«Γεννήθηκα μ’ εκκεντρική καρδιά».
Ένα ξεχωριστό βιβλίο από έναν μαχητικό καλλιτέχνη που διαπιστώνει ότι είναι στα καλύτερά του όταν μαθαίνει πώς να παραδίδεται.
Σε μια ανελέητη, ενδοσκοπική αλλά και διαφωτιστική αφήγηση με τη μορφή επεισοδίων ξετυλίγεται η ζωή του Bono, οργανωμένη –αν και όχι πολύ τακτικά– γύρω από 40 τραγούδια των U2.
O Bono μεγάλωσε στο Νόρθσαϊντ του Δουλβίνου με πατέρα καθολικό και μητέρα προτεστάντισσα σε μια περίοδο όπου η δογματική βία κορυφωνόταν στην Ιρλανδία. Η απώλεια της μητέρας του, όταν ο ίδιος ήταν δεκατεσσάρων, αποκρυστάλλωσε το αίσθημα της απουσίας που διαμόρφωσε την αναζήτησή του για οικογένεια.
Άρχισε τη ζωή του νιώθοντας μέτριος, αλλά εντέλει σε όλη του τη ζωή αντιμάχεται την αντίληψη ότι οποιοσδήποτε είναι μέτριος.
Η δημιουργικότητά του είναι χαοτική αλλά πάντα παρούσα… στο στούντιο, στη σκηνή, στη διαμαρτυρία, στους διαδρόμους του Κογκρέσου αλλά και στο γωνιακό μπαρ.
Διαβάζουμε για τα ξεσπάσματα θυμού του, που χρωματίζουν τα γραφόμενά του γύρω από την αγάπη και τη μη βία, και τον ακούμε να αναγνωρίζει ένα εγώ «πολύ ψηλότερο από την αυτοεκτίμησή μου».
Στη διάρκεια τεσσάρων δεκαετιών, οι U2 από έφηβοι επίδοξοι ροκ σταρ μεταμορφώθηκαν στο μεγαλύτερο συγκρότημα στον κόσμο, ενώ ο Bonο εξελίχθηκε από ακτιβιστής μερικής απασχόλησης σε μια πλήρους απασχόλησης δύναμη στον αγώνα για τη διαγραφή του χρέους των φτωχών χωρών και για την αντιμετώπιση από τις κυβερνήσεις, ειδικά των ΗΠΑ, της παγκόσμιας υγειονομικής κρίσης του AIDS. Είμαστε στο πλευρό του κατά τη γέννηση του PEPFAR, του Προεδρικού Σχεδίου Έκτακτης Ανάγκης για την Ανακούφιση από το AIDS, το οποίο εκείνη τη χρονική στιγμή ήταν η μεγαλύτερη παρέμβαση στην ιστορία της ιατρικής για την αντιμετώπιση μίας και μόνο ασθένειας. Περιγράφει τους εθελοντές της ΟΝΕ, της ΜΚΟ που συνίδρυσε ως «πραγματιστής ακτιβιστής», μαζί με την αδελφή της οργάνωση, τη (RED), ως «αντίδοτο» στον ακτιβισμό.
Οι φαν των U2 θα μάθουν γιατί ο Bono πιστεύει ότι δε διαλύθηκε το συγκρότημα παρά τις προσωπικές δυσκολίες των μελών και τις άγριες δημιουργικές διαφορές τους, καθώς και ποια είναι τα κλειδιά που ξεκλειδώνουν το νόημα των πιο δημοφιλών και επιδραστικών τραγουδιών τους.
Οι πόρτες της εσώτερης ζωής του Bono ανοίγουν. Η σπατάληση του ανθρώπινου δυναμικού είναι ένα μόνιμο θέμα, καθώς και η πίστη, την οποία περιγράφει σαν να ξεχωρίζεις το σήμα από τον θόρυβο, σαν μια «ήσυχη μικρή φωνή» την οποία ακούει δυνατότερα στον γάμο του, στη μουσική του και στον αγώνα του κατά της ακραίας φτώχειας.
Πάνω απ’ όλα, το Surrender είναι μια ιστορία αγάπης γραμμένη προς τη γυναίκα του, την Άλι, από την οποία ζήτησε να βγουν την εβδομάδα που το συγκρότημα έκανε την πρώτη του πρόβα. Η Άλισον Στιούαρτ προσφέρει καθοδήγηση σε κάθε σημαντική σκηνή αυτού του δράματος, συμπεριλαμβανομένης της τρίτης πράξης στην οποία πλέον εισέρχονται, με περισσότερες ερωτήσεις παρά απαντήσεις για ποιο πράγμα αξίζει να παλέψεις και πότε να παραδοθείς.
Κάρλο Μούσο, Πάπας Φραγκίσκος
Μια αυτοβιογραφία δεν είναι το ιδιωτικό μας αφήγημα, είναι περισσότερο οι αποσκευές μας για το ταξίδι. Και οι αναμνήσεις δεν είναι μόνο αυτό που θυμόμαστε, αλλά αυτό που μας περιέχει.
Δεν μιλούν αποκλειστικά για όσα συνέβησαν, αλλά για όσα θα συμβούν. Μοιάζει σαν χτες, κι όμως είναι αύριο. Όλα γεννούνται για ν᾽ ανθίσουν σε μια αιώνια άνοιξη.
Στο τέλος, ένα πράγμα θα πούμε μονάχα: δεν θυμάμαι τίποτα στο οποίο να μη βρίσκεσαι Εσύ.
Όμηρος
Τα περισσότερα, ιστορικά και γραμματολογικά, συμφραζόμενα της ομηρικής Ιλιάδας παραμένουν ή αδιάγνωστα ή υποθετικά. Τίποτε βέβαιο δεν ξέρουμε για τον ποιητή της (ή τους ποιητές της): ούτε πότε έζησε ακριβώς ούτε που έζησε και έδρασε ούτε καν πώς λεγόταν. Ίσως γεννήθηκε σε κάποια πόλη της παράλιας Μικράς Ασίας ή σε κάποιο παράκτιο νησί της.
Η Ιλιάδα πιθανολογείται ότι συντάχθηκε στα μέσα περίπου του όγδοου προχριστιανικού αιώνα ότι η Οδύσσεια ακολούθησε, εν γνώσει μάλλον της Ιλιάδας, στα τέλη του ίδιου αιώνα. Τα δύο έπη προϋποθέτουν πάντως μακρά προφορική παράδοση, που την καλλιέργησαν κάποιοι εμπνευσμένοι αοιδοί, οι οποίοι εξελίχτηκαν σε ραψωδούς. Σ’ αυτή την προφορική παράδοση χρωστούν τα ομηρικά έπη λίγο-πολύ: το μύθο τους και τα κύρια πρόσωπά τους σίγουρα τον εξάμετρο και τη γλώσσα τους τους επαναλαμβανόμενους λογοτύπους (άλλως πως: φόρμουλες), τις τυπικές σκηνές, τα τυπικά τους θέματα και μεγαθέματα. […]
Βλαντίμιρ Ναμπόκοφ
Αναμένοντας την εσχάτη των ποινών, ένας κατάδικος, πασχίζει να συλλάβει τον κόσμο γύρω του, να βάλει τάξη στην ανθρώπινη εντροπία που τον βασανίζει. Κι ο κόσμος, διά των οικείων του, του δήμιου, και των δεσμοφυλάκων του, μοιάζει να του σκαρώνει μια μεγαλοπρεπή φάρσα: Αντί να τον τιμωρήσει, τον προσκαλεί να συνταχθεί με τους ανόμοιούς του και να συμφιλιωθεί με την τελετουργία του τέλους του. Καθώς η πλοκή εξελίσσεται, η ειρωνεία των ηρώων αλλά και του αφηγητή-συγγραφέα είναι τόσο συντριπτική που οτιδήποτε στιβαρό γκρεμίζεται, κάθε ανθρώπινο υλικό αποσυντίθεται, το σκηνικό και οι χαρακτήρες καταρρέουν μπροστά μας, οι ίδιες οι λέξεις εξεγείρονται. Η υποψία του πρωταγωνιστή ότι υπάρχει ένας εξωτερικός κόσμος αποδεικνύεται ψευδαίσθηση. Στην Πρόσκληση σε έναν αποκεφαλισμό ο Ναμπόκοφ χτίζει με χειρουργική περιγραφική ακρίβεια και απαράμιλλο ύφος μια κοινωνικοπολιτική αλληγορία που υπονομεύει ανηλεώς κάθε λογική, συναισθηματική, ηθική συνοχή, προσθέτοντας ακόμα ένα σπουδαίο έργο στη λογοτεχνική του κληρονομιά.
“Τότε ο Κιγκινάτος στάθηκε και, κοιτώντας γύρω του, λες και μόλις είχε προσγειωθεί σ’ αυτή την πέτρινη ερημιά, μάζεψε όλη του τη θέληση, φαντάστηκε τη ζωή του ολάκερη και επιχείρησε να ξεκαθαρίσει τη θέση του με τον ακριβέστερο τρόπο. Κατηγορούμενος για το χειρότερο των εγκλημάτων, τη γνωσιολογική νωθρότητα, τόσο εξαιρετικά ακατανόητη, που πρέπει να χρησιμοποιείς περιγραφές του τύπου: “μη διαπερατότητα”, “αδιαφάνεια”, “παρακώληση”· θανατική καταδίκη για έγκλημα· κλεισμένος στο φρούριο, εν αναμονή της άγνωστης, αλλά σύντομης, αλλά επικείμενης προθεσμίας αυτής της εκτέλεσης (την οποία την προαισθανόταν, σαν το τράβηγμα, το ξερίζωμα και τη σύνθλιψη κάποιου τερατώδους δοντιού, οπότε όλο του το σώμα ήταν το φλεγμαίνον ούλο και το κεφάλι ήταν αυτό το δόντι)· έτσι όπως έστεκε εκείνη τη στιγμή στον διάδρομο της φυλακής με την καρδιά να σβήνει, ακόμη ζωντανός, ακόμη ακέραιος, ακόμη Κιγκινάτος – ο Κιγκινάτος Κ. ένιωσε μια άγρια λαχτάρα για ελευθερία, για την πιο απλή, την πιο πραγματική, την πιο πραγματικά απτή ελευθερία?”