Προβολή όλων των 10 αποτελεσμάτων

Γιαννάκη Ευτυχία, Δρόλιας Βασίλειος Φ., Κυθρεώτης Χρίστος, Μαλανδράκης Μιχάλης, Μαλαφέκας Μάκης, Μπέκας Βαγγέλης, Παπαμάρκος Δημοσθένης, Πέτσα Βασιλική, Στεργίου Βίβιαν

15.00

Δέκα Έλληνες συγγραφείς που έχουν ξεχωρίσει τα τελευταία χρόνια εμπνέονται από την Ελληνική Επανάσταση και δημιουργούν ιστορίες ηρώων και αντιηρώων, αληθινές και φανταστικές, βασισμένες σε πραγματικά γεγονότα αλλά και με μια δόση fiction. Τα δέκα διηγήματα που γράφτηκαν με ανάθεση της LiFΟ είναι εξαιρετικά δείγματα της νέας λογοτεχνίας, με πρωταγωνιστές πρόσωπα που έπαιξαν σημαντικό ρόλο στον αγώνα για την ελευθερία αλλά και ανθρώπους «ασήμαντους», με τους οποίους δεν είχε ασχοληθεί κανείς, από τον Μάρκο Μπότσαρη, τον Νικηταρά, τον Οδυσσέα Ανδρούτσο και την κυρά του Κάστρου της Ακροπόλεως, την Νταλιάνα, μέχρι την Καχριέ, μια νεαρή τουρκοπούλα που έγινε κατάσκοπος των Ελλήνων, αλλά και τους ρομαντικούς στο Μεσολόγγι.

Η Ευτυχία Γιαννάκη γράφει ορμώμενη από τους μύθους και τις φήμες της περιοχής του Ερεχθείου, όπου μεγάλωσε, σχετικά με την Ασήμω Γκούρα ή Νταλιάνα στο διήγημα «Νταλιάνα, τα κουμπούρια σου», ο Βασίλειος Φ. Δρόλιας, στον «Αποχαιρετισμό», γράφει για τις κρυπτογραφημένες ιστορίες που βρήκε στα τετράδια του παππού του, ο Χρίστος Κυθρεώτης στο διήγημα «Η φωνή μας» έχει κεντρικό ήρωα τον εκδότη μιας πατρινής εφημερίδας, ο οποίος την περίοδο των Ιουνιακών του 1863 βρίσκεται στην Αθήνα, ο Μιχάλης Μαλανδράκης γράφει για τον Νικηταρά στο διήγημά του «Μόνο σκιές», ο Μάκης Μαλαφέκας στο «Κάποτε στο Μεσολόγγι» φαντάζεται τον διάλογο δύο ρομαντικών στο Μεσολόγγι για το ’21, ο Βαγγέλης Μπέκας, με τον «Μάρκο», εστιάζει σε ένα περιστατικό που συνέβη το βράδυ πριν από τη σφαγή του λόχου των φιλελλήνων στο Πέτα με πρωταγωνιστή τον Μάρκο Μπότσαρη, η Μαρία Ξυλούρη, στο «Ξετρύπι», μας μεταφέρει στην Κρήτη, γράφοντας για τη σφαγή γυναικόπαιδων σε καταφύγιο, ενώ επίκειται επίθεση σε κοντινό τους μοναστήρι, ο Δημοσθένης Παπαμάρκος στο «Γρίκα» έχει πρωταγωνιστή έναν ακαδημαϊκό που μελετάει τη Νεότερη Ελληνική Ιστορία και αναμετριέται με τον ιστορικό γρίφο του επιτεύγματος του Οδυσσέα Ανδρούτσου στο Χάνι της Γραβιάς, η Βασιλική Πέτσα ξανακοιτάζει την Επανάσταση υπό την οπτική του παρόντος στο διήγημά της «Ο Γιάννης Πασάς πόσταρε στον τοίχο του Κίτσου Μπότσαρη το τραγούδι “Hide me”» και η Βίβιαν Στεργίου γράφει για την Καχριέ, την κόρη του βοεβόδα των Καλαβρύτων, μια όμορφη τουρκοπούλα που μετέδιδε πληροφόρηση στους επαναστατημένους Έλληνες, στο διήγημα «Για σένα βγάζει το σώμα φύλλα».

 

Προσφορά!

Ελληνική λογοτεχνία

Σαββατογεννημένη

Μαλβίνα Κάραλη

17.00 15.30

ΔΕΥΤΕΡΗ ΕΚΔΟΣΗ -ΕΜΠΛΟΥΤΙΣΜΕΝΗ ΜΕ ΝΕΑ, ΑΝΕΚΔΟΤΑ ΚΕΙΜΕΝΑ

__________

Το εξαντλημένο αριστούργημα της Μαλβίνας Κάραλη «Σαββατογεννημένη» επανακυκλοφορεί από τα LIFO Bιβλία, δεκαπέντε χρόνια μετά την πρώτη του έκδοση. Εκτός από τα κείμενα της πρώτης έκδοσης περιέχει και ένα παράρτημα με νέα, ακυκλοφόρητα κείμενα, ενώ το εξώφυλλο κοσμεί μια φωτογραφία της στην οδό Eυριπίδου από τον Σπύρο Στάβερη.

Στον πρόλογο της νέας έκδοσης, ο εκδότης Στάθης Τσαγκαρουσιάνος αναφέρει χαρακτηριστικά:

Δεκαπέντε χρόνια έχουν περάσει από την πρώτη έκδοση του βιβλίου αυτού. Λογικά  θα έπρεπε να κοπάσει το ενδιαφέρον γύρω από τη Μαλβίνα. Δεν εμφανίζεται πια στην τηλεόραση, τα γούστα έχουν αλλάξει, η Ελλάδα γνώρισε σεισμικές αλλαγές. Κι όμως. Όλες αυτές οι αλλαγές βοήθησαν ώστε ο μύθος της να ενταθεί. Η ζήτηση του εξαντλημένου βιβλίου της ήταν αυξανόμενη στα γραφεία μας. Υπήρχε λόγος.

Οι πολλαπλές κρίσεις της τελευταίας δεκαετίας απεμπλούτισαν τα ελληνικά media από κάθε διαφορετικότητα ή τόλμη. Στο νέο ρημαδιό η ανάμνηση της Μαλβίνας φαντάζει σαν επιστημονική φαντασία. Υπήρξε ποτέ μια τέτοια περίπτωση; Τέτοιο αστραφτερό, σβέλτο, ιδιοσυγκρασιακό γράψιμο! Με τέτοιο πλούτο σε συνειρμούς και αναφορές! Με τέτοια τόλμη απέναντι στην εξουσία!

____________

Αυτά είναι τα καλύτερα κείμενα που έγραψε ποτέ η Μαλβίνα. Με διαφορά. Έχουν κάτι ρωμαλέο και αστραφτερό, αν και μιλούν για θέματα της καρδιάς και του θανάτου. Ο χρόνος τα αύξησε. Ανέδειξε το μεταλλικό ύφος τους, την πυκνή ευφυΐα τους. Ειδικά τα κείμενα της Νέας Υόρκης, τους μήνες της αρρώστιας, έχουν κάτι σπάνιο. Είναι μια λοξή συνομιλία με το θάνατο, γεμάτη δέος, οργή και κούραση. Είναι λαμπρά δοκίμια για τις περιπέτειες του έρωτα, την ελληνική κοινωνία με τους εξωφρενικούς χαρακτήρες της, τη σκέψη του θανάτου και τα διλήμματα της συνείδησης. Ταυτοχρόνως είναι το κρυπτικό ημερολόγιο ενός υπέροχου και μαύρου κοριτσιού, που έφυγε νωρίς.

___________

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ ΕΝΑ ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ

Προσφορά!

Ελληνική λογοτεχνία

Ας φυσά τώρα

Στάθης Τσαγκαρουσιάνος

12.00 10.80

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΝΑ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ:

Eίχα έναν φίλο που πέθανε η μάνα του απότομα, από καρδιά. Ήταν περίεργο παιδί και δεν έκλαψε καθόλου, ούτε με το πρώτο σοκ ούτε μετά – στις εκκλησίες και στους τάφους. Ήταν κλειστός σαν πέτρα, γιατί την αγαπούσε πολύ.

Το βράδυ που έφυγαν οι επισκέπτες από το σπίτι (σχεδόν τους έδιωξε), εξαντλημένος άνοιξε το ψυγείο. Σε ένα τάπερ βρήκε γεμιστά. Τα είχε μαγειρέψει η μάνα του μια μέρα πριν πεθάνει.

Έκατσε στο τραπέζι, μόνος, και άρχισε να τρώει. Ένιωσε κάτι υπόκωφο να του χτυπάει τα σωθικά: η οικειότητα αυτής της γεύσης. Το ρύζι, η ντομάτα, το συγκεκριμένο λάδι, ο συγκεκριμένος άνηθος – αυτό το μείγμα που ανήκε αποκλειστικά στη μάνα του.

Τότε μόνο τον πήραν τα κλάματα. Έκλαιγε κι έτρωγε, σιγά-σιγά, για να μην τελειώσουν γρήγορα τα γεμιστά του. Μέχρι που τέλειωσαν.

________________

Η επώδυνη ενηλικίωση ενός αγοριού στην επαρχία της δεκαετίας του ’60 και του ’70, η παράξενη άνθηση της σεξουαλικότητας, το μπούλινγκ, οι μαγικοί κόσμοι που αναγκάστηκε να εξυφάνει στη μοναξιά του, η ειδυλλιακή εικόνα ενός νησιού που από πίσω κρύβει καταπίεση και φοβο.

Η δειλή του επανάσταση στην εφηβεία και η μεγάλη του απόδραση στην Αθήνα. Ο τρόπος που προσπάθησε να φτιάξει τη ζωή του, δίχως τις ετοιμες λύσεις της πολιτικής ή της θρησκείας – ακολουθώντας το ένστικτό του και παρατηρώντας σχεδόν με ωμότητα το παίγνιο μιάς κοινωνίας υπό διάλυση.

________________

Το νέο βιβλίο του Στάθη Τσαγκαρουσιάνου είναι γραμμένο σε πρώτο πρόσωπο – δίχως αναστολές και δίχως απολογίες. Με σχεδόν εργαστηριακό βλέμμα καταγράφει την αγριότητα και την ομορφιά που ενυπάρχουν σε κάθε ζωή ·  τα τεχνάσματα και τα κατά συνθήκην ψεύδη που χύνονται σαν μέλι στην παντόφλα της δημοσιογραφίας και των social media.

Κυρίως όμως το βιβλίο αυτό είναι ένα tour de force ως προς το ύφος του ― με μια γλώσα μεστή και δωρική, αστραφτερή σαν λάμα και γεμάτη ποιητικές αντηχήσεις.

Είναι μια απόλαυση να το διαβάζεις: τόσο το πρώτο μέρος που συγκεφαλαιώνει τις αφηγήσεις του Νησιού· όσο και το δεύτερο μέρος που μιλά για τον ερχομό στην μεγάλη πόλη.

______________

 

 

Προσφορά!

Ποίηση

Κλάματα

Γλυκερία Μπασδέκη

9.00 8.10

θέλω να με πας στα πανηγύρια *
Σ’ αυτά τα τριήμερα που τραγουδάει η Ξανθή Περράκη ακόμη κι όταν δεν τραγουδάει, με χάρτινα τραπεζομάντιλα μες στη λίγδα, να καθίσουμε κάτω απ’ τα ηχεία, να μην ακούς αυτά που σου λέω και να μην καταλαβαίνω αυτά που μου λες. Να είναι της Παναγιάς ανήμερα και να ’χει κλάψει η εικόνα και να ’χουν βγει τα φιδάκια να γλείψουν τα δάκρυα και να ’χουν μοσχοβολήσει τα κρινάκια. Όλα να ’ναι νάι νάι νάι κι εσύ ο πιο Παναγιώτης, γιατί θα σ’ έχω ξεματιάσει αποβραδίς με λάδι και αλάτι και θ’ αστράφτεις σαν πάλκο. Κι όλο θα φέρνεις μπίρες κουτάκια με το εύκολο άνοιγμα και θα με ταΐζεις λουκάνικα με πράσο μέχρι ν’ ανοίξει το στομάχι απ’ την τόση ευτυχία και να πεταχτούν οι λέξεις που έκρυβα πρόχειρα στους πεπτικούς σωλήνες και σ’ άλλες θαλάσσιες σπηλιές. Και μπίρα την μπίρα, ηχείο το ηχείο, γαρίφαλο το γαρίφαλο, τίποτε δεν θα ’ναι ακριβώς το ίδιο. Θα λέμε ότι έχουμε ονομαστική και μας λένε Μαρία Μοντεσσόρι και Γιούλα Παναγιούλα και Παναΐτ Ιστράτι και Ξανθή Περράκη και ό,τι γιορτάζει και δεν γιορτάζει ανήμερα. Θα λέμε, θα τρώμε και θα δεχόμαστε ευχές.
Γιατί έτσι είναι τα πανηγύρια που δεν πήγαμε, αλλά θα πάμε. Τρεις ημέρες μέγα θάμα είναι και μετά μαζεύει η ορχήστρα.

Τα Κλάματα της Γλυκερίας Μπασδέκη είναι μια συλλογή από μικρά κείμενα μεγάλης πρωτοτυπίας και λεπτότητας, που δεν θυμίζουν τίποτα. Δεν κατατάσσονται ούτε στο πεζό ούτε στην ποίηση — μοιάζουν περισσότερο με λαϊκά τραγούδια από πανηγυρτζή, που δεν ξέρεις αν ίδρωσε ή κλαίει με το δεκάευρο κολλημένο στο κούτελο. Συνιστούν ένα καλειδοσκόπιο μαγευτικό, σπαρακτικής ειλικρίνειας, από την πιο μοναχική και ακατάτακτη φωνή της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας.

Άντι Γουόρχολ

15.00

Ο Άντυ Γουόρχολ μιλάει ιδιωτικά, στο τηλέφωνο ή στο μαγνητοφωνάκι του, για τον έρωτα, το σεξ, το φαγητό, την ομορφιά, τη φήμη, τη δουλειά, το χρήμα, την επιτυχία. Μιλά επιγραμματικά για τη Νέα Υόρκη και την Αμερική, περιγράφει την παιδική του ηλικία σε μια κωμόπολη της Πενσυλβάνια, τα σκαμπανεβάσματα της ζωής, στο μεγάλο μήλο. Την απογείωση της καριέρας του στη δεκαετία του ’60 και το πικρό γκλάμουρ της σύμφυρσης ανάμεσα στις διασημότητες.

 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΝΑ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ:

Η καλύτερη ερωτική επαφή είναι εκείνη που όσο διαρκεί δε σκέφτεσαι τίποτα. Μερικοί μπορούν να κάνουν σεξ και ν’ αφήνουν πραγματικά το μυαλό τους ν’ αδειάζει και να γεμίζει με σεξ. Άλλοι πάλι δεν μπορούν ποτέ ν’ αφήσουν το μυαλό τους ν’ αδειάσει και να γεμίσει από την ερωτική πράξη, κι έτσι, όσο διαρκεί, σκέφτονται: «Είμαι στ’ αλήθεια εγώ; Στ’ αλήθεια εγώ το κάνω αυτό; Είναι πολύ παράξενο. Πριν από πέντε λεπτά δεν το έκανα. Σε λίγο πάλι δε θα το κάνω. Τι θα έλεγε η μαμά; Πώς πρωτοσκέφτηκαν οι άνθρωποι να το κάνουν;» Λοιπόν, ο πρώτος τύπος ανθρώπου – ο τύπος που μπορεί ν’ αφήσει το μυαλό του ν’ αδειάσει και να το γεμίσει με σεξ χωρίς να σκέφτεται – βρίσκεται σε πλεονεκτικότερη θέση.

Ο δεύτερος τύπος πρέπει να βρει κάτι άλλο για να χαλαρώσει και να χαθεί μέσα σ’ αυτό. Για μένα, αυτό το κάτι άλλο είναι το χιούμορ.

Οι άνθρωποι με χιούμορ είναι οι μόνοι που πάντα με ενδιέφεραν πραγματικά, γιατί, μόλις κάποιος χάσει το χιούμορ του, με κάνει και τον βαριέμαι. Αν όμως η μεγάλη έλξη για σένα είναι το χιούμορ, αμέσως αντιμετωπίζεις πρόβλημα, γιατί αν ο άλλος είναι αστείος δεν είναι σέξυ. Έτσι, στο τέλος, όταν πλησιάζει η στιγμή της αλήθειας δε νιώθεις πραγματική έλξη, δεν μπορείς να «το κάνεις».

Στο κρεβάτι όμως προτιμώ να γελάω παρά να το κάνω. Το καλύτερο είναι να χώνομαι κάτω απ’ τα σκεπάσματα και να το ρίχνω στα ανέκδοτα. «Πώς τα πάω;» «Ωραία, αυτό ήταν πραγματικά αστείο». «Πω πω, έκανες ωραία αστεία απόψε».

Αν πήγαινα με κάποιο κορίτσι της νύχτας, το πιο πιθανό είναι ότι θα την πλήρωνα για να μου λέει ανέκδοτα.

Μερικές φορές, το σεξ δεν ξεφτίζει. Έχω δει ζευγάρια για τα οποία το σεξ δεν ξέφτισε με τα χρόνια.

Προσφορά!

Στάθης Τσαγκαρουσιάνος

12.00 8.40

Έγραψαν για το βιβλίο:

Ηλιου φαεινότερο λοιπόν ότι τα κείμενα αυτού του ανθρώπου, έχουν το μυστικό μιας ακριβοθώρητης γοητείας που δεν είναι δάνειο, κρυπτομνησία ή συστηματικό αλληθώρισμα, αλλά προσωπικό ένστικτο. Στα ταξιδιωτικά του αυτή η αρετή είναι διάχυτη. Πριν απο όλα εντυπωσιάζει το διαζύγιο με το «πνεύμα της βαρύτητας». Πουθενά ακρογωνιαίος λίθος, αγκονάρι ή φέροντες οργανισμοί. Αυτή η υδάτινη ροϊκότητα που άλλοτε μιμείται τον αέρα και άλλοτε πέφτει απο ψηλά, συνιστά ενα κατασταλαγμένο μάθημα ζωής, ενα είδος φυσιογνωμίας που μεταλλάσσεται ανάλογα με τη διάθεση και το έναυσμα της στιγμής.

– ΑΘΗΝΟΡΑΜΑ, Κωστής Παπαγιώργης

 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΝΑ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ

 

Τα Ανθρώπινα Απωθημένα

 

Προχθές τα ήπια με έναν παλιό μου φίλο. Η ατμόσφαιρα ήταν πρόσφορη για ιστορίες – άκουγα τις μυγδαλιές μέσα στο Galaxy. Γιατρός αυτός, με γκρίζα μαλλιά, φτασμένος και ενδιαφέρων. Θύμιζε αμυδρά τύπο του Χένρι Τζέιμς, λιγάκι Βενετία – λιγάκι γύρω μας βυθιζόταν η Αθήνα.

«Άκου μια ιστορία», είπε, «που μου συνέβη όταν έκανα το αγροτικό μου σ’ ένα χωριό κοντά στο Βόλο. Είναι ένα γεγονός που με επηρέασε βαθιά. Ένα καλοκαίρι του 1973, Αύγουστος νομίζω, με ξύπνησαν μες στα άγρια χαράματα. Κοιμόμουν στην αυλή, κάτω από μια μουριά – για την ακρίβεια είχα αποκοιμηθεί ζαλισμένος από τα ποτά σε μια αιώρα. Με πήγαν σ’ ένα κεφαλοχώρι, από καρόδρομους, μιάμιση ώρα απόσταση, η πρωινή δροσιά κατέβαινε από το βουνό και ευτυχώς με ξύπνησε. Οι άνθρωποι στο αυτοκίνητο ήτανε έντρομοι –ο πατριάρχης της οικογένειας πέθαινε!- αλλά ο τρόμος τους είχε μαζί κάτι σαν φρίκη. Και απόγνωση

«Πεθαίνει ο μπαμπάς!», μου είπε γρήγορα και λίγο ντροπιασμένα μια γυναίκα στα πενήντα. «Έχει τρελαθεί, δεν ξέρει τι λέει. Δώστε του κάτι να σωπάσει»

«Τι λέει;», ρώτησα, ξέροντας ότι τέτοιες ώρες οι άνθρωποι θέλουν να πουν ό,τι δεν πρόλαβαν να εκφράσουν σε όλη τη ζωή τους. Έχω δει ισόβιες έχθρες να λιώνουν κάτω από ένα χάδι ή μια ευχή ή μία συγγνώμη. Σκληρότατους ανθρώπους να κλαίνε βουβά στα πόδια ενός κρεβατιού, καρδιές να γυρίζουν φόδρα, – οι ώρες αυτές έχουν κάτι άγιο

«Λέει πράγματα φρικτά!», είπε η γυναίκα και έπιασε με το χέρι της στο μέτωπό της, να συγκρατήσει ένα λυγμό.

Όταν φτάσαμε στο σπίτι, είδα τους άντρες στην αυλή. Είδα τις κάφτρες τους τσιγάρου τους στο μαβί φως του όρθρου. Καθόντανε σκυφτοί κι αμίλητοι, ένας πετεινός ελάλησε – κι έπειτα πάλι ησυχία. Οι γυναίκες ήταν καθισμένες στην κουζίνα γύρω από το αδειανό τραπέζι, τα μπράτσα δεμένα μεταξύ τους – άφηναν αραιά και πού έναν ψίθυρο ή ένα στεναγμό. Από την ανοιχτή πόρτα του υπνοδωματίου είδα τρία-τέσσερα παιδιά να κοιμούνται σε ένα διπλό κρεβάτι, ένα μωρό σ’ ένα καρότσι. Ο αέρας ήταν πηχτός κι ακίνητος, μες στο γαλάζιο σκοτάδι διέκρινα τα κάδρα των προγόνων και τη φωτογραφία του ανθρώπου που πέθαινε στο μέσα δωμάτιο. Ήταν ένα άντρας όμορφος, με καλοκαιρινό κοστούμι, μεταξωτό μαντήλι και ωραίο παναμά. Ατίθασες μπούκλες τα καστανά μαλλιά του – μου φάνηκε παράξενο! Ήτανε γελαστός και ευθυτενής και με το χέρι απλωμένο χάιδευε το λαιμό ενός λευκού αλόγου που έκλινε το κεφάλι υπάκουα. Το ήξερα! Ή μάλλον, τον είχα ακουστά. Ήταν ένας περίβλεπτος παράγων της περιοχής με τέσσερα παιδιά, εγγόνια, και δισέγγονα. Αυτοδημιούργητος, είχε εμπλακεί με τα κοινά, με επιτυχία μάλιστα. Δεν είχε βλάψει άνθρωπο, είχε τεράστια περιουσία, είχε κάνει δωρεές σε ιδρύματα και εκκλησίες – εν γένει ήταν πρόσωπο περιωπής.

Ένας άντρας στα 60, με υγρά μάτια, με πήρε από το μπράτσο. Καθώς με οδηγούσε σε μία πόρτα κλειστή, που από μέσα της άκουσα κάτι ακατάληπτους ρόγχους, μου είπε ψιθυριστά στο αυτί: «Γιατρέ, κάνε ό,τι μπορείς. Ήμασταν όλοι μέσα όταν έγινε αυτό, να πάρουμε την ευλογία του. Εμείς, τα παιδιά μας, τα παιδιά των παιδιών μας… και ξαφνικά τον έπιασε αυτή η…». Συσπάστηκε. «Τι φταίξαμε, Θεέ μου! Τι ντρόπιασμα είναι αυτό!».

Τον χτύπησα στον ώμο και μπήκα μόνος στο δωμάτιο. Απ’ το ανοιχτό παράθυρο έμπαινε το πρώτο φως της μέρας και πάνω στο κρεβάτι ένας άντρας σε βαθύ γήρας ήταν σε παραλήρημα – ένα παραλήρημα ήσυχο, δίχως φωνές, ρυθμικό και υπόκωφο. Τα μάτια ήταν θολά κι ελάχιστα θυμίζανε το λαμπερό βλέμμα του κάδρου. Πέθαινε. Έσβηνε. Πλησίασα το κεφάλι για ν’ ακούσω. Κι έμεινα αποσβολωμένος. Ξέρεις τι έλεγε ο σεβάσμιος γέρων; Έλεγε και ξανάλεγε ενώ το σάλιο κύλαγε σε μία άκρη των χειλιών του (και συγγνώμη για τη χυδαιολογία): ‘Θέλω πούτσο! Θέλω πούτσο!’.

 

Πέθαινε. Έσβηνε. Πλησίασα το κεφάλι για ν’ ακούσω. Κι έμεινα αποσβολωμένος. Ξέρεις τι έλεγε ο σεβάσμιος γέρων; Έλεγε και ξανάλεγε ενώ το σάλιο κύλαγε σε μία άκρη των χειλιών του (και συγγνώμη για τη χυδαιολογία): ‘Θέλω πούτσο! Θέλω πούτσο!’.

 

Ένα γέλιο ανέβηκε κελαρυστά απ’ το λαρύγγι μου (ήταν και τα υπολείμματα της μέθης) και το ‘πνιξα μη με λιντσάρουν. Ο γέρων άρχων ήτανε κρυφός ομοφυλόφιλος, ολόκληρη ζωή! Κράτησε τέλεια το μυστικό του, ανέβηκε στα σκαλιά της κοινωνίας, απέκτησε απογόνους, αλλά τον πρόδωσε το πάθος, την τελευταία στιγμή, με ένα πάρθιον βέλος. Τουλάχιστον ο ίδιος δεν το είχε καταλάβει. Όλη την ντροπή την έτρωγαν οι επίγονοι!

Του έκανα μια ένεση μορφίνης και έπεσε σε ένα βύθος που ελάχιστα απείχε από το κώμα. Ήπια έναν καφέ στη σιωπηλή κουζίνα και γύρισα στο εργένικο σπιτάκι μου να συμπληρώσω ύπνο.

Όταν ο γιος του γέροντα με άφησε μπροστά στην πόρτα μου και έφυγε αφήνοντας πίσω του σκόνη και καπνό, με πιάσανε τα γέλια. Ήταν ωραία εποχή, τότε απερίσκεπτη – θυμάμαι άκουγα το LittleCreatures των TalkingHeadsμέχρι να λιώσει. Ξέχασα γρήγορα το περιστατικό.

Τότε δεν είχα καταλάβει το βάρος και το δράμα αυτού του ανθρώπου’, κατέληξε πίνοντας το πέμπτο Oban. ‘Το είχα πάρει ελαφρά – ίσως γιατί εγώ ποτέ δεν είχα τέτοιου τύπου σεξουαλικά απωθημένα. Μετά, όταν κι εγώ καταδυναστεύτηκα από επιθυμίες που έθαβα, από χειρονομίες που δεν έκανα και λόγια που δεν είπα, θυμόμουν του γέροντα του Βόλου και έκανα τη μοιραία κίνηση που μ’ ελευθέρωνε. Έκτοτε, λόγω επαγγέλματος, είδα πολλούς ανθρώπους ανελεύθερους που ενώ ζούσαν λαθραία, κρυμμένοι από τον εαυτό τους, πάντα στο τέλος ένα εμπόδιο (αλά Ρίπλεϋ) τους αποκάλυπτε και τους άφηνε γυμνούς. Μοιραίες γυναίκες που όλη τη ζωή τους δίψαγαν για τρυφερότητα, δεσποτικούς άνδρες που έκρυβαν μέσα τους ένα τρομαγμένο παιδάκι, αεράτους κοσμικούς που έπασχαν από αίσθημα κατωτερότητας, ισχυρούς πολιτικούς που διαφιλονικούσαν μυστικά ολόκληρη ζωή μ’ ένα νεκρό πατέρα. Γι’ αυτό σου λέω, η ιστορία αυτή με επηρέασε – γιατί παρ’ όλη την ακρότητά της εικονογραφεί ένα κυρίαρχο μοντέλο συμπεριφοράς».

«Παιδιά, πρέπει να κλείσω», μας διέκοψε ο Μίλτος, «πλησιάζει τέσσερις». Έτσι η ιστορία μας πρέπει να τελειώσει απότομα εδώ… Ούτως ή άλλως το ηθικό δίδαγμα το μαντέψατε ήδη.

ΑΓΟΡΑΣΤΕ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΕΔΩ

 

Ξένη λογοτεχνία

Οι Άραβες των βάλτων

Γουίλφρεντ Θέσιγκερ

15.00

«Οι Άραβες των βάλτων», που εκδόθηκαν το 1964, δεν ήταν το πρώτο βιβλίο του Θέσιγκερ. Προηγήθηκαν οι «Άμμοι της Αραβίας» το 1959, όπου και πάλι περιγράφεται ένα φυσικό και ανθρώπινο τοπίο που απειλείται με καταστροφή, καταστροφή την οποία επέφερε η εκμετάλλευση του πετρελαίου -αγωγοί, εγκαταστάσεις, δρόμοι που χάραξαν με βαθιές ουλές την έρημο, αυτοκίνητα που αντικατέστησαν τις καμήλες, η εξαφάνιση του βεδουίνου, ενός πανάρχαιου ανθρώπινου τύπου σε απόλυτη συμφωνία με το περιβάλλον του. Έτσι, και στα δύο του βιβλία ο Θέσιγκερ καταγράφει παραδείσους που υπήρξαν. Δεν νομίζω ότι ο συγγραφικός του στόχος ήταν αποκλειστικά “οικολογικός” -άλλωστε, την εποχή εκείνη δεν υπήρχε οικολογικός προβληματισμός, όπως τον εννοούμε σήμερα. Οπωσδήποτε είναι πρωτοπόρος σε μια οικολογική ανησυχία και προβλέπει επερχόμενα δεινά, αλλά πιστεύω ότι οι “Άραβες των βάλτων”, όπως και οι “Άμμοι της Αραβίας”, είναι κάτι περισσότερο από οικολογικές ελεγείες. Έχουν τη δύναμη, την πειστικότητα της λογοτεχνίας. Διαισθάνομαι ότι αυτή ενδεχομένως ήταν η βαθύτερη πρόθεση του Θέσιγκερ: να γράψει ένα βιβλίο που να εκφράζει έναν κόσμο, να μεταφέρει τις οικολογικές του ανησυχίες αλλά ταυτόχρονα να αποτελεί το βιβλίο καθεαυτό κόσμο, πέραν της αναπαράστασης. Ήθελε προφανώς να γράψει ένα ωραίο βιβλίο, ένα “λογοτεχνικό” βιβλίο και το πέτυχε. Αυτό άλλωστε είναι τελικά η λογοτεχνία. Όταν η μορφή είναι κάτι σαν περιεχόμενο, ένα είδος περιεχομένου… […]

―από συνέντευξη του μεταφραστή Άρη Μπερλή στη LIFO

 

ΟΙ ΑΝΑΣΕΣ ΤΩΝ ΒΑΛΤΩΝ : Ο ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΗΣ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ ΑΡΗΣ ΜΠΕΡΛΗΣ ΜΙΛΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΞΕΧΟΥΣΑ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΟΥ WILFRED THESIGER

Ελληνική λογοτεχνία

Αντίο παλιέ κόσμε

Στάθης Τσαγκαρουσιάνος

14.00

Αυτό το βιβλίο βγήκε πριν οχτώ χρόνια για λόγους βιοποριστικούς. Προς μεγάλη μου έκπληξη, σήμερα τυπώνεται η τέταρτη έκδοσή του. Λογικά, τα πρόσωπα που περιλαμβάνονται σ αυτό δεν θα έπρεπε να αφορούν τη σημερινή εποχή. Κι όμως. Υπάρχει ακόμα ενδιαφέρον για τέτοιες περιπτώσεις, που είναι με τον τρόπο τους ακατάτακτες, ιδιοφυείς, λίγο εκκεντρικές και πάνω απ όλα ποιητικές.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ

Νίκος Δήμου – Φανή Κωνσταντίνου

15.00

Το έργο της Nellys ήταν συνώνυμο ως τώρα με την ασπρόμαυρη φωτογραφία, τις αρχαιότητες, τα ιδανικά τοπία της Κρήτης και τις γυμνές χορεύτριες στην Ακρόπολη. Όποιο θέμα κι αν είχαν, οι διαυγείς μαύροι και γκρίζοι όγκοι τους άφηναν στην εικόνα την ηδύτητα μιας ασημένιας στιλπνότητας.

Για πρώτη φορά με το βιβλίο αυτό γίνονται γνωστές οι έγχρωμες φωτογραφίες της. Τραβηγμένες στην Αμερική την περίοδο 1939-65, για να χρησιμοποιηθούν για διαφημιστικούς λόγους, έμεναν φυλαγμένες στο Φωτογραφικό Αρχείο του Μουσείου Μπενάκη, όπου και ανήκουν. Αποκαταστάθηκαν με προσοχή, ώστε να αναδειχθεί ξανά το πλούσιο χρώμα τους, το οποίο σε πολλά σημεία είχε ξεθωριάσει επικίνδυνα.

Εκείνο που εκπλήσσει ευχάριστα στις φωτογραφίες αυτές είναι βεβαίως το χτυπητό, χαρούμενο χρώμα, τα πρόσωπα από πορσελάνη (σε εποχές πριν το photoshop), η αψυμιθίωτη χάρη του σφύζοντος αμερικάνικου ονείρου. Είναι όμως και η ίδια τους η ύπαρξη: Αυτή η εντελώς άγνωστη πτυχή της μεγάλης Ελληνίδας φωτογράφου, η οποία αποδεικνύει ότι εκτός από λεπτή αισθητήστρια υπήρξε και ένας άνθρωπος πρακτικός, που τολμούσε να δοκιμάζει συνεχώς νέα πράγματα, δίχως μεμψιμοιρίες.

Ελληνική λογοτεχνία

Greek Erotica

Βάσος Γεώργας

15.00

Οι ταινίες, οι αίθουσες, η ατμόσφαιρα του απαγορευμένου, οι μεγάλοι πορνοστάρ της πρώτης ελληνικής φάσης, οι υποθέσεις των ταινιών του ελληνικού soft-core ξαναζούν, μέσα σε 600 σελίδες και άλλες τόσες γυμνές φωτογραφίες, που δημοσιεύονται για πρώτη φορά από το αρχείο του Βάσου Γεώργα.