμάζει συνεχώς νέα πράγματα, δίχως μεμψιμοιρίες.

Άντι Γουόρχολ

15.00

Ο Άντυ Γουόρχολ μιλάει ιδιωτικά, στο τηλέφωνο ή στο μαγνητοφωνάκι του, για τον έρωτα, το σεξ, το φαγητό, την ομορφιά, τη φήμη, τη δουλειά, το χρήμα, την επιτυχία. Μιλά επιγραμματικά για τη Νέα Υόρκη και την Αμερική, περιγράφει την παιδική του ηλικία σε μια κωμόπολη της Πενσυλβάνια, τα σκαμπανεβάσματα της ζωής, στο μεγάλο μήλο. Την απογείωση της καριέρας του στη δεκαετία του ’60 και το πικρό γκλάμουρ της σύμφυρσης ανάμεσα στις διασημότητες.

 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΝΑ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ:

Η καλύτερη ερωτική επαφή είναι εκείνη που όσο διαρκεί δε σκέφτεσαι τίποτα. Μερικοί μπορούν να κάνουν σεξ και ν’ αφήνουν πραγματικά το μυαλό τους ν’ αδειάζει και να γεμίζει με σεξ. Άλλοι πάλι δεν μπορούν ποτέ ν’ αφήσουν το μυαλό τους ν’ αδειάσει και να γεμίσει από την ερωτική πράξη, κι έτσι, όσο διαρκεί, σκέφτονται: «Είμαι στ’ αλήθεια εγώ; Στ’ αλήθεια εγώ το κάνω αυτό; Είναι πολύ παράξενο. Πριν από πέντε λεπτά δεν το έκανα. Σε λίγο πάλι δε θα το κάνω. Τι θα έλεγε η μαμά; Πώς πρωτοσκέφτηκαν οι άνθρωποι να το κάνουν;» Λοιπόν, ο πρώτος τύπος ανθρώπου – ο τύπος που μπορεί ν’ αφήσει το μυαλό του ν’ αδειάσει και να το γεμίσει με σεξ χωρίς να σκέφτεται – βρίσκεται σε πλεονεκτικότερη θέση.

Ο δεύτερος τύπος πρέπει να βρει κάτι άλλο για να χαλαρώσει και να χαθεί μέσα σ’ αυτό. Για μένα, αυτό το κάτι άλλο είναι το χιούμορ.

Οι άνθρωποι με χιούμορ είναι οι μόνοι που πάντα με ενδιέφεραν πραγματικά, γιατί, μόλις κάποιος χάσει το χιούμορ του, με κάνει και τον βαριέμαι. Αν όμως η μεγάλη έλξη για σένα είναι το χιούμορ, αμέσως αντιμετωπίζεις πρόβλημα, γιατί αν ο άλλος είναι αστείος δεν είναι σέξυ. Έτσι, στο τέλος, όταν πλησιάζει η στιγμή της αλήθειας δε νιώθεις πραγματική έλξη, δεν μπορείς να «το κάνεις».

Στο κρεβάτι όμως προτιμώ να γελάω παρά να το κάνω. Το καλύτερο είναι να χώνομαι κάτω απ’ τα σκεπάσματα και να το ρίχνω στα ανέκδοτα. «Πώς τα πάω;» «Ωραία, αυτό ήταν πραγματικά αστείο». «Πω πω, έκανες ωραία αστεία απόψε».

Αν πήγαινα με κάποιο κορίτσι της νύχτας, το πιο πιθανό είναι ότι θα την πλήρωνα για να μου λέει ανέκδοτα.

Μερικές φορές, το σεξ δεν ξεφτίζει. Έχω δει ζευγάρια για τα οποία το σεξ δεν ξέφτισε με τα χρόνια.

Προσφορά!

LiFO Βιβλία

Κλάματα

Γλυκερία Μπασδέκη

8.10

θέλω να με πας στα πανηγύρια *
Σ’ αυτά τα τριήμερα που τραγουδάει η Ξανθή Περράκη ακόμη κι όταν δεν τραγουδάει, με χάρτινα τραπεζομάντιλα μες στη λίγδα, να καθίσουμε κάτω απ’ τα ηχεία, να μην ακούς αυτά που σου λέω και να μην καταλαβαίνω αυτά που μου λες. Να είναι της Παναγιάς ανήμερα και να ’χει κλάψει η εικόνα και να ’χουν βγει τα φιδάκια να γλείψουν τα δάκρυα και να ’χουν μοσχοβολήσει τα κρινάκια. Όλα να ’ναι νάι νάι νάι κι εσύ ο πιο Παναγιώτης, γιατί θα σ’ έχω ξεματιάσει αποβραδίς με λάδι και αλάτι και θ’ αστράφτεις σαν πάλκο. Κι όλο θα φέρνεις μπίρες κουτάκια με το εύκολο άνοιγμα και θα με ταΐζεις λουκάνικα με πράσο μέχρι ν’ ανοίξει το στομάχι απ’ την τόση ευτυχία και να πεταχτούν οι λέξεις που έκρυβα πρόχειρα στους πεπτικούς σωλήνες και σ’ άλλες θαλάσσιες σπηλιές. Και μπίρα την μπίρα, ηχείο το ηχείο, γαρίφαλο το γαρίφαλο, τίποτε δεν θα ’ναι ακριβώς το ίδιο. Θα λέμε ότι έχουμε ονομαστική και μας λένε Μαρία Μοντεσσόρι και Γιούλα Παναγιούλα και Παναΐτ Ιστράτι και Ξανθή Περράκη και ό,τι γιορτάζει και δεν γιορτάζει ανήμερα. Θα λέμε, θα τρώμε και θα δεχόμαστε ευχές.
Γιατί έτσι είναι τα πανηγύρια που δεν πήγαμε, αλλά θα πάμε. Τρεις ημέρες μέγα θάμα είναι και μετά μαζεύει η ορχήστρα.

Τα Κλάματα της Γλυκερίας Μπασδέκη είναι μια συλλογή από μικρά κείμενα μεγάλης πρωτοτυπίας και λεπτότητας, που δεν θυμίζουν τίποτα. Δεν κατατάσσονται ούτε στο πεζό ούτε στην ποίηση — μοιάζουν περισσότερο με λαϊκά τραγούδια από πανηγυρτζή, που δεν ξέρεις αν ίδρωσε ή κλαίει με το δεκάευρο κολλημένο στο κούτελο. Συνιστούν ένα καλειδοσκόπιο μαγευτικό, σπαρακτικής ειλικρίνειας, από την πιο μοναχική και ακατάτακτη φωνή της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας.

Βιογραφία - Μαρτυρίες

Επιστολές προς Ευστάθιον

Βρασίδας Καραλής

10.00

Α, νά που άρχισε να βρέχει σήμερα στο Σύδνεϋ. Όταν βρέχει, μνημονεύω Σολωμό και αναρωτιέμαι, δεν έχω τίποτ’ άλλο στο νου μου πάρεξ ελευθερία και γλώσσα; Βέβαια και έχεις. Έχεις την παιδική σου ηλικία, τις αρρώστιες που σε πόνεσαν, τους ανθρώπους που έχασες, τα ευλογημένα πάθη, τις αγιάζουσες επιθυμίες, τις όσιες αναμνήσεις και, πάνω απ’ όλα, το πολύ απλό ερώτημα που άκουγες συνέχεια από τη μητέρα σου, από την πρώτη μέρα που κατάλαβες τον κόσμο, το προαιώνιο ερώτημα που λένε με αγάπη και θλίψη τα χείλη που σε ανέθρεψαν – τι θέλεις να φάμε σήμερα;

Έχουν πλέον περάσει οι εποχές των παραμυθιών. Είσαι μεσοπέλαγα, νιώθεις ναυτία, αναρωτιέσαι πού να είσαι, πώς βρέθηκες εδώ και γιατί. Κοιτάς τ᾽ αστέρια ενώ κείτεσαι καταγής και οι αστρολάβοι των διαισθήσεων και των παραισθήσεων έχουν χαλάσει, ενώ το μόνο που σκέφτεσαι είναι αυτό που άκουγες συνέχεια από τη μητέρα σου, από την πρώτη μέρα που κατάλαβες τον κόσμο – τι θέλεις να φάμε σήμερα; Ξέρεις, τέτοιες φράσεις σε σώζουν από την αυτοκαταστροφή και την αυτοειδώλευση.

___________________________

Οκτώ επιστολές του Βρασίδα Καραλή από το Σύδνεϋ στην Αθήνα, που απευθύνονται στον Στάθη Τσαγκαρουσιάνο και θίγουν θεμελιώδη ζητήματα ταυτότητας ενός σύγχρονου Έλληνα, με ύφος πλούσιο και πολύσημο, μεταξύ λιβέλλου και ποίησης.

Γιαννάκη Ευτυχία, Δρόλιας Βασίλειος Φ., Κυθρεώτης Χρίστος, Μαλανδράκης Μιχάλης, Μαλαφέκας Μάκης, Μπέκας Βαγγέλης, Παπαμάρκος Δημοσθένης, Πέτσα Βασιλική, Στεργίου Βίβιαν

15.00

Δέκα Έλληνες συγγραφείς που έχουν ξεχωρίσει τα τελευταία χρόνια εμπνέονται από την Ελληνική Επανάσταση και δημιουργούν ιστορίες ηρώων και αντιηρώων, αληθινές και φανταστικές, βασισμένες σε πραγματικά γεγονότα αλλά και με μια δόση fiction. Τα δέκα διηγήματα που γράφτηκαν με ανάθεση της LiFΟ είναι εξαιρετικά δείγματα της νέας λογοτεχνίας, με πρωταγωνιστές πρόσωπα που έπαιξαν σημαντικό ρόλο στον αγώνα για την ελευθερία αλλά και ανθρώπους «ασήμαντους», με τους οποίους δεν είχε ασχοληθεί κανείς, από τον Μάρκο Μπότσαρη, τον Νικηταρά, τον Οδυσσέα Ανδρούτσο και την κυρά του Κάστρου της Ακροπόλεως, την Νταλιάνα, μέχρι την Καχριέ, μια νεαρή τουρκοπούλα που έγινε κατάσκοπος των Ελλήνων, αλλά και τους ρομαντικούς στο Μεσολόγγι.

Η Ευτυχία Γιαννάκη γράφει ορμώμενη από τους μύθους και τις φήμες της περιοχής του Ερεχθείου, όπου μεγάλωσε, σχετικά με την Ασήμω Γκούρα ή Νταλιάνα στο διήγημα «Νταλιάνα, τα κουμπούρια σου», ο Βασίλειος Φ. Δρόλιας, στον «Αποχαιρετισμό», γράφει για τις κρυπτογραφημένες ιστορίες που βρήκε στα τετράδια του παππού του, ο Χρίστος Κυθρεώτης στο διήγημα «Η φωνή μας» έχει κεντρικό ήρωα τον εκδότη μιας πατρινής εφημερίδας, ο οποίος την περίοδο των Ιουνιακών του 1863 βρίσκεται στην Αθήνα, ο Μιχάλης Μαλανδράκης γράφει για τον Νικηταρά στο διήγημά του «Μόνο σκιές», ο Μάκης Μαλαφέκας στο «Κάποτε στο Μεσολόγγι» φαντάζεται τον διάλογο δύο ρομαντικών στο Μεσολόγγι για το ’21, ο Βαγγέλης Μπέκας, με τον «Μάρκο», εστιάζει σε ένα περιστατικό που συνέβη το βράδυ πριν από τη σφαγή του λόχου των φιλελλήνων στο Πέτα με πρωταγωνιστή τον Μάρκο Μπότσαρη, η Μαρία Ξυλούρη, στο «Ξετρύπι», μας μεταφέρει στην Κρήτη, γράφοντας για τη σφαγή γυναικόπαιδων σε καταφύγιο, ενώ επίκειται επίθεση σε κοντινό τους μοναστήρι, ο Δημοσθένης Παπαμάρκος στο «Γρίκα» έχει πρωταγωνιστή έναν ακαδημαϊκό που μελετάει τη Νεότερη Ελληνική Ιστορία και αναμετριέται με τον ιστορικό γρίφο του επιτεύγματος του Οδυσσέα Ανδρούτσου στο Χάνι της Γραβιάς, η Βασιλική Πέτσα ξανακοιτάζει την Επανάσταση υπό την οπτική του παρόντος στο διήγημά της «Ο Γιάννης Πασάς πόσταρε στον τοίχο του Κίτσου Μπότσαρη το τραγούδι “Hide me”» και η Βίβιαν Στεργίου γράφει για την Καχριέ, την κόρη του βοεβόδα των Καλαβρύτων, μια όμορφη τουρκοπούλα που μετέδιδε πληροφόρηση στους επαναστατημένους Έλληνες, στο διήγημα «Για σένα βγάζει το σώμα φύλλα».

 

Ελληνική λογοτεχνία

Αντίο παλιέ κόσμε

Στάθης Τσαγκαρουσιάνος

18.00

Αυτό το βιβλίο βγήκε πριν οχτώ χρόνια για λόγους βιοποριστικούς. Προς μεγάλη μου έκπληξη, σήμερα τυπώνεται η τέταρτη έκδοσή του. Λογικά, τα πρόσωπα που περιλαμβάνονται σ αυτό δεν θα έπρεπε να αφορούν τη σημερινή εποχή. Κι όμως. Υπάρχει ακόμα ενδιαφέρον για τέτοιες περιπτώσεις, που είναι με τον τρόπο τους ακατάτακτες, ιδιοφυείς, λίγο εκκεντρικές και πάνω απ όλα ποιητικές.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ

Βιογραφία - Μαρτυρίες

Αποχαιρετισμός στον Ρόμπερτ

Βρασίδας Καραλής

16.00

Στο μεταξύ τα λουλούδια σου έχουν αρχίσει να πεθαίνουν το ένα μετά το άλλο. Ο μυστικός κήπος όπου μπορούσες να κρυφτείς, να σκεφτείς και να κλάψεις σιωπηλά, μέρα τη μέρα αφανίζεται. Προσπαθώ να τα φροντίζω, να τα ποτίζω, να τα κλαδεύω και να τα τρέφω, κι όμως αυτά γνωρίζουν πως κάτι έχει αλλάξει, δεν είσαι εσύ μα ένας ξένος, κάποιος που προσποιείται ότι τα φροντίζει. νιώθουν ότι το κάνει για σένα και όχι γι’ αυτά. Η αζαλέα μαράθηκε πρώτη. ύστερα οι τριανταφυλλιές και η πλουμέρια, οι γαριφαλιές, η τελοπέα, οι κάκτοι, οι ανιγόζανθοι, οι μικροί ευκάλυπτοι, το δεντρολίβανο, η μπάνξια, οι βασιλικοί, τα πάντα. Οι πολύχρωμες μικρές πετούνιες σου ξεράθηκαν, μια καφετιά νεκρή μάζα στη θέση της παλιάς φαντασμαγορίας. Η υπόσχεση που αντιπροσώπευε κάθε λουλούδι βρίσκεται τώρα μουδιασμένη και σφραγισμένη στα μαραμένα τους μπουμπούκια. Ένα πράσινο κυπαρίσσι απομένει, το σπαρτιάτικό σου, που μας θύμιζε τα χρώματα γύρω από την Ολυμπία, και η μικρή ελιά που χάιδευες τόσο τρυφερά, η υπέρτατη λαχτάρα μας για ρίζες. Τα κοιτάζω και με αποδοκιμάζουν. «Μας άφησε,» μουρμουρίζουν θροΐζοντας «άσε μας τώρα κι εσύ, φύγε. Αναζητούμε τα μάτια του Ρόμπερτ, το άγγιγμά του, τη ζεστασιά του. Δεν είσαι εσύ». Αυτό λένε κάθε φορά που προσπαθώ να τα φροντίσω. Με αγνοούν. Νιώθω αβοήθητος, απελπισμένος.

Στην καρδιά κάθε σχέσης υπάρχει ένας κήπος. Κάνω ό,τι μπορώ για να τον κρατήσω ζωντανό, όμως τα λουλούδια ρωτούν συνέχεια για σένα – και δεν ξέρω πώς να τους εξηγήσω το θάνατο, τη μοναξιά, την εκδημία, το πένθος. «Δεν θα υπάρξει καινούρια άνοιξη για μας» λένε το ένα στο άλλο. «Είμαστε εδώ για ν’ ακούσουμε τα λόγια του Ρόμπερτ Τζόζεφ Μήντερ, που μας καλεί στη ζωή. Μας πότιζε ένα ένα, υπομονετικά, στοργικά. Μας έλεγε ιστορίες. Ήταν φίλος μας. Αλλά πού είναι τώρα; Καλύτερα να μην ξαναγεννηθούμε, αφού δεν είναι αυτός εδώ. Τα χέρια του μας κρατούσαν ζωντανά. Η φωνή του συνέθετε τη σαγηνευτική μελαγχολία μας.» Κι ενώ εγώ προσπαθώ να εξηγήσω, παραμένουν απόμακρα, αγνοώντας με – είμαι ο ξένος τώρα, ο παρείσακτος, η περιττή παρουσία.

____________________________________________________________

Ένα από τα πιο σπαρακτικά κείμενα που έχουν γραφτεί για την απώλεια είναι το βιβλίο του Βρασίδα Καραλή για την εκδημία του συντρόφου του Ρόμπερτ Τζόζεφ Μήντερ.

«Το αποχαιρετιστήριο αυτό γράμμα είναι κάπως σαν την καρδιά μου ξεγυμνωμένη, σαν μια προσπάθεια να καταγράψω τι πραγματικά μας κάνει να ζούμε – το μυστήριο της αγάπης και της παρουσίας μας στον κόσμο.» – B.K.

___________

Ο Βρασίδας Καραλής συνομιλεί με τον Στάθη Τσαγκαρουσιάνο για το βιβλίο του «Αποχαιρετισμός στον Ρόμπερτ»​

 ΣΤΑΘΗΣ ΤΣΑΓΚΑΡΟΥΣΙΑΝΟΣ: Ο Βρασίδας Καραλής είναι απέναντί μου, αλλά εγώ τώρα πια, που ήρθε η ώρα να μιλήσουμε, δεν ξέρω τι να του πω. Την περασμένη άνοιξη έχασε τον σύντροφό του μετά από τριάντα χρόνια κοινής ζωής. Στα κύματα πένθους, οργής και απορίας που τον διακατέχουν έκατσε και έγραψε ένα μικρό βιβλίο στα αγγλικά ‒γιατί ο Βρασίδας ζει στην Αυστραλία πολλά χρόνια τώρα, είναι καθηγητής πανεπιστημίου εκεί‒, ένα γράμμα αγάπης, ουσιαστικά, στον νεκρό του σύντροφο. Πρόκειται για ένα αριστουργηματικό κείμενο μεγάλου πένθους και αξίας, όχι μόνο λογοτεχνικής αλλά και πολιτικής, γιατί για πρώτη φορά εκφράζεται έτσι η αγάπη ανάμεσα σε δύο άντρες, δίχως ίχνος απολογητικής διάθεσης αλλά ούτε και πολεμικής, πικρίας ή επιθετικότητας. Σαν να έχει περάσει το ζήτημα σ’ ένα επόμενο στάδιο που κάποιος δεν μπαίνει καν στη δικαιωματική συζήτηση επειδή δεν του περνάει από το μυαλό ότι ο έρωτας ανάμεσα σε δύο οποιαδήποτε ανθρώπινα πλάσματα πρέπει να δώσει λογαριασμό για το υψηλό του αίσθημα. Επειδή ο έρωτας ανάμεσα σε δύο οποιαδήποτε ανθρώπινα πλάσματα είναι αυτοδίκαιος και μεγαλειώδης ούτως ή άλλως… Οπότε, Βρασίδα, είμαι τυχερός που το αριστούργημα αυτό κυκλοφορεί στα ελληνικά μεταφρασμένο από την Κατερίνα Σχινά για τις εκδόσεις της LiFO·  είμαι τυχερός που σ’ έχω εδώ, απέναντί μου, στο πέρασμά σου από την Αθήνα·  αλλά, ειλικρινά, δεν ξέρω αν πρέπει να σου δείξω ξανά τον απέραντο θαυμασμό που νιώθω για το βιβλίο σου ή να σε χτυπήσω στην πλάτη και να σε ρωτήσω: «Και τώρα τι γίνεται; Πώς μπορεί να συνεχιστεί η ζωή;».

ΒΡΑΣΙΔΑΣ ΚΑΡΑΛΗΣ: Όπως λέμε στα αγγλικά, η ζωή τώρα είναι at a standstill. Υπάρχει μια περίοδος στασιμότητας μετά από έναν θάνατο, και μάλιστα τον θάνατο ενός ανθρώπου που στάθηκε δίπλα σου τόσο πολλά χρόνια. Το μόνο που νιώθεις είναι ότι η φωνή του άλλου έρχεται από πολύ μακριά, βρίσκεσαι σε μια έρημο και δεν ξέρεις πώς να επικοινωνήσεις με τον άλλο κόσμο, έχεις χάσει το αίσθημα προσανατολισμού και ταυτόχρονα έχεις ένα αίσθημα ματαιότητας. Τι κάνω τώρα εδώ, για ποιον λόγο και προς τι; Η ζωή μου δεν ήταν ποτέ τιμές και μεγαλεία, καθηγητική έδρα και φήμη πανεπιστημιακή, αλλά αυτό που ο Heidegger ονομάζει «Gelassenheit», ηρεμία, ένα είδος γαλήνης. Τη βρίσκεις την ώρα που συγχρονίζεσαι με τον κόσμο μέσω ενός άλλου προσώπου… Αυτή η λογοτεχνία του πένθους, όπως ονομάζεται, μιλάει συνήθως για τον άνθρωπο που γράφει, τι νιώθει και πώς είναι. Αυτά δεν με αφορούν, γιατί, όπως είδες, στο βιβλίο ουσιαστικά προσπάθησα να δω πώς σχετιστήκαμε με τον Ρόμπερτ και ποιος ήταν αυτός ο άνθρωπος.

Σ.Τ.: Διακρίνω ένα είδος υπερβολικής προσοχής για να μη φανεί ότι το βιβλίο αυτό γράφτηκε για σένα αλλά για τον Ρόμπερτ. Γιατί;

Β.Κ: Γιατί δεν γράφτηκε για μένα. Αυτό το βιβλιαράκι, αυτή η επιστολή, είναι μια πρόσκληση, μια χειρονομία προς τον Ρόμπερτ: «Πες μου πού είσαι αυτήν τη στιγμή».

Σ.Τ.: Χειρονομία προς την άβυσσο.

Β.Κ.: Προς την άβυσσο. Και τη σιωπή βέβαια, γιατί δεν πρόκειται να μου απαντήσει ποτέ.

Σ.Τ.: Η στάση σου απέναντι στα άλλα βιβλία που ξεκινούν από μια εκδημία, από μια απώλεια, αλλά οι συγγραφείς μιλούν για τον εαυτό τους, ποια είναι; Γιατί βλέπω ένα είδος περιφρονητικής αναφοράς στο βιβλίο της Joan Didion.

Β.Κ.: Ναι, δεν μου άρεσε καθόλου. Το διάβασα πάρα πολύ προσεκτικά, πριν συμβεί αυτό με τον Ρόμπερτ, και στην αρχή, ξέρεις, συγκινήθηκα, γιατί το γεγονός το ίδιο είναι συγκινητικό. Και ο άντρας της πεθαίνει και η κόρη τους μετά, στο «Blue Nights». Αλλά μιλάει συνέχεια για τον εαυτό της, για το ότι αισθάνεται οίκτο για τον ίδιο της τον εαυτό που έμεινε πίσω. Δεν αισθάνθηκα πότε οίκτο για μένα.

Σ.Τ.: Αλλά;

Β.Κ.: Οργή. Για τον τρόπο που έφυγε. Μετά, όταν βλέπεις ότι το αμετάκλητο της αναχώρησης είναι εκεί, θα μείνει εδραίο, στέκει όπως ένας βράχος μπροστά σου, έκλαψα.

Σ.Τ.: Οπότε ένα από τα στάδια του πένθους είναι η οργή. Αυτή ήρθε πρώτα;

Β.Κ.: Πρώτα η οργή. Μετά, ένα είδος numbness, ένα μούδιασμα. Έψαχνες παντού να τον βρεις και δεν ήταν πουθενά. Αυτό έγινε τη μέρα που τον πήγαμε στο νεκροτομείο και έπρεπε να του φορέσω τα ρούχα. Νομίζω ότι για όσους έχουν ζήσει τον θάνατο αυτή είναι απλώς η πιο τραγική, συγκλονιστική στιγμή. Μου θύμισε αυτό που λέει ο Χριστός στον Ιωάννη, στο Ευαγγέλιο του Ιωάννη: «Άνοιξε τα χέρια σου τώρα που μπορείς γιατί μια μέρα κάποιοι άλλοι θα τα ανοίξουν, όταν δεν θα μπορείς να τα ανοίξεις». Μου ήρθε αυτό το πράγμα στον νου. Εν τω μεταξύ, την ώρα που προσπάθησα να του βάλω τις κάλτσες, λιποθύμησα. Δεν φανταζόμουν ποτέ ότι θα ήμουν τόσο αδύναμος.

Σ.Τ.: Είναι κανείς δυνατός μπροστά σε αυτά τα πράγματα;

Β.Κ.: Όχι.

Σ.Τ.: Μόνο από αναισθησία ίσως.

Β.Κ.: Να πω την αλήθεια, δεν κατάλαβα πώς έγινε η ταφή. Πήγαμε στην εκκλησία, στο νεκροταφείο. Είχα διαβάσει όσα έπρεπε να κάνω και έκανα τα πάντα, παρήγγειλα φέρετρο…

Σ.Τ.: Τα έκανες εσύ όλα αυτά;

Β.Κ.: Ναι. Έπρεπε να αγοράσω τον τάφο, να σκεφτώ τι θα μπει πάνω στον τάφο.

Σ.Τ.: Οι φίλοι; Δεν βοήθησαν στα πρακτικά;

Β.Κ.: Δεν μπορούσαν νομίζω.

Σ.Τ.: Αυτό είχε να κάνει και με την, ας το πούμε, κοινωνική μοναξιά του gay ζευγαριού;

Β.Κ.: Α, όχι, ήμασταν πολύ αυτάρκεις μαζί,  δεν ήμασταν ποτέ μοναχικοί. Είχαμε πολλούς φίλους,  ήθελαν να βοηθήσουν, αλλά είναι μερικά πράγματα που πρέπει…

Σ.Τ.: … να τα κάνεις εσύ.

Β.Κ.: Ναι. Και πρέπει να αντιμετωπίσεις όλο αυτό ως μια τελετή περάσματος. Γιατί αυτό βοηθάει πάρα πολύ εσένα τον ίδιο να πεις «αντίο». Λιποθύμησα ξανά όταν τον κατέβασαν στον τάφο.

Σ.Τ.: Είχες συνείδηση των στιγμών εκείνων;

Β.Κ.: Όχι, όχι.  Τον έψαχνα παντού γύρω μου. Έρχονταν οι φίλοι, με αγκάλιαζαν, με φιλούσαν, με χτυπούσαν στην πλάτη και μου έλεγαν: «Είμαστε μαζί σου, έλα να μιλήσουμε». Μου είπε κάποιος, «πρέπει να αποκτήσεις χόμπι τώρα και να ασχοληθείς με τη γιόγκα για να τα ξεχάσεις όλα αυτά». Εγώ δεν καταλάβαινα τι μου έλεγαν και ρωτούσα συνεχώς την ξαδέλφη του, που ήταν δίπλα μας: «Πού είναι ο Ρόμπερτ; Γιατί δεν τον βλέπω εδώ τον Ρόμπερτ; Γιατί με έχει αφήσει μόνο μου εδώ μέσα;». Το μόνο που θυμάμαι είναι οι φωνές των kookaburra, των πουλιών, και τους ανθρώπους που θα έκλειναν τον τάφο, που μου είπαν ξαφνικά: «Πρέπει να ρίξεις αυτά τα ροδοπέταλα πάνω στον τάφο».

Σ.Τ.: Ένα επόμενο στάδιο μετά το μούδιασμα ποιο είναι;

Β.Κ.: Η νεκροφάνεια, νομίζω, η δική μου. Δεν μπορώ να καταλάβω πώς πέρασε ο Ιούλιος, ο Αύγουστος, ο Σεπτέμβριος. Πέρασαν μήνες που δεν έβγαινα έξω. Είχα αποκοπεί εντελώς απ’ όλο τον κόσμο. Έβγαινα το βράδυ μόνο για να βγάλω βόλτα τα δυο σκυλάκια που είχαμε. Το μόνο που έκανα ήταν να επιστρέφω στο σπίτι, να κάθομαι μπροστά στην τηλεόραση, να την ανοίγω, αλλά να μη βλέπω καν τι έπαιζε.

Σ.Τ.: Αφέθηκες σε πλήρη παρακμή δηλαδή;

Β.Κ.: Απόλυτη, ναι. Κατατονία απόλυτη.

Σ.Τ.: Έτρωγες, πλενόσουν;

Β.Κ.: Τα έκανα αυτά, ναι, γιατί ήταν ο μόνος τρόπος για να αντιδράσω. Δηλαδή κατάλαβα ότι δεν μπορούσε να συνεχιστεί αυτό. Με έναν περίεργο τρόπο προσπαθούσα να νιώσω αυτό που ένιωθε ο Ρόμπερτ εκείνη τη στιγμή. Γι’ αυτό λέω στο βιβλίο ότι ήταν σαν να μπήκα στον κόσμο του Edgar Allan Poe. Ακούγεται γλυκανάλατο ή ηλίθιο, αλλά έβλεπα οράματα. Έβλεπα πράγματα να εμφανίζονται μπροστά μου. Δεν κοιμόμουν γιατί φοβόμουν ότι από το ταβάνι του δωματίου θα έβγαιναν περίεργες φιγούρες.

Σ.Τ.: Μέσα στο σκοτάδι αυτό τι σε βοηθούσε; Έπαιρνες φάρμακα; Έπινες;

Β.Κ.: Όχι, όχι.

Σ.Τ.: Υπήρχε κάτι που σου έδινε μια μικρή έστω παρηγοριά;

Β.Κ.: Κατάλαβα πώς πολλοί άνθρωποι παίρνουν ναρκωτικά, πίνουν ή πέφτουν σε άλλου είδους καταχρήσεις μετά από ένα τέτοιο γεγονός.

Σ.Τ.: Εσύ πού όρμησες για να βρεις λίγη παρηγοριά;

Β.Κ.: Αρχικά, αφιερώθηκα στα δύο σκυλάκια που είχαμε. Ξαφνικά κατάλαβα ότι εξαρτώνται από μένα. Ήταν πολύ μικρά και αισθάνθηκα υπεύθυνος γι’ αυτά. Έπειτα, γύρω στον Σεπτέμβριο, αποφάσισα να γράψω αυτή την επιστολή.

Σ.Τ.: Υπήρξε κάποια στιγμή που ενεργοποίησε αυτή την επιθυμία; Κάτι ξαφνικό; Ή γεννήθηκε σιγά-σιγά;

Β.Κ.: Υπήρξε μια στιγμή. Άνοιξα την ντουλάπα για να δω τι θα κάνω με τα ρούχα του και όλη αυτή η μυρωδιά, η αίσθηση του αρώματός του –έβαζε πάντα Miyake–, όλο αυτό, με χτύπησε σαν κάποιος να με χαστούκιζε για ώρες, αλλά και σαν να μου έλεγε «πρέπει να επιζήσεις, να το ξεπεράσεις, να ζήσεις και να μιλήσεις γι’ αυτό». Βρήκα τις κάλτσες που του είχα αγοράσει από εδώ, από το Κολωνάκι, μπλε και άσπρες, με την ελληνική σημαία. Του άρεσαν πάρα πολύ, τις φορούσε. Όταν ακούμπησα το παλτό του, ήρθε μια μυρωδιά που έφερε αναμνήσεις με τον τρόπο του Proust. Για να πω την αλήθεια, μου έδωσε ελπίδα όλο αυτό, ώστε να μην παραιτηθώ.

Σ.Τ.: Τα ρούχα αυτά τα έχεις ακόμα;

Β.Κ.: Ναι, ναι.

Σ.Τ.: Τι σκοπεύεις να τα κάνεις;

Β.Κ.: Δεν ξέρω. Θα μείνουν εκεί για πολλά χρόνια νομίζω. Προσπάθησα, λίγο πριν φύγω από την Αυστραλία, να τα δώσω. Στην Αυστραλία υπάρχει η παράδοση μόλις κάποιος πεθαίνει να δίνεις τα ρούχα στους άπορους και στους αστέγους. Ενώ είχα κανονίσει μια συνάντηση με τους Saint Vincent de Paul, μια σχετική οργάνωση, μετά κατάλαβα ότι δεν μπορούσα καν να τα ξεκρεμάσω.

Σ.Τ.: Δικό του ρούχο έχεις φορέσει εσύ;

Β.Κ.: Τις κάλτσες του.

Σ.Τ.: Και νιώθεις κάτι;

Β.Κ.: Δεν μπορώ να πω. Αισθάνομαι ότι ανασυγκροτώ κάποιες στιγμές που ζούσε.

Σ.Τ.: Είναι τρελό, αλλά εμένα, όπως σου έχω ξαναπεί, η μάνα μου μού έδωσε ένα μπουφάν του πατέρα μου είκοσι πέντε χρόνια μετά τον θάνατό του, και όταν το φόρεσα ήταν σα να με έκαιγε.

Β.Κ.: Σε καταλαβαίνω απόλυτα. Γιατί κι εγώ με τις κάλτσες του Ρόμπερτ που φορούσα ένιωθα ότι περπατούσα σαν και κείνον. Ότι ήμουν σε μέρη που πήγαινε εκείνος. Είναι περίεργο πράγμα η μνήμη, το τι μπορεί να κάνει, και το πώς προσπαθούμε τόσο απελπισμένα να επικοινωνήσουμε μέσα απ’ αυτά τα μικρά πράγματα.

Σ.Τ.: Ένα από τα ωραιότερα σημεία του βιβλίου είναι εκεί που λες πως, επιστρέφοντας από κάποιο μάθημά του (σ.σ. ήταν δάσκαλος μουσικής), του είπες ότι ήξερες τι μουσική έπαιζε λίγο πριν από τον ρυθμό που περπάταγε- ότι έπαιζε τα «Crisantemi» του Puccini.

Β.Κ.: Ναι, ναι. Υπάρχει και μια άλλη στιγμή. Ο Ρόμπερτ είχε ασφαλώς μουσική παιδεία, αλλά κι εγώ ήξερα μουσική, επειδή είχα ταξιδέψει. Του υπέδειξα να ακούσει το γερμανικό ρέκβιεμ του Brahms, κι ο Ρόμπερτ τρελάθηκε μετά από αυτό, επειδή ήταν και πολύ γερμανόφιλος. Και ξαφνικά, δύο εβδομάδες μετά, του ζήτησαν να το παίξει στο Opera House του Σίδνεϊ. Εγώ ήμουν στη μία πλευρά της αίθουσας, ενώ ο Ρόμπερτ έπαιζε πάνω στη σκηνή. Δεν ξέρω αν έχεις αισθανθεί την καρδιά σου να χτυπάει δύο φορές. Αν και μάς χώριζαν 500 μέτρα, ήμασταν τόσο κοντά ο ένας στον άλλο. Η μουσική του Brahms, ειδικά το δεύτερο μέρος, εκεί που λέει ότι η σάρκα είναι σαν χορτάρι που πεθαίνει και δεν ξανάρχεται… Επικοινωνούσαμε από απόσταση και αισθανόμουν ότι η καρδιά του χτυπούσε δίπλα μου ή μέσα μου ακόμα. Όταν γυρίσαμε στο σπίτι μού είπε το ίδιο και κείνος. «Κάποια στιγμή δεν μπορούσα να παίξω γιατί νόμιζα ότι κάποιος άλλος είναι μέσα μου». Όλα αυτά προέκυψαν μέσα από τη μουσική, όπως καταλαβαίνεις. Γι’ αυτό, όταν φόρεσα τις κάλτσες του, αισθάνθηκα ότι περπατούσα σαν και κείνον, ότι ήμουν σαν και κείνον… Ακούγομαι ευγενής, αλλά είμαι λίγο χωριάτης, άξεστος άνθρωπος.

Σ.Τ.: Ως προς τι; Ως προς την ορμή των συναισθημάτων;

Β.Κ.: Ως προς τη συμπεριφορά μου.

Σ.Τ.: Μα το να έχεις ορμητικά αισθήματα δεν είναι χαρακτηριστικό του χωριάτη. Το αντίθετο. Η μεγάλη μάζα είναι που ζει σ’ ένα συναισθηματικό flatline.

Β.Κ.: Σωστά. Αλλά ο Ρόμπερτ είχε αυτή την εξευγενισμένη αντίληψη των αισθημάτων· μια απλή κίνηση, μια απλή χειρονομία, ένα ανοιγοκλείσιμο των ματιών. Ήταν σαν να έβλεπες έναν αναγεννησιακό πίνακα όταν μιλούσε ο Ρόμπερτ.

#img#

Σ.Τ.: Δηλαδή εσύ δίπλα του ήσουν ο ζωηρός Μεσόγειος ας πούμε;

Β.Κ.: Ναι, ναι, πάντα.

Σ.Τ.: Και έτσι σε αντιμετώπιζε κι αυτός;

Β.Κ.: Αυτός συγκλονιζόταν από τους ζωηρούς Μεσόγειους. Έτσι γίνεται, ό ένας ζητάει από τον άλλον αυτό που ουσιαστικά θα ήθελε να είναι.

Σ.Τ.: Πάντως, το physique σου δεν είναι του κλασικού Έλληνα. Είσαι ξανθός, γαλανομάτης.

Β.Κ.: Ναι, αλλά η συμπεριφορά μου είναι ανθρώπου από τα Κρέστενα νομού Ηλείας. Δεν έχω, ούτε είχα πρόβλημα με αυτό. Δεν προσπάθησα ποτέ να κρύψω τη συμπεριφορά μου. Αν και στην Αυστραλία η συμπεριφορά των ανθρώπων είναι πολύ ελεγχόμενη, εγώ δεν ήθελα να αλλάξω. Ήθελα να μιλάω.

Σ.Τ.: Σαν τυπικός wog;

Β.Κ.: Aκριβώς, με ευθύτητα καταρχάς, με ειλικρίνεια. Δεν μου άρεσαν οι περιφράσεις που πολλές φορές χρησιμοποιούν οι Εγγλέζοι, που μιλούν για τα πιο προφανή πράγματα χωρίς να τα ονομάζουν.

Σ.Τ.: Οπότε, Βρασίδα, τον Σεπτέμβρη αρχίζεις να γράφεις και σιγά-σιγά τα αισθήματά σου μετασχηματίζονται ― μεταβολίζεις τον θάνατο, για να χρησιμοποιήσω μια άσχημη λέξη…

Β.Κ.: Όχι, όχι. Μου πήρε πολύ καιρό, ακόμα και τώρα νομίζω ότι πολεμάω με αυτό το φάντασμα, με την παρουσία του, με το διάνεμα, όπως θα έλεγαν στη δημοτική γλώσσα. Φαντάσου ότι στην Αυστραλία πολλές φορές περπατάω στον δρόμο και μου έρχονται στίχοι του Παλαμά από τον «Τάφο»: «Γίνε αεροφύσημα και γλυκοφίλησέ μας». Άκου κουβέντα τώρα! Ξαφνικά οι συνθήκες τα φέρνουν έτσι ώστε μιλάς με την ποίηση. «Γίνε αεροφύσημα και γλυκοφίλησε μας». Δηλαδή όταν φύσαγε ο άνεμος εγώ περίμενα να έρθει να με φιλήσει ο Ρόμπερτ, να με αγγίξει. Η γραφή με βοήθησε λίγο να το ελέγξω όλον αυτό τον συναισθηματικό στρόβιλο στον οποίο βρισκόμουν για πάρα πολύ καιρό. Μετά έπρεπε να πάω στο πανεπιστήμιο ξανά, να δουλέψω, το πρώτο εξάμηνο μετά τον θάνατο του, αλλά συνέχισα να γράφω μανιωδώς. Δεν κοιμόμουν το βράδυ, υπήρξαν εβδομάδες που δεν κοιμήθηκα καθόλου. Προσπαθούσα να βρω τα ίχνη του παντού, τι είχε αφήσει πίσω, τι έκανε. Κάποια στιγμή, εκεί που έψαχνα τα χαρτιά μου, βρίσκω έναν φάκελο που έλεγε «η διαθήκη μου». Δεν φανταζόμουν ποτέ ότι θα υπήρχε διαθήκη. Και ήθελα τα περισσότερα να τα δώσω στον αδελφό του, στην οικογένειά του, παρόλο που είχαν απομακρυνθεί λίγο. Αλλά το βιολί και τη βιόλα που έπαιζε, τα προσωπικά του αντικείμενα, τα κράτησα εγώ.

Σ.Τ.: Δεν σε πονάει που τα βλέπεις;

Β.Κ.: Πολύ, πάρα πολύ.

Σ.Τ.: Δεν σου έχει έρθει η επιθυμία να τα κρύψεις, να τα δώσεις; Να τραβήξεις ένα Χ και να κρατήσεις μεν την υψηλή μνήμη του αλλά να μη βασανίζεσαι από τη θέα και τη μνήμη αυτών των πραγμάτων;

Β.Κ.: Περίεργο! Δεν θέλω να χαθεί από δίπλα μου η παρουσία του όσο ζω. Θα τα κρατήσω μέχρι το τέλος. Δηλαδή θα ήθελα να πεθάνω περιστοιχισμένος από τα δικά του πράγματα. Δεν θα ήθελα να αποχωριστώ όσα μας έδεσαν και μας έφεραν μαζί. Και αυτά είναι μικρά πράγματα. Του Ρόμπερτ του άρεσε πάντα να αγοράζει αυτά τα μικρά κόκκινα λεωφορεία όταν πηγαίναμε στο Λονδίνο. Κάθε φορά που τα πιάνω στα χέρια μου αισθάνομαι γαλήνη. Ταυτόχρονα, μου έρχονται λυγμοί, σκεπτόμενος αυτόν που έφυγε. Λες και βρίσκω τα δάχτυλά του, τα χέρια του πάνω τους, τα αποτυπώματά του. Βλέπεις, πολλές φορές μέσα στην τρέλα μου μιλάω σε αυτά τα άψυχα αντικείμενα. Μη με ρωτήσεις αν μου απαντάνε. Εγώ τους μιλάω.

Σ.Τ.: Εσύ, βέβαια, τώρα είσαι σε κατάσταση έντονου πένθους ακόμα, αλλά, απ’ ό,τι ξέρουμε, η ζωή έχει πολλές πανουργίες για να τραβάει τους ζωντανούς πίσω στους ζωντανούς.

Β.Κ.: Ναι, το ξέρω. Ίσως συμβεί κάποια στιγμή, αλλά θέλω να περάσω μέσα από αυτήν τη χώρα του πένθους και να δω πώς θα με αλλάξει. Και νομίζω με έχει αλλάξει πάρα πολύ.

Σ.Τ.: Οπότε, ως προς τις πανουργίες;

Β.Κ.: Έρχονται κάποιες τετοιες στιγμές, αλλά μετά από λίγο ανοίγεις την πόρτα, μπαίνεις στο σπίτι και ξαναγυρνάς εκεί όπου ήσουνα.

Σ.Τ.: Στο σπίτι.

Β.Κ.: Ναι.

Σ.Τ.: Το λες και το ξαναλές. Καταρχάς, λες μια υπέροχη φράση, ότι τη στιγμή που εκφράστηκε ο έρωτας σας, όταν εκείνος σου είπε «μη με αφήσεις ποτέ», εσύ γύρισες και του απάντησες «μα πού να πάω; Εσύ είσαι το σπίτι μου».

Β.Κ.: Μα ήταν το σπίτι μου. Το πρώτο κείμενο που έγραψα στα αγγλικά, που ήταν οι αναμνήσεις του Μανώλη Λάσκαρη, είχαν αυτή την περίεργη αφιέρωση: To Robert, home.

Σ.Τ.: Α, τέλειο!

Β.Κ.: Ήταν το σπίτι μου. Επειδή στα νιάτα μου περιπλανήθηκα πάρα πολύ, πήγαινα από δω και από κει, έκανα όλες αυτές τις αλλοκοτιές που κάνουν οι νέοι, ψάχνονται, ψάχνουν.

Σ.Τ.: Ψάχνουν τα όριά τους.

Β.Κ.: Και τα ξεπερνούν πολλές φορές.

Σ.Τ.: Μα άμα δεν τα ξεπεράσεις, πώς θα ξέρεις ότι είναι όρια;

Β.Κ.: Σωστά. Και ξαφνικά, όταν συνάντησα τον Ρόμπερτ, όλα αυτά τελείωσαν. Έναν χρόνο μετά τη συνάντησή μας ήμασταν σε ένα gay bar στο Σίδνεϊ, κοιτάξαμε γύρω μας και αυτόματα, χωρίς να έχουμε μιλήσει καν, μου είπε: «Δεν νομίζεις ότι είναι η ώρα να πάμε σπίτι και να μείνουμε εκεί;». Κοίταξα γύρω και του απάντησα «ναι, ναι αυτό ήθελα να σου πω κι εγώ». Ο Ρόμπερτ για μένα είναι το σημείο αναφοράς και το κέντρο ύπαρξης. Δηλαδή, όλο αυτό το πένθος αφορά και το ότι έχασα το κέντρο μου.

Σ.Τ.: Έχασες το σπίτι σου.

Β.Κ.: Ναι. Και ξαφνικά μένεις σε αυτό το σπίτι, αλλά δεν είναι το σπίτι σου πια.

Σ.Τ.: Γι’ αυτό και μερικές απ’ τις πιο σπαρακτικές σελίδες είναι αυτές που λες ότι ο κήπος σας μαραίνεται ερήμην του Ρόμπερτ.

Β.Κ.: Ναι. Τα λουλούδια με μισούν! Γιατί περίμεναν τον Ρόμπερτ, που τα πρόσεχε συνέχεια. Και έναν μήνα αφού έφυγε κατάλαβα ότι τα λουλούδια δεν με θέλουν. Μου φώναζαν «φύγε από δω, δεν θέλουμε να μας πιάνεις, να μας αγγίζεις», παρόλο που τα πότιζα, τα περιποιόμουν, τα κλάδευα. Τώρα αυτά, θα μου πεις, είναι παραισθήσεις και παράκρουση.

Σ.Τ.: Δεν είναι. Για το σπίτι χρειάζονται δύο.

Β.Κ.: Ναι. Ο Ρόμπερτ είχε μια απίστευτη αίσθηση της τάξης.

Σ.Τ.: Δεν είναι μόνο η τάξη, είναι και αυτό που λες επανειλημμένως: η ολοκλήρωση. Ότι μέσα από τον έρωτα βλέπεις για πρώτη φορά τον εαυτό σου και αισθάνεσαι ότι αυτό το σπασμένο πράγμα που είσαι, κυκλοφορώντας στον κόσμο, γίνεται ένα όταν συναντάς τον έρωτά σου.

Β.Κ.: Ξέρεις, πολλές φορές με πιάνει απόγνωση με αυτό που λένε οι άνθρωποι, ειδικά οι θρησκευόμενοι, «σημασία έχει η αγάπη». Δεν υπάρχει η αγάπη γενικά, υπάρχει η αγάπη ενός συγκεκριμένου ανθρώπου, αγαπάς κάτι συγκεκριμένο και βάσει αυτής της έντασης, της αφοσίωσης και της αυτοθυσίας πιστεύω ότι πρέπει να κριθούμε. Μόνο έτσι μπορούμε να σταθούμε μπροστά σε μια μεταφυσική κρίση που θα έρχεται από τον Θεό, αν υπάρχει βέβαια θεός, και δεν είναι μία από τις προβολές του Εγώ μας. Εγώ νομίζω ότι το μεγαλύτερο πράγμα που μου έδωσε ο Ρόμπερτ είναι ότι ξαφνικά άρχισα να σκέφτομαι και για κάποιον άλλο, όχι μόνο για τον εαυτό μου.

Σ.Τ.: Στα χρόνια της αλητείας, ας τα πούμε έτσι, γράφεις ότι ήσουν ευτυχισμένος, σχεδόν αυτάρκης. Ωστόσο, θεωρείς ότι ο άνθρωπος ολοκληρώνεται και βρίσκει τα υψηλότερα σημεία του όταν ερωτεύεται.

Β.Κ.: Και γίνεται δέντρο. Με τον άλλο βγάζεις ρίζες, κάνεις καρπούς.

Σ.Τ.: Στις ρίζες βάζεις και τα παιδιά ή…

Β.Κ.:… οτιδήποτε διαλέγει κάθε άνθρωπος να κάνει. Δεν μου αρέσει να γενικεύω.

Σ.Τ.: Σας ήρθε ποτέ η επιθυμία να έχετε παιδιά;

Β.Κ.: Όχι. Νομίζω ότι ήμασταν και οι δύο πολύ αφοσιωμένοι ο ένας στον άλλον, δεν θα ήθελα να κάνω παιδιά ούτε να τα βλέπω ως αντίγραφο του εαυτού μου, όπως ακούσαμε πρόσφατα. Αυτό, νομίζω, ότι είναι το μεγάλο πρόβλημα με τα ανδρικά ζευγάρια πολλές φορές, και η μεγάλη έλλειψη. Ότι ενώ θα ήθελες να έχεις, επιλέγεις να μην το έχεις, να μην το κάνεις. Νομίζω ότι ο Ρόμπερτ ξαναζούσε διαρκώς την παιδική του ηλικία, ήταν ένα παιδί.

Σ.Τ.: Εσύ αυτό το αποδίδεις και σε μια ολόκληρη γενιά, τη γενιά σου, τη γενιά μας. Λες ότι είναι εφηβενήλικες.

Β.Κ.: Ναι. Kidults.

Σ.Τ.: Δηλαδή νοσταλγούν συνέχεια την εφηβεία τους, αρνούνται να μεγαλώσουν.

Β.Κ.: Δεν είναι φανερό;

Σ.Τ.: Ασφαλώς. Το διακρίνεις περισσότερο στους Έλληνες ή μιλάς γενικά;

Β.Κ.: Το διακρίνω παντού. Και στην Αυστραλία το ίδιο είναι, και στον αγγλοσαξονικό κόσμο.

Σ.Τ.: Αναφέρεσαι στους boomers;

Β.Κ.: Στη γενιά μετά τους boomers. Οι boomers έχουν γεράσει.

Σ.Τ.: Μα κι εμείς έχουμε γεράσει.

Β.Κ.: Εννοώ ότι έχουν γεράσει ψυχικά, διότι βασανίστηκαν περισσότερο απ’ ό,τι νομίζουμε. Η γενιά μας έχει αποφασίσει να μείνει στη δεκαετία του ’70. Να μη μεγαλώσουμε, να μην ξεπεράσουμε αυτήν τη δεκαετία, να είμαστε πάντα σε μια διαρκή επαναστατική ή οργασμική διέγερση.

Σ.Τ.: Πάντως δεν ήταν κι άσχημα, Βρασίδα.

Β.Κ.: Ήταν πολύ ωραία.

Σ.Τ.: Το γλεντήσαμε.

Β.Κ.: Το γλεντήσαμε, το απολαύσαμε. Γνωριστήκαμε με ανθρώπους, κάναμε πράξεις άσκοπες, που είναι πολύ σημαντικό.

Σ.Τ.: Αυτή η ανευθυνότητα είχε και την πλάκα της.

Β.Κ.: Είχε και τη σημασία της, από ψυχολογικής πλευράς.

Σ.Τ.: Είχε βέβαια και τις ζημίες της.

Β.Κ.: Ναι, γιατί μερικοί άνθρωποι δεν μπορούν να ξεκολλήσουν. Μπορεί κάποιος να εθιστεί, να χρειάζεται κάθε βράδυ να βγαίνει και να κάνει σεξ με αγνώστους, χωρίς να καταλαβαίνει για ποιον λόγο και στο τέλος, όσο πιο πολύ το κάνεις, τόσο πιο ανικανοποίητος μένεις.

Σ.Τ.: Ισχύει. Εσύ το ένιωθες αυτό;

Β.Κ.: Πάρα πολύ. Γι’ αυτό, κάποια στιγμή, ήμουν λίγο μαζεμένος, μετά τα 26-27.

Σ.Τ.: Ο Ρόμπερτ, όμως, κάποια στιγμή γυρίζει και σου λέει ότι νιώθει βρόμικος λόγω αυτής της σεξουαλικής υπερβολής. Ένιωθες κι εσύ βρόμικος;

Β.Κ.: Ποτέ.

Σ.Τ.: Πώς κι έτσι;

Β.Κ.: Δεν ξέρω.

Σ.Τ.: Και αυτή η διαφορά πού οφείλεται;

Β.Κ.: Είναι η διαφορά μεταξύ Προτεσταντισμού και Ορθοδοξίας νομίζω.

Σ.Τ.: Αυτό λες; Μα και η Ορθοδοξία προκαλεί τόσες ενοχές.

Β.Κ.: Μπα, εγώ την Ορθοδοξία τη βλέπω ως ένα «θεολογικό χορευτικό». Η Ορθοδοξία δεν έχει βάθος, δεν βλέπει τον άνθρωπο ως ψυχολογική σχάση, μια ψυχή η οποία βρίσκεται σε διάλυση. Δεν έχουμε την αυγουστίνεια ανθρωπολογία στην Ορθοδοξία.

Σ.Τ.: Ναι, αλλά δεν ενοχοποιεί τη σεξουαλικότητα;

Β.Κ.: Η Ορθοδοξία ενοχοποιεί τη σεξουαλικότητα, αλλά δεν την κάνει δαιμονική. Ο Προτεσταντισμός την βλέπει ως κάτι δαιμονικό για το οποίο πρέπει να τιμωρηθείς. Εμείς δεν το αισθανόμαστε ποτέ αυτό.

Σ.Τ.: Οπότε το κενό, ας πούμε, που ένιωθες μετά τη σεξουαλική υπερβολή των ’70s ήταν περισσότερο από κόπωση παρά από ενοχή;

Β.Κ.: Κοίταξε, κάποια στιγμή νομίζω ότι πρέπει να λέμε «I had enough», ό,τι ήταν να κάνουμε το κάναμε.

Σ.Τ.: Μου θυμίζεις τον Χριστιανόπουλο που έλεγε ότι «απαραιτήτως ο άνθρωπος πρέπει να σταματάει να πηγαίνει στο ψωνιστήρι στα 57 του χρόνια». Το είχε μετρήσει.

Β.Κ.: (γέλια) Ναι, το είχε μετρήσει. Θα μου πεις ότι υπάρχει η απληστία της επιθυμίας, η επιθυμία είναι απέραντη και απαιτητική πάντα. Αλλά από ένα σημείο και πέρα λες ότι εντάξει, πρέπει να κοιτάξω και τον εαυτό μου τώρα.

Σ.Τ.: Νομίζω ότι ο Απόστολος Παύλος έλεγε: «ἐδόθη μοι σκόλοψ τῇ σαρκί…»

Β. Κ.: «… ίνα μη υπεραίρωμαι».

Σ.Τ.: Ακριβώς.

Β. Κ.: Δεν μου δόθηκε σκόλοπας, τον δημιούργησα. Δηλαδή κάποια στιγμή είπα ότι εντάξει, έκανες ό,τι έκανες, τώρα πρέπει να βρεις κάποιον και να είσαι μαζί του.

Σ.Τ.: Οπότε συναντηθήκατε εσείς οι δύο άνθρωποι μετά από αυτή την περιπλάνηση που για σένα δεν ήταν μόνο σεξουαλική, είχε κι άλλα, πολύ ωραία πράγματα, μεγάλα ταξίδια, εμπειρίες ― είχες γίνει μέχρι και μοναχός.

Β. Κ.: Καλόγερος. Ναι. Αποτυχημένος βέβαια.

Σ.Τ.: Αποτυχημένος. Αλλά το δοκίμασες. Ως ηθοποιός ίσως- πνευματικός ηθοποιός. Έφτασες μέχρι και τη Μόσχα;

Β. Κ.: Μέχρι τη Μόσχα, το μοναστήρι του Αλεξάνδρου Νιέφσκι.

Σ.Τ.: Πόσο έμεινες εκεί;

Β. Κ.: Περίπου τέσσερις μήνες, δεν άντεξα άλλο. Αν οι ορθόδοξοι καλόγεροι είναι τυπολάτρες και δεν έχουν καμιά αίσθηση πνευματικότητας, οι Ρώσοι πίνουν συνέχεια. Από το πνεύμα στο οινόπνευμα!

Σ.Τ.: Πόσων ετών ήσουν τότε;

Β. Κ.: Είκοσι τρία-είκοσι τέσσερα.

Σ.Τ.: Θα ήσουν και όμορφος.

Β. Κ.: Πολύ.

Σ.Τ.: Ήσουν ένας ξανθός άγγελος, είκοσι τριών ετών, ανάμεσα στους Ρώσους πότες!

Β. Κ.: Όχι απλώς πότες, έπρεπε να τους τραβάω το βράδυ. Θυμάμαι τον ηγούμενο του μοναστηριού που καθόταν κάτω από μια κάνουλα.

Σ.Τ.: Τι πλάκα!

Β. Κ.: Άνοιγε την κάνουλα και έπινε βότκα. Μου θύμιζε Buñuel όλη αυτή η κατάσταση.

Σ.Τ.: Αυτό δεν κατέρριψε κάθε θρησκευτικό σου αίσθημα;

Β. Κ.: Ναι. Τότε αποφάσισα ότι δεν υπάρχει Θεός. Αν αυτοί πιστεύουν, δεν υπάρχει Θεός, αυτό είπα στον εαυτό μου. Μετά πήρα τον Υπερσιβηρικό και ταξίδεψα μέσα από τη Σιβηρία όλη τη Ρωσία, έφτασα μέχρι το Βλαδιβοστόκ. Και εκεί βλέπεις τη φυσική αποκάλυψη του Θεού. Τα δάση, τα χρώματα των δέντρων, τα ζώα, τις αποχρώσεις του χιονιού που νομίζουμε ότι είναι άσπρο, αλλά δεν είναι άσπρο πουθενά, αν το προσέξεις. Ξαφνικά ανακαλύπτεις την ωραιότητα του κόσμου, που όπως λένε οι Ψαλμοί αναγγέλλει τη δόξα του Θεού.

Σ.Τ.: Οπότε έχασες τον Θεό απ’ τη μια μεριά αλλά τον βρήκες απ’ την άλλη.

Β.Κ.: Δεν ξέρω αν λέγεται Θεός. Όπως θα έλεγε ο Spinoza, είναι ο Θεός ή η Φύση; Εγώ πιστεύω σε μια φυσική θεολογία, των προσωκρατικών, ότι τα πάντα είναι πλήρη θεών. Γι’ αυτό δεν είχα ποτέ, αν μου επιτρέπεις, ενοχή. Δεν καταλαβαίνω τι σημαίνει να έχεις ενοχές γι’ αυτό που είσαι. Δεν μπορείς να είσαι ένοχος γι’ αυτό που είσαι! Είσαι αυτό που είσαι.

Σ.Τ.: Αυτό είναι θαυμάσιο όταν συμβαίνει, αλλά, μεγαλώνοντας στην ελληνική επαρχία τη δεκαετία του ’60 ή του ’70, δεν είναι και τόσο εύκολο, μέχρι να σταθείς στα πόδια σου πνευματικά.

Β.Κ.: Ναι.

Σ.Τ.: Ωστόσο εσύ μου λες ότι ποτέ δεν είχες ενοχή.

Β.Κ.: Ποτέ. Αντίθετα, πάντα ήξεραν ότι κάτι ήταν στραβό με αυτό το παιδί.

Σ.Τ.: Αυτή η λέξη, το «στραβό», είναι το θέμα.

Β.Κ.: Μου άρεσε όμως εμένα να είμαι στραβός. Δεν ήθελα να είμαι σαν τους άλλους. Δηλαδή οι άλλοι ήταν, πώς να το πούμε, ένα είδος…

Σ.Τ.: … βαρετής ορθοκανονικότητας.

Β.Κ.: Ναι, και ομοιομορφίας, που έλεγε ότι πρέπει να συμπεριφέρεσαι έτσι, ενώ ο Βρασίδας…

Σ.Τ.: Οπότε, Βρασίδα, συναντηθήκατε με τον Ρόμπερτ, έκλεισε η περίοδος των περιπλανήσεων και ήρθε το αποκαλυπτικό φως του έρωτα. Το οποίο, επίσης, είχε στάδια, φαντάζομαι.

Β.Κ.: Ε, στην αρχή, ξέρεις, είναι ο πόθος. Ο πόθος και το σεξ. Δηλαδή συναντάς κάποιον άνθρωπο και ξαφνικά κολλάτε σωματικά.

Σ.Τ.: Από κει ξεκινούν όλα.

Β.Κ.: Δεν μπορούσαμε να ξεκολλήσουμε. Για μήνες, για τον πρώτο χρόνο. Ήταν αυτό που έλεγε ο Ερωτόκριτος, «για σένα εγεννήθηκε στον κόσμο το κορμί μου». Το ένιωσα αυτό. Βρε, διάολε, έκανες σεξ παντού, στον Καναδά, στη Φινλανδία, στη Ρωσία. Και ξαφνικά, βρίσκεις έναν άνθρωπο…

Σ.Τ.: Μάλιστα τον πόθο σού τον δημιούργησε ένα σώμα που ήταν, ας το πούμε, στραβό επίσης, γεμάτο ουλές. Ενός ανθρώπου ο οποίος ντρεπόταν για το σώμα και τη γύμνια του. Ωστόσο αυτή η ευθραυστότητα εσένα σε ερέθισε ακόμα πιο πολύ.

Β.Κ.: Σου είπα, μετά από λίγο δεν θέλαμε να ξεκολλήσουμε. Αυτό το σώμα για μένα ήταν η επαφή με κάτι άλλο πέρα από το σώμα, αν μου επιτρέπεις, το αγκάλιασμα των σωμάτων, ο οργασμός, ο έρωτας, η εκσπερμάτωση, όλα αυτά ήταν μια απάντηση στον Πλάτωνα, στον Χριστό. Αν θυμάσαι, στον Πλάτωνα, στο Συμπόσιο δεν είναι μόνο οι άνθρωποι που ενώνονται. Λέει η Διοτίμα, «τι είναι αυτό που ζητάτε εσείς οι θνητοί ο ένας από τον άλλον;». Αυτό είναι η απάντηση του έρωτα, σε αυτό το ερώτημα. Και τελικά ήθελα αυτόν. Δεν ήταν μια αφηρημένη ιδέα, μια επικύρωση κοινωνική, μια αναγνώριση.

Σ.Τ.: Αν είναι έτσι όπως τα λες, η θρησκεία θα φοβάται λίγο και τον έρωτα.

Β.Κ.: Κοίταξε, υπερβάλλουμε με τη θρησκεία. Είναι άλλο το θρησκευτικό αίσθημα, ας το πούμε η θρησκευτικότητα, και άλλο η θρησκεία η οργανωμένη. Δεν μιλάω για την Εκκλησία την ορθόδοξη, την οποία θεωρώ έναν αντιπνευματικό οργανισμό και επομένως άφιλο. Δεν μπορείς να κάνεις θεολογία αν δεν έχεις φίλους. Η φιλία, όπως έλεγε ο Αριστοτέλης, είναι αυτή που χτίζει πολιτείες. Αυτή που χτίζει σχέσεις, πολιτεύματα και, τέλος, σχέσεις ερωτικές μεταξύ των ανθρώπων. Λοιπόν, εγώ νομίζω ότι με τον Ρόμπερτ περάσαμε τις τέσσερις λέξεις που έχει η ελληνική γλώσσα γι’ αυτή την πορεία: από τον πόθο, στον έρωτα, στη στοργή και στο τέλος, στην αγάπη. Έγινε αυτή η καταπληκτική μετάβαση.

Σ.Τ.: Από το «σε θέλω» στο «τι θέλεις;».

Β.Κ.: Επομένως, η στοργή σήμαινε ότι έπρεπε να πάρω ευθύνη για τη ζωή του Ρόμπερτ- και την πήρα. Ο Ρόμπερτ μου έλεγε «φύγε, καταστρέφω την καριέρα σου» και του απαντούσα «let it go, δεν με ενδιαφέρει η καριέρα μου, δεν θα ζήσω με την καριέρα μου».

Σ.Τ.: Όταν φτάσατε στα επόμενα στάδια του πόθου, όταν ο πόθος γίνεται στοργή και «τι θές να σου μαγειρέψω σήμερα;», αισθάνθηκες ποτέ ότι αυτό ήταν κάτι πιο χαμηλό, πιο συμβατικό από τα πρώτα στάδια;

Β.Κ.: Εγώ τρελαίνομαι για ρουτίνες. Δεν τις φοβάμαι. Οι ρουτίνες υποδηλώνουν μια σχέση αδιάρρηκτη. Θα κάνεις αυτό, θα κάνω εκείνο, και έχουμε μια πολύ όμορφη σχέση. Όλοι οι άνθρωποι ζουν με αυτές τις ρουτίνες. Ο Καζαντζάκης την ονομάζει «η άγια ρουτίνα της καθημερινότητας». Η ωραιότερη στιγμή είναι να πηγαίνεις στο σπίτι και βλέπεις ένα πιάτο φαγητό να σε περιμένει. Αυτό το έχεις γράψει εσύ για τη μητέρα σου. Ένα καταπληκτικό κομμάτι. Έτρεχα να γυρίσω στο σπίτι πριν έρθει ο Ρόμπερτ για να του φτιάξω μια μπολονέζ ή ένα άλλο φαγητό που του άρεσε. Για μένα ήταν ευτυχία αυτό. Ήταν το απόλυτο, αν μου επιτρέπεις, ήταν έρωτας.

Σ.Τ.: Και για μένα είναι ευτυχία αυτό.

Β.Κ.: Μεγάλη ευτυχία, απόλυτη. Συντονισμός στον κοσμικό ρυθμό πρωί, μεσημέρι, βράδυ. Ο ήλιος, το ημίφως και το σκοτάδι: αυτά τα ζούσαμε μαζί εκεί πέρα. Βγαίναμε έξω το βράδυ να κάνουμε βόλτες, καθόμασταν δίπλα στα λουλούδια και μιλούσαμε.

Σ.Τ.: Η σεξουαλική απιστία που μπορεί να έρθει σε τέτοιες περιόδους, είναι κάτι που σε πλήγωσε;

Β.Κ.: Στην αρχή, ναι, με πλήγωσε. Ακόμα με πληγώνει…  Το έκανα κι εγώ μια φορά. Το ομολογώ.

Σ.Τ.: Γιατί το σώμα εξακολουθεί να έχει τις ανάγκες του.

Β.Κ.: Να πω την αλήθεια, μετά από λίγο το κάνεις μόνο και μόνο γιατί θες να αποδείξεις στον εαυτό σου ότι μπορείς να το κάνεις.

Σ.Τ.: Α! Λες;

Β.Κ.: Ναι. Εγώ έτσι νόμιζα, έτσι το έκανα. Ήθελα να δω αν μπορώ να το κάνω, αν είμαι σε θέση να λειτουργήσω.

Σ.Τ.: Σε πλήγωσε ωστόσο.

Β.Κ.: Πολύ, πάρα πολύ. Πέρασαν μέρες που σχεδόν καθόμασταν δίπλα χωρίς να κάνουμε έρωτα ή οτιδήποτε άλλο, απλώς κρατώντας το χέρι ο ένας του άλλου. Αλλά όπως λέμε στα αγγλικά: «You have to move on». Και προχωρήσαμε.

Σ.Τ.: Εσύ ήσουν τυχερός που δεν ένιωσες τύψεις, ενοχές, μεγαλώνοντας μέσα στη σεξουαλικότητα που έχεις, και έζησες αυτόν τον ανεπίληπτο, ρομαντικό έρωτα. Ωστόσο, η κοινωνία συσχετίζει κουτά πάντα, φαντάζομαι ακόμη και στις δύσκολες στιγμές. Νομίζω ότι αναφέρεις πως στο νοσοκομείο αντιμετωπίσατε εκρήξεις ομοφοβίας ή βλέμματα ομοφοβικά.

Β.Κ.: Πάρα πολλά. Ειδικά στο νοσοκομείο, και από νοσοκόμες κυρίως που προέρχονταν από διαφορετικά πολιτισμικά υπόβαθρα. Αλλά τα ξεπερνούσα. Δεν με ενδιέφερε καθόλου. Κάποτε τους αποκρινόμουν με την ίδια περιφρόνηση.

Σ.Τ.: Ναι, αλλά στη δύσκολη ώρα, αυτό είναι ένας βαθμός δυσκολίας μεγάλος.

Β.Κ.: Ναι. Έκανα το παν να μην το δει ο Ρόμπερτ. Το εισέπραξα μόνος μου, τον προστάτευα από τέτοιου είδους αισθήματα. Δεν ήθελα να νιώσει κάτι τέτοιο σε μια στιγμή αδυναμίας, αρρώστιας, ασθένειας. Εγώ μπορούσα να το αντιμετωπίσω και να απαντήσω, έκανα πολλαπλές αναφορές. Φαντάσου να μπαίνεις σ’ ένα νοσοκομείο που «φωνάζει» ότι είναι εναντίον της ομοφοβίας με τεράστιες αφίσες και μετά να αντιμετωπίζεις αυτό.

Σ.Τ.: Είναι τρομερό, αλλά τη στιγμή που μιλάμε για έναν τέτοιον έρωτα, βλέπεις ότι η κοινωνία, παρότι προσποιείται τη μοντέρνα, είναι σε μεγάλο βαθμό ομοφοβική ακόμα. Ακόμα και η φράση «α, οι ομοφυλόφιλοι μπορούν να ερωτεύονται τόσο βαθιά, τόσο ρομαντικά, τόσο απόλυτα;» ενέχει ομοφοβία.

Β.Κ.: Αν υπάρχει κάτι σημαντικό στο βιβλίο είναι αυτό. Δείχνει πώς ερωτεύονται, αγαπάνε και αφοσιώνονται ο ένας στον άλλο δυο άντρες. Γιατί πολλοί νομίζουν ότι οι gay το μόνο που κάνουν είναι να πηγαίνουν από δω και από κει και να κάνουν ανώνυμο και πολλαπλό σεξ. Ότι είναι «μηχανές του σεξ», όπως λέγαμε παλιά.

Σ.Τ.: Συμφωνώ ότι αυτή είναι η κορυφαία αξία αυτού του βιβλίου.

Β.Κ.: Δεν έχει αποδεικτική αξία, αλλά χωρίς να το καταλάβουμε, δείξαμε και αποδείξαμε ότι η αφοσίωση περνάει μέσα από το σεξ, τον έρωτα, τον πόθο και τελικά γίνεται κάτι πολύ σημαντικότερο, κάτι ευρύτερο, που μας αγκαλιάζει ως ανθρώπους. Ο Freud έχει μιλήσει για τον άγνωστο ωκεανό της γυναικείας ψυχολογίας. Εγώ νομίζω ότι πρέπει να μιλήσουμε κάποια στιγμή για τον απύθμενο ωκεανό της ανδρικής ψυχολογίας, για το πώς σχετίζονται οι άντρες μεταξύ τους.

Σ.Τ.: Οι αρχαίοι Έλληνες λίγο το είχαν οσμιστεί.

Β.Κ.: Ναι, με την έννοια της φιλίας. Γι’ αυτό τον Ρόμπερτ τον ονομάζω Αχιλλέα και Άμλετ μαζί.

Σ.Τ.: Απλώς τώρα πρέπει να ξεπεράσουμε όλες αυτές τις στρώσεις των άλλων πολιτισμών που ακολούθησαν.

Β.Κ.: Κοίταξε, αυτό είναι προσωπική ευθύνη του καθενός. Δεν νομίζω ότι είναι νομοθετικό ζήτημα πλέον. Γιατί η νομοθεσία υπάρχει, αλλά είναι ζήτημα νοοτροπίας, ανθρώπων οι οποίοι είναι φοβισμένοι και οι ίδιοι, τρομοκρατημένοι από τη διαφορά. Όπως είπα, όταν ο Ρόμπερτ ήταν άρρωστος, προσπάθησα να τον προφυλάξω απ’ όλα αυτά. Για μένα το πώς δυο άντρες αγαπιούνται είναι ένα βασικό θέμα που αναδεικνύει αυτό το βιβλίο. Πώς περνάνε απ’ όλες αυτές τις φάσεις, τα στάδια.

Σ.Τ.: Η αρετή αυτού του βιβλίου είναι ότι δεν το χαρακτηρίζει καμία ενοχή, καμία τύψη αλλά και ότι δεν έχει και καμία επιθετικότητα. Είναι unapologetic, αλλά όχι με τον τρόπο που η gay, ας το πούμε, λογοτεχνία μιλά για τον έρωτα. Είναι σαν να μην υφίσταται πια το θέμα, να έχει αυτοδικαίως ξεπεραστεί. Ο έρωτας είναι γυμνός, ασχέτως φύλων, θρησκειών.

Β.Κ.: Είναι ο Ρόμπερτ και ο Βρας.

Σ.Τ.: Και αυτό είναι πραγματικά αποκαλυπτικό. Το βιβλίο σου είναι από τα συγκλονιστικότερα πράγματα που έχω διαβάσει τα τελευταία χρόνια και ελπίζω να βρει το ακροατήριο που του αξίζει.

Β.Κ.: Το έγραψα για να διασώσω τη μνήμη του Ρόμπερτ και της σχέσης μας. Να πω την αλήθεια, εγώ δεν παίζω κανέναν ρόλο σ’ αυτό το βιβλίο. Δεν θέλω να έχω κανένα κέρδος ή αναγνώριση, θέλω ο κόσμος να γνωρίσει τη σχέση μας και να κλάψει λίγο στη μνήμη του Ρόμπερτ, αν μου επιτρέπεις. Ήταν ένας ξεχωριστός άνθρωπος, η επαφή του με την Ελλάδα ήταν πολύ ωραία. Είχαμε μια φοβερή εμπειρία στη Σαντορίνη, όπου σχεδόν τον είδα να αιωρείται μπροστά μου – είχα τρελαθεί. Δεν μπορείς να φανταστείς ότι η αγάπη σε φέρνει σε τέτοιες οριακές συγκινήσεις που νόμιζες ότι ανήκουν στη ρομαντική λογοτεχνία ή ότι είναι ψευδαίσθηση. Ξαφνικά τα νιώθεις αυτά, τα ζεις. Στην αρχή δεν μπορείς να το πιστέψεις και λες «μα πώς είναι δυνατό;». Αυτό το εύθραυστο και ευάλωτο σώμα μού δείχνει αυτές τις εμπειρίες που σε άλλες περιπτώσεις θα τις θεωρούσαμε μυστικές, σαν του Μπέμε, του Συμεών του Νέου Θεολόγου ή όλων αυτών των μεγάλων μυστικών. Ξαφνικά, βλέπεις ότι η μυστική εμπειρία κρύβεται σε αυτή την επαφή, σε αυτά τα χέρια, στο φιλί δύο ανθρώπων -αντρών εν προκειμένω-, στο άγγιγμα των σωμάτων, στο αγκάλιασμα, στον αποχαιρετισμό,  στο «Θα σε δω το βράδυ. Τι ώρα θα είσαι σπίτι;» «Θα έρθω 7, ίσως και νωρίτερα». Κι εγώ έπρεπε να είμαι εκεί στις 6. Για μένα αυτή η εμπειρία ήταν πολύ σημαντική γιατί όλη αυτή η απλότητα της καθημερινής ζωής είναι τελικά το μεγάλο μυστήριο της ύπαρξης. Απλουστεύεις όσο περνάν τα χρόνια. Βλέπεις τι είναι απολύτως αναγκαίο για τη ζωή σου και, αν μου επιτρέπεις, για την ψυχή σου την ίδια. Έχουμε ξεχάσει ότι έχουμε και ψυχή στις μέρες μας. Και πώς το είδα ότι έχουμε ψυχή; Όταν έφυγε ο Ρόμπερτ το σώμα μου έκανε άλλα πράγματα απ’ αυτά που του έλεγε η ψυχή. Δηλαδή κατάλαβα ότι υπάρχει μέσα μας μια δεύτερη ύπαρξη, αυτό που έλεγε ο Παύλος ο έσω άνθρωπος, που ξαφνικά, όταν χαθεί ο καταλυτής που τον κάνει ζωντανό, δηλαδή η αγάπη, το βλέμμα, το άγγιγμα, η μυρωδιά ενός ανθρώπου, τον ψάχνει.

Σ.Τ.: Καθένας βέβαια αισθάνεται ότι αυτό που έζησε είναι ξεχωριστό. Ωστόσο αισθάνεσαι ότι με αντίστοιχη ένταση ζουν και οι απλοί άνθρωποι τον έρωτα; Το ρωτάω αυτό γιατί στο βιβλίο σου πολύ ορθά λες ότι εμείς είμαστε «παιδιά παιδιών», ότι μεγαλώσαμε στην ελληνική επαρχία με τις γνωστές κακοδαιμονίες και από ανθρώπους που εν πολλοίς ήταν ανέτοιμοι να γίνουν γονείς. Πολλοί από αυτούς ήταν σκληροί, μέθυσοι, μας παράταγαν και, κυρίως, δεν ήξεραν καν πώς να αγαπάνε. Εσύ λοιπόν γεννήθηκες σε μια τέτοια επαρχία που δεν ήξερε να αγαπά. Όμως αγάπησες μ’ έναν βαθύ τρόπο. Πώς έγινε;

Β.Κ.: Κοίταξε, είναι ζήτημα ατομικό και προσωπικό σ’ αυτή την περίπτωση. Δεν θα έλεγα ότι η προηγούμενη γενιά δεν μπορούσε να αγαπήσει, απλώς δεν μπορούσε να εκδηλώσει την αγάπη της και δεν μπορούσε να μιλήσει ποτέ γι’ αυτήν.

Σ.Τ.: Αν δεν το πεις όμως, δεν υπάρχει.

Β.Κ.: Δεν υπάρχει, σωστά. Ήταν ένα ζήτημα αμίλητου πόνου που δημιουργούσε όλη αυτήν τη σύγχυση μέσα τους, που προσπαθούσαν να μας αγαπήσουν, αλλά δεν ήξεραν πώς να το δείξουν και ξαφνικά στρέφονταν εναντίον του εαυτού τους και μετά εναντίον μας. Αυτή είναι η σχέση που είχαμε με τους γονείς μας.

Σ.Τ.: Ισχύει.

Β.Κ.: Αλλά νομίζω ότι, όπως έλεγε ο Ντοστογιέφσκι, μέσα σ’ έναν αμαρτωλό υπάρχει ένας άγιος που παρακαλεί να λυτρωθεί – έτσι γίνεται και σ’ αυτούς. Έρχεται η κατάλληλη στιγμή, ο κατάλληλος άνθρωπος, και ξαφνικά… Εγώ, αν δεν είχα συναντήσει τον Ρόμπερτ, θα ήμουν ένας στείρος ακαδημαϊκός, αν μου επιτρέπεις, ένα απίστευτο ον…

Σ.Τ.: Σίγουρα όχι καταστροφικό, όπως ήταν πολλοί απ’ τους γονείς μας. Δεν θα μοίραζες πόνο δεξιά και αριστερά, ε;

Β.Κ.: Όχι. Θα ήμουν επιτυχημένος, αλλά θα ήμουν και αυτοκαταστροφικός. Αυτά τα πράγματα δείχνουν ότι η γενιά των γονιών μας ήταν και μια γενιά που βγήκε απ’ τον πόλεμο, απ’ την ανέχεια. Δεν ήξεραν, δεν μπορούσαν να εμπιστευτούν κανέναν. Η αγάπη και η φιλία είναι ένα άλμα στο χάος ουσιαστικά, στο μηδέν. Πρέπει να εμπιστευτείς. Εμπιστευόμαστε σήμερα;

Σ.Τ.: Επιμένω στο ερώτημά μου γιατί δεν απαντήθηκε: σε σένα, που είσαι παιδί παιδιών, ποιο ήταν το σκαλοπάτι σου για να ανέβεις σε μια άλλη, καλύτερη κατάσταση;

Β.Κ.: Προφανώς ο Ρόμπερτ.

Σ.Τ.: Ναι, αλλά είχες και τα μάτια να τον δεις. Ποιος σου έδωσε τα μάτια να τον δεις;

Β.Κ.: Δεν ξέρω. Έγινε, τον είδα. Και από την ώρα που τον είδα…

Σ.Τ.: Ήταν η παιδεία σου; Από τα Κρέστενα πώς βρέθηκες στον Ελικώνα, βρε παιδί μου;

Β.Κ.: Ίσως τα Κρέστενα να ήταν ο Ελικώνας μου. Νομίζω ότι μου δόθηκε μια σχέση μαγική στην παιδική μου ηλικία. Οι γονείς μας ήταν άσχετοι, άχρηστοι και αχρείαστοι, όλα αυτά μαζί (γελά). Ήταν αφοσιωμένοι στον εαυτό τους, τρώγονταν ο ένας με τον άλλον. Βέβαια, σε τέτοιες περιπτώσεις στα χωριά έχεις τη γιαγιά. Η οποία με μεγάλωσε με όλα αυτά τα παραμύθια, με όλες αυτές τις νεράιδες, τους κοσμικούς θρύλους. Με έβγαζε το βράδυ, ενώ ήταν σχεδόν τυφλή, και μου ονόμαζε τους αστερισμούς έναν-έναν, μου έδειχνε με το δάχτυλο «εκεί είναι αυτό, εκεί είναι το άλλο». Τα ήξερε, ενώ ήταν τυφλή σχεδόν.

Σ.Τ.: Αυτό είναι η απάντηση. Είχες αυτό το μαγικό πρόσωπο.

Β.Κ.: Μαγικότατο. Ήταν η Πότνια θηρών της παιδικής μου ηλικίας ουσιαστικά αυτός ο άνθρωπος, ο οποίος μου έδωσε τη δυνατότητα να είμαι ανοιχτός στον αιφνιδιασμό, κι αν μου επιτρέπεις μια έκφραση θρησκευτική, στο θαύμα. Το να βλέπεις τον άλλον άνθρωπο, είναι ένα θαύμα, το οποίο σου δίνεται εκεί που δεν το περιμένεις, και ανοίγει μέσα στην καρδιά και στην ψυχή σου τον κόσμο του παραμυθιού, του θρύλου.

Σ.Τ.: Πολλοί λαϊκοί άνθρωποι το έχουν.

Β.Κ.: Ναι. Στη γιαγιά μου αυτό ήταν βασικό, γιατί αυτή μας μεγάλωσε. Οι γονείς μας ήταν ναι μεν αλλά, ήξεις αφήξεις. Η γιαγιά μου ήταν το σταθερό σημείο του περιστρεφόμενου κόσμου μου, ο άνθρωπος που σου ανοίγει ένα άλλο σύμπαν, που δεν είναι το πεζό, το καθημερινό αλλά το σύμπαν των απροσδόκητων συνειρμών, της απροσδόκητης σχέσης με τον φυσικό κόσμο και των αόρατων πραγμάτων που υπάρχουν μέσα στον φυσικό κόσμο. Σου τα δίνει κάποιος εκεί που δεν το περιμένεις.

Σ.Τ.: Ήταν, λοιπόν, αυτά που σου έδωσε η γιαγιά σου και, φαντάζομαι, μετά τα διαβάσματά σου, οι φιλίες σου.

Β.Κ.: Είχα πολλούς φίλους. Επίσης, κάτι που πρέπει να ομολογήσουμε –πρέπει να το έχεις νιώσει κι εσύ– είναι ότι οι φίλοι μου που πέθαναν από AIDS ήταν πολύ μεγάλη μαθητεία για μένα, π.χ. ο φίλος μου ο Αντώνης ο Σταυροπιεράκος, που πέθανε μόνος του στον Καναδά. Μέχρι τώρα δεν έχω ξεπεράσει τον θάνατο αυτού του ανθρώπου. Έμεινε μόνος του γιατί τον είχαν αποκηρύξει οι γονείς του και όλοι οι άλλοι, κι εγώ ήταν αδύνατο να βρω εισιτήριο για να πάω να τον δω.

Σ.Τ.: Αυτή η εμπειρία ως προς τι σε ωρίμασε; Τι σε έκανε να σκεφτείς;

Β.Κ.: Το εύθραυστο της ανθρώπινης ζωής, την τρωτότητα που έχουμε όλοι και ταυτόχρονα τη σκληρότητα του κόσμου, το να εγκαταλείπεις το παιδί σου ή τον φίλο σου μόνο και μόνο γι’ αυτό.

Σ.Τ.: Και σ’ έκανε ίσως και λίγο πιο ατρόμητο απέναντι στα δικά σου αισθήματα.

Β.Κ.: Ένας δεύτερος φίλος μου, για τον οποίο έχω γράψει, ο Άλκης, πέθανε στα χέρια μου την εποχή που όλοι τρόμαζαν να αγγίξουν και, ξέρεις, αυτό ξαφνικά σε λιώνει, όλες οι αντιστάσεις σου πέφτουν, περιμένεις το θαύμα να έρθει. Και ήρθε, και μέσα από αυτούς τους ανθρώπους. Δεν ήταν μόνο αυτοί, ήταν κι άλλοι και λυπήθηκα πάρα πολύ όταν έφυγαν απ’ τη ζωή. Τουλάχιστον ο θάνατος τούς βρήκε με μένα δίπλα τους, που ήμουν ένα φιλικό πρόσωπο. Του Άλκη ειδικά, που πέθανε στα χέρια μου, του τραγουδούσα δημοτικά τραγούδια.

Σ.Τ.: Από αυτές τις εμπειρίες, αλλά κυρίως από την εμπειρία που περιγράφεις στο βιβλίο σου, τον δικό σου θάνατο πώς τον σκέφτεσαι;

Β.Κ.: Σκέφτομαι ότι πρέπει να προετοιμαστώ γι’ αυτή την εμπειρία. Δεν φοβάμαι πλέον, γιατί νομίζω…

Σ.Τ.: Αλήθεια, βρε Βρασίδα; Δεν φοβάσαι;

Β.Κ.: Όχι. Ερχόμαστε σε αυτήν τη ζωή να κάνουμε ορισμένα πράγματα –το γράφω στο βιβλίο–, εγώ τα έχω κάνει ήδη. Δυστυχώς, η ζωή μου ήταν, αν μου επιτρέπεις, πολύ επιτυχημένη.

Σ.Τ.: Ναι, αλλά η ζωή είναι πάντα γλυκιά.

Β.Κ.: Πάρα πολύ.

Σ.Τ.: Πήρες τώρα το αεροπλάνο και ήρθες από την Αυστραλία εδώ για να μιλήσεις για έναν σκηνοθέτη του σινεμά. Αυτό, όσο λίγη, όσο χλωμή χαρά και αν είναι, είναι χαρά.

Β.Κ.: Και ένας αποχαιρετισμός. Μου αρέσουν πάρα πολύ τα τέσσερα τελευταία τραγούδια τους Στράους. Τα έχεις ακούσει;

Σ.Τ.: Τα έχω ακούσει.

Β.Κ.: Αυτό είναι. Εμένα μ’ αρέσει.

Σ.Τ.: Ακόμα και αυτό έχει μεγάλη γλύκα- στα 84 χρόνια του τα έγραψε!

Β.Κ.: Ίσως και ο θάνατος να είναι κάτι γλυκό, έτσι; Ένας αποχαιρετισμός σ’ αυτά που αγαπάμε. Θυμάσαι τι έλεγαν οι στωικοί, «πόσο άξια ζήσαμε». Την ώρα που κλείνεις τα μάτια η μεγαλύτερη εμπειρία είναι να πεις πόσο ωραία ζήσαμε τελικά – που είναι πολύ σημαντικό.

Σ.Τ.: Αυτό είναι ιδανικό να ακούγεται. Αλλά θέλει κανείς να πεθάνει;

Β.Κ.: Όχι, αλλά μπορώ να φανταστώ αυτόν τον κόσμο χωρίς εμένα.

Σ.Τ.: Εγώ ίσως είμαι αφιλοσόφητος εντελώς, αλλά, παρότι δεν με ενδιαφέρει καθόλου, ούτε ματαιοδοξίες έχω ότι θα αφήσω ίχνη, θέλω να είμαι εδώ, να βλέπω το φως, τον αέρα, τους δρόμους, τα αυτοκίνητα… Δεν έχω χορτάσει τις εικόνες αυτές.

Β.Κ.: Και δεν μπορούμε να τις χορτάσουμε έτσι; Είμαστε φτιαγμένοι γι’ αυτές τις εικόνες.

Σ.Τ.: Γι’ αυτό ρωτάω εσένα.

Β.Κ.: Έχω την εντύπωση ότι έχω ολοκληρώσει τον κύκλο μου. Δηλαδή, κλείνω. Και βλέπω τον ορίζοντα, πλησιάζω προς τον ορίζοντα. Γλυκόπικρο αυτό το πράγμα.

Σ.Τ.: Η δημιουργία;

Β.Κ.: Θα την εγκαταλείψω κάποια στιγμή. Νομίζω ότι έκανα αρκετά. Αυτό το κείμενο, αυτό το γράμμα για τον Ρόμπερτ είναι νομίζω η ακραία μου, πως να το πω, άσκηση και ασκητική. Φτάνει.

 

PODCAST:

O BΡΑΣΙΔΑΣ ΚΑΡΑΛΗΣ ΣΥΝΟΜΙΛΕΙ ΜΕ ΤΟΝ ΣΤΑΘΗ ΤΣΑΓΚΑΡΟΥΣΙΑΝΟ ΓΙΑ ΤΟ ΑΡΙΣΤΟΥΡΓΗΜΑΤΙΚΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ «ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ ΣΤΟΝ ΡΟΜΠΕΡΤ»

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΒΙΒΛΙΑ

Λέσχη Ανάγνωσης

ΒΙΒΛΙΑ

25 βιβλία για την Αθήνα

Λογοτεχνία που σκιαγραφεί τη φυσιογνωμία της πόλης τα τελευταία εκατό χρόνια μέσα απ’ το συγγραφικό βλέμμα.

ΒΙΒΛΙΑ

Τα 29 βιβλία νέων Ελλήνων λογοτεχνών που ξεχώρισαν την τελευταία δεκαπενταετία

ΒΙΒΛΙΑ

21 βιβλία όπου η φύση πρωταγωνιστεί

ΒΙΒΛΙΑ

Βιβλία για τους φίλους και τις παρέες

ΒΙΒΛΙΑ

Βιβλία για όσους αγαπούν τη γαστρονομία και την τέχνη της μαγειρικής

ΒΙΒΛΙΑ

Μαθήματα αμερικανικής ιστορίας

ΒΙΒΛΙΑ

Μεταμορφώσεις – Από τη Ελληνική Μυθολογία στον Ορλάντο της Βιρτζίνια Γουλφ

ΒΙΒΛΙΑ

Λογοτεχνία για το καλοκαίρι και τις χώρες του Νότου

Περιοδικά

Δωρεάν - Μόνο με έξοδα αποστολής

Τελετή έναρξης.

20 χρόνια μετά.

 

823

Δωρεάν - Μόνο με έξοδα αποστολής

Τέχνη / Διακοπές / Πρόσωπα / Βιβλία / Ολυμπιακοί αγώνες

 

822

Δωρεάν - Μόνο με έξοδα αποστολής

Αρ. τεύχους: 822
Ημ/νία έκδοσης: 11.07.2024
Σελίδες: 64

Μιχάλης Μιχαήλ

5.00

Φανζινάκι για το φαΐ / Ιούλιος 2024 / Τεύχος 1

821

Δωρεάν - Μόνο με έξοδα αποστολής

Αθηναίος ο Γιώργος Τσιαντούλας

57 λεπτά με τη Βερόνικα Ράιμο

Αφιέρωμα: Υγεία

Αφιέρωμα: Μεσσηνία / Καλαμάτα

Περιοδικά

Summer In The City

819

Δωρεάν - Μόνο με έξοδα αποστολής

Οι νύχτες μας είναι καλύτερες από τις μέρες σας.

Αφιέρωμα: Book Lovers.

Αφιέρωμα: Διασκέδαση.

 

818

Δωρεάν - Μόνο με έξοδα αποστολής

Υπάρχουν λόγοι -πάντα θα υπάρχουν- που και φέτος θα γιορτάσουμε το Pride.

Η Μαρινέλλα είναι η Αθηναία της εβδομάδας.

Νάνσυ Παπαθανασίου: Μια πρωτοπόρος της ψυχικής υγείας των ΛΟΑΤΚΙ+ ατόμων

817

Δωρεάν - Μόνο με έξοδα αποστολής

Συνέντευξη: Ευθύμης Φιλίππου, Holly Waddington, Μαρία Ιωάννου

Αφιερώματα: Περιβάλλον, ομορφιά, street food

816

Δωρεάν - Μόνο με έξοδα αποστολής

Respublica του Lucasz Twarkowski.

Θέατρο, rave εμπειρία, κοινωνικό πείραμα ή πολιτική πράξη;

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΠΕΡΙΟΔΙΚΑ

Limited Editions

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ

ΟΙ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΤΟΥ ΠΑΡΙ ΤΑΒΙΤΙΑΝ

Πέντε ονειρικές εικόνες από τα καλοκαίρια του φωτογράφου της LiFO, Πάρι Ταβιτιάν.