Προβολή όλων των 4 αποτελεσμάτων

Φιλοσοφία

Η παρρησία

Μισέλ Φουκώ

19.80

Αν η φιλοσοφία θέτει το ερώτημα «ποια είναι η αλήθεια;», υπάρχει κάτι πριν από τη φιλοσοφία, που αποτελεί προϋπόθεσή της: η ικανότητα να αμφισβητείς αυτό που παρουσιάζεται ως αλήθεια, να το αρνείσαι, να του εναντιώνεσαι· η ετοιμότητα να στέκεσαι απέναντι στην αυθεντία, δηλαδή την πνευματική και πολιτική εξουσία, και να τολμάς να της ασκήσεις κριτική ― το «κριτικό ήθος» ή η κριτική στάση.

Ο Φουκώ αφιέρωσε τα τελευταία χρόνια της ζωής του στη μελέτη της ιστο­ρίας του κριτικού ήθους στον δυτικό πολιτισμό και, πιο συγκεκριμένα, σε μια μάλλον παραμελημένη έννοια της αρχαιοελληνικής σκέψης: την έννοια της παρρησίας. Στις διαλέξεις που μεταφράζονται εδώ, τις οποίες έδωσε στο πανεπιστήμιο του Μπέρκλεϋ το φθινόπωρο του 1983, ο Φουκώ εξετάζει τη γένεση, τις μορφές και την εξέλιξη της παρρησίας από τον 5ο αιώνα π.Χ. ­μέχρι την ύστερη αρχαιότητα.

Στον Ίωνα του Ευριπίδη παρατηρούμε αρχικά την αμφισβήτηση των θεών ως πηγής της αλήθειας· έδρα της αλήθειας παύει να είναι το μαντείο και γίνεται  η ίδια η πόλη. Στον Ορέστη, πάλι του Ευριπίδη, βλέπουμε την παρρησία ως δικαίωμα εντός της δημοκρατικής πόλεως, και τα προβλήματα που αυτή δημιουργεί στο πλαίσιο του δημόσιου ανταγωνισμού για την αλήθεια. Με τον Σωκράτη και τον Πλάτωνα το πρόβλημα της αλήθειας μεταφέρεται από τον δημόσιο χώρο στην ψυχή: Πώς συμβιβάζεται η ζωή που ζεις με την αλήθεια που λες ότι πρεσβεύεις; Στους Κυνικούς η παρρησία παίρνει τη μορφή της δημόσιας αμφισβήτησης των κοινών αξιών, ενώ στους Στωικούς η κριτική στρέφεται στον ίδιο τον εαυτό, και εκδηλώνεται ως μια διαρκής αυτοεξέταση του ατόμου στον αγώνα του για εσωτερική, δηλαδή πραγματική, ελευθερία.

«Η ανάλυση της παρρησίας αποτελεί μέρος αυτού που θα μπορούσα να ονομάσω ιστορική οντολογία του εαυτού μας, δεδομένου ότι έχουμε, ως ανθρώπινα όντα, την ικανότητα να λέμε την αλήθεια και, λέγοντας την αλήθεια, να μεταμορφώνουμε τον εαυτό μας, τις συνήθειές μας, το ἦθος μας, την κοινωνία μας».

Μισέλ Φουκό

19.00

Το 1969, μετά τις μελέτες του για την τρέλα, την κλινική ιατρική και τις προϋποθέσεις ύπαρξης των επιστημών της ζωής, της γλώσσας και της οικονομίας, ο Μισέλ Φουκώ θα προχωρήσει αποφασιστικά στη θεωρητική συστηματοποίηση του σχεδίου που τον ενέπνεε και θα δώσει το ακριβές στίγμα του ως ιστορικού και φιλοσόφου. Η αρχαιολογία που προτείνει δεν αναζητά αιτιακές σχέσεις και επιδράσεις ανάμεσα στα συμβάντα, δεν θεωρεί την ιστορία μια σταδιακή εκδίπλωση του ορθού λογού που θα οδηγούσε τελεολογικά στην επικράτηση της απόλυτης αλήθειας, δεν τη στηρίζει σε κάποιον καθοριστικό ρόλο που θα είχε σ’ αυτήν η συνείδηση του υποκειμένου. Τα ίδια τα ιστορικά συμβάντα υπάρχουν καθόσον αποτελούν «ρηθέντα πράγματα», καθόσον προβληματοποιούνται μέσα από εκφωνήματα, εκφωνηματικούς σχηματισμούς, λόγους, διαμορφώνοντας, έτσι, το αρχείο, δηλαδή επικράτειες λόγου αυτόνομες αλλά όχι ανεξάρτητες, ρυθμισμένες, παρότι βρίσκονται σε συνεχή μετασχηματισμό, ανώνυμες και χωρίς υποκείμενο, παρότι διαπερνούν τα ατομικά έργα. Η ιστορία και η κίνησή της αποκτά τότε άλλο νόημα. Όχι πλέον οι συμπαγείς γνωστικοί κλάδοι, αλλά οι νόμοι που διέπουν τις κατανομές, τη διασπορά, τους μετασχηματισμούς, τις εναλλαγές, τα μεσοδιαστήματα των λόγων μέσα σε ένα πεδίο στρατηγικών πιθανοτήτων. Η αίσθηση της μεταβολής δεν δίνεται μέσα από την εξέλιξη, τις συνεκτικές σχέσεις, τα κρυφά νοήματα αλλά μέσα από τα αινιγματικά κομβικά σημεία της ρήξης και της ασυνέχειας. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)

«Η περιγραφή του αρχείου […] μάς στερεί τις συνέχειές μας διαλύει εκείνη τη χρονική ταυτότητα όπου μας αρέσει να κατοπτριζόμαστε για να εξορκίσουμε τις ρήξεις της ιστορίας. […] Είμαστε διαφορά […] ο Λόγος μας είναι η διαφορά των λόγων, […] η ιστορία μας η διαφορά των χρόνων, […] το εγώ μας είναι η διαφορά των προσωπείων. […] Η διαφορά, αντί να είναι η λησμονημένη και επικαλυμμένη καταγωγή, είναι αυτή η διασπορά η οποία είμαστε και την οποία πράττουμε». (Michel Foucault)

Φιλοσοφία

Η παρρησία

Μισέλ Φουκώ

17.82

Αν η φιλοσοφία θέτει το ερώτημα «ποια είναι η αλήθεια;», υπάρχει κάτι πριν από τη φιλοσοφία, που αποτελεί προϋπόθεσή της: η ικανότητα να αμφισβητείς αυτό που παρουσιάζεται ως αλήθεια, να το αρνείσαι, να του εναντιώνεσαι· η ετοιμότητα να στέκεσαι απέναντι στην αυθεντία, δηλαδή την πνευματική και πολιτική εξουσία, και να τολμάς να της ασκήσεις κριτική ― το «κριτικό ήθος» ή η κριτική στάση.

Ο Φουκώ αφιέρωσε τα τελευταία χρόνια της ζωής του στη μελέτη της ιστο­ρίας του κριτικού ήθους στον δυτικό πολιτισμό και, πιο συγκεκριμένα, σε μια μάλλον παραμελημένη έννοια της αρχαιοελληνικής σκέψης: την έννοια της παρρησίας. Στις διαλέξεις που μεταφράζονται εδώ, τις οποίες έδωσε στο πανεπιστήμιο του Μπέρκλεϋ το φθινόπωρο του 1983, ο Φουκώ εξετάζει τη γένεση, τις μορφές και την εξέλιξη της παρρησίας από τον 5ο αιώνα π.Χ. ­μέχρι την ύστερη αρχαιότητα.

Στον Ίωνα του Ευριπίδη παρατηρούμε αρχικά την αμφισβήτηση των θεών ως πηγής της αλήθειας· έδρα της αλήθειας παύει να είναι το μαντείο και γίνεται  η ίδια η πόλη. Στον Ορέστη, πάλι του Ευριπίδη, βλέπουμε την παρρησία ως δικαίωμα εντός της δημοκρατικής πόλεως, και τα προβλήματα που αυτή δημιουργεί στο πλαίσιο του δημόσιου ανταγωνισμού για την αλήθεια. Με τον Σωκράτη και τον Πλάτωνα το πρόβλημα της αλήθειας μεταφέρεται από τον δημόσιο χώρο στην ψυχή: Πώς συμβιβάζεται η ζωή που ζεις με την αλήθεια που λες ότι πρεσβεύεις; Στους Κυνικούς η παρρησία παίρνει τη μορφή της δημόσιας αμφισβήτησης των κοινών αξιών, ενώ στους Στωικούς η κριτική στρέφεται στον ίδιο τον εαυτό, και εκδηλώνεται ως μια διαρκής αυτοεξέταση του ατόμου στον αγώνα του για εσωτερική, δηλαδή πραγματική, ελευθερία.

«Η ανάλυση της παρρησίας αποτελεί μέρος αυτού που θα μπορούσα να ονομάσω ιστορική οντολογία του εαυτού μας, δεδομένου ότι έχουμε, ως ανθρώπινα όντα, την ικανότητα να λέμε την αλήθεια και, λέγοντας την αλήθεια, να μεταμορφώνουμε τον εαυτό μας, τις συνήθειές μας, το ἦθος μας, την κοινωνία μας».

Μισέλ Φουκώ

26.10

Οι παραδόσεις με τίτλο “Το θάρρος της αλήθειας” είναι οι τελευταίες που έδωσε ο Μισέλ Φουκώ στο Κολέγιο της Γαλλίας, τον Φεβρουάριο και τον Μάρτιο του 1984. Πέθανε λίγους μήνες αργότερα, στις 25 Ιουνίου 1984. Το πλαίσιο αυτό παρακινεί τον αναγνώστη να δει τις εν λόγω παραδόσεις σαν μια φιλοσοφική διαθήκη, πολλώ δε μάλλον από τη στιγμή που η θεματική του θανάτου είναι έντονα παρούσα, ιδίως στη νέα ανάγνωση που προτείνει ο Φουκώ, ακολουθώντας τον Ντυμεζίλ, για τα τελευταία λόγια του Σωκράτη («Κρίτων, χρωστάμε έναν πετεινό στον Ασκληπιό!»), θεωρώντας τα έκφραση βαθιάς ευγνωμοσύνης προς τη φιλοσοφία, η οποία θεραπεύει από τη μόνη σοβαρή ασθένεια: εκείνη των ψευδών απόψεων και των προκαταλήψεων.

Αυτός ο κύκλος παραδόσεων συνεχίζει και ριζοσπαστικοποιεί τις αναλύσεις του αμέσως προηγούμενου έτους [ελλ. έκδ.: Η κυβέρνηση του εαυτού και των άλλων. Παραδόσεις στο Κολέγιο της Γαλλίας, 1982-1983, μτφρ. Γ. Καράμπελας, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα, υπό έκδοση]. Εκεί, το ζητούμενο του Φουκώ ήταν να θέσει υπό διερώτηση τη λειτουργία του «αληθώς λέγειν» στην πολιτική, προκειμένου να θεσπίσει για τη δημοκρατία ορισμένες ηθικές προϋποθέσεις που δεν μπορούν να αναχθούν στους τυπικούς κανόνες της συναίνεσης: οι προϋποθέσεις αυτές είναι το θάρρος και η πεποίθηση, το φρόνημα.

Με τους κυνικούς, αυτή η εκδήλωση του αληθούς δεν εγγράφεται πλέον απλώς σε μια ριψοκίνδυνη δημόσια τοποθέτηση, σε μια δημηγορία, αλλά στην ίδια την υλικότητα της ύπαρξης. Ο Φουκώ προτείνει λοιπόν μια πρωτοποριακή μελέτη του αρχαίου κυνισμού, βλέποντάς τον ως πρακτική φιλοσοφία, άθληση της αλήθειας, δημόσια πρόκληση, ασκητική κυριαρχία επί του εαυτού και των άλλων. Το σκάνδαλο της αληθινής ζωής συγκροτείται έτσι ως αντίθεση στον πλατωνισμό και στον υπερβατικό του κόσμο των νοητών Μορφών.

«Δεν υπάρχει εγκαθίδρυση της αλήθειας χωρίς ουσιώδη θέσπιση της ετερότητας· η αλήθεια δεν είναι ποτέ το ίδιο· δεν μπορεί να υπάρξει αλήθεια παρά μόνο στη μορφή του άλλου κόσμου και της άλλης ζωής»