Κείμενα για ουκ ολίγες βαθιά υποτιμημένες ταινίες, κυρίως από τη δεκαετία του ’70, που απελευθέρωσαν τη ματιά του θεατή από την οικογενειακή τηλεοπτική εικόνα, απενοχοποιώντας περαιτέρω το γυμνό (γυναικείο και αντρικό), την ερωτική περίπτυξη ή και την ερωτική πράξη καθαυτή, τοποθετώντας τα όλα τούτα εντός του ελληνικού τοπίου (φυσικού ή αστικού). Σε μια εποχή συντηρητική, όπως και να το κάνουμε, είναι η λογοκρισία εκείνη που χαλαρώνει –και επί δικτατορίας και επί μεταπολίτευσης–, ώστε να μπορέσει να επιβιώσει ο ελληνικός κινηματογράφος και οι άνθρωποι που στήριζαν σε αυτόν την επιβίωσή τους (τεχνικοί, αιθουσάρχες κ.λπ.) μετά το βαρύ χτύπημα που του επέφερε η τηλεόραση, δείχνοντας εν ολίγοις όσα δεν μπορούσε να δείξει η TV. Αναδείχθηκαν έτσι νέες ερωτικές περσόνες, σαν εκείνες που υποδύθηκαν η Άννα Φόνσου, η Γκιζέλα Ντάλι, η Δώρα Σιτζάνη, η Ρίτα Μπενσουσάν, η Τίνα Σπάθη, η Ajita Wilson κ.ά., μαζί βεβαίως με τους παρτενέρ τους, τον Θεόδωρο Ρουμπάνη, τον Λευτέρη Γυφτόπουλο, τον Udo Kier, τον Γιώργο Στρατηγάκη, τον Χρήστο Νομικό κ.ά.
Από το βιβλίο δεν απουσιάζουν τα κείμενα και οι πληροφορίες ακόμα και για τον underground ή πειραματικό κινηματογράφο μας, δεν απουσιάζουν οι πρωτοποριακές μουσικές ταινίες, δεν απουσιάζουν και άλλα πολλά, που θα τα ανακαλύψετε σιγά-σιγά.
“… Διάβασα το βιβλίο σας και θέλω να σας συγχαρώ για τα εξαιρετικά του προτερήματα. Νομίζω πως κανείς δεν έχει χειριστεί το θέμα της παιδικής ηλικίας όπως εσείς. Δεν έχει μιλήσει για την κρυφή σκληράδα, για το αόρατο αυτό μείγμα της φαντασίας και της πραγματικότητας, μ’ έναν τρόπο τόσο ανοιχτό και απροσδόκητο. Μου ήρθανε στο νου ο Proust, ο Jerzy Kosinski και ο Lewis Carroll… Εσείς, όμως, έχετε βρει εδώ μία αλήθεια που κανένας απ’ αυτούς τους τρεις συγγραφείς δεν έπιασε. Περιμένω με ανυπομονησία το επόμενό σας βιβλίο.” (Απόσπασμα από γράμμα του John Updike)
“… Καμία ανάλυση της Κασσάνδρας και του Λύκου δεν μπορεί να εξηγήσει τη γοητεία και την αινιγματικότητα του βιβλίου. Πρώτο μυθιστόρημα της Μαργαρίτας Καραπάνου, Η Κασσάνδρα και ο Λύκος, είναι μία από τις σπάνιες δημιουργίες που γεννιούνται μυστηριωδώς, χωρίς κανένα προηγούμενο. Το βιβλίο είναι πρωτότυπο, τρομαχτικό, ολοκληρωμένο. Εφευρίσκει τη δική του ιστορία, μπαίνει σε εφιαλτικές καταστάσεις και βγαίνει, όπως ανακατεύει το όνειρο με την πραγματικότητα. Η Κασσάνδρα και ο Λύκος είναι ένα μικρό, νευρώδες μυθιστόρημα με μία τέλεια αίσθηση της τεχνικής. Δεν είναι ποτέ συναισθηματικό, όμορφο ή παραφουσκωμένο. Η Μαργαρίτα Καραπάνου καταλαβαίνει πως μία αφήγηση δεν είναι παρά “λεπτομέρεια, λεπτομέρεια, λεπτομέρεια”.” (Απόσπασμα από κριτική του Jerome Charyn, New York Times)
Δεκαπέντε ιστορίες που κινούνται από τη βάναυση, δύσκολη επαρχιώτικη ζωή στην Ιρλανδία μέχρι το καυτό τοπίο του αμερικάνικου νότου. Η Keegan διερευνά έναν κόσμο όπου τα όνειρα, η μνήμη και η τύχη έχουν συντριπτικές συνέπειες για όλους.
Η γραφή της, συχνά σκοτεινή, υπαινικτική και ατμοσφαιρική, κάνει τον αναγνώστη να νιώθει πως κάτι βαρυσήμαντο παραμονεύει σε κάθε μία από αυτές τις σμιλεμένες ιστορίες. Συγκινητικό, χάρη στη χαμηλόφωνη έντασή του, το βραβευμένο αυτό βιβλίο αποτελεί ένα σπάνιο, εντυπωσιακό δείγμα γραφής.
Δεκαπέντε ιστορίες που κινούνται από τη βάναυση, δύσκολη επαρχιώτικη ζωή στην Ιρλανδία μέχρι το καυτό τοπίο του αμερικάνικου νότου. Η Keegan διερευνά έναν κόσμο όπου τα όνειρα, η μνήμη και η τύχη έχουν συντριπτικές συνέπειες για όλους.
Η γραφή της, συχνά σκοτεινή, υπαινικτική και ατμοσφαιρική, κάνει τον αναγνώστη να νιώθει πως κάτι βαρυσήμαντο παραμονεύει σε κάθε μία από αυτές τις σμιλεμένες ιστορίες. Συγκινητικό, χάρη στη χαμηλόφωνη έντασή του, το βραβευμένο αυτό βιβλίο αποτελεί ένα σπάνιο, εντυπωσιακό δείγμα γραφής.
Ζούμε στην εποχή της απενοχοποιημένης χυδαιότητας. Το χυδαίο έχει παρεισφρύσει στη συμπεριφορά, στη γλώσσα, στην εμφάνιση, στις τέχνες, σε τέτοιο δε βαθμό και ένταση που καθίσταται σχεδόν αόρατο. Το συναντάμε στα πλήθη, αλλά και στις ελίτ, ασύδοτο στις διαφημίσεις, στα μίντια και στα κοινωνικά δίκτυα. Μια χυδαιότητα ανερυθρίαστη, ενίοτε επιθετική. Το βιβλίο αυτό εξετάζει συστηματικά το φαινόμενο της εξάπλωσης της χυδαιότητας την εποχή της νεωτερικότητας, μελετάει τις πηγές και τα αίτια της διάδοσής της, αναζητώντας ένα πιθανό αντίδοτο. Εξετάζοντας τις θεμελιώδεις αρχές της νεωτερικής Δύσης, φέρνει στο φως τα βαθύτερα ελατήρια του φαινομένου, καταλήγοντας στην αναγκαιότητα της αντίστασης απέναντι στη ριζοσπαστικοποίηση της νεωτερικότητας που προδίδει το πρωταρχικό όραμα της χειραφέτησης, απειλώντας την ανθρωπιά μας.
Κάθε πρωί, μετά τη λειτουργία, ο πατήρ Ιγνάτιος πήγαινε στο καθιστικό, έριχνε το βλέμμα του στο άδειο κλουβί και στο γνώριμο σκηνικό του δωματίου, καθόταν στην πολυθρόνα, έκλεινε τα μάτια και άκουγε το δωμάτιο να σωπαίνει. Ήταν κάτι παράξενο. Το κλουβί σώπαινε σιγανά και τρυφερά, και στη σιωπή αυτή ήταν αισθητά η θλίψη, τα δάκρυα και το απόμακρο, πεθαμένο γέλιο. Η σιωπή τής γυναίκας του, μαλακωμένη από τους τοίχους, ήταν πεισματική, βαριά σαν μολύβι και τρομακτική, τόσο τρομακτική που στην πιο ζεστή μέρα ο πατήρ Ιγνάτιος ένιωθε παγωνιά. Παρατεταμένη, παγωμένη σαν τάφος και αινιγματική σαν το θάνατο ήταν η σιωπή της κόρης. Λες και η σιωπή ετούτη ήταν βασανιστική για αυτή την ίδια και ζητούσε παθιασμένα να μετατραπεί σε λόγο, αλλά κάτι ισχυρό και ανεγκέφαλο, σαν μηχανή, την κρατούσε ακίνητη και την τέντωνε σαν σύρμα. […] (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)
Το εξαιρετικό αυτό διήγημα στηρίχτηκε στο αληθινό συμβάν της αυτοκτονίας της κόρης ενός ιερέα στην πόλη Οριόλ. Ο εν λόγω ιερέας, ο Αντρέι Καζάνσκι, είχε βαφτίσει τον πρωτότοκο της οικογένειας Αντρέγεφ, τον Λεονίντ. Κανείς δεν έμαθε ποτέ τον αληθινό λόγο της αυτοκτονίας. Το κορίτσι είχε μόλις αποφοιτήσει από το γυμνάσιο και ζούσε σε ένα σπίτι με πολλές απαγορεύσεις από έναν πολύ αυστηρό πατέρα.
Το διήγημα του Αντρέγεφ συγκίνησε ιδιαίτερα τον Μ. Γκόρκι, ο οποίος φρόντισε να το προωθήσει και να εισαγάγει τον σεμνό ανερχόμενο συγγραφέα στους λογοτεχνικούς κύκλους της εποχής, ενώ ο Λ.Τολστόι του έδωσε τιμητική θέση στην πλούσια βιβλιοθήκη του.
Ακολουθώντας μια μακρά οικογενειακή παράδοση, ο νεαρός Νίκολας ετοιμάζεται να αναλάβει κι αυτός με τη σειρά του τα καθήκοντα του πάστορα σ’ ένα αλσατικό χωριό. Η αδελφή του που ζει στην Ολλανδία, τόπο καταγωγής της οικογένειας, επιστρέφει για λίγο στο πατρικό σπίτι για να είναι παρούσα στην τελετή και για να ξαναβρεθεί με τους δικούς της, ιδιαίτερα καλλιεργημένους ανθρώπους, χιουμορίστες, με έντονη την αίσθηση του καθήκοντος και της προσφοράς, μα που τώρα έχουν βυθιστεί σε μια σοβαρή κρίση. Τη μητέρα της που φροντίζει τους πάντες με τρυφερότητα, προσπαθώντας να βάλει τάξη στο χάος, τον παππού της, που έχει άνοια, τον πατέρα της, που πάσχει από burn-out με προβλήματα μνήμης επίσης, ενώ και ο αδελφός της βασανίζεται από διλήμματα και αμφιβολίες. Είναι ικανός γι’ αυτό το αξίωμα; Και ακόμα περισσότερο: έχει νόημα το λειτούργημα του πάστορα στη σημερινή εποχή;
«Αυτό που ήθελα ήταν να διηγηθώ την ιστορία μιας οικογένειας που χάνει τη μνήμη της. Να προσεγγίσω ένα δράμα, καταυγάζοντάς το με φως», λέει η συγγραφέας
Μπορεί να γεννήθηκε σ’ έναν τόπο όπου ο μεσαίωνας κράτησε μέχρι τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά από πολύ νωρίς ο Λουίς Μπουνιουέλ συνδέθηκε με την πνευματική και καλλιτεχνική πρωτοπορία της εποχής του· πρώτα στη Μαδρίτη, μαζί με τον Λόρκα, τον Νταλί, κι ύστερα στο Παρίσι της δεκαετίας του ’20, με την ομάδα των σουρεαλιστών.
Στο σουρεαλισμό ο Μπουνιουέλ βρήκε την αγάπη για το παράλογο, το αμφίσημο, το βαθιά κρυμμένο, το επικίνδυνο, συνδυασμένη με την αυθάδικη διάθεση για πρόκληση, σκανδαλισμό, για βεβήλωση των ιερών και γκρέμισμα των παραδεδομένων αξιών, όπως η κοινωνική ειρήνη, η εργασία, η θρησκεία, η οικογένεια.
Ο Μπουνιουέλ γράφει για τη ζωή του με παιχνιδιάρικη ειρωνεία και με μια παράδοξη νηφαλιότητα, έχοντας επίγνωση ότι αυτή υπήρξε χορταστική. Σαν ήρωας σε πικαρέσκο μυθιστόρημα, ξεστρατίζει αμέριμνος σε αλλεπάλληλες παρεκβάσεις, καθώς μιλά για τα μεγάλα πάθη και για τα όνειρά του, για τους αγαπημένους φίλους και τους πολέμιούς του, για τα έργα τα δικά του και για εκείνα που τον καθόρισαν.
Στον κόσμο της γερμανόφωνης λογοτεχνίας, στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα, το απόκοσμο επηρεάζει δραστικά την αποτύπωση της πραγματικότητας. Αυτό ακριβώς το χαρακτηριστικό μοιράζονται τα διηγήματα που συναπαρτίζουν το βιβλίο: και στα τρία κάτι απόκοσμο εισβάλλει σε ένα κατά τα λοιπά ρεαλιστικό περιβάλλον, χωρίς να προσφέρεται ωστόσο η δυνατότητα λογικής εξήγησης. Κατ’ αυτόν τον τρόπο δημιουργείται μία αίσθηση αβεβαιότητας ως προς το τί θεωρείται πραγματικό και τί φανταστικό· μία αίσθηση που επιτείνεται τόσο από το ονειρικό κλίμα όσο και από μια δυσοίωνη ατμόσφαιρα, η οποία, μέσα από σύμβολα και υπαινιγμούς, προδιαγράφει την πορεία των ηρώων προς τον θάνατο. Το αλλόκοτο και το απόκοσμο, όπως παρουσιάζονται από τους τρεις εμβληματικούς συγγραφείς, αφήνουν στον αναγνώστη ένα σύγχρονο αποτύπωμα· αποδίδουν με καινοφανή τρόπο εκφάνσεις της υπαρξιακής αγωνίας των ηρώων, ενώ συνάμα φέρνουν στο προσκήνιο τις ασυνείδητες δυνάμεις που επηρεάζουν καθοριστικά την εικόνα μας για τον κόσμο και για τον εαυτό μας.
Η έρευνα αυτή αναλύει την αστυνομική βία από μια οπτική γωνία που δεν έχει ακόμα διερευνηθεί από την ελληνική ή διεθνή ακαδημαϊκή κοινότητα. Επιλέγοντας μια αλληλεπιδραστική προσέγγιση, εστιάζει σε ένα πολυπαραγοντικό πεδίο, που συγκροτείται από ένα πλέγμα αστυνομικών, κυβερνητικών και δικαστικών σχέσεων, για να δείξει πώς η δυναμική του ενισχύει την αστυνομική βία, υπονομεύει τις απόπειρες ελέγχου της και δημιουργεί πολιτική και νομική αταξία.
Η διασταύρωση των κινήτρων της αστυνομικής συμπεριφοράς με τον θεσμικό δημόσιο λόγο ή τη σιωπή, το σκεπτικό των πειθαρχικών και εισαγγελικών ερευνών ή την απουσία διερεύνησης, τις δικαστικές αποφάσεις και τις αστυνομικές πρακτικές αποφυγής λογοδοσίας δείχνει πώς η αλληλεπίδρασή τους καταλήγει στην εξασφάλιση ενός καθεστώτος ουσιαστικής ατιμωρησίας που οδηγεί στη διαιώνιση της αστυνομικής βίας.
Η ανάλυση της εκδήλωσης και διαχείρισης της αστυνομικής βίας σε 136 περιστατικά βασίζεται, μεταξύ άλλων, σε 128 συνεντεύξεις που έγιναν με τους καταγγέλλοντες -βουλευτές, δημοσιογράφους, δικηγόρους, διαδηλωτές, απλούς πολίτες, μέλη κοινωνικά ευάλωτων ομάδων- ή τους συνήγορούς τους και αυτόπτες μάρτυρες.
Για περισσότερο από δύο χιλιάδες χρόνια, ο στωικισμός μας έχει οπλίσει με ένα σύστημα άμυνας απέναντι στις δυσκολίες. Γι’ αυτό, άλλωστε, είναι πιο επίκαιρος από ποτέ. Ωστόσο, βρισκόμαστε αντιμέτωποι με ένα δύσκολο ερώτημα: Είναι αλήθεια ότι δεν πρέπει να νοιαζόμαστε για τη δουλειά μας, τα αγαπημένα μας πρόσωπα ή τη ζωή μας; Οι αρχαίοι Στωικοί θα απαντούσαν θετικά.
Στο δοκίμιο αυτό, ο φιλόσοφος Massimo Pigliucci μας παρουσιάζει έναν ανανεωμένο στωικισμό που αντανακλά τη σύγχρονη επιστήμη και τις κοινωνικές ευαισθησίες της εποχής μας. Ο συγγραφέας αποδέχεται τους δεσμούς στοργής που μας δίνουν χαρά, την ικανοποίηση από την εκπλήρωση ενός στόχου, καθώς και τη θλίψη που προκαλεί η απώλεια. Ο στωικισμός δεν ταυτίζεται με την κατάκτηση της αδιαφορίας, αλλά της αντοχής απέναντι στον πόνο και της μετρημένης απόλαυσης, μεταμορφώνεται δηλαδή σε μια φιλοσοφική διδαχή που μας επιτρέπει να ζούμε καλύτερα.
Τον Οκτώβριο και τον Νοέμβριο του 2022, ο Χουάν Γκαμπριέλ Βάσκες προσκλήθηκε να δώσει διαλέξεις στην έγκριτη Έδρα Συγκριτικής Ευρωπαϊκής Λογοτεχνίας Weidenfeld του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης, η οποία, κατά το παρελθόν, είχε φιλοξενήσει τους Μάριο Βάργας Γιόσα, Τζορτζ Στάινερ, Ουμπέρτο Έκο, Χαβιέρ Θέρκας και Άλι Σμιθ. Στις τέσσερις παρουσιάσεις, που συγκεντρώθηκαν σ’ αυτό το βιβλίο, ο Βάσκες διερευνά το αν η λογοτεχνική μυθοπλασία αποτελεί έναν τρόπο κατανόησης της ζωής που δεν συναντάται σε κανένα άλλο γνωστικό ή δημιουργικό πεδίο· το αν η λογοτεχνία μπορεί να μεταφράσει, να ερμηνεύσει και, συνεπώς, να φωτίσει τον κόσμο· το αν έχει τη μοναδική ικανότητα να διασαφηνίζει την πολυπλοκότητα της ανθρώπινης εμπειρίας –το μυστήριο κάθε ζωής, τη σύνδεσή μας με το παρελθόν, την τεταμένη σχέση μας με την πολιτική– και να μετατρέπει αυτή την ερμηνεία σε γνώση.
Δοκίμια που μας ζητούν να επαναπροσδιορίσουμε τον ρόλο της μυθοπλασίας, την κατανόηση των μηχανισμών της και τους λόγους για τους οποίους είναι πιο απαραίτητη από ποτέ, και, παράλληλα, αποδεικνύουν το μεγάλο πνευματικό ανάστημα και τη μαεστρία του πολυβραβευμένου συγγραφέα.
Ένας εξαιρετικά προικισμένος συγγραφέας […]. Ένας από τους κορυφαίους συγγραφείς της ισπανικής λογοτεχνίας ―Le Figaro
Αν αναρωτηθήκατε ποτέ με τι μοιάζουν οι εξωγήινοι, το χταπόδι ίσως είναι η πιο εύστοχη απάντηση! Από παλιά θεωρούσαμε τα πτηνά και τα θηλαστικά ως τα ευφυέστερα πλάσματα στη Γη. Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια έχει γίνει σαφές πως υψηλή ευφυΐα έχουν επίσης αναπτύξει εξαιρετικά διαφορετικές μορφές ζωής – και συγκεκριμένα τα κεφαλόποδα, και πάνω απ’ όλα τα χταπόδια. Κι αυτό γιατί μεταξύ άλλων παρατηρήσαμε ότι, τουλάχιστον τα χταπόδια, όταν βρίσκονται σε αιχμαλωσία βρίσκουν τρόπους να εκδηλώνουν τις συμπάθειες, τις αντιπάθειες ή την περιφρόνησή τους, κλέβουν τροφή από γειτονικές δεξαμενές, σβήνουν όσα φώτα τούς ενοχλούν (!), ενώ εκτελούν και θεαματικότατες αποδράσεις…
Ο Πήτερ Γκόντφρυ-Σμιθ, διακεκριμένος φιλόσοφος της επιστήμης και δεινός δύτης, περιγράφει πώς συμπεριφέρονται τα χταπόδια που ζουν ελεύθερα κοντά στις ακτές της Αυστραλίας και, ταυτόχρονα, προσπαθεί να απαντήσει σε μια σειρά από καίρια ερωτήματα: Πώς απέκτησαν τα ζώα συνείδηση του εαυτού τους; Αποτελεί άραγε τυχαίο γεγονός ότι η διαδικασία της εξέλιξης μας έδωσε τουλάχιστον δύο διαφορετικές μορφές ευφυΐας; Τι είδους ευφυΐα διαθέτουν τα κεφαλόποδα; Πώς έγινε τόσο έξυπνο το χταπόδι, τη στιγμή που ζει λίγο και έχει περιορισμένη κοινωνική ζωή; Πώς είναι να έχεις οχτώ πλοκάμια με τόσο πολλούς νευρώνες ώστε αυτά να μπορούν να «σκέφτονται από μόνα τους»;
Τούτο το συναρπαστικό βιβλίο, το οποίο έχει μεταφραστεί σε τουλάχιστον 20 γλώσσες, αλλάζει οριστικά την αντίληψη και την εικόνα που έχουμε για τα χταπόδια, για την εξέλιξη της ευφυΐας και για την ίδια την ουσία της ζωής στον πλανήτη μας!
“… Διάβασα το βιβλίο σας και θέλω να σας συγχαρώ για τα εξαιρετικά του προτερήματα. Νομίζω πως κανείς δεν έχει χειριστεί το θέμα της παιδικής ηλικίας όπως εσείς. Δεν έχει μιλήσει για την κρυφή σκληράδα, για το αόρατο αυτό μείγμα της φαντασίας και της πραγματικότητας, μ’ έναν τρόπο τόσο ανοιχτό και απροσδόκητο. Μου ήρθανε στο νου ο Proust, ο Jerzy Kosinski και ο Lewis Carroll… Εσείς, όμως, έχετε βρει εδώ μία αλήθεια που κανένας απ’ αυτούς τους τρεις συγγραφείς δεν έπιασε. Περιμένω με ανυπομονησία το επόμενό σας βιβλίο.” (Απόσπασμα από γράμμα του John Updike)
“… Καμία ανάλυση της Κασσάνδρας και του Λύκου δεν μπορεί να εξηγήσει τη γοητεία και την αινιγματικότητα του βιβλίου. Πρώτο μυθιστόρημα της Μαργαρίτας Καραπάνου, Η Κασσάνδρα και ο Λύκος, είναι μία από τις σπάνιες δημιουργίες που γεννιούνται μυστηριωδώς, χωρίς κανένα προηγούμενο. Το βιβλίο είναι πρωτότυπο, τρομαχτικό, ολοκληρωμένο. Εφευρίσκει τη δική του ιστορία, μπαίνει σε εφιαλτικές καταστάσεις και βγαίνει, όπως ανακατεύει το όνειρο με την πραγματικότητα. Η Κασσάνδρα και ο Λύκος είναι ένα μικρό, νευρώδες μυθιστόρημα με μία τέλεια αίσθηση της τεχνικής. Δεν είναι ποτέ συναισθηματικό, όμορφο ή παραφουσκωμένο. Η Μαργαρίτα Καραπάνου καταλαβαίνει πως μία αφήγηση δεν είναι παρά “λεπτομέρεια, λεπτομέρεια, λεπτομέρεια”.” (Απόσπασμα από κριτική του Jerome Charyn, New York Times)
Aλδεβαράν ονόμασαν οι Άραβες τον πλέον λαμπερό αστέρα στον αστερισμό του Tαύρου.
Kάποιος πίστεψε πως ο έρωτας θα τον ανεβάσει εκεί πάνω, όμως γκρεμίστηκε επειδή κάποιος άλλος δεν ακολούθησε και μένει στη γη φυλακισμένος (δεν γνωρίζει αν τον εκλείδωσαν μέσα ή τον άφησαν απ’ έξω) σε ενοχές και τύψεις· ερήμην του ένοχος.
Όμως, μέσα από μία μαγική, πλήρη θαυμάτων ανάβαση, με χαλινούς την κατανόηση και την παραδοχή πως είναι υπαρκτό και εκείνο το είδος έρωτα που αυτός αγνοεί και όπου δεν μετέχει, θα αξιωθεί τον Aλδεβαράν, με συντρόφους του ισόβιους απλά και μεγαλειώδη πράγματα, όπως το χιούμορ, η αγάπη, η φιλία.
Μια ασήμαντη, άοπλη, άχαρη και αδύναμη γυναίκα προσφέρεται ως γελωτοποιός μας, επειδή δεν γνωρίζει πως είναι τραγική.
Γελώντας, περιγελάει τον εαυτό της και μας ξεγελάει για να μην την περιγελάσουμε εμείς. Με τη ζωή της υπερασπίζει μια άλλη γυναίκα, τιμωρημένη, που αρνείται να αμυνθεί: τη μητέρα της.
Στη διαδρομή της αυτή (τη ζωή της ολόκληρη), από προπολεμικά ως τις μέρες μας, γνωρίζει την Κατοχή, την προσφυγιά στην πρωτεύουσα, την επαιτεία, μεταμφιέζει τον εαυτό της και τη ζωή της. Δεν θα καταλάβει ποτέ ότι, υπερασπίζοντας τη μητέρα της, συντροφεύει τη μόνιμα ταπεινωμένη πατρίδα της, μέσα στην οποία ζει εξόριστη λέγοντας αστειάκια. Ορισμένοι ίσως και να νομίσουν πως συμβολίζει τη χώρα της (χώρα τους), επειδή αμφότερες έχουν υποστεί συγγενείς εξευτελισμούς, έχουν συγγενές μη-μέλλον και ευθυμολογούν.
Για να μη γίνει στόχος σκοποβολής, θα σμικρύνει και θα γελοιοποιήσει τον εαυτό της. Θα προετοιμαστεί για τραυματισμούς, αυτοτραυματιζόμενη προληπτικώς καθημερινά. Όμως κανείς δεν θα τη λιθοβολήσει. Επειδή κανείς δεν πήρε είδηση την ύπαρξή της.
Και επειδή δεν έχει κανέναν δικό της άνθρωπο (την εγκαταλείπει ακόμη και ο συγγραφέας του βιβλίου αυτού), η γυναίκα βρίσκει καταφύγιο στον αναγνώστη του βιβλίου για συντροφιά και παρηγόρηση. Διότι κανείς δεν μπορεί να εξηγήσει ένα βιβλίο. Ούτε ο συγγραφέας του. Όλοι όμως μπορούν να το διαβάσουν.
Η μητέρα του σκύλου εκδόθηκε πρώτη φορά το 1990 και έκτοτε συγκινεί όχι μόνο το ελληνικό αναγνωστικό κοινό, αλλά και τους λάτρεις της καλής λογοτεχνίας στο εξωτερικό. Το πολυμεταφρασμένο αριστούργημα του Παύλου Μάτεσι υμνήθηκε από την εγχώρια και παγκόσμια κριτική και συγκαταλέχτηκε από τον λονδρέζικο εκδοτικό οίκο Quintet Publishing στα 1001 βιβλία της παγκόσμιας λογοτεχνίας που πρέπει να έχει διαβάσει κάποιος μέχρι το τέλος της ζωής του (στον τόμο 1001 Books You Must Read Before You Die).
Κυκλοφορεί σε βιβλίο από τις Εκδόσεις Άγρα το τελευταίο ολοκληρωμένο σύντομο πεζογράφημα που έγραψε η Μαρίνα Καραγάτση το 2016. Η έκδοση συνοδεύεται από τον αποχαιρετιστήριο λόγο του Λεωνίδα Εμπειρίκου για τη Μαρίνα Καραγάτση.
Και για να σας μιλήσω πιο καθαρά, πιστεύω πως πρέπει να κηδέψω αύριο τον Υπάτιο στον ενοριακό μου ναό, στον Άγιο Νικόλαο, γι’ αυτό και ζητώ τη βοήθειά σας. Θες που ο θάνατός του συνέπεσε με το θάνατο και την Ανάσταση του Θεανθρώπου, θες που αυτά τα παράξενα συμβάντα όλους μας ανησύχησαν, έτσι που στο τέλος αναγκάστηκα να ξαναφωνάξω τον γιατρό, ποιός το ξέρει. Μπορεί όμως και να συμβαίνει κάτι πολύ πιο απλό : να θέλω μόνο να τιμήσω έναν αθώο, απονήρευτο, άκακο άνθρωπο και τίποτα περισσότερο.
[…]
Επειδή έτυχε εκείνη τη χρονιά να μην πέφτει τη Δευτέρα η γιορτή του αγίου Γεωργίου, και οι χορωδοί ήταν ελεύθεροι, κατέπλευσαν και οι τέσσερις μαζί. Ε ! Τί να πω τώρα ! Άλλο πράγμα είναι να σε ταλαιπωρεί ένας άθλιος φάλτσος ψάλτης κι άλλο μεγαλείο έχει μια τετράφωνη χορωδία. Γιατί λοιπόν να μην το ομολογήσω πως αυτή ήταν η πιο κατανυκτική νεκρώσιμος ακολουθία στην οποία έχω χοροστατήσει ; Όπως όμως ήταν αναμενόμενο, υπήρξαν και οι αντίθετες απόψεις : Θυμούμαι πως βγαίνοντας λίγο αργότερα από την εκκλησία άκουσα δίπλα μου μια συχωριανή μου να σιγοψιθυρίζει στην αδελφή της: « Για πες μου, στον θεό σου », της έλεγε, « μήπως κι ο παπάς μας αποτρελάθηκε ; Τόσους και τόσους νοικοκυραίους έχει κηδέψει, γιατί μόνο αυτός ο κουτρούλης άξιζε τόσες τιμές και τόσες χορωδίες ; Δεν τα καταλαβαίνω εγώ αυτά τα πράγματα. Πάει, χάλασε πια ο κόσμος, Μαρία μου ». Και μετά οδεύσαμε πάλι προς τη Βουργάρα για την ταφή. Ήταν ένα θαμπό απριλιάτικο απομεσήμερο. Δεν ξεχνώ το χαρμόσυνο «Αναστάσεως Ημέρα » των ψαλτάδων μαζί με τη ζαλιστική ευωδιά των λεμονανθών που ξεχυνόταν από τους κήπους.
Η ύπαρξη των ημερολογίων ρίχνει φως στις σκιές της ζωής του Αλέξη Ακριθάκη και χαρτογραφεί απόκρημνους τόπους. Συμβάντα, συναντήσεις, σκέψεις, σημειώσεις, αφορισμοί, εξομολογήσεις, ερεθισμοί, αποκαλύψεις, ζορισμένη εφηβεία, αλητεία, πρόσωπα, φίλοι, παρέες, ερωμένες, πάθη, γάμοι, λαγνεία, η δεκαετία του ’60, το πνεύμα της ελευθερίας, ναρκωτικά, αλκοόλ, χιλιόμετρα, ταχύτητα, πόλεις (με προεξάρχουσες την Αθήνα και το Βερολίνο), καφέ, νυχτερινά κέντρα, δρόμοι, λεωφόροι, μνήμες, νοσταλγία, spleen, σάτιρα, ειρωνεία, φόβοι, αγωνία, οργή, τόξα, έξεις, αυτοκαταστροφή, εσωτερικότητα, απόγνωση, απώλεια, εφιάλτες, κραυγή, αθωότητα, η μυθολογία (και η κατάρα) του καλλιτέχνη, η αυτοκτονία ως θάρρος και οδός, σχέδια, ζωγραφική, χρώματα, προοίμια έργων η έργα εν προόδω και, συχνά, ολοκληρωμένα έργα, Artist’s books, υλικά, ποσά, τεχνίτες, διευθύνσεις και τηλέφωνα ανά τις εποχές, λογαριασμοί, συνταγές μαγειρικής, ποίηση, τρυφερότητα, ο βαθύς πόνος της τέχνης, το πάσχον σώμα, η κατωφέρεια του θανάτου, παρελαύνουν από τις σελίδες των τετραδίων του στο διάστημα μίας τριακονταετίας. […]
Ο Αλέξης Ακριθάκης διένυσε ενός αποστάσεις ενός σύντομης ζωής του με ενός ταχύτητες που του υπέβαλλαν το ταλέντο του, το ένστικτο, το νευρικό του σύστημα, οι συντεταγμένες του έργου του, η μνήμη του θανάτου, η ποίηση, όσο και ο ατίθασος και ασυμβίβαστος χαρακτήρας του – απότοκος ενός πληγωμένου, ευαίσθητου και αβόλευτου ψυχισμού. — ΘΑΝΟΣ ΣΤΑΘΟΠΟΥΛΟΣ
Ακριθάκης τρέχει, και από τις σκόρπιες σελίδες των τετραδίων ως τα πέρατα του κόσμου, από την αρχή της ζωής και ώς το τέλος της ζωής του, δεν σταματά να εκπέμπει σήματα και συνθήματα, σημεία και τέρατα, αφορισμούς και ποιήματα, έρωτες και παθήματα, ίχνη και πατήματα. Έτσι, μέσα στη ροή του χρόνου, με το έργο του δικαιώνεται η προφητική κατακλείδα του Νάνου Βαλαωρίτη στο κείμενο που εγκαινιάζει την έκθεση του Ακριθάκη το 1965 : «Όσοι έχουν μάτια ακούν κι όσοι έχουν αυτιά θα δούνε». — ΝΤΕΝΗΣ ΖΑΧΑΡΟΠΟΥΛΟΣ
Με την Όλγα Μπακομάρου ζήσαμε μαζί, δέκα χρόνια στο ίδιο γραφείο στην Ελευθεροτυπία. Κι έτσι βίωσα εκ του σύνεγγυς την ένδοξη φήμη της για τις συνεντεύξεις της. Δεν ξέρω και δεν έμαθα το μυστικό της Όλγας με τις συνεντεύξεις που έπαιρνε, αλλιώς ίσως να έκανα το ίδιο. Η Όλγα έχει την ικανότητα, μάλλον το χάρισμα, να εκμαιεύει (αυτή είναι η λέξη) από κάθε άνθρωπο τον εαυτό του. Μάλλον αυτό ξεκλειδώνει και την ουσία του βίου της Όλγας: είναι ο εαυτός της, χωρίς ουδένα εγωτικό τρόπο, αλλά αντιθέτως με τις αρχές της, ιδεολογικές, ηθικές και πολιτικές, και τον αξιοθαύμαστο σεβασμό της στα ανθρώπινα. Όσο για την Αριστερά, αυτόν τον μεγαλειώδη κομήτη εκτός τροχιάς, με τις συνεντεύξεις της Όλγας αποδίδεται η λάμψη και η σκόνη των προσώπων που καθόρισαν τις τύχες της, αλλά και τις τύχες της χώρας, σε μια εποχή «μεγάλων προσδοκιών» και «θυελλωδών ανέμων», που συνεχίζεται…
Στάθης Σ. Σκιτσογράφος
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
ΜΙΚΗΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ / «Η Αριστερά έχει γίνει εκατό κομμάτια και δεν μπορείς να είσαι σε όλα τα κομμάτια»
ΗΛΙΑΣ ΗΛΙΟΥ / Όχι αντιπολίτευση για την αντιπολίτευση
ΜΠΑΜΠΗΣ ΔΡΑΚΟΠΟΥΛΟΣ /«Σοσιαλισμός μέσα από τη Δημοκρατία»
ΛΕΩΝΙΔΑΣ ΚΥΡΚΟΣ / «Να σπάσουμε το κέλυφος, θα είναι μια έκρηξη!»
ΜΑΡΙΑ ΔΑΜΑΝΑΚΗ / «Έχουμε στόχο ν’ αλλάξουμε την Ελλάδα»
ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΠΠΟΣ / «Σοσιαλισμός, ακόμα και με τα όπλα»
ΑΛΕΚΑ ΠΑΠΑΡΗΓΑ / «Όχι, δεν είμαι σιδηρά κυρία»
ΝΙΚΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΟΠΟΥΛΟΣ / «Είμαστε σε μια οδυνηρή, μακρόσυρτη περίοδο αμφισβήτησης, που σταθερά αλλάζει την πολιτική γεωγραφία του κόσμου»
ΜΙΧΑΛΗΣ ΠΑΠΑΓΙΑΝΝΑΚΗΣ / «Η Αριστερά δεν είναι 70 ετών, είναι χιλιάδων ετών, υπήρχε και θα υπάρχει πάντα»
ΑΝΔΡΕΑΣ ΛΕΝΤΑΚΗΣ / «Με δεσμεύει μόνο η συνείδησή μου»
ΜΙΜΗΣ ΑΝΔΡΟΥΛΑΚΗΣ / «Το πολιτικό υποκείμενο της Αριστεράς έχει εξαντληθεί, χρειαζόμαστε νέο»
ΜΗΤΣΟΣ ΚΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ / «Να πετάξουμε τον βρώμικο αφρό»
ΜΑΝΩΛΗΣ ΓΛΕΖΟΣ / «Αριστερά υπάρχει, αλλά να έχει θέσεις»
ΑΛΕΚΟΣ ΑΛΑΒΑΝΟΣ / «Αν μιλάμε και θέλουμε το νέο, δεν υπάρχει τοκετός χωρίς ωδίνες»
ΕΛΛΗ ΠΑΠΠΑ / «Μακάρι να είχαν εκτελέσει και μένα μαζί με τον Νίκο»
ΝΙΚΟΣ ΜΠΕΛΟΓΙΑΝΝΗΣ /«Έδωσαν την ζωή τους για κάτι που αποδείχτηκε απάτη»
ΕΠΙΜΕΤΡΟ
ΜΙΚΗΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ «Γεννήθηκα, μεγάλωσα και αναλώθηκα μέσα στην Αριστερά και με στενοχωρεί πολύ η μεγάλη κρίση που δυστυχώς συνεχίζεται»
ΕΚΛΟΓΙΚΕΣ ΑΝΑΜΕΤΡΗΣΕΙΣ 1974-2009
ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΩΝ
Αριστερά κάποτε… 16+1 συνεντεύξεις από την Όλγα Μπακομάρου.
Ένα από τα πλέον σημαντικά επιστημονικά ερωτήματα σήμερα είναι: Ποια η σχέση του ανθρώπινου νου με το υπόλοιπο σύμπαν; Με άλλα λόγια, πώς μπορεί ο —ουσιαστικά χωρίς νόημα— κόσμος να περιέχει νοήματα;
Η προσέγγιση στο ερώτημα αυτό από την πλευρά της νευροεπιστήμης είναι ότι οι νοητικές λειτουργίες είναι μέρος του φυσικού κόσμου, ότι το ερμηνευτικό εργαλείο κατανόησής τους είναι ο ορθολογισμός και ότι η «μηχανή του νου» είναι ο εγκέφαλος. Ο εγκέφαλος του ανθρώπου είναι η πιο πολύπλοκη δομή που υπάρχει στο σύμπαν που γνωρίζουμε, και είναι αποτέλεσμα διαδικασιών που πραγματοποιήθηκαν μέσα στα εκατομμύρια χρόνια της εξέλιξης. Και ο εγκέφαλος του καθενός από εμάς είναι αποτέλεσμα της συνδυασμένης δράσης των γονιδίων του και των εμπειριών του, ιδίως εκείνων κατά τα πρώτα στάδια της ζωής του. Είναι εξαιρετικά δύσκολο να κατανοήσουμε τη δομή και τη λειτουργία του εγκεφάλου διότι, σε πλήρη αντίθεση με τα προϊόντα της τεχνητής νοημοσύνης, ο εγκέφαλος δεν δημιουργήθηκε προκειμένου να επιτευχθεί ένας συγκεκριμένος στόχος με βάση τις αρχές ενός συγκεκριμένου σχεδιασμού. Η φυσική επιλογή, η μηχανή της εξέλιξης δηλαδή, είναι η μόνη υπεύθυνη για τη δημιουργία του.
«Σας ευχαριστώ για την αναμονή. Ονομάζομαι Τζίμι. Πώς μπορώ να σας εξυπηρετήσω;»
Σ’ ένα τηλεφωνικό κέντρο του Λονδίνου, ο Τζίμι και οι συνάδελφοί του απαντούν στα παράπονα τουριστών απ’ όλο τον κόσμο – προβλήματα κρατήσεων, ακατάλληλα δωμάτια ξενοδοχείων, κρίσεις άγχους. Ωστόσο, αυτός ο ιδιόρρυθμος, σικελικής καταγωγής, νεαρός άντρας δεν είναι ακριβώς πρότυπο υπαλλήλου, με αποτέλεσμα ο προϊστάμενός του να τον επιπλήττει συνεχώς. Ο Τζίμι δεν αρκείται να απαντά στους δυσαρεστημένους πελάτες, αλλά εμπλέκεται ενεργά στις φαντασιώσεις και στις αγωνίες τους – για να μην αναφερθούμε στην παράξενη συμπεριφορά του απέναντι στους συναδέλφους του. Από την ψυχολογία των Ιταλίδων μητέρων έως το τέλειο χρώμα του κραγιόν για τα χείλη, από τον ρόλο των ηθοποιών στις κηδείες έως την τέχνη της ζωγραφικής γεννητικών οργάνων σ’ ένα σημειωματάριο, ποιος μπορεί να φανταστεί ότι είναι δυνατόν ο χώρος της δουλειάς να μας μάθει τόσα πράγματα;
Με το Wonderfuck η Καταρίνα Φόλκμερ μάς μεταφέρει στα ενδότερα ενός εργασιακού μικρόκοσμου για να μιλήσει για τις πολλαπλές ταυτότητες, για τις καταστροφικές συνέπειες του μαζικού τουρισμού στο περιβάλλον, για τη μοναξιά της σύγχρονης μητρόπολης και τις ανεκπλήρωτες επιθυμίες των απομονωμένων, απογοητευμένων κατοίκων της. Ένα μυθιστόρημα διασκεδαστικό και ταυτόχρονα μελαγχολικό, έντονο όπως μια αισθησιακή φωνή στην άλλη άκρη της γραμμής…
«Η Καταρίνα Φόλκμερ είναι ένα αληθινά τολμηρό μυαλό της σύγχρονης λογοτεχνίας»
Διεθνώς καταξιωμένο, με περισσότερα από πέντε εκατομμύρια αντίτυπα σε κυκλοφορία, το κλασικό μυθιστόρημα του Ρέυ Μπράντμπερυ “Φαρενάιτ 451” είναι μια ιστορία για τη λογοκρισία και για τους ανθρώπους που την αψηφούν – ένα βιβλίο εξίσου επίκαιρο σήμερα με την εποχή που πρωτοεκδόθηκε, περίπου πριν από εξήντα χρόνια.
“Το σύστημα ήταν απλό. Όλοι το καταλάβαιναν. Τα βιβλία έπρεπε να καούν, μαζί με τα σπίτια όπου ήταν κρυμμένα.
Ο Γκάυ Μόνταγκ ήταν πυρονόμος και η δουλειά του ήταν να βάζει φωτιά. Το απολάμβανε να βάζει φωτιά. Επί δέκα χρόνια έκανε αυτή την εργασία και δεν τον προβλημάτισε ποτέ η ευχαρίστηση που ένιωθε κατά τις νυχτερινές επιδρομές ή η χαρά του όταν έβλεπε τις σελίδες να παραδίνονται στις φλόγες… Δεν τον προβλημάτιζε τίποτε έως ότου συνάντησε ένα δεκαεπτάχρονο κορίτσι που του μίλησε για το παρελθόν, για τον καιρό που οι άνθρωποι δεν φοβόνταν. Και κατόπιν συνάντησε έναν καθηγητή που του μίλησε για το μέλλον, για τις μέρες που οι άνθρωποι θα μπορούν να σκέφτονται. Αίφνης, ο Γκάυ Μόνταγκ συνειδητοποίησε τι έπρεπε να κάνει…”.
Η ρωμαλέα και ποιητική πρόζα του Μπάντμπερυ και η ασυνήθιστη διορατικότητά του όσον αφορά τις δυνατότητες της τεχνολογίας συνδυάζονται και συνθέτουν μια προφητική αφήγηση για την υποδούλωση του δυτικού πολιτισμού στα μήντια, στα ναρκωτικά και στον κομφορμισμό – μια αφήγηση εφάμιλλη του “1984” του Όργουελ και του “Θαυμαστός καινούργιος κόσμος” του Χάξλεϋ.
Όταν ο ήρωας της αμερικανικής αεροπορίας και φανατικός απομονωτιστής Τσαρλς Λίντμπεργκ κατήγαγε συντριπτική νίκη κατά του Φράνκλιν Ρούσβελτ στις προεδρικές εκλογές του 1940, φόβος κατέλαβε κάθε εβραϊκή οικογένεια στην Αμερική. Ο Λίντμπεργκ, μ’ ένα διάγγελμά του προς τον αμερικανικό λαό, κατηγόρησε δημόσια τους Εβραίους ότι ωθούσαν την Αμερική ν’ αναμειχθεί σ’ έναν άσκοπο πόλεμο κατά της ναζιστικής Γερμανίας. Σαν να μην έφτανε αυτό, μόλις ανέλαβε τα καθήκοντά του ως 33ος Πρόεδρος των ΗΠΑ, υπέγραψε ένα σύμφωνο «εγκάρδιας συνεννόησης» με τον Αδόλφο Χίτλερ, του οποίου τις κατακτητικές βλέψεις στην Ευρώπη και τη λυσσαλέα ανατισημιτική πολιτική έδειχνε να ανέχεται χωρίς καμιά δυσκολία.
Ό,τι επακολούθησε στην Αμερική αποτελεί το ιστορικό πλαίσιο της “Συνωμοσίας εναντίον της Αμερικής”, όπου ο Philip Roth ανακαλεί παιδικές του μνήμες, όταν η οικογένειά του στο Νιούαρκ, αλλά και χιλιάδες εβραϊκές οικογένειες στην Αμερική, ζούσαν υπό το κράτος απειλής, και όλοι οι Εβραίοι Αμερικανοί πολίτες είχαν κάθε λόγο να φοβούνται την έλευση της συμφοράς
Κείμενα για ουκ ολίγες βαθιά υποτιμημένες ταινίες, κυρίως από τη δεκαετία του ’70, που απελευθέρωσαν τη ματιά του θεατή από την οικογενειακή τηλεοπτική εικόνα, απενοχοποιώντας περαιτέρω το γυμνό (γυναικείο και αντρικό), την ερωτική περίπτυξη ή και την ερωτική πράξη καθαυτή, τοποθετώντας τα όλα τούτα εντός του ελληνικού τοπίου (φυσικού ή αστικού). Σε μια εποχή συντηρητική, όπως και να το κάνουμε, είναι η λογοκρισία εκείνη που χαλαρώνει –και επί δικτατορίας και επί μεταπολίτευσης–, ώστε να μπορέσει να επιβιώσει ο ελληνικός κινηματογράφος και οι άνθρωποι που στήριζαν σε αυτόν την επιβίωσή τους (τεχνικοί, αιθουσάρχες κ.λπ.) μετά το βαρύ χτύπημα που του επέφερε η τηλεόραση, δείχνοντας εν ολίγοις όσα δεν μπορούσε να δείξει η TV. Αναδείχθηκαν έτσι νέες ερωτικές περσόνες, σαν εκείνες που υποδύθηκαν η Άννα Φόνσου, η Γκιζέλα Ντάλι, η Δώρα Σιτζάνη, η Ρίτα Μπενσουσάν, η Τίνα Σπάθη, η Ajita Wilson κ.ά., μαζί βεβαίως με τους παρτενέρ τους, τον Θεόδωρο Ρουμπάνη, τον Λευτέρη Γυφτόπουλο, τον Udo Kier, τον Γιώργο Στρατηγάκη, τον Χρήστο Νομικό κ.ά.
Από το βιβλίο δεν απουσιάζουν τα κείμενα και οι πληροφορίες ακόμα και για τον underground ή πειραματικό κινηματογράφο μας, δεν απουσιάζουν οι πρωτοποριακές μουσικές ταινίες, δεν απουσιάζουν και άλλα πολλά, που θα τα ανακαλύψετε σιγά-σιγά.
Η ύπαρξη των ημερολογίων ρίχνει φως στις σκιές της ζωής του Αλέξη Ακριθάκη και χαρτογραφεί απόκρημνους τόπους. Συμβάντα, συναντήσεις, σκέψεις, σημειώσεις, αφορισμοί, εξομολογήσεις, ερεθισμοί, αποκαλύψεις, ζορισμένη εφηβεία, αλητεία, πρόσωπα, φίλοι, παρέες, ερωμένες, πάθη, γάμοι, λαγνεία, η δεκαετία του ’60, το πνεύμα της ελευθερίας, ναρκωτικά, αλκοόλ, χιλιόμετρα, ταχύτητα, πόλεις (με προεξάρχουσες την Αθήνα και το Βερολίνο), καφέ, νυχτερινά κέντρα, δρόμοι, λεωφόροι, μνήμες, νοσταλγία, spleen, σάτιρα, ειρωνεία, φόβοι, αγωνία, οργή, τόξα, έξεις, αυτοκαταστροφή, εσωτερικότητα, απόγνωση, απώλεια, εφιάλτες, κραυγή, αθωότητα, η μυθολογία (και η κατάρα) του καλλιτέχνη, η αυτοκτονία ως θάρρος και οδός, σχέδια, ζωγραφική, χρώματα, προοίμια έργων η έργα εν προόδω και, συχνά, ολοκληρωμένα έργα, Artist’s books, υλικά, ποσά, τεχνίτες, διευθύνσεις και τηλέφωνα ανά τις εποχές, λογαριασμοί, συνταγές μαγειρικής, ποίηση, τρυφερότητα, ο βαθύς πόνος της τέχνης, το πάσχον σώμα, η κατωφέρεια του θανάτου, παρελαύνουν από τις σελίδες των τετραδίων του στο διάστημα μίας τριακονταετίας. […]
Ο Αλέξης Ακριθάκης διένυσε ενός αποστάσεις ενός σύντομης ζωής του με ενός ταχύτητες που του υπέβαλλαν το ταλέντο του, το ένστικτο, το νευρικό του σύστημα, οι συντεταγμένες του έργου του, η μνήμη του θανάτου, η ποίηση, όσο και ο ατίθασος και ασυμβίβαστος χαρακτήρας του – απότοκος ενός πληγωμένου, ευαίσθητου και αβόλευτου ψυχισμού. — ΘΑΝΟΣ ΣΤΑΘΟΠΟΥΛΟΣ
Ακριθάκης τρέχει, και από τις σκόρπιες σελίδες των τετραδίων ως τα πέρατα του κόσμου, από την αρχή της ζωής και ώς το τέλος της ζωής του, δεν σταματά να εκπέμπει σήματα και συνθήματα, σημεία και τέρατα, αφορισμούς και ποιήματα, έρωτες και παθήματα, ίχνη και πατήματα. Έτσι, μέσα στη ροή του χρόνου, με το έργο του δικαιώνεται η προφητική κατακλείδα του Νάνου Βαλαωρίτη στο κείμενο που εγκαινιάζει την έκθεση του Ακριθάκη το 1965 : «Όσοι έχουν μάτια ακούν κι όσοι έχουν αυτιά θα δούνε». — ΝΤΕΝΗΣ ΖΑΧΑΡΟΠΟΥΛΟΣ
Μια ιστορία που κουβαλάει μια γειτονιά στου Ζωγράφου και συνδέεται με την εξέγερση του Πολυτεχνείου. Ένα παιδί 5 ετών, το χέρι της μητέρας του και η σφαίρα που έκοψε το νήμα της ζωής. Το πιο μικρό θύμα της Χούντας 50 χρόνια μετά την πτώση της στρατιωτικής δικτατορίας, μάς θυμίζει τον τρόπο για να μην ξεχάσουμε.
Ένα παραμύθι (που δεν λέει παραμύθια), που αντιστέκεται στο πλαίσιο της ευρύτερης προσπάθειας αναθεωρητισμού και αναδεικνύει το σημείο εκκίνησης του αυτόνομου κινήματος στην Ελλάδα. Οι 56 ώρες που οι φοιτητές εντός ήταν ελεύθεροι και το πλήθος απέξω δημιούργησε πολιτική. Οι νεκροί δεν είναι παραμύθι και το Πολυτεχνείο δεν λέει παραμύθια.
Αν η εξέγερση του Πολυτεχνείου αποτελεί χειρονομία θεμελίωσης της Μεταπολίτευσης, 50 (+1) χρόνια μετά μια παιδική ιστορία με έναν παππού και το εγγονάκι επανακωδικοποιεί την επταετία της Χούντας, τα χρόνια πριν από αυτή και, ίσως, τα χρόνια μετά. Μια βόλτα στην πόλη που θα μείνει αξέχαστη σε μικρούς και μεγάλους.
Ένα παραμύθι (που δεν λέει παραμύθια) για το Πολυτεχνείο του Γιώργου Κτενά με εικόνες του John Antono και χρώματα της Crispy Shift.
Μια ανθολογία διηγημάτων, από τα μέσα του 19ου αιώνα ως και τον Μεσοπόλεμο, που εξετάζει τη μορφή του αρχετυπικού κακού της ελληνικής σκοτεινής λαογραφίας: του βρυκόλακα.
Ένα σύνολο ιστοριών οι οποίες, αν διαβαστούν με σημερινά κριτήρια, μπορούν να κατηγοριοποιηθούν στο λογοτεχνικό υποείδος του λαογραφικού τρόμου και που εστιάζουν στην –κατά τον Montague Summers– «παράδοση που στην Ελλάδα διατήρησε τη δύναμή της περισσότερο από οπουδήποτε αλλού στην Ευρώπη», αυτή των βρυκολάκων.
Από την πρωτόλεια γραφή του Δημητρίου Αινιάνος ως το σκοτεινό χιούμορ του Ιωάννη Κονδυλάκη και τις ανατριχιαστικές διηγήσεις του Κώστα Πασαγιάννη, 13 διηγήματα που αντλούν την πρώτη τους ύλη από ένα μωσαϊκό λαογραφικών παραδόσεων από όλη την Ελλάδα.
«Σας ευχαριστώ για την αναμονή. Ονομάζομαι Τζίμι. Πώς μπορώ να σας εξυπηρετήσω;»
Σ’ ένα τηλεφωνικό κέντρο του Λονδίνου, ο Τζίμι και οι συνάδελφοί του απαντούν στα παράπονα τουριστών απ’ όλο τον κόσμο – προβλήματα κρατήσεων, ακατάλληλα δωμάτια ξενοδοχείων, κρίσεις άγχους. Ωστόσο, αυτός ο ιδιόρρυθμος, σικελικής καταγωγής, νεαρός άντρας δεν είναι ακριβώς πρότυπο υπαλλήλου, με αποτέλεσμα ο προϊστάμενός του να τον επιπλήττει συνεχώς. Ο Τζίμι δεν αρκείται να απαντά στους δυσαρεστημένους πελάτες, αλλά εμπλέκεται ενεργά στις φαντασιώσεις και στις αγωνίες τους – για να μην αναφερθούμε στην παράξενη συμπεριφορά του απέναντι στους συναδέλφους του. Από την ψυχολογία των Ιταλίδων μητέρων έως το τέλειο χρώμα του κραγιόν για τα χείλη, από τον ρόλο των ηθοποιών στις κηδείες έως την τέχνη της ζωγραφικής γεννητικών οργάνων σ’ ένα σημειωματάριο, ποιος μπορεί να φανταστεί ότι είναι δυνατόν ο χώρος της δουλειάς να μας μάθει τόσα πράγματα;
Με το Wonderfuck η Καταρίνα Φόλκμερ μάς μεταφέρει στα ενδότερα ενός εργασιακού μικρόκοσμου για να μιλήσει για τις πολλαπλές ταυτότητες, για τις καταστροφικές συνέπειες του μαζικού τουρισμού στο περιβάλλον, για τη μοναξιά της σύγχρονης μητρόπολης και τις ανεκπλήρωτες επιθυμίες των απομονωμένων, απογοητευμένων κατοίκων της. Ένα μυθιστόρημα διασκεδαστικό και ταυτόχρονα μελαγχολικό, έντονο όπως μια αισθησιακή φωνή στην άλλη άκρη της γραμμής…
«Η Καταρίνα Φόλκμερ είναι ένα αληθινά τολμηρό μυαλό της σύγχρονης λογοτεχνίας»
Ένα χειμωνιάτικο πρωινό του 2012, λίγο έξω από την Ιερουσαλήμ, ο Άμπεντ Σαλάμα, Παλαιστίνιος της Δυτικής Όχθης, μαθαίνει για ένα τροχαίο στο οποίο εμπλέκεται κι ένα πούλμαν που μεταφέρει παιδιΆ. Σπεύδει στο σημείο του δυστυχήματος, γιατί φοβάται πως στο πούλμαν επιβαίνει ο πεντάχρονος γιος του. Το ίδιο το δυστύχημα θα μπορούσε, ίσως, να είχε συμβεί οπουδήποτε. Τα όσα επακολούθησαν, όχι.
Καταγράφοντας τις προσωπικές ιστορίες των δεκάδων εμπλεκόμενων, Παλαιστίνιων και Ισραηλινών -θυμάτων, συγγενών, ανθρώπων που βοήθησαν ή που δεν βοήθησαν-, ο Νέιθαν Θρωλ, με κλινική ματιά, αναδεικνύει την πολιτική διάσταση της τραγωδίας, τις εξουσιαστικές, χωροταξικές, θεσμικές δομές που ορίζουν τις ζωές των ανθρώπων στη Δυτική Όχθη, πίσω από το υψωμένο τείχος.
Το βιβλίο που χαρακτηρίστηκε ως αλφαβητάρι της κρητικής διατροφής, προϊόν εμπεριστατωμένης έρευνας στην ύπαιθρο της Κρήτης όπου καταγράφηκαν οι διατροφικές συνήθειες των Κρητικών και οι συνταγές της κρητικής παραδοσιακής κουζίνας. Μέσα από 520 συνταγές αποκαλύπτονται τα μικρά μυστικά της κρητικής ιδιαιτερότητας και του κρητικού διατροφικού θαύματος.
Προτού ο πανδαµάτωρ χρόνος τα σκεπάσει όλα και γίνουν στάχτη, χώµα, και εµείς επιστρέψουµε στην γη, για πάντα, ας ξεφυλλίσουµε το παραµύθι από την ηµέρα που είδαµε το φως, την θάλασσα, τον άνεµο να µας χτυπάει. Οι δρόµοι οδηγούν σε κάποιο ξέφωτο. Σ’ ένα δωµάτιο και ένα µολύβι που θέλει να γράψει όσα είδαµε τότε και τώρα. Προχθές. Τα ξεχάσαµε κάποια. Άλλα έγιναν ονόµατα, φράσεις. Αναπνοές. Όπως αυτές που ζούµε την κάθε µέρα χωρίς φαινόµενα ή συναντήσεις. Πρόσωπα και σκιές. Αυτές µεγαλώνουν όσο πέφτει το σκοτάδι.
Στη χώρα όπου δημοφιλείς άγιοι, νεκροί εδώ και τρεις αιώνες, απαιτούν κάθε είκοσι πέντε χρόνια να τους αλλάζουν τα άμφια και αγράμματοι καλόγεροι συνομιλούν με σαύρες ή ρίχνουν στα σκουπίδια τον Δαρβίνο, ακόμα και η πιο παρανοϊκή τερατολογία εντάσσεται σε μια ιδιότυπη «κανονικότητα» ενώ ταυτόχρονα κάθε απόπειρα για την άρθρωση στοιχειωδώς «ορθού λόγου» αντιμετωπίζεται ως «εξωφρενική», αν όχι ως υπαγορευμένη από τον ίδιο τον Διάβολο.
Πάνω και πίσω από αυτή τη μεσαιωνική παλινδρόμηση, στον σκληρό πυρήνα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με τη συναίνεση των πολιτικών αρχών και τη δικαιοσύνη ηχηρά απούσα, στήνεται ένας θηριώδης «εισπρακτικός μηχανισμός» γύρω από ανεξέλεγκτα «ιερά λείψανα» κι εξόφθαλμες «απάτες θαυμάτων» με ανυπολόγιστα κέρδη. Ο Πέτρος Τατσόπουλος, δεκαοχτώ χρόνια μετά τη γλυκόπικρη Καλοσύνη των ξένων, επανέρχεται με μια αυτοβιογραφική αφήγηση υψηλής έντασης και με την ανυποχώρητη πρόθεση να πει τα πράγματα με το όνομά τους.
Ένα κορίτσι μεγαλώνει στην Ελλάδα, στα χρόνια της χούντας, σ’ ένα ηλιόλουστο σπίτι στο Παλιό Ψυχικό. Λίγα χρόνια αργότερα θα γυρίσει με τους γονείς της στην Αμερική. Κι όταν πια, στον δρόμο προς την ενηλικίωση, αποφασίσει να ξετυλίξει το κουβάρι με τα οικογενειακά μυστικά, θα βυθιστεί στο χάος προσωπικών και πολιτικών αποκαλύψεων.
Τι δουλειά κάνει ο πατέρας της; Γιατί η μητέρα της παθαίνει νευρικούς κλονισμούς; Πώς να ερμηνεύσει τα αισθήματά της και ποια είναι πραγματικά η ταυτότητά της; Η συγγραφέας του βιβλίου, η Λέσλι Άμπσερ, ενήλικη πια, ξεκινά ένα ταξίδι για να γνωρίσει αυτό που στερήθηκε μεγαλώνοντας: την αλήθεια. Καθώς η δράση του πατέρα της στη CIA ξεδιπλώνεται, η Λέσλι ερευνά την αμφιλεγόμενη ανάμειξή του στην εγκαθίδρυση της δικτατορίας, ενώ προοδευτικά συμφιλιώνεται με την κουήρ ταυτότητά της.
Κείμενα για ουκ ολίγες βαθιά υποτιμημένες ταινίες, κυρίως από τη δεκαετία του ’70, που απελευθέρωσαν τη ματιά του θεατή από την οικογενειακή τηλεοπτική εικόνα, απενοχοποιώντας περαιτέρω το γυμνό (γυναικείο και αντρικό), την ερωτική περίπτυξη ή και την ερωτική πράξη καθαυτή, τοποθετώντας τα όλα τούτα εντός του ελληνικού τοπίου (φυσικού ή αστικού). Σε μια εποχή συντηρητική, όπως και να το κάνουμε, είναι η λογοκρισία εκείνη που χαλαρώνει –και επί δικτατορίας και επί μεταπολίτευσης–, ώστε να μπορέσει να επιβιώσει ο ελληνικός κινηματογράφος και οι άνθρωποι που στήριζαν σε αυτόν την επιβίωσή τους (τεχνικοί, αιθουσάρχες κ.λπ.) μετά το βαρύ χτύπημα που του επέφερε η τηλεόραση, δείχνοντας εν ολίγοις όσα δεν μπορούσε να δείξει η TV. Αναδείχθηκαν έτσι νέες ερωτικές περσόνες, σαν εκείνες που υποδύθηκαν η Άννα Φόνσου, η Γκιζέλα Ντάλι, η Δώρα Σιτζάνη, η Ρίτα Μπενσουσάν, η Τίνα Σπάθη, η Ajita Wilson κ.ά., μαζί βεβαίως με τους παρτενέρ τους, τον Θεόδωρο Ρουμπάνη, τον Λευτέρη Γυφτόπουλο, τον Udo Kier, τον Γιώργο Στρατηγάκη, τον Χρήστο Νομικό κ.ά.
Από το βιβλίο δεν απουσιάζουν τα κείμενα και οι πληροφορίες ακόμα και για τον underground ή πειραματικό κινηματογράφο μας, δεν απουσιάζουν οι πρωτοποριακές μουσικές ταινίες, δεν απουσιάζουν και άλλα πολλά, που θα τα ανακαλύψετε σιγά-σιγά.
Eίχα έναν φίλο που πέθανε η μάνα του απότομα, από καρδιά. Ήταν περίεργο παιδί και δεν έκλαψε καθόλου, ούτε με το πρώτο σοκ ούτε μετά – στις εκκλησίες και στους τάφους. Ήταν κλειστός σαν πέτρα, γιατί την αγαπούσε πολύ.
Το βράδυ που έφυγαν οι επισκέπτες από το σπίτι (σχεδόν τους έδιωξε), εξαντλημένος άνοιξε το ψυγείο. Σε ένα τάπερ βρήκε γεμιστά. Τα είχε μαγειρέψει η μάνα του μια μέρα πριν πεθάνει.
Έκατσε στο τραπέζι, μόνος, και άρχισε να τρώει. Ένιωσε κάτι υπόκωφο να του χτυπάει τα σωθικά: η οικειότητα αυτής της γεύσης. Το ρύζι, η ντομάτα, το συγκεκριμένο λάδι, ο συγκεκριμένος άνηθος – αυτό το μείγμα που ανήκε αποκλειστικά στη μάνα του.
Τότε μόνο τον πήραν τα κλάματα. Έκλαιγε κι έτρωγε, σιγά-σιγά, για να μην τελειώσουν γρήγορα τα γεμιστά του. Μέχρι που τέλειωσαν.
________________
Η επώδυνη ενηλικίωση ενός αγοριού στην επαρχία της δεκαετίας του ’60 και του ’70, η παράξενη άνθηση της σεξουαλικότητας, το μπούλινγκ, οι μαγικοί κόσμοι που αναγκάστηκε να εξυφάνει στη μοναξιά του, η ειδυλλιακή εικόνα ενός νησιού που από πίσω κρύβει καταπίεση και φοβο.
Η δειλή του επανάσταση στην εφηβεία και η μεγάλη του απόδραση στην Αθήνα. Ο τρόπος που προσπάθησε να φτιάξει τη ζωή του, δίχως τις ετοιμες λύσεις της πολιτικής ή της θρησκείας – ακολουθώντας το ένστικτό του και παρατηρώντας σχεδόν με ωμότητα το παίγνιο μιάς κοινωνίας υπό διάλυση.
________________
Το νέο βιβλίο του Στάθη Τσαγκαρουσιάνου είναι γραμμένο σε πρώτο πρόσωπο – δίχως αναστολές και δίχως απολογίες. Με σχεδόν εργαστηριακό βλέμμα καταγράφει την αγριότητα και την ομορφιά που ενυπάρχουν σε κάθε ζωή ·τα τεχνάσματα και τα κατά συνθήκην ψεύδη που χύνονται σαν μέλι στην παντόφλα της δημοσιογραφίας και των social media.
Κυρίως όμως το βιβλίο αυτό είναι ένα tour de force ως προς το ύφος του ― με μια γλώσα μεστή και δωρική, αστραφτερή σαν λάμα και γεμάτη ποιητικές αντηχήσεις.
Είναι μια απόλαυση να το διαβάζεις: τόσο το πρώτο μέρος που συγκεφαλαιώνει τις αφηγήσεις του Νησιού· όσο και το δεύτερο μέρος που μιλά για τον ερχομό στην μεγάλη πόλη.
Στο μεταξύ τα λουλούδια σου έχουν αρχίσει να πεθαίνουν το ένα μετά το άλλο. Ο μυστικός κήπος όπου μπορούσες να κρυφτείς, να σκεφτείς και να κλάψεις σιωπηλά, μέρα τη μέρα αφανίζεται. Προσπαθώ να τα φροντίζω, να τα ποτίζω, να τα κλαδεύω και να τα τρέφω, κι όμως αυτά γνωρίζουν πως κάτι έχει αλλάξει, δεν είσαι εσύ μα ένας ξένος, κάποιος που προσποιείται ότι τα φροντίζει. νιώθουν ότι το κάνει για σένα και όχι γι’ αυτά. Η αζαλέα μαράθηκε πρώτη. ύστερα οι τριανταφυλλιές και η πλουμέρια, οι γαριφαλιές, η τελοπέα, οι κάκτοι, οι ανιγόζανθοι, οι μικροί ευκάλυπτοι, το δεντρολίβανο, η μπάνξια, οι βασιλικοί, τα πάντα. Οι πολύχρωμες μικρές πετούνιες σου ξεράθηκαν, μια καφετιά νεκρή μάζα στη θέση της παλιάς φαντασμαγορίας. Η υπόσχεση που αντιπροσώπευε κάθε λουλούδι βρίσκεται τώρα μουδιασμένη και σφραγισμένη στα μαραμένα τους μπουμπούκια. Ένα πράσινο κυπαρίσσι απομένει, το σπαρτιάτικό σου, που μας θύμιζε τα χρώματα γύρω από την Ολυμπία, και η μικρή ελιά που χάιδευες τόσο τρυφερά, η υπέρτατη λαχτάρα μας για ρίζες. Τα κοιτάζω και με αποδοκιμάζουν. «Μας άφησε,» μουρμουρίζουν θροΐζοντας «άσε μας τώρα κι εσύ, φύγε. Αναζητούμε τα μάτια του Ρόμπερτ, το άγγιγμά του, τη ζεστασιά του. Δεν είσαι εσύ». Αυτό λένε κάθε φορά που προσπαθώ να τα φροντίσω. Με αγνοούν. Νιώθω αβοήθητος, απελπισμένος.
Στην καρδιά κάθε σχέσης υπάρχει ένας κήπος. Κάνω ό,τι μπορώ για να τον κρατήσω ζωντανό, όμως τα λουλούδια ρωτούν συνέχεια για σένα – και δεν ξέρω πώς να τους εξηγήσω το θάνατο, τη μοναξιά, την εκδημία, το πένθος. «Δεν θα υπάρξει καινούρια άνοιξη για μας» λένε το ένα στο άλλο. «Είμαστε εδώ για ν’ ακούσουμε τα λόγια του Ρόμπερτ Τζόζεφ Μήντερ, που μας καλεί στη ζωή. Μας πότιζε ένα ένα, υπομονετικά, στοργικά. Μας έλεγε ιστορίες. Ήταν φίλος μας. Αλλά πού είναι τώρα; Καλύτερα να μην ξαναγεννηθούμε, αφού δεν είναι αυτός εδώ. Τα χέρια του μας κρατούσαν ζωντανά. Η φωνή του συνέθετε τη σαγηνευτική μελαγχολία μας.» Κι ενώ εγώ προσπαθώ να εξηγήσω, παραμένουν απόμακρα, αγνοώντας με – είμαι ο ξένος τώρα, ο παρείσακτος, η περιττή παρουσία.
Ένα από τα πιο σπαρακτικά κείμενα που έχουν γραφτεί για την απώλεια είναι το βιβλίο του Βρασίδα Καραλή για την εκδημία του συντρόφου του Ρόμπερτ Τζόζεφ Μήντερ.
«Το αποχαιρετιστήριο αυτό γράμμα είναι κάπως σαν την καρδιά μου ξεγυμνωμένη, σαν μια προσπάθεια να καταγράψω τι πραγματικά μας κάνει να ζούμε – το μυστήριο της αγάπης και της παρουσίας μας στον κόσμο.» – B.K.
___________
Ο Βρασίδας Καραλής συνομιλεί με τον Στάθη Τσαγκαρουσιάνο για το βιβλίο του «Αποχαιρετισμός στον Ρόμπερτ»
ΣΤΑΘΗΣ ΤΣΑΓΚΑΡΟΥΣΙΑΝΟΣ: Ο Βρασίδας Καραλής είναι απέναντί μου, αλλά εγώ τώρα πια, που ήρθε η ώρα να μιλήσουμε, δεν ξέρω τι να του πω. Την περασμένη άνοιξη έχασε τον σύντροφό του μετά από τριάντα χρόνια κοινής ζωής. Στα κύματα πένθους, οργής και απορίας που τον διακατέχουν έκατσε και έγραψε ένα μικρό βιβλίο στα αγγλικά ‒γιατί ο Βρασίδας ζει στην Αυστραλία πολλά χρόνια τώρα, είναι καθηγητής πανεπιστημίου εκεί‒, ένα γράμμα αγάπης, ουσιαστικά, στον νεκρό του σύντροφο. Πρόκειται για ένα αριστουργηματικό κείμενο μεγάλου πένθους και αξίας, όχι μόνο λογοτεχνικής αλλά και πολιτικής, γιατί για πρώτη φορά εκφράζεται έτσι η αγάπη ανάμεσα σε δύο άντρες, δίχως ίχνος απολογητικής διάθεσης αλλά ούτε και πολεμικής, πικρίας ή επιθετικότητας. Σαν να έχει περάσει το ζήτημα σ’ ένα επόμενο στάδιο που κάποιος δεν μπαίνει καν στη δικαιωματική συζήτηση επειδή δεν του περνάει από το μυαλό ότι ο έρωτας ανάμεσα σε δύο οποιαδήποτε ανθρώπινα πλάσματα πρέπει να δώσει λογαριασμό για το υψηλό του αίσθημα. Επειδή ο έρωτας ανάμεσα σε δύο οποιαδήποτε ανθρώπινα πλάσματα είναι αυτοδίκαιος και μεγαλειώδης ούτως ή άλλως… Οπότε, Βρασίδα, είμαι τυχερός που το αριστούργημα αυτό κυκλοφορεί στα ελληνικά μεταφρασμένο από την Κατερίνα Σχινά για τις εκδόσεις της LiFO· είμαι τυχερός που σ’ έχω εδώ, απέναντί μου, στο πέρασμά σου από την Αθήνα· αλλά, ειλικρινά, δεν ξέρω αν πρέπει να σου δείξω ξανά τον απέραντο θαυμασμό που νιώθω για το βιβλίο σου ή να σε χτυπήσω στην πλάτη και να σε ρωτήσω: «Και τώρα τι γίνεται; Πώς μπορεί να συνεχιστεί η ζωή;».
ΒΡΑΣΙΔΑΣ ΚΑΡΑΛΗΣ: Όπως λέμε στα αγγλικά, η ζωή τώρα είναι at a standstill. Υπάρχει μια περίοδος στασιμότητας μετά από έναν θάνατο, και μάλιστα τον θάνατο ενός ανθρώπου που στάθηκε δίπλα σου τόσο πολλά χρόνια. Το μόνο που νιώθεις είναι ότι η φωνή του άλλου έρχεται από πολύ μακριά, βρίσκεσαι σε μια έρημο και δεν ξέρεις πώς να επικοινωνήσεις με τον άλλο κόσμο, έχεις χάσει το αίσθημα προσανατολισμού και ταυτόχρονα έχεις ένα αίσθημα ματαιότητας. Τι κάνω τώρα εδώ, για ποιον λόγο και προς τι; Η ζωή μου δεν ήταν ποτέ τιμές και μεγαλεία, καθηγητική έδρα και φήμη πανεπιστημιακή, αλλά αυτό που ο Heidegger ονομάζει «Gelassenheit», ηρεμία, ένα είδος γαλήνης. Τη βρίσκεις την ώρα που συγχρονίζεσαι με τον κόσμο μέσω ενός άλλου προσώπου… Αυτή η λογοτεχνία του πένθους, όπως ονομάζεται, μιλάει συνήθως για τον άνθρωπο που γράφει, τι νιώθει και πώς είναι. Αυτά δεν με αφορούν, γιατί, όπως είδες, στο βιβλίο ουσιαστικά προσπάθησα να δω πώς σχετιστήκαμε με τον Ρόμπερτ και ποιος ήταν αυτός ο άνθρωπος.
Σ.Τ.: Διακρίνω ένα είδος υπερβολικής προσοχής για να μη φανεί ότι το βιβλίο αυτό γράφτηκε για σένα αλλά για τον Ρόμπερτ. Γιατί;
Β.Κ: Γιατί δεν γράφτηκε για μένα. Αυτό το βιβλιαράκι, αυτή η επιστολή, είναι μια πρόσκληση, μια χειρονομία προς τον Ρόμπερτ: «Πες μου πού είσαι αυτήν τη στιγμή».
Σ.Τ.: Χειρονομία προς την άβυσσο.
Β.Κ.: Προς την άβυσσο. Και τη σιωπή βέβαια, γιατί δεν πρόκειται να μου απαντήσει ποτέ.
Σ.Τ.: Η στάση σου απέναντι στα άλλα βιβλία που ξεκινούν από μια εκδημία, από μια απώλεια, αλλά οι συγγραφείς μιλούν για τον εαυτό τους, ποια είναι; Γιατί βλέπω ένα είδος περιφρονητικής αναφοράς στο βιβλίο της Joan Didion.
Β.Κ.: Ναι, δεν μου άρεσε καθόλου. Το διάβασα πάρα πολύ προσεκτικά, πριν συμβεί αυτό με τον Ρόμπερτ, και στην αρχή, ξέρεις, συγκινήθηκα, γιατί το γεγονός το ίδιο είναι συγκινητικό. Και ο άντρας της πεθαίνει και η κόρη τους μετά, στο «Blue Nights». Αλλά μιλάει συνέχεια για τον εαυτό της, για το ότι αισθάνεται οίκτο για τον ίδιο της τον εαυτό που έμεινε πίσω. Δεν αισθάνθηκα πότε οίκτο για μένα.
Σ.Τ.: Αλλά;
Β.Κ.: Οργή. Για τον τρόπο που έφυγε. Μετά, όταν βλέπεις ότι το αμετάκλητο της αναχώρησης είναι εκεί, θα μείνει εδραίο, στέκει όπως ένας βράχος μπροστά σου, έκλαψα.
Σ.Τ.: Οπότε ένα από τα στάδια του πένθους είναι η οργή. Αυτή ήρθε πρώτα;
Β.Κ.: Πρώτα η οργή. Μετά, ένα είδος numbness, ένα μούδιασμα. Έψαχνες παντού να τον βρεις και δεν ήταν πουθενά. Αυτό έγινε τη μέρα που τον πήγαμε στο νεκροτομείο και έπρεπε να του φορέσω τα ρούχα. Νομίζω ότι για όσους έχουν ζήσει τον θάνατο αυτή είναι απλώς η πιο τραγική, συγκλονιστική στιγμή. Μου θύμισε αυτό που λέει ο Χριστός στον Ιωάννη, στο Ευαγγέλιο του Ιωάννη: «Άνοιξε τα χέρια σου τώρα που μπορείς γιατί μια μέρα κάποιοι άλλοι θα τα ανοίξουν, όταν δεν θα μπορείς να τα ανοίξεις». Μου ήρθε αυτό το πράγμα στον νου. Εν τω μεταξύ, την ώρα που προσπάθησα να του βάλω τις κάλτσες, λιποθύμησα. Δεν φανταζόμουν ποτέ ότι θα ήμουν τόσο αδύναμος.
Σ.Τ.: Είναι κανείς δυνατός μπροστά σε αυτά τα πράγματα;
Β.Κ.: Όχι.
Σ.Τ.: Μόνο από αναισθησία ίσως.
Β.Κ.: Να πω την αλήθεια, δεν κατάλαβα πώς έγινε η ταφή. Πήγαμε στην εκκλησία, στο νεκροταφείο. Είχα διαβάσει όσα έπρεπε να κάνω και έκανα τα πάντα, παρήγγειλα φέρετρο…
Σ.Τ.: Τα έκανες εσύ όλα αυτά;
Β.Κ.: Ναι. Έπρεπε να αγοράσω τον τάφο, να σκεφτώ τι θα μπει πάνω στον τάφο.
Σ.Τ.: Οι φίλοι; Δεν βοήθησαν στα πρακτικά;
Β.Κ.: Δεν μπορούσαν νομίζω.
Σ.Τ.: Αυτό είχε να κάνει και με την, ας το πούμε, κοινωνική μοναξιά του gay ζευγαριού;
Β.Κ.: Α, όχι, ήμασταν πολύ αυτάρκεις μαζί, δεν ήμασταν ποτέ μοναχικοί. Είχαμε πολλούς φίλους, ήθελαν να βοηθήσουν, αλλά είναι μερικά πράγματα που πρέπει…
Σ.Τ.: … να τα κάνεις εσύ.
Β.Κ.: Ναι. Και πρέπει να αντιμετωπίσεις όλο αυτό ως μια τελετή περάσματος. Γιατί αυτό βοηθάει πάρα πολύ εσένα τον ίδιο να πεις «αντίο». Λιποθύμησα ξανά όταν τον κατέβασαν στον τάφο.
Σ.Τ.: Είχες συνείδηση των στιγμών εκείνων;
Β.Κ.: Όχι, όχι. Τον έψαχνα παντού γύρω μου. Έρχονταν οι φίλοι, με αγκάλιαζαν, με φιλούσαν, με χτυπούσαν στην πλάτη και μου έλεγαν: «Είμαστε μαζί σου, έλα να μιλήσουμε». Μου είπε κάποιος, «πρέπει να αποκτήσεις χόμπι τώρα και να ασχοληθείς με τη γιόγκα για να τα ξεχάσεις όλα αυτά». Εγώ δεν καταλάβαινα τι μου έλεγαν και ρωτούσα συνεχώς την ξαδέλφη του, που ήταν δίπλα μας: «Πού είναι ο Ρόμπερτ; Γιατί δεν τον βλέπω εδώ τον Ρόμπερτ; Γιατί με έχει αφήσει μόνο μου εδώ μέσα;». Το μόνο που θυμάμαι είναι οι φωνές των kookaburra, των πουλιών, και τους ανθρώπους που θα έκλειναν τον τάφο, που μου είπαν ξαφνικά: «Πρέπει να ρίξεις αυτά τα ροδοπέταλα πάνω στον τάφο».
Σ.Τ.: Ένα επόμενο στάδιο μετά το μούδιασμα ποιο είναι;
Β.Κ.: Η νεκροφάνεια, νομίζω, η δική μου. Δεν μπορώ να καταλάβω πώς πέρασε ο Ιούλιος, ο Αύγουστος, ο Σεπτέμβριος. Πέρασαν μήνες που δεν έβγαινα έξω. Είχα αποκοπεί εντελώς απ’ όλο τον κόσμο. Έβγαινα το βράδυ μόνο για να βγάλω βόλτα τα δυο σκυλάκια που είχαμε. Το μόνο που έκανα ήταν να επιστρέφω στο σπίτι, να κάθομαι μπροστά στην τηλεόραση, να την ανοίγω, αλλά να μη βλέπω καν τι έπαιζε.
Σ.Τ.: Αφέθηκες σε πλήρη παρακμή δηλαδή;
Β.Κ.: Απόλυτη, ναι. Κατατονία απόλυτη.
Σ.Τ.: Έτρωγες, πλενόσουν;
Β.Κ.: Τα έκανα αυτά, ναι, γιατί ήταν ο μόνος τρόπος για να αντιδράσω. Δηλαδή κατάλαβα ότι δεν μπορούσε να συνεχιστεί αυτό. Με έναν περίεργο τρόπο προσπαθούσα να νιώσω αυτό που ένιωθε ο Ρόμπερτ εκείνη τη στιγμή. Γι’ αυτό λέω στο βιβλίο ότι ήταν σαν να μπήκα στον κόσμο του Edgar Allan Poe. Ακούγεται γλυκανάλατο ή ηλίθιο, αλλά έβλεπα οράματα. Έβλεπα πράγματα να εμφανίζονται μπροστά μου. Δεν κοιμόμουν γιατί φοβόμουν ότι από το ταβάνι του δωματίου θα έβγαιναν περίεργες φιγούρες.
Σ.Τ.: Μέσα στο σκοτάδι αυτό τι σε βοηθούσε; Έπαιρνες φάρμακα; Έπινες;
Β.Κ.: Όχι, όχι.
Σ.Τ.: Υπήρχε κάτι που σου έδινε μια μικρή έστω παρηγοριά;
Β.Κ.: Κατάλαβα πώς πολλοί άνθρωποι παίρνουν ναρκωτικά, πίνουν ή πέφτουν σε άλλου είδους καταχρήσεις μετά από ένα τέτοιο γεγονός.
Σ.Τ.: Εσύ πού όρμησες για να βρεις λίγη παρηγοριά;
Β.Κ.: Αρχικά, αφιερώθηκα στα δύο σκυλάκια που είχαμε. Ξαφνικά κατάλαβα ότι εξαρτώνται από μένα. Ήταν πολύ μικρά και αισθάνθηκα υπεύθυνος γι’ αυτά. Έπειτα, γύρω στον Σεπτέμβριο, αποφάσισα να γράψω αυτή την επιστολή.
Σ.Τ.: Υπήρξε κάποια στιγμή που ενεργοποίησε αυτή την επιθυμία; Κάτι ξαφνικό; Ή γεννήθηκε σιγά-σιγά;
Β.Κ.: Υπήρξε μια στιγμή. Άνοιξα την ντουλάπα για να δω τι θα κάνω με τα ρούχα του και όλη αυτή η μυρωδιά, η αίσθηση του αρώματός του –έβαζε πάντα Miyake–, όλο αυτό, με χτύπησε σαν κάποιος να με χαστούκιζε για ώρες, αλλά και σαν να μου έλεγε «πρέπει να επιζήσεις, να το ξεπεράσεις, να ζήσεις και να μιλήσεις γι’ αυτό». Βρήκα τις κάλτσες που του είχα αγοράσει από εδώ, από το Κολωνάκι, μπλε και άσπρες, με την ελληνική σημαία. Του άρεσαν πάρα πολύ, τις φορούσε. Όταν ακούμπησα το παλτό του, ήρθε μια μυρωδιά που έφερε αναμνήσεις με τον τρόπο του Proust. Για να πω την αλήθεια, μου έδωσε ελπίδα όλο αυτό, ώστε να μην παραιτηθώ.
Σ.Τ.: Τα ρούχα αυτά τα έχεις ακόμα;
Β.Κ.: Ναι, ναι.
Σ.Τ.: Τι σκοπεύεις να τα κάνεις;
Β.Κ.: Δεν ξέρω. Θα μείνουν εκεί για πολλά χρόνια νομίζω. Προσπάθησα, λίγο πριν φύγω από την Αυστραλία, να τα δώσω. Στην Αυστραλία υπάρχει η παράδοση μόλις κάποιος πεθαίνει να δίνεις τα ρούχα στους άπορους και στους αστέγους. Ενώ είχα κανονίσει μια συνάντηση με τους Saint Vincent de Paul, μια σχετική οργάνωση, μετά κατάλαβα ότι δεν μπορούσα καν να τα ξεκρεμάσω.
Σ.Τ.: Δικό του ρούχο έχεις φορέσει εσύ;
Β.Κ.: Τις κάλτσες του.
Σ.Τ.: Και νιώθεις κάτι;
Β.Κ.: Δεν μπορώ να πω. Αισθάνομαι ότι ανασυγκροτώ κάποιες στιγμές που ζούσε.
Σ.Τ.: Είναι τρελό, αλλά εμένα, όπως σου έχω ξαναπεί, η μάνα μου μού έδωσε ένα μπουφάν του πατέρα μου είκοσι πέντε χρόνια μετά τον θάνατό του, και όταν το φόρεσα ήταν σα να με έκαιγε.
Β.Κ.: Σε καταλαβαίνω απόλυτα. Γιατί κι εγώ με τις κάλτσες του Ρόμπερτ που φορούσα ένιωθα ότι περπατούσα σαν και κείνον. Ότι ήμουν σε μέρη που πήγαινε εκείνος. Είναι περίεργο πράγμα η μνήμη, το τι μπορεί να κάνει, και το πώς προσπαθούμε τόσο απελπισμένα να επικοινωνήσουμε μέσα απ’ αυτά τα μικρά πράγματα.
Σ.Τ.: Ένα από τα ωραιότερα σημεία του βιβλίου είναι εκεί που λες πως, επιστρέφοντας από κάποιο μάθημά του (σ.σ. ήταν δάσκαλος μουσικής), του είπες ότι ήξερες τι μουσική έπαιζε λίγο πριν από τον ρυθμό που περπάταγε- ότι έπαιζε τα «Crisantemi» του Puccini.
Β.Κ.: Ναι, ναι. Υπάρχει και μια άλλη στιγμή. Ο Ρόμπερτ είχε ασφαλώς μουσική παιδεία, αλλά κι εγώ ήξερα μουσική, επειδή είχα ταξιδέψει. Του υπέδειξα να ακούσει το γερμανικό ρέκβιεμ του Brahms, κι ο Ρόμπερτ τρελάθηκε μετά από αυτό, επειδή ήταν και πολύ γερμανόφιλος. Και ξαφνικά, δύο εβδομάδες μετά, του ζήτησαν να το παίξει στο Opera House του Σίδνεϊ. Εγώ ήμουν στη μία πλευρά της αίθουσας, ενώ ο Ρόμπερτ έπαιζε πάνω στη σκηνή. Δεν ξέρω αν έχεις αισθανθεί την καρδιά σου να χτυπάει δύο φορές. Αν και μάς χώριζαν 500 μέτρα, ήμασταν τόσο κοντά ο ένας στον άλλο. Η μουσική του Brahms, ειδικά το δεύτερο μέρος, εκεί που λέει ότι η σάρκα είναι σαν χορτάρι που πεθαίνει και δεν ξανάρχεται… Επικοινωνούσαμε από απόσταση και αισθανόμουν ότι η καρδιά του χτυπούσε δίπλα μου ή μέσα μου ακόμα. Όταν γυρίσαμε στο σπίτι μού είπε το ίδιο και κείνος. «Κάποια στιγμή δεν μπορούσα να παίξω γιατί νόμιζα ότι κάποιος άλλος είναι μέσα μου». Όλα αυτά προέκυψαν μέσα από τη μουσική, όπως καταλαβαίνεις. Γι’ αυτό, όταν φόρεσα τις κάλτσες του, αισθάνθηκα ότι περπατούσα σαν και κείνον, ότι ήμουν σαν και κείνον… Ακούγομαι ευγενής, αλλά είμαι λίγο χωριάτης, άξεστος άνθρωπος.
Σ.Τ.: Ως προς τι; Ως προς την ορμή των συναισθημάτων;
Β.Κ.: Ως προς τη συμπεριφορά μου.
Σ.Τ.: Μα το να έχεις ορμητικά αισθήματα δεν είναι χαρακτηριστικό του χωριάτη. Το αντίθετο. Η μεγάλη μάζα είναι που ζει σ’ ένα συναισθηματικό flatline.
Β.Κ.: Σωστά. Αλλά ο Ρόμπερτ είχε αυτή την εξευγενισμένη αντίληψη των αισθημάτων· μια απλή κίνηση, μια απλή χειρονομία, ένα ανοιγοκλείσιμο των ματιών. Ήταν σαν να έβλεπες έναν αναγεννησιακό πίνακα όταν μιλούσε ο Ρόμπερτ.
#img#
Σ.Τ.: Δηλαδή εσύ δίπλα του ήσουν ο ζωηρός Μεσόγειος ας πούμε;
Β.Κ.: Ναι, ναι, πάντα.
Σ.Τ.: Και έτσι σε αντιμετώπιζε κι αυτός;
Β.Κ.: Αυτός συγκλονιζόταν από τους ζωηρούς Μεσόγειους. Έτσι γίνεται, ό ένας ζητάει από τον άλλον αυτό που ουσιαστικά θα ήθελε να είναι.
Σ.Τ.: Πάντως, το physique σου δεν είναι του κλασικού Έλληνα. Είσαι ξανθός, γαλανομάτης.
Β.Κ.: Ναι, αλλά η συμπεριφορά μου είναι ανθρώπου από τα Κρέστενα νομού Ηλείας. Δεν έχω, ούτε είχα πρόβλημα με αυτό. Δεν προσπάθησα ποτέ να κρύψω τη συμπεριφορά μου. Αν και στην Αυστραλία η συμπεριφορά των ανθρώπων είναι πολύ ελεγχόμενη, εγώ δεν ήθελα να αλλάξω. Ήθελα να μιλάω.
Σ.Τ.: Σαν τυπικός wog;
Β.Κ.: Aκριβώς, με ευθύτητα καταρχάς, με ειλικρίνεια. Δεν μου άρεσαν οι περιφράσεις που πολλές φορές χρησιμοποιούν οι Εγγλέζοι, που μιλούν για τα πιο προφανή πράγματα χωρίς να τα ονομάζουν.
Σ.Τ.: Οπότε, Βρασίδα, τον Σεπτέμβρη αρχίζεις να γράφεις και σιγά-σιγά τα αισθήματά σου μετασχηματίζονται ― μεταβολίζεις τον θάνατο, για να χρησιμοποιήσω μια άσχημη λέξη…
Β.Κ.: Όχι, όχι. Μου πήρε πολύ καιρό, ακόμα και τώρα νομίζω ότι πολεμάω με αυτό το φάντασμα, με την παρουσία του, με το διάνεμα, όπως θα έλεγαν στη δημοτική γλώσσα. Φαντάσου ότι στην Αυστραλία πολλές φορές περπατάω στον δρόμο και μου έρχονται στίχοι του Παλαμά από τον «Τάφο»: «Γίνε αεροφύσημα και γλυκοφίλησέ μας». Άκου κουβέντα τώρα! Ξαφνικά οι συνθήκες τα φέρνουν έτσι ώστε μιλάς με την ποίηση. «Γίνε αεροφύσημα και γλυκοφίλησε μας». Δηλαδή όταν φύσαγε ο άνεμος εγώ περίμενα να έρθει να με φιλήσει ο Ρόμπερτ, να με αγγίξει. Η γραφή με βοήθησε λίγο να το ελέγξω όλον αυτό τον συναισθηματικό στρόβιλο στον οποίο βρισκόμουν για πάρα πολύ καιρό. Μετά έπρεπε να πάω στο πανεπιστήμιο ξανά, να δουλέψω, το πρώτο εξάμηνο μετά τον θάνατο του, αλλά συνέχισα να γράφω μανιωδώς. Δεν κοιμόμουν το βράδυ, υπήρξαν εβδομάδες που δεν κοιμήθηκα καθόλου. Προσπαθούσα να βρω τα ίχνη του παντού, τι είχε αφήσει πίσω, τι έκανε. Κάποια στιγμή, εκεί που έψαχνα τα χαρτιά μου, βρίσκω έναν φάκελο που έλεγε «η διαθήκη μου». Δεν φανταζόμουν ποτέ ότι θα υπήρχε διαθήκη. Και ήθελα τα περισσότερα να τα δώσω στον αδελφό του, στην οικογένειά του, παρόλο που είχαν απομακρυνθεί λίγο. Αλλά το βιολί και τη βιόλα που έπαιζε, τα προσωπικά του αντικείμενα, τα κράτησα εγώ.
Σ.Τ.: Δεν σε πονάει που τα βλέπεις;
Β.Κ.: Πολύ, πάρα πολύ.
Σ.Τ.: Δεν σου έχει έρθει η επιθυμία να τα κρύψεις, να τα δώσεις; Να τραβήξεις ένα Χ και να κρατήσεις μεν την υψηλή μνήμη του αλλά να μη βασανίζεσαι από τη θέα και τη μνήμη αυτών των πραγμάτων;
Β.Κ.: Περίεργο! Δεν θέλω να χαθεί από δίπλα μου η παρουσία του όσο ζω. Θα τα κρατήσω μέχρι το τέλος. Δηλαδή θα ήθελα να πεθάνω περιστοιχισμένος από τα δικά του πράγματα. Δεν θα ήθελα να αποχωριστώ όσα μας έδεσαν και μας έφεραν μαζί. Και αυτά είναι μικρά πράγματα. Του Ρόμπερτ του άρεσε πάντα να αγοράζει αυτά τα μικρά κόκκινα λεωφορεία όταν πηγαίναμε στο Λονδίνο. Κάθε φορά που τα πιάνω στα χέρια μου αισθάνομαι γαλήνη. Ταυτόχρονα, μου έρχονται λυγμοί, σκεπτόμενος αυτόν που έφυγε. Λες και βρίσκω τα δάχτυλά του, τα χέρια του πάνω τους, τα αποτυπώματά του. Βλέπεις, πολλές φορές μέσα στην τρέλα μου μιλάω σε αυτά τα άψυχα αντικείμενα. Μη με ρωτήσεις αν μου απαντάνε. Εγώ τους μιλάω.
Σ.Τ.: Εσύ, βέβαια, τώρα είσαι σε κατάσταση έντονου πένθους ακόμα, αλλά, απ’ ό,τι ξέρουμε, η ζωή έχει πολλές πανουργίες για να τραβάει τους ζωντανούς πίσω στους ζωντανούς.
Β.Κ.: Ναι, το ξέρω. Ίσως συμβεί κάποια στιγμή, αλλά θέλω να περάσω μέσα από αυτήν τη χώρα του πένθους και να δω πώς θα με αλλάξει. Και νομίζω με έχει αλλάξει πάρα πολύ.
Σ.Τ.: Οπότε, ως προς τις πανουργίες;
Β.Κ.: Έρχονται κάποιες τετοιες στιγμές, αλλά μετά από λίγο ανοίγεις την πόρτα, μπαίνεις στο σπίτι και ξαναγυρνάς εκεί όπου ήσουνα.
Σ.Τ.: Στο σπίτι.
Β.Κ.: Ναι.
Σ.Τ.: Το λες και το ξαναλές. Καταρχάς, λες μια υπέροχη φράση, ότι τη στιγμή που εκφράστηκε ο έρωτας σας, όταν εκείνος σου είπε «μη με αφήσεις ποτέ», εσύ γύρισες και του απάντησες «μα πού να πάω; Εσύ είσαι το σπίτι μου».
Β.Κ.: Μα ήταν το σπίτι μου. Το πρώτο κείμενο που έγραψα στα αγγλικά, που ήταν οι αναμνήσεις του Μανώλη Λάσκαρη, είχαν αυτή την περίεργη αφιέρωση: ToRobert, home.
Σ.Τ.: Α, τέλειο!
Β.Κ.: Ήταν το σπίτι μου. Επειδή στα νιάτα μου περιπλανήθηκα πάρα πολύ, πήγαινα από δω και από κει, έκανα όλες αυτές τις αλλοκοτιές που κάνουν οι νέοι, ψάχνονται, ψάχνουν.
Σ.Τ.: Ψάχνουν τα όριά τους.
Β.Κ.: Και τα ξεπερνούν πολλές φορές.
Σ.Τ.: Μα άμα δεν τα ξεπεράσεις, πώς θα ξέρεις ότι είναι όρια;
Β.Κ.: Σωστά. Και ξαφνικά, όταν συνάντησα τον Ρόμπερτ, όλα αυτά τελείωσαν. Έναν χρόνο μετά τη συνάντησή μας ήμασταν σε ένα gay bar στο Σίδνεϊ, κοιτάξαμε γύρω μας και αυτόματα, χωρίς να έχουμε μιλήσει καν, μου είπε: «Δεν νομίζεις ότι είναι η ώρα να πάμε σπίτι και να μείνουμε εκεί;». Κοίταξα γύρω και του απάντησα «ναι, ναι αυτό ήθελα να σου πω κι εγώ». Ο Ρόμπερτ για μένα είναι το σημείο αναφοράς και το κέντρο ύπαρξης. Δηλαδή, όλο αυτό το πένθος αφορά και το ότι έχασα το κέντρο μου.
Σ.Τ.: Έχασες το σπίτι σου.
Β.Κ.: Ναι. Και ξαφνικά μένεις σε αυτό το σπίτι, αλλά δεν είναι το σπίτι σου πια.
Σ.Τ.: Γι’ αυτό και μερικές απ’ τις πιο σπαρακτικές σελίδες είναι αυτές που λες ότι ο κήπος σας μαραίνεται ερήμην του Ρόμπερτ.
Β.Κ.: Ναι. Τα λουλούδια με μισούν! Γιατί περίμεναν τον Ρόμπερτ, που τα πρόσεχε συνέχεια. Και έναν μήνα αφού έφυγε κατάλαβα ότι τα λουλούδια δεν με θέλουν. Μου φώναζαν «φύγε από δω, δεν θέλουμε να μας πιάνεις, να μας αγγίζεις», παρόλο που τα πότιζα, τα περιποιόμουν, τα κλάδευα. Τώρα αυτά, θα μου πεις, είναι παραισθήσεις και παράκρουση.
Σ.Τ.: Δεν είναι. Για το σπίτι χρειάζονται δύο.
Β.Κ.: Ναι. Ο Ρόμπερτ είχε μια απίστευτη αίσθηση της τάξης.
Σ.Τ.: Δεν είναι μόνο η τάξη, είναι και αυτό που λες επανειλημμένως: η ολοκλήρωση. Ότι μέσα από τον έρωτα βλέπεις για πρώτη φορά τον εαυτό σου και αισθάνεσαι ότι αυτό το σπασμένο πράγμα που είσαι, κυκλοφορώντας στον κόσμο, γίνεται ένα όταν συναντάς τον έρωτά σου.
Β.Κ.: Ξέρεις, πολλές φορές με πιάνει απόγνωση με αυτό που λένε οι άνθρωποι, ειδικά οι θρησκευόμενοι, «σημασία έχει η αγάπη». Δεν υπάρχει η αγάπη γενικά, υπάρχει η αγάπη ενός συγκεκριμένου ανθρώπου, αγαπάς κάτι συγκεκριμένο και βάσει αυτής της έντασης, της αφοσίωσης και της αυτοθυσίας πιστεύω ότι πρέπει να κριθούμε. Μόνο έτσι μπορούμε να σταθούμε μπροστά σε μια μεταφυσική κρίση που θα έρχεται από τον Θεό, αν υπάρχει βέβαια θεός, και δεν είναι μία από τις προβολές του Εγώ μας. Εγώ νομίζω ότι το μεγαλύτερο πράγμα που μου έδωσε ο Ρόμπερτ είναι ότι ξαφνικά άρχισα να σκέφτομαι και για κάποιον άλλο, όχι μόνο για τον εαυτό μου.
Σ.Τ.: Στα χρόνια της αλητείας, ας τα πούμε έτσι, γράφεις ότι ήσουν ευτυχισμένος, σχεδόν αυτάρκης. Ωστόσο, θεωρείς ότι ο άνθρωπος ολοκληρώνεται και βρίσκει τα υψηλότερα σημεία του όταν ερωτεύεται.
Β.Κ.: Και γίνεται δέντρο. Με τον άλλο βγάζεις ρίζες, κάνεις καρπούς.
Σ.Τ.: Στις ρίζες βάζεις και τα παιδιά ή…
Β.Κ.:… οτιδήποτε διαλέγει κάθε άνθρωπος να κάνει. Δεν μου αρέσει να γενικεύω.
Σ.Τ.: Σας ήρθε ποτέ η επιθυμία να έχετε παιδιά;
Β.Κ.: Όχι. Νομίζω ότι ήμασταν και οι δύο πολύ αφοσιωμένοι ο ένας στον άλλον, δεν θα ήθελα να κάνω παιδιά ούτε να τα βλέπω ως αντίγραφο του εαυτού μου, όπως ακούσαμε πρόσφατα. Αυτό, νομίζω, ότι είναι το μεγάλο πρόβλημα με τα ανδρικά ζευγάρια πολλές φορές, και η μεγάλη έλλειψη. Ότι ενώ θα ήθελες να έχεις, επιλέγεις να μην το έχεις, να μην το κάνεις. Νομίζω ότι ο Ρόμπερτ ξαναζούσε διαρκώς την παιδική του ηλικία, ήταν ένα παιδί.
Σ.Τ.: Εσύ αυτό το αποδίδεις και σε μια ολόκληρη γενιά, τη γενιά σου, τη γενιά μας. Λες ότι είναι εφηβενήλικες.
Β.Κ.: Ναι. Kidults.
Σ.Τ.: Δηλαδή νοσταλγούν συνέχεια την εφηβεία τους, αρνούνται να μεγαλώσουν.
Β.Κ.: Δεν είναι φανερό;
Σ.Τ.: Ασφαλώς. Το διακρίνεις περισσότερο στους Έλληνες ή μιλάς γενικά;
Β.Κ.: Το διακρίνω παντού. Και στην Αυστραλία το ίδιο είναι, και στον αγγλοσαξονικό κόσμο.
Σ.Τ.: Αναφέρεσαι στους boomers;
Β.Κ.: Στη γενιά μετά τους boomers. Οι boomers έχουν γεράσει.
Σ.Τ.: Μα κι εμείς έχουμε γεράσει.
Β.Κ.: Εννοώ ότι έχουν γεράσει ψυχικά, διότι βασανίστηκαν περισσότερο απ’ ό,τι νομίζουμε. Η γενιά μας έχει αποφασίσει να μείνει στη δεκαετία του ’70. Να μη μεγαλώσουμε, να μην ξεπεράσουμε αυτήν τη δεκαετία, να είμαστε πάντα σε μια διαρκή επαναστατική ή οργασμική διέγερση.
Σ.Τ.: Πάντως δεν ήταν κι άσχημα, Βρασίδα.
Β.Κ.: Ήταν πολύ ωραία.
Σ.Τ.: Το γλεντήσαμε.
Β.Κ.: Το γλεντήσαμε, το απολαύσαμε. Γνωριστήκαμε με ανθρώπους, κάναμε πράξεις άσκοπες, που είναι πολύ σημαντικό.
Σ.Τ.: Αυτή η ανευθυνότητα είχε και την πλάκα της.
Β.Κ.: Είχε και τη σημασία της, από ψυχολογικής πλευράς.
Σ.Τ.: Είχε βέβαια και τις ζημίες της.
Β.Κ.: Ναι, γιατί μερικοί άνθρωποι δεν μπορούν να ξεκολλήσουν. Μπορεί κάποιος να εθιστεί, να χρειάζεται κάθε βράδυ να βγαίνει και να κάνει σεξ με αγνώστους, χωρίς να καταλαβαίνει για ποιον λόγο και στο τέλος, όσο πιο πολύ το κάνεις, τόσο πιο ανικανοποίητος μένεις.
Σ.Τ.: Ισχύει. Εσύ το ένιωθες αυτό;
Β.Κ.: Πάρα πολύ. Γι’ αυτό, κάποια στιγμή, ήμουν λίγο μαζεμένος, μετά τα 26-27.
Σ.Τ.: Ο Ρόμπερτ, όμως, κάποια στιγμή γυρίζει και σου λέει ότι νιώθει βρόμικος λόγω αυτής της σεξουαλικής υπερβολής. Ένιωθες κι εσύ βρόμικος;
Β.Κ.: Ποτέ.
Σ.Τ.: Πώς κι έτσι;
Β.Κ.: Δεν ξέρω.
Σ.Τ.: Και αυτή η διαφορά πού οφείλεται;
Β.Κ.: Είναι η διαφορά μεταξύ Προτεσταντισμού και Ορθοδοξίας νομίζω.
Σ.Τ.: Αυτό λες; Μα και η Ορθοδοξία προκαλεί τόσες ενοχές.
Β.Κ.: Μπα, εγώ την Ορθοδοξία τη βλέπω ως ένα «θεολογικό χορευτικό». Η Ορθοδοξία δεν έχει βάθος, δεν βλέπει τον άνθρωπο ως ψυχολογική σχάση, μια ψυχή η οποία βρίσκεται σε διάλυση. Δεν έχουμε την αυγουστίνεια ανθρωπολογία στην Ορθοδοξία.
Σ.Τ.: Ναι, αλλά δεν ενοχοποιεί τη σεξουαλικότητα;
Β.Κ.: Η Ορθοδοξία ενοχοποιεί τη σεξουαλικότητα, αλλά δεν την κάνει δαιμονική. Ο Προτεσταντισμός την βλέπει ως κάτι δαιμονικό για το οποίο πρέπει να τιμωρηθείς. Εμείς δεν το αισθανόμαστε ποτέ αυτό.
Σ.Τ.: Οπότε το κενό, ας πούμε, που ένιωθες μετά τη σεξουαλική υπερβολή των ’70s ήταν περισσότερο από κόπωση παρά από ενοχή;
Β.Κ.: Κοίταξε, κάποια στιγμή νομίζω ότι πρέπει να λέμε «I had enough», ό,τι ήταν να κάνουμε το κάναμε.
Σ.Τ.: Μου θυμίζεις τον Χριστιανόπουλο που έλεγε ότι «απαραιτήτως ο άνθρωπος πρέπει να σταματάει να πηγαίνει στο ψωνιστήρι στα 57 του χρόνια». Το είχε μετρήσει.
Β.Κ.: (γέλια) Ναι, το είχε μετρήσει. Θα μου πεις ότι υπάρχει η απληστία της επιθυμίας, η επιθυμία είναι απέραντη και απαιτητική πάντα. Αλλά από ένα σημείο και πέρα λες ότι εντάξει, πρέπει να κοιτάξω και τον εαυτό μου τώρα.
Σ.Τ.: Νομίζω ότι ο Απόστολος Παύλος έλεγε: «ἐδόθη μοι σκόλοψ τῇ σαρκί…»
Β. Κ.: «… ίνα μη υπεραίρωμαι».
Σ.Τ.: Ακριβώς.
Β. Κ.: Δεν μου δόθηκε σκόλοπας, τον δημιούργησα. Δηλαδή κάποια στιγμή είπα ότι εντάξει, έκανες ό,τι έκανες, τώρα πρέπει να βρεις κάποιον και να είσαι μαζί του.
Σ.Τ.: Οπότε συναντηθήκατε εσείς οι δύο άνθρωποι μετά από αυτή την περιπλάνηση που για σένα δεν ήταν μόνο σεξουαλική, είχε κι άλλα, πολύ ωραία πράγματα, μεγάλα ταξίδια, εμπειρίες ― είχες γίνει μέχρι και μοναχός.
Β. Κ.: Καλόγερος. Ναι. Αποτυχημένος βέβαια.
Σ.Τ.: Αποτυχημένος. Αλλά το δοκίμασες. Ως ηθοποιός ίσως- πνευματικός ηθοποιός. Έφτασες μέχρι και τη Μόσχα;
Β. Κ.: Μέχρι τη Μόσχα, το μοναστήρι του Αλεξάνδρου Νιέφσκι.
Σ.Τ.: Πόσο έμεινες εκεί;
Β. Κ.: Περίπου τέσσερις μήνες, δεν άντεξα άλλο. Αν οι ορθόδοξοι καλόγεροι είναι τυπολάτρες και δεν έχουν καμιά αίσθηση πνευματικότητας, οι Ρώσοι πίνουν συνέχεια. Από το πνεύμα στο οινόπνευμα!
Σ.Τ.: Πόσων ετών ήσουν τότε;
Β. Κ.: Είκοσι τρία-είκοσι τέσσερα.
Σ.Τ.: Θα ήσουν και όμορφος.
Β. Κ.: Πολύ.
Σ.Τ.: Ήσουν ένας ξανθός άγγελος, είκοσι τριών ετών, ανάμεσα στους Ρώσους πότες!
Β. Κ.: Όχι απλώς πότες, έπρεπε να τους τραβάω το βράδυ. Θυμάμαι τον ηγούμενο του μοναστηριού που καθόταν κάτω από μια κάνουλα.
Σ.Τ.: Τι πλάκα!
Β. Κ.: Άνοιγε την κάνουλα και έπινε βότκα. Μου θύμιζε Buñuel όλη αυτή η κατάσταση.
Σ.Τ.: Αυτό δεν κατέρριψε κάθε θρησκευτικό σου αίσθημα;
Β. Κ.: Ναι. Τότε αποφάσισα ότι δεν υπάρχει Θεός. Αν αυτοί πιστεύουν, δεν υπάρχει Θεός, αυτό είπα στον εαυτό μου. Μετά πήρα τον Υπερσιβηρικό και ταξίδεψα μέσα από τη Σιβηρία όλη τη Ρωσία, έφτασα μέχρι το Βλαδιβοστόκ. Και εκεί βλέπεις τη φυσική αποκάλυψη του Θεού. Τα δάση, τα χρώματα των δέντρων, τα ζώα, τις αποχρώσεις του χιονιού που νομίζουμε ότι είναι άσπρο, αλλά δεν είναι άσπρο πουθενά, αν το προσέξεις. Ξαφνικά ανακαλύπτεις την ωραιότητα του κόσμου, που όπως λένε οι Ψαλμοί αναγγέλλει τη δόξα του Θεού.
Σ.Τ.: Οπότε έχασες τον Θεό απ’ τη μια μεριά αλλά τον βρήκες απ’ την άλλη.
Β.Κ.: Δεν ξέρω αν λέγεται Θεός. Όπως θα έλεγε ο Spinoza, είναι ο Θεός ή η Φύση; Εγώ πιστεύω σε μια φυσική θεολογία, των προσωκρατικών, ότι τα πάντα είναι πλήρη θεών. Γι’ αυτό δεν είχα ποτέ, αν μου επιτρέπεις, ενοχή. Δεν καταλαβαίνω τι σημαίνει να έχεις ενοχές γι’ αυτό που είσαι. Δεν μπορείς να είσαι ένοχος γι’ αυτό που είσαι! Είσαι αυτό που είσαι.
Σ.Τ.: Αυτό είναι θαυμάσιο όταν συμβαίνει, αλλά, μεγαλώνοντας στην ελληνική επαρχία τη δεκαετία του ’60 ή του ’70, δεν είναι και τόσο εύκολο, μέχρι να σταθείς στα πόδια σου πνευματικά.
Β.Κ.: Ναι.
Σ.Τ.: Ωστόσο εσύ μου λες ότι ποτέ δεν είχες ενοχή.
Β.Κ.: Ποτέ. Αντίθετα, πάντα ήξεραν ότι κάτι ήταν στραβό με αυτό το παιδί.
Σ.Τ.: Αυτή η λέξη, το «στραβό», είναι το θέμα.
Β.Κ.: Μου άρεσε όμως εμένα να είμαι στραβός. Δεν ήθελα να είμαι σαν τους άλλους. Δηλαδή οι άλλοι ήταν, πώς να το πούμε, ένα είδος…
Σ.Τ.: … βαρετής ορθοκανονικότητας.
Β.Κ.: Ναι, και ομοιομορφίας, που έλεγε ότι πρέπει να συμπεριφέρεσαι έτσι, ενώ ο Βρασίδας…
Σ.Τ.: Οπότε, Βρασίδα, συναντηθήκατε με τον Ρόμπερτ, έκλεισε η περίοδος των περιπλανήσεων και ήρθε το αποκαλυπτικό φως του έρωτα. Το οποίο, επίσης, είχε στάδια, φαντάζομαι.
Β.Κ.: Ε, στην αρχή, ξέρεις, είναι ο πόθος. Ο πόθος και το σεξ. Δηλαδή συναντάς κάποιον άνθρωπο και ξαφνικά κολλάτε σωματικά.
Σ.Τ.: Από κει ξεκινούν όλα.
Β.Κ.: Δεν μπορούσαμε να ξεκολλήσουμε. Για μήνες, για τον πρώτο χρόνο. Ήταν αυτό που έλεγε ο Ερωτόκριτος, «για σένα εγεννήθηκε στον κόσμο το κορμί μου». Το ένιωσα αυτό. Βρε, διάολε, έκανες σεξ παντού, στον Καναδά, στη Φινλανδία, στη Ρωσία. Και ξαφνικά, βρίσκεις έναν άνθρωπο…
Σ.Τ.: Μάλιστα τον πόθο σού τον δημιούργησε ένα σώμα που ήταν, ας το πούμε, στραβό επίσης, γεμάτο ουλές. Ενός ανθρώπου ο οποίος ντρεπόταν για το σώμα και τη γύμνια του. Ωστόσο αυτή η ευθραυστότητα εσένα σε ερέθισε ακόμα πιο πολύ.
Β.Κ.: Σου είπα, μετά από λίγο δεν θέλαμε να ξεκολλήσουμε. Αυτό το σώμα για μένα ήταν η επαφή με κάτι άλλο πέρα από το σώμα, αν μου επιτρέπεις, το αγκάλιασμα των σωμάτων, ο οργασμός, ο έρωτας, η εκσπερμάτωση, όλα αυτά ήταν μια απάντηση στον Πλάτωνα, στον Χριστό. Αν θυμάσαι, στον Πλάτωνα, στο Συμπόσιο δεν είναι μόνο οι άνθρωποι που ενώνονται. Λέει η Διοτίμα, «τι είναι αυτό που ζητάτε εσείς οι θνητοί ο ένας από τον άλλον;». Αυτό είναι η απάντηση του έρωτα, σε αυτό το ερώτημα. Και τελικά ήθελα αυτόν. Δεν ήταν μια αφηρημένη ιδέα, μια επικύρωση κοινωνική, μια αναγνώριση.
Σ.Τ.: Αν είναι έτσι όπως τα λες, η θρησκεία θα φοβάται λίγο και τον έρωτα.
Β.Κ.: Κοίταξε, υπερβάλλουμε με τη θρησκεία. Είναι άλλο το θρησκευτικό αίσθημα, ας το πούμε η θρησκευτικότητα, και άλλο η θρησκεία η οργανωμένη. Δεν μιλάω για την Εκκλησία την ορθόδοξη, την οποία θεωρώ έναν αντιπνευματικό οργανισμό και επομένως άφιλο. Δεν μπορείς να κάνεις θεολογία αν δεν έχεις φίλους. Η φιλία, όπως έλεγε ο Αριστοτέλης, είναι αυτή που χτίζει πολιτείες. Αυτή που χτίζει σχέσεις, πολιτεύματα και, τέλος, σχέσεις ερωτικές μεταξύ των ανθρώπων. Λοιπόν, εγώ νομίζω ότι με τον Ρόμπερτ περάσαμε τις τέσσερις λέξεις που έχει η ελληνική γλώσσα γι’ αυτή την πορεία: από τον πόθο, στον έρωτα, στη στοργή και στο τέλος, στην αγάπη. Έγινε αυτή η καταπληκτική μετάβαση.
Σ.Τ.: Από το «σε θέλω» στο «τι θέλεις;».
Β.Κ.: Επομένως, η στοργή σήμαινε ότι έπρεπε να πάρω ευθύνη για τη ζωή του Ρόμπερτ- και την πήρα. Ο Ρόμπερτ μου έλεγε «φύγε, καταστρέφω την καριέρα σου» και του απαντούσα «let it go, δεν με ενδιαφέρει η καριέρα μου, δεν θα ζήσω με την καριέρα μου».
Σ.Τ.: Όταν φτάσατε στα επόμενα στάδια του πόθου, όταν ο πόθος γίνεται στοργή και «τι θές να σου μαγειρέψω σήμερα;», αισθάνθηκες ποτέ ότι αυτό ήταν κάτι πιο χαμηλό, πιο συμβατικό από τα πρώτα στάδια;
Β.Κ.: Εγώ τρελαίνομαι για ρουτίνες. Δεν τις φοβάμαι. Οι ρουτίνες υποδηλώνουν μια σχέση αδιάρρηκτη. Θα κάνεις αυτό, θα κάνω εκείνο, και έχουμε μια πολύ όμορφη σχέση. Όλοι οι άνθρωποι ζουν με αυτές τις ρουτίνες. Ο Καζαντζάκης την ονομάζει «η άγια ρουτίνα της καθημερινότητας». Η ωραιότερη στιγμή είναι να πηγαίνεις στο σπίτι και βλέπεις ένα πιάτο φαγητό να σε περιμένει. Αυτό το έχεις γράψει εσύ για τη μητέρα σου. Ένα καταπληκτικό κομμάτι. Έτρεχα να γυρίσω στο σπίτι πριν έρθει ο Ρόμπερτ για να του φτιάξω μια μπολονέζ ή ένα άλλο φαγητό που του άρεσε. Για μένα ήταν ευτυχία αυτό. Ήταν το απόλυτο, αν μου επιτρέπεις, ήταν έρωτας.
Σ.Τ.: Και για μένα είναι ευτυχία αυτό.
Β.Κ.: Μεγάλη ευτυχία, απόλυτη. Συντονισμός στον κοσμικό ρυθμό πρωί, μεσημέρι, βράδυ. Ο ήλιος, το ημίφως και το σκοτάδι: αυτά τα ζούσαμε μαζί εκεί πέρα. Βγαίναμε έξω το βράδυ να κάνουμε βόλτες, καθόμασταν δίπλα στα λουλούδια και μιλούσαμε.
Σ.Τ.: Η σεξουαλική απιστία που μπορεί να έρθει σε τέτοιες περιόδους, είναι κάτι που σε πλήγωσε;
Β.Κ.: Στην αρχή, ναι, με πλήγωσε. Ακόμα με πληγώνει… Το έκανα κι εγώ μια φορά. Το ομολογώ.
Σ.Τ.: Γιατί το σώμα εξακολουθεί να έχει τις ανάγκες του.
Β.Κ.: Να πω την αλήθεια, μετά από λίγο το κάνεις μόνο και μόνο γιατί θες να αποδείξεις στον εαυτό σου ότι μπορείς να το κάνεις.
Σ.Τ.: Α! Λες;
Β.Κ.: Ναι. Εγώ έτσι νόμιζα, έτσι το έκανα. Ήθελα να δω αν μπορώ να το κάνω, αν είμαι σε θέση να λειτουργήσω.
Σ.Τ.: Σε πλήγωσε ωστόσο.
Β.Κ.: Πολύ, πάρα πολύ. Πέρασαν μέρες που σχεδόν καθόμασταν δίπλα χωρίς να κάνουμε έρωτα ή οτιδήποτε άλλο, απλώς κρατώντας το χέρι ο ένας του άλλου. Αλλά όπως λέμε στα αγγλικά: «You have to move on». Και προχωρήσαμε.
Σ.Τ.: Εσύ ήσουν τυχερός που δεν ένιωσες τύψεις, ενοχές, μεγαλώνοντας μέσα στη σεξουαλικότητα που έχεις, και έζησες αυτόν τον ανεπίληπτο, ρομαντικό έρωτα. Ωστόσο, η κοινωνία συσχετίζει κουτά πάντα, φαντάζομαι ακόμη και στις δύσκολες στιγμές. Νομίζω ότι αναφέρεις πως στο νοσοκομείο αντιμετωπίσατε εκρήξεις ομοφοβίας ή βλέμματα ομοφοβικά.
Β.Κ.: Πάρα πολλά. Ειδικά στο νοσοκομείο, και από νοσοκόμες κυρίως που προέρχονταν από διαφορετικά πολιτισμικά υπόβαθρα. Αλλά τα ξεπερνούσα. Δεν με ενδιέφερε καθόλου. Κάποτε τους αποκρινόμουν με την ίδια περιφρόνηση.
Σ.Τ.: Ναι, αλλά στη δύσκολη ώρα, αυτό είναι ένας βαθμός δυσκολίας μεγάλος.
Β.Κ.: Ναι. Έκανα το παν να μην το δει ο Ρόμπερτ. Το εισέπραξα μόνος μου, τον προστάτευα από τέτοιου είδους αισθήματα. Δεν ήθελα να νιώσει κάτι τέτοιο σε μια στιγμή αδυναμίας, αρρώστιας, ασθένειας. Εγώ μπορούσα να το αντιμετωπίσω και να απαντήσω, έκανα πολλαπλές αναφορές. Φαντάσου να μπαίνεις σ’ ένα νοσοκομείο που «φωνάζει» ότι είναι εναντίον της ομοφοβίας με τεράστιες αφίσες και μετά να αντιμετωπίζεις αυτό.
Σ.Τ.: Είναι τρομερό, αλλά τη στιγμή που μιλάμε για έναν τέτοιον έρωτα, βλέπεις ότι η κοινωνία, παρότι προσποιείται τη μοντέρνα, είναι σε μεγάλο βαθμό ομοφοβική ακόμα. Ακόμα και η φράση «α, οι ομοφυλόφιλοι μπορούν να ερωτεύονται τόσο βαθιά, τόσο ρομαντικά, τόσο απόλυτα;» ενέχει ομοφοβία.
Β.Κ.: Αν υπάρχει κάτι σημαντικό στο βιβλίο είναι αυτό. Δείχνει πώς ερωτεύονται, αγαπάνε και αφοσιώνονται ο ένας στον άλλο δυο άντρες. Γιατί πολλοί νομίζουν ότι οι gay το μόνο που κάνουν είναι να πηγαίνουν από δω και από κει και να κάνουν ανώνυμο και πολλαπλό σεξ. Ότι είναι «μηχανές του σεξ», όπως λέγαμε παλιά.
Σ.Τ.: Συμφωνώ ότι αυτή είναι η κορυφαία αξία αυτού του βιβλίου.
Β.Κ.: Δεν έχει αποδεικτική αξία, αλλά χωρίς να το καταλάβουμε, δείξαμε και αποδείξαμε ότι η αφοσίωση περνάει μέσα από το σεξ, τον έρωτα, τον πόθο και τελικά γίνεται κάτι πολύ σημαντικότερο, κάτι ευρύτερο, που μας αγκαλιάζει ως ανθρώπους. Ο Freud έχει μιλήσει για τον άγνωστο ωκεανό της γυναικείας ψυχολογίας. Εγώ νομίζω ότι πρέπει να μιλήσουμε κάποια στιγμή για τον απύθμενο ωκεανό της ανδρικής ψυχολογίας, για το πώς σχετίζονται οι άντρες μεταξύ τους.
Σ.Τ.: Οι αρχαίοι Έλληνες λίγο το είχαν οσμιστεί.
Β.Κ.: Ναι, με την έννοια της φιλίας. Γι’ αυτό τον Ρόμπερτ τον ονομάζω Αχιλλέα και Άμλετ μαζί.
Σ.Τ.: Απλώς τώρα πρέπει να ξεπεράσουμε όλες αυτές τις στρώσεις των άλλων πολιτισμών που ακολούθησαν.
Β.Κ.: Κοίταξε, αυτό είναι προσωπική ευθύνη του καθενός. Δεν νομίζω ότι είναι νομοθετικό ζήτημα πλέον. Γιατί η νομοθεσία υπάρχει, αλλά είναι ζήτημα νοοτροπίας, ανθρώπων οι οποίοι είναι φοβισμένοι και οι ίδιοι, τρομοκρατημένοι από τη διαφορά. Όπως είπα, όταν ο Ρόμπερτ ήταν άρρωστος, προσπάθησα να τον προφυλάξω απ’ όλα αυτά. Για μένα το πώς δυο άντρες αγαπιούνται είναι ένα βασικό θέμα που αναδεικνύει αυτό το βιβλίο. Πώς περνάνε απ’ όλες αυτές τις φάσεις, τα στάδια.
Σ.Τ.: Η αρετή αυτού του βιβλίου είναι ότι δεν το χαρακτηρίζει καμία ενοχή, καμία τύψη αλλά και ότι δεν έχει και καμία επιθετικότητα. Είναι unapologetic, αλλά όχι με τον τρόπο που η gay, ας το πούμε, λογοτεχνία μιλά για τον έρωτα. Είναι σαν να μην υφίσταται πια το θέμα, να έχει αυτοδικαίως ξεπεραστεί. Ο έρωτας είναι γυμνός, ασχέτως φύλων, θρησκειών.
Β.Κ.: Είναι ο Ρόμπερτ και ο Βρας.
Σ.Τ.: Και αυτό είναι πραγματικά αποκαλυπτικό. Το βιβλίο σου είναι από τα συγκλονιστικότερα πράγματα που έχω διαβάσει τα τελευταία χρόνια και ελπίζω να βρει το ακροατήριο που του αξίζει.
Β.Κ.: Το έγραψα για να διασώσω τη μνήμη του Ρόμπερτ και της σχέσης μας. Να πω την αλήθεια, εγώ δεν παίζω κανέναν ρόλο σ’ αυτό το βιβλίο. Δεν θέλω να έχω κανένα κέρδος ή αναγνώριση, θέλω ο κόσμος να γνωρίσει τη σχέση μας και να κλάψει λίγο στη μνήμη του Ρόμπερτ, αν μου επιτρέπεις. Ήταν ένας ξεχωριστός άνθρωπος, η επαφή του με την Ελλάδα ήταν πολύ ωραία. Είχαμε μια φοβερή εμπειρία στη Σαντορίνη, όπου σχεδόν τον είδα να αιωρείται μπροστά μου – είχα τρελαθεί. Δεν μπορείς να φανταστείς ότι η αγάπη σε φέρνει σε τέτοιες οριακές συγκινήσεις που νόμιζες ότι ανήκουν στη ρομαντική λογοτεχνία ή ότι είναι ψευδαίσθηση. Ξαφνικά τα νιώθεις αυτά, τα ζεις. Στην αρχή δεν μπορείς να το πιστέψεις και λες «μα πώς είναι δυνατό;». Αυτό το εύθραυστο και ευάλωτο σώμα μού δείχνει αυτές τις εμπειρίες που σε άλλες περιπτώσεις θα τις θεωρούσαμε μυστικές, σαν του Μπέμε, του Συμεών του Νέου Θεολόγου ή όλων αυτών των μεγάλων μυστικών. Ξαφνικά, βλέπεις ότι η μυστική εμπειρία κρύβεται σε αυτή την επαφή, σε αυτά τα χέρια, στο φιλί δύο ανθρώπων -αντρών εν προκειμένω-, στο άγγιγμα των σωμάτων, στο αγκάλιασμα, στον αποχαιρετισμό, στο «Θα σε δω το βράδυ. Τι ώρα θα είσαι σπίτι;» «Θα έρθω 7, ίσως και νωρίτερα». Κι εγώ έπρεπε να είμαι εκεί στις 6. Για μένα αυτή η εμπειρία ήταν πολύ σημαντική γιατί όλη αυτή η απλότητα της καθημερινής ζωής είναι τελικά το μεγάλο μυστήριο της ύπαρξης. Απλουστεύεις όσο περνάν τα χρόνια. Βλέπεις τι είναι απολύτως αναγκαίο για τη ζωή σου και, αν μου επιτρέπεις, για την ψυχή σου την ίδια. Έχουμε ξεχάσει ότι έχουμε και ψυχή στις μέρες μας. Και πώς το είδα ότι έχουμε ψυχή; Όταν έφυγε ο Ρόμπερτ το σώμα μου έκανε άλλα πράγματα απ’ αυτά που του έλεγε η ψυχή. Δηλαδή κατάλαβα ότι υπάρχει μέσα μας μια δεύτερη ύπαρξη, αυτό που έλεγε ο Παύλος ο έσω άνθρωπος, που ξαφνικά, όταν χαθεί ο καταλυτής που τον κάνει ζωντανό, δηλαδή η αγάπη, το βλέμμα, το άγγιγμα, η μυρωδιά ενός ανθρώπου, τον ψάχνει.
Σ.Τ.: Καθένας βέβαια αισθάνεται ότι αυτό που έζησε είναι ξεχωριστό. Ωστόσο αισθάνεσαι ότι με αντίστοιχη ένταση ζουν και οι απλοί άνθρωποι τον έρωτα; Το ρωτάω αυτό γιατί στο βιβλίο σου πολύ ορθά λες ότι εμείς είμαστε «παιδιά παιδιών», ότι μεγαλώσαμε στην ελληνική επαρχία με τις γνωστές κακοδαιμονίες και από ανθρώπους που εν πολλοίς ήταν ανέτοιμοι να γίνουν γονείς. Πολλοί από αυτούς ήταν σκληροί, μέθυσοι, μας παράταγαν και, κυρίως, δεν ήξεραν καν πώς να αγαπάνε. Εσύ λοιπόν γεννήθηκες σε μια τέτοια επαρχία που δεν ήξερε να αγαπά. Όμως αγάπησες μ’ έναν βαθύ τρόπο. Πώς έγινε;
Β.Κ.: Κοίταξε, είναι ζήτημα ατομικό και προσωπικό σ’ αυτή την περίπτωση. Δεν θα έλεγα ότι η προηγούμενη γενιά δεν μπορούσε να αγαπήσει, απλώς δεν μπορούσε να εκδηλώσει την αγάπη της και δεν μπορούσε να μιλήσει ποτέ γι’ αυτήν.
Σ.Τ.: Αν δεν το πεις όμως, δεν υπάρχει.
Β.Κ.: Δεν υπάρχει, σωστά. Ήταν ένα ζήτημα αμίλητου πόνου που δημιουργούσε όλη αυτήν τη σύγχυση μέσα τους, που προσπαθούσαν να μας αγαπήσουν, αλλά δεν ήξεραν πώς να το δείξουν και ξαφνικά στρέφονταν εναντίον του εαυτού τους και μετά εναντίον μας. Αυτή είναι η σχέση που είχαμε με τους γονείς μας.
Σ.Τ.: Ισχύει.
Β.Κ.: Αλλά νομίζω ότι, όπως έλεγε ο Ντοστογιέφσκι, μέσα σ’ έναν αμαρτωλό υπάρχει ένας άγιος που παρακαλεί να λυτρωθεί – έτσι γίνεται και σ’ αυτούς. Έρχεται η κατάλληλη στιγμή, ο κατάλληλος άνθρωπος, και ξαφνικά… Εγώ, αν δεν είχα συναντήσει τον Ρόμπερτ, θα ήμουν ένας στείρος ακαδημαϊκός, αν μου επιτρέπεις, ένα απίστευτο ον…
Σ.Τ.: Σίγουρα όχι καταστροφικό, όπως ήταν πολλοί απ’ τους γονείς μας. Δεν θα μοίραζες πόνο δεξιά και αριστερά, ε;
Β.Κ.: Όχι. Θα ήμουν επιτυχημένος, αλλά θα ήμουν και αυτοκαταστροφικός. Αυτά τα πράγματα δείχνουν ότι η γενιά των γονιών μας ήταν και μια γενιά που βγήκε απ’ τον πόλεμο, απ’ την ανέχεια. Δεν ήξεραν, δεν μπορούσαν να εμπιστευτούν κανέναν. Η αγάπη και η φιλία είναι ένα άλμα στο χάος ουσιαστικά, στο μηδέν. Πρέπει να εμπιστευτείς. Εμπιστευόμαστε σήμερα;
Σ.Τ.: Επιμένω στο ερώτημά μου γιατί δεν απαντήθηκε: σε σένα, που είσαι παιδί παιδιών, ποιο ήταν το σκαλοπάτι σου για να ανέβεις σε μια άλλη, καλύτερη κατάσταση;
Β.Κ.: Προφανώς ο Ρόμπερτ.
Σ.Τ.: Ναι, αλλά είχες και τα μάτια να τον δεις. Ποιος σου έδωσε τα μάτια να τον δεις;
Β.Κ.: Δεν ξέρω. Έγινε, τον είδα. Και από την ώρα που τον είδα…
Σ.Τ.: Ήταν η παιδεία σου; Από τα Κρέστενα πώς βρέθηκες στον Ελικώνα, βρε παιδί μου;
Β.Κ.: Ίσως τα Κρέστενα να ήταν ο Ελικώνας μου. Νομίζω ότι μου δόθηκε μια σχέση μαγική στην παιδική μου ηλικία. Οι γονείς μας ήταν άσχετοι, άχρηστοι και αχρείαστοι, όλα αυτά μαζί (γελά). Ήταν αφοσιωμένοι στον εαυτό τους, τρώγονταν ο ένας με τον άλλον. Βέβαια, σε τέτοιες περιπτώσεις στα χωριά έχεις τη γιαγιά. Η οποία με μεγάλωσε με όλα αυτά τα παραμύθια, με όλες αυτές τις νεράιδες, τους κοσμικούς θρύλους. Με έβγαζε το βράδυ, ενώ ήταν σχεδόν τυφλή, και μου ονόμαζε τους αστερισμούς έναν-έναν, μου έδειχνε με το δάχτυλο «εκεί είναι αυτό, εκεί είναι το άλλο». Τα ήξερε, ενώ ήταν τυφλή σχεδόν.
Σ.Τ.: Αυτό είναι η απάντηση. Είχες αυτό το μαγικό πρόσωπο.
Β.Κ.: Μαγικότατο. Ήταν η Πότνια θηρών της παιδικής μου ηλικίας ουσιαστικά αυτός ο άνθρωπος, ο οποίος μου έδωσε τη δυνατότητα να είμαι ανοιχτός στον αιφνιδιασμό, κι αν μου επιτρέπεις μια έκφραση θρησκευτική, στο θαύμα. Το να βλέπεις τον άλλον άνθρωπο, είναι ένα θαύμα, το οποίο σου δίνεται εκεί που δεν το περιμένεις, και ανοίγει μέσα στην καρδιά και στην ψυχή σου τον κόσμο του παραμυθιού, του θρύλου.
Σ.Τ.: Πολλοί λαϊκοί άνθρωποι το έχουν.
Β.Κ.: Ναι. Στη γιαγιά μου αυτό ήταν βασικό, γιατί αυτή μας μεγάλωσε. Οι γονείς μας ήταν ναι μεν αλλά, ήξεις αφήξεις. Η γιαγιά μου ήταν το σταθερό σημείο του περιστρεφόμενου κόσμου μου, ο άνθρωπος που σου ανοίγει ένα άλλο σύμπαν, που δεν είναι το πεζό, το καθημερινό αλλά το σύμπαν των απροσδόκητων συνειρμών, της απροσδόκητης σχέσης με τον φυσικό κόσμο και των αόρατων πραγμάτων που υπάρχουν μέσα στον φυσικό κόσμο. Σου τα δίνει κάποιος εκεί που δεν το περιμένεις.
Σ.Τ.: Ήταν, λοιπόν, αυτά που σου έδωσε η γιαγιά σου και, φαντάζομαι, μετά τα διαβάσματά σου, οι φιλίες σου.
Β.Κ.: Είχα πολλούς φίλους. Επίσης, κάτι που πρέπει να ομολογήσουμε –πρέπει να το έχεις νιώσει κι εσύ– είναι ότι οι φίλοι μου που πέθαναν από AIDS ήταν πολύ μεγάλη μαθητεία για μένα, π.χ. ο φίλος μου ο Αντώνης ο Σταυροπιεράκος, που πέθανε μόνος του στον Καναδά. Μέχρι τώρα δεν έχω ξεπεράσει τον θάνατο αυτού του ανθρώπου. Έμεινε μόνος του γιατί τον είχαν αποκηρύξει οι γονείς του και όλοι οι άλλοι, κι εγώ ήταν αδύνατο να βρω εισιτήριο για να πάω να τον δω.
Σ.Τ.: Αυτή η εμπειρία ως προς τι σε ωρίμασε; Τι σε έκανε να σκεφτείς;
Β.Κ.: Το εύθραυστο της ανθρώπινης ζωής, την τρωτότητα που έχουμε όλοι και ταυτόχρονα τη σκληρότητα του κόσμου, το να εγκαταλείπεις το παιδί σου ή τον φίλο σου μόνο και μόνο γι’ αυτό.
Σ.Τ.: Και σ’ έκανε ίσως και λίγο πιο ατρόμητο απέναντι στα δικά σου αισθήματα.
Β.Κ.: Ένας δεύτερος φίλος μου, για τον οποίο έχω γράψει, ο Άλκης, πέθανε στα χέρια μου την εποχή που όλοι τρόμαζαν να αγγίξουν και, ξέρεις, αυτό ξαφνικά σε λιώνει, όλες οι αντιστάσεις σου πέφτουν, περιμένεις το θαύμα να έρθει. Και ήρθε, και μέσα από αυτούς τους ανθρώπους. Δεν ήταν μόνο αυτοί, ήταν κι άλλοι και λυπήθηκα πάρα πολύ όταν έφυγαν απ’ τη ζωή. Τουλάχιστον ο θάνατος τούς βρήκε με μένα δίπλα τους, που ήμουν ένα φιλικό πρόσωπο. Του Άλκη ειδικά, που πέθανε στα χέρια μου, του τραγουδούσα δημοτικά τραγούδια.
Σ.Τ.: Από αυτές τις εμπειρίες, αλλά κυρίως από την εμπειρία που περιγράφεις στο βιβλίο σου, τον δικό σου θάνατο πώς τον σκέφτεσαι;
Β.Κ.: Σκέφτομαι ότι πρέπει να προετοιμαστώ γι’ αυτή την εμπειρία. Δεν φοβάμαι πλέον, γιατί νομίζω…
Σ.Τ.: Αλήθεια, βρε Βρασίδα; Δεν φοβάσαι;
Β.Κ.: Όχι. Ερχόμαστε σε αυτήν τη ζωή να κάνουμε ορισμένα πράγματα –το γράφω στο βιβλίο–, εγώ τα έχω κάνει ήδη. Δυστυχώς, η ζωή μου ήταν, αν μου επιτρέπεις, πολύ επιτυχημένη.
Σ.Τ.: Ναι, αλλά η ζωή είναι πάντα γλυκιά.
Β.Κ.: Πάρα πολύ.
Σ.Τ.: Πήρες τώρα το αεροπλάνο και ήρθες από την Αυστραλία εδώ για να μιλήσεις για έναν σκηνοθέτη του σινεμά. Αυτό, όσο λίγη, όσο χλωμή χαρά και αν είναι, είναι χαρά.
Β.Κ.: Και ένας αποχαιρετισμός. Μου αρέσουν πάρα πολύ τα τέσσερα τελευταία τραγούδια τους Στράους. Τα έχεις ακούσει;
Σ.Τ.: Τα έχω ακούσει.
Β.Κ.: Αυτό είναι. Εμένα μ’ αρέσει.
Σ.Τ.: Ακόμα και αυτό έχει μεγάλη γλύκα- στα 84 χρόνια του τα έγραψε!
Β.Κ.: Ίσως και ο θάνατος να είναι κάτι γλυκό, έτσι; Ένας αποχαιρετισμός σ’ αυτά που αγαπάμε. Θυμάσαι τι έλεγαν οι στωικοί, «πόσο άξια ζήσαμε». Την ώρα που κλείνεις τα μάτια η μεγαλύτερη εμπειρία είναι να πεις πόσο ωραία ζήσαμε τελικά – που είναι πολύ σημαντικό.
Σ.Τ.: Αυτό είναι ιδανικό να ακούγεται. Αλλά θέλει κανείς να πεθάνει;
Β.Κ.: Όχι, αλλά μπορώ να φανταστώ αυτόν τον κόσμο χωρίς εμένα.
Σ.Τ.: Εγώ ίσως είμαι αφιλοσόφητος εντελώς, αλλά, παρότι δεν με ενδιαφέρει καθόλου, ούτε ματαιοδοξίες έχω ότι θα αφήσω ίχνη, θέλω να είμαι εδώ, να βλέπω το φως, τον αέρα, τους δρόμους, τα αυτοκίνητα… Δεν έχω χορτάσει τις εικόνες αυτές.
Β.Κ.: Και δεν μπορούμε να τις χορτάσουμε έτσι; Είμαστε φτιαγμένοι γι’ αυτές τις εικόνες.
Σ.Τ.: Γι’ αυτό ρωτάω εσένα.
Β.Κ.: Έχω την εντύπωση ότι έχω ολοκληρώσει τον κύκλο μου. Δηλαδή, κλείνω. Και βλέπω τον ορίζοντα, πλησιάζω προς τον ορίζοντα. Γλυκόπικρο αυτό το πράγμα.
Σ.Τ.: Η δημιουργία;
Β.Κ.: Θα την εγκαταλείψω κάποια στιγμή. Νομίζω ότι έκανα αρκετά. Αυτό το κείμενο, αυτό το γράμμα για τον Ρόμπερτ είναι νομίζω η ακραία μου, πως να το πω, άσκηση και ασκητική. Φτάνει.
PODCAST:
O BΡΑΣΙΔΑΣ ΚΑΡΑΛΗΣ ΣΥΝΟΜΙΛΕΙ ΜΕ ΤΟΝ ΣΤΑΘΗ ΤΣΑΓΚΑΡΟΥΣΙΑΝΟ ΓΙΑ ΤΟ ΑΡΙΣΤΟΥΡΓΗΜΑΤΙΚΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ «ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ ΣΤΟΝ ΡΟΜΠΕΡΤ»
Ηλιου φαεινότερο λοιπόν ότι τα κείμενα αυτού του ανθρώπου, έχουν το μυστικό μιας ακριβοθώρητης γοητείας που δεν είναι δάνειο, κρυπτομνησία ή συστηματικό αλληθώρισμα, αλλά προσωπικό ένστικτο. Στα ταξιδιωτικά του αυτή η αρετή είναι διάχυτη. Πριν απο όλα εντυπωσιάζει το διαζύγιο με το «πνεύμα της βαρύτητας». Πουθενά ακρογωνιαίος λίθος, αγκονάρι ή φέροντες οργανισμοί. Αυτή η υδάτινη ροϊκότητα που άλλοτε μιμείται τον αέρα και άλλοτε πέφτει απο ψηλά, συνιστά ενα κατασταλαγμένο μάθημα ζωής, ενα είδος φυσιογνωμίας που μεταλλάσσεται ανάλογα με τη διάθεση και το έναυσμα της στιγμής.
– ΑΘΗΝΟΡΑΜΑ, Κωστής Παπαγιώργης
ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ ΣΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΕΚΔΟΣΗ
Διαβάζοντας μετά από χρόνια τα σύντομα αυτά κείμενα, διαπιστώνω πρωτίστως ότι δεν είναι ταξιδιωτικά. Λίγα μαθαίνει κανείς για ξένους τόπους. Οι χώρες και οι πόλεις είναι σκηνικά σε ένα παλιό δράμα: τον μπερδεμένο μου εαυτό. Υπό αυτή την έννοια, μικρή διαφορά κάνει αν όσα αναφέρω συνέβησαν στο Ρίο, τη Δαμασκό ή την Αθήνα. Αυτό που πε- ριγράφεται είναι η πορεία ενός ανθρώπου από την κουζίνα ως το μπαλκόνι του, να πάρει αέρα, να μη σκάσει. Και να μετρήσει τα τετραγωνικά του κόσμου του.
Όντως ταξίδευα πολύ εκείνα τα χρόνια – αν θεωρήσουμε ότι ταξιδεύει πολύ εκείνος που διαρκώς είναι σε ένα αεροπλάνο ή αυτοκίνητο. Δεν ταξίδευα. Έφευγα από τον έναν τόπο στον άλλον. Ήταν μετακινήσεις σε θερμά κλίματα, αποδημητικό ένστικτο – ο μόνος τρόπος που ήξερα για να φτιάξω ένα αεροστεγές σύστημα εκτός κοινωνίας, που να μου δίνει ηδονή και αίσθημα ανωτερότητας, ενώ μου επέτρεπε να μετεωρίζομαι σαν τουρίστας μέσα στην εβδομάδα των άλλων. Αν συνέβαινε μια στραβή, πάντα σκεφτόμουν: «Και τι με νοιάζει, την Πέμπτη θα είμαι αλλού».
Τη Δευτέρα, όμως, ήμουν πίσω.
Δυστυχώς, όταν έγραφα αυτό το βιβλίο δεν είχα την τόλμη να μιλήσω ανοιχτά και να πω ότι το βασικό και κύριο ζητούμενο στα ταξίδια εκείνης της εποχής ήταν τα γούστα μου. Το ποτό και το σεξ. Δεν εννοώ τον σεξοτουρισμό -δεν είμαι φαν του είδους-, εννοώ τη διασκέδαση σε μπαρ και κλαμπ και όσα επακολουθούν όταν είσαι νέος. Διέσχισα εκείνη τη
δεκαετία λιώμα – αυτό που ήθελα μόνο ήταν να τραβιέμαι σε άγνωστα μέρη, να πίνω και να κάνω σεξ. Θα είχε νόημα να έγραφα περισσότερα για τη λάσπη στον πάτο της εικόνας, το πουλάκι όμως πέταξε: απλώς δεν ήμουν έτοιμος.
Παρ’ όλα αυτά, δεν λέω ψέματα. Κι αυτό ίσως είναι το πιο αξιοπερίεργο: πώς τα ρευστά, υπαινικτικά αυτά κείμενα πέφτουν σαν γάτες από τον έκτο και προσγειώνονται όρθια. Μπορεί να μην περιγράφω τις λεπτομέρειες μιας συνουσίας (με αυτήν τη μοντέρνα σαφήνεια που προσωπικώς βαριέμαι), περιγράφω όμως εκείνο που τελικά μέτραγε πιο πολύ: το μελαγχολικό ξενέρωμα της άλλης μέρας. Διότι ο κανονικός τίτλος αυτού του βιβλίου θα έπρεπε να είναι «Κυνηγώντας την ουρά μου: Πώς ο άνθρωπος που δεν έχει αγάπη, είναι βαρέλι δίχως πάτο. Και δεν θα χορτάσει ποτέ».
Στα μεσοδιαστήματα εκείνου του κυνηγητού, ναι, έζησα και μερικές στιγμές αλλόκοτης αγνότητας. Και μαγείας. Είδα αυτό που λένε, τη δρόσο των άστρων. Ζεστές, πράσινες θάλασσες. Χειρονομίες ανείπωτης ευγένειας. Το μονοπάτι της υπερβολής μου πέρναγε μέσα από έναν κήπο. Είμαι ευγνώμων που τον διέσχισα, έστω παραπατώντας.
Υπό αυτή την έννοια, ο Παλιός Καταρράκτης, χρόνια εξαντλημένος, είναι ένα βιβλίο που ήθελα να υπάρχει. Χωρίς να διεκδικεί τίποτα, περιγράφει πώς κάποιος έφτιαξε κόσμο, παραδέρνοντας μεταξύ λαγνείας και ποίησης.
«Οι Άραβες των βάλτων», που εκδόθηκαν το 1964, δεν ήταν το πρώτο βιβλίο του Θέσιγκερ. Προηγήθηκαν οι «Άμμοι της Αραβίας» το 1959, όπου και πάλι περιγράφεται ένα φυσικό και ανθρώπινο τοπίο που απειλείται με καταστροφή, καταστροφή την οποία επέφερε η εκμετάλλευση του πετρελαίου -αγωγοί, εγκαταστάσεις, δρόμοι που χάραξαν με βαθιές ουλές την έρημο, αυτοκίνητα που αντικατέστησαν τις καμήλες, η εξαφάνιση του βεδουίνου, ενός πανάρχαιου ανθρώπινου τύπου σε απόλυτη συμφωνία με το περιβάλλον του. Έτσι, και στα δύο του βιβλία ο Θέσιγκερ καταγράφει παραδείσους που υπήρξαν. Δεν νομίζω ότι ο συγγραφικός του στόχος ήταν αποκλειστικά “οικολογικός” -άλλωστε, την εποχή εκείνη δεν υπήρχε οικολογικός προβληματισμός, όπως τον εννοούμε σήμερα. Οπωσδήποτε είναι πρωτοπόρος σε μια οικολογική ανησυχία και προβλέπει επερχόμενα δεινά, αλλά πιστεύω ότι οι “Άραβες των βάλτων”, όπως και οι “Άμμοι της Αραβίας”, είναι κάτι περισσότερο από οικολογικές ελεγείες. Έχουν τη δύναμη, την πειστικότητα της λογοτεχνίας. Διαισθάνομαι ότι αυτή ενδεχομένως ήταν η βαθύτερη πρόθεση του Θέσιγκερ: να γράψει ένα βιβλίο που να εκφράζει έναν κόσμο, να μεταφέρει τις οικολογικές του ανησυχίες αλλά ταυτόχρονα να αποτελεί το βιβλίο καθεαυτό κόσμο, πέραν της αναπαράστασης. Ήθελε προφανώς να γράψει ένα ωραίο βιβλίο, ένα “λογοτεχνικό” βιβλίο και το πέτυχε. Αυτό άλλωστε είναι τελικά η λογοτεχνία. Όταν η μορφή είναι κάτι σαν περιεχόμενο, ένα είδος περιεχομένου… […]
―από συνέντευξη του μεταφραστή Άρη Μπερλή στη LIFO
ΔΕΥΤΕΡΗ ΕΚΔΟΣΗ -ΕΜΠΛΟΥΤΙΣΜΕΝΗ ΜΕ ΝΕΑ, ΑΝΕΚΔΟΤΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
__________
Το εξαντλημένο αριστούργημα της Μαλβίνας Κάραλη «Σαββατογεννημένη» επανακυκλοφορεί από τα LIFO Bιβλία,δεκαπέντε χρόνια μετά την πρώτη του έκδοση. Εκτός από τα κείμενα της πρώτης έκδοσης περιέχει και ένα παράρτημα με νέα, ακυκλοφόρητα κείμενα, ενώ το εξώφυλλο κοσμεί μια φωτογραφία της στην οδό Eυριπίδου από τον Σπύρο Στάβερη.
Στον πρόλογο της νέας έκδοσης, ο εκδότης Στάθης Τσαγκαρουσιάνος αναφέρει χαρακτηριστικά:
Δεκαπέντε χρόνια έχουν περάσει από την πρώτη έκδοση του βιβλίου αυτού. Λογικά θα έπρεπε να κοπάσει το ενδιαφέρον γύρω από τη Μαλβίνα. Δεν εμφανίζεται πια στην τηλεόραση, τα γούστα έχουν αλλάξει, η Ελλάδα γνώρισε σεισμικές αλλαγές. Κι όμως. Όλες αυτές οι αλλαγές βοήθησαν ώστε ο μύθος της να ενταθεί. Η ζήτηση του εξαντλημένου βιβλίου της ήταν αυξανόμενη στα γραφεία μας. Υπήρχε λόγος.
Οι πολλαπλές κρίσεις της τελευταίας δεκαετίας απεμπλούτισαν τα ελληνικά media από κάθε διαφορετικότητα ή τόλμη. Στο νέο ρημαδιό η ανάμνηση της Μαλβίνας φαντάζει σαν επιστημονική φαντασία. Υπήρξε ποτέ μια τέτοια περίπτωση; Τέτοιο αστραφτερό, σβέλτο, ιδιοσυγκρασιακό γράψιμο! Με τέτοιο πλούτο σε συνειρμούς και αναφορές! Με τέτοια τόλμη απέναντι στην εξουσία!
____________
Αυτά είναι τα καλύτερα κείμενα που έγραψε ποτέ η Μαλβίνα. Με διαφορά. Έχουν κάτι ρωμαλέο και αστραφτερό, αν και μιλούν για θέματα της καρδιάς και του θανάτου. Ο χρόνος τα αύξησε. Ανέδειξε το μεταλλικό ύφος τους, την πυκνή ευφυΐα τους. Ειδικά τα κείμενα της Νέας Υόρκης, τους μήνες της αρρώστιας, έχουν κάτι σπάνιο. Είναι μια λοξή συνομιλία με το θάνατο, γεμάτη δέος, οργή και κούραση. Είναι λαμπρά δοκίμια για τις περιπέτειες του έρωτα, την ελληνική κοινωνία με τους εξωφρενικούς χαρακτήρες της, τη σκέψη του θανάτου και τα διλήμματα της συνείδησης. Ταυτοχρόνως είναι το κρυπτικό ημερολόγιο ενός υπέροχου και μαύρου κοριτσιού, που έφυγε νωρίς.
Δέκα Έλληνες συγγραφείς που έχουν ξεχωρίσει τα τελευταία χρόνια εμπνέονται από την Ελληνική Επανάσταση και δημιουργούν ιστορίες ηρώων και αντιηρώων, αληθινές και φανταστικές, βασισμένες σε πραγματικά γεγονότα αλλά και με μια δόση fiction. Τα δέκα διηγήματα που γράφτηκαν με ανάθεση της LiFΟ είναι εξαιρετικά δείγματα της νέας λογοτεχνίας, με πρωταγωνιστές πρόσωπα που έπαιξαν σημαντικό ρόλο στον αγώνα για την ελευθερία αλλά και ανθρώπους «ασήμαντους», με τους οποίους δεν είχε ασχοληθεί κανείς, από τον Μάρκο Μπότσαρη, τον Νικηταρά, τον Οδυσσέα Ανδρούτσο και την κυρά του Κάστρου της Ακροπόλεως, την Νταλιάνα, μέχρι την Καχριέ, μια νεαρή τουρκοπούλα που έγινε κατάσκοπος των Ελλήνων, αλλά και τους ρομαντικούς στο Μεσολόγγι.
Η Ευτυχία Γιαννάκη γράφει ορμώμενη από τους μύθους και τις φήμες της περιοχής του Ερεχθείου, όπου μεγάλωσε, σχετικά με την Ασήμω Γκούρα ή Νταλιάνα στο διήγημα «Νταλιάνα, τα κουμπούρια σου», ο Βασίλειος Φ. Δρόλιας, στον «Αποχαιρετισμό», γράφει για τις κρυπτογραφημένες ιστορίες που βρήκε στα τετράδια του παππού του, ο Χρίστος Κυθρεώτης στο διήγημα «Η φωνή μας» έχει κεντρικό ήρωα τον εκδότη μιας πατρινής εφημερίδας, ο οποίος την περίοδο των Ιουνιακών του 1863 βρίσκεται στην Αθήνα, ο Μιχάλης Μαλανδράκης γράφει για τον Νικηταρά στο διήγημά του «Μόνο σκιές», ο Μάκης Μαλαφέκας στο «Κάποτε στο Μεσολόγγι» φαντάζεται τον διάλογο δύο ρομαντικών στο Μεσολόγγι για το ’21, ο Βαγγέλης Μπέκας, με τον «Μάρκο», εστιάζει σε ένα περιστατικό που συνέβη το βράδυ πριν από τη σφαγή του λόχου των φιλελλήνων στο Πέτα με πρωταγωνιστή τον Μάρκο Μπότσαρη, η Μαρία Ξυλούρη, στο «Ξετρύπι», μας μεταφέρει στην Κρήτη, γράφοντας για τη σφαγή γυναικόπαιδων σε καταφύγιο, ενώ επίκειται επίθεση σε κοντινό τους μοναστήρι, ο Δημοσθένης Παπαμάρκος στο «Γρίκα» έχει πρωταγωνιστή έναν ακαδημαϊκό που μελετάει τη Νεότερη Ελληνική Ιστορία και αναμετριέται με τον ιστορικό γρίφο του επιτεύγματος του Οδυσσέα Ανδρούτσου στο Χάνι της Γραβιάς, η Βασιλική Πέτσα ξανακοιτάζει την Επανάσταση υπό την οπτική του παρόντος στο διήγημά της «Ο Γιάννης Πασάς πόσταρε στον τοίχο του Κίτσου Μπότσαρη το τραγούδι “Hide me”» και η Βίβιαν Στεργίου γράφει για την Καχριέ, την κόρη του βοεβόδα των Καλαβρύτων, μια όμορφη τουρκοπούλα που μετέδιδε πληροφόρηση στους επαναστατημένους Έλληνες, στο διήγημα «Για σένα βγάζει το σώμα φύλλα».
θέλω να με πας στα πανηγύρια *
Σ’ αυτά τα τριήμερα που τραγουδάει η Ξανθή Περράκη ακόμη κι όταν δεν τραγουδάει, με χάρτινα τραπεζομάντιλα μες στη λίγδα, να καθίσουμε κάτω απ’ τα ηχεία, να μην ακούς αυτά που σου λέω και να μην καταλαβαίνω αυτά που μου λες. Να είναι της Παναγιάς ανήμερα και να ’χει κλάψει η εικόνα και να ’χουν βγει τα φιδάκια να γλείψουν τα δάκρυα και να ’χουν μοσχοβολήσει τα κρινάκια. Όλα να ’ναι νάι νάι νάι κι εσύ ο πιο Παναγιώτης, γιατί θα σ’ έχω ξεματιάσει αποβραδίς με λάδι και αλάτι και θ’ αστράφτεις σαν πάλκο. Κι όλο θα φέρνεις μπίρες κουτάκια με το εύκολο άνοιγμα και θα με ταΐζεις λουκάνικα με πράσο μέχρι ν’ ανοίξει το στομάχι απ’ την τόση ευτυχία και να πεταχτούν οι λέξεις που έκρυβα πρόχειρα στους πεπτικούς σωλήνες και σ’ άλλες θαλάσσιες σπηλιές. Και μπίρα την μπίρα, ηχείο το ηχείο, γαρίφαλο το γαρίφαλο, τίποτε δεν θα ’ναι ακριβώς το ίδιο. Θα λέμε ότι έχουμε ονομαστική και μας λένε Μαρία Μοντεσσόρι και Γιούλα Παναγιούλα και Παναΐτ Ιστράτι και Ξανθή Περράκη και ό,τι γιορτάζει και δεν γιορτάζει ανήμερα. Θα λέμε, θα τρώμε και θα δεχόμαστε ευχές.
Γιατί έτσι είναι τα πανηγύρια που δεν πήγαμε, αλλά θα πάμε. Τρεις ημέρες μέγα θάμα είναι και μετά μαζεύει η ορχήστρα.
Τα Κλάματα της Γλυκερίας Μπασδέκη είναι μια συλλογή από μικρά κείμενα μεγάλης πρωτοτυπίας και λεπτότητας, που δεν θυμίζουν τίποτα. Δεν κατατάσσονται ούτε στο πεζό ούτε στην ποίηση — μοιάζουν περισσότερο με λαϊκά τραγούδια από πανηγυρτζή, που δεν ξέρεις αν ίδρωσε ή κλαίει με το δεκάευρο κολλημένο στο κούτελο. Συνιστούν ένα καλειδοσκόπιο μαγευτικό, σπαρακτικής ειλικρίνειας, από την πιο μοναχική και ακατάτακτη φωνή της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας.
Ο Άντυ Γουόρχολ μιλάει ιδιωτικά, στο τηλέφωνο ή στο μαγνητοφωνάκι του, για τον έρωτα, το σεξ, το φαγητό, την ομορφιά, τη φήμη, τη δουλειά, το χρήμα, την επιτυχία. Μιλά επιγραμματικά για τη Νέα Υόρκη και την Αμερική, περιγράφει την παιδική του ηλικία σε μια κωμόπολη της Πενσυλβάνια, τα σκαμπανεβάσματα της ζωής, στο μεγάλο μήλο. Την απογείωση της καριέρας του στη δεκαετία του ’60 και το πικρό γκλάμουρ της σύμφυρσης ανάμεσα στις διασημότητες.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΝΑ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ:
Η καλύτερη ερωτική επαφή είναι εκείνη που όσο διαρκεί δε σκέφτεσαι τίποτα. Μερικοί μπορούν να κάνουν σεξ και ν’ αφήνουν πραγματικά το μυαλό τους ν’ αδειάζει και να γεμίζει με σεξ. Άλλοι πάλι δεν μπορούν ποτέ ν’ αφήσουν το μυαλό τους ν’ αδειάσει και να γεμίσει από την ερωτική πράξη, κι έτσι, όσο διαρκεί, σκέφτονται: «Είμαι στ’ αλήθεια εγώ; Στ’ αλήθεια εγώ το κάνω αυτό; Είναι πολύ παράξενο. Πριν από πέντε λεπτά δεν το έκανα. Σε λίγο πάλι δε θα το κάνω. Τι θα έλεγε η μαμά; Πώς πρωτοσκέφτηκαν οι άνθρωποι να το κάνουν;» Λοιπόν, ο πρώτος τύπος ανθρώπου – ο τύπος που μπορεί ν’ αφήσει το μυαλό του ν’ αδειάσει και να το γεμίσει με σεξ χωρίς να σκέφτεται – βρίσκεται σε πλεονεκτικότερη θέση.
Ο δεύτερος τύπος πρέπει να βρει κάτι άλλο για να χαλαρώσει και να χαθεί μέσα σ’ αυτό. Για μένα, αυτό το κάτι άλλο είναι το χιούμορ.
Οι άνθρωποι με χιούμορ είναι οι μόνοι που πάντα με ενδιέφεραν πραγματικά, γιατί, μόλις κάποιος χάσει το χιούμορ του, με κάνει και τον βαριέμαι. Αν όμως η μεγάλη έλξη για σένα είναι το χιούμορ, αμέσως αντιμετωπίζεις πρόβλημα, γιατί αν ο άλλος είναι αστείος δεν είναι σέξυ. Έτσι, στο τέλος, όταν πλησιάζει η στιγμή της αλήθειας δε νιώθεις πραγματική έλξη, δεν μπορείς να «το κάνεις».
Στο κρεβάτι όμως προτιμώ να γελάω παρά να το κάνω. Το καλύτερο είναι να χώνομαι κάτω απ’ τα σκεπάσματα και να το ρίχνω στα ανέκδοτα. «Πώς τα πάω;» «Ωραία, αυτό ήταν πραγματικά αστείο». «Πω πω, έκανες ωραία αστεία απόψε».
Αν πήγαινα με κάποιο κορίτσι της νύχτας, το πιο πιθανό είναι ότι θα την πλήρωνα για να μου λέει ανέκδοτα.
Μερικές φορές, το σεξ δεν ξεφτίζει. Έχω δει ζευγάρια για τα οποία το σεξ δεν ξέφτισε με τα χρόνια.
Το έργο της Nellys ήταν συνώνυμο ως τώρα με την ασπρόμαυρη φωτογραφία, τις αρχαιότητες, τα ιδανικά τοπία της Κρήτης και τις γυμνές χορεύτριες στην Ακρόπολη. Όποιο θέμα κι αν είχαν, οι διαυγείς μαύροι και γκρίζοι όγκοι τους άφηναν στην εικόνα την ηδύτητα μιας ασημένιας στιλπνότητας.
Για πρώτη φορά με το βιβλίο αυτό γίνονται γνωστές οι έγχρωμες φωτογραφίες της. Τραβηγμένες στην Αμερική την περίοδο 1939-65, για να χρησιμοποιηθούν για διαφημιστικούς λόγους, έμεναν φυλαγμένες στο Φωτογραφικό Αρχείο του Μουσείου Μπενάκη, όπου και ανήκουν. Αποκαταστάθηκαν με προσοχή, ώστε να αναδειχθεί ξανά το πλούσιο χρώμα τους, το οποίο σε πολλά σημεία είχε ξεθωριάσει επικίνδυνα.
Εκείνο που εκπλήσσει ευχάριστα στις φωτογραφίες αυτές είναι βεβαίως το χτυπητό, χαρούμενο χρώμα, τα πρόσωπα από πορσελάνη (σε εποχές πριν το photoshop), η αψυμιθίωτη χάρη του σφύζοντος αμερικάνικου ονείρου. Είναι όμως και η ίδια τους η ύπαρξη: Αυτή η εντελώς άγνωστη πτυχή της μεγάλης Ελληνίδας φωτογράφου, η οποία αποδεικνύει ότι εκτός από λεπτή αισθητήστρια υπήρξε και ένας άνθρωπος πρακτικός, που τολμούσε να δοκιμάζει συνεχώς νέα πράγματα, δίχως μεμψιμοιρίες.