Προβολή όλων των 5 αποτελεσμάτων

Ντιντιέ Εριμπόν

20.00

Συνεχίζοντας το έργο που ξεκίνησε, με αφορμή τον θάνατο του πατέρα του, στην Επιστροφή στη Ρενς (Νήσος, 2020), ο Ντιντιέ Εριμπόν στο νέο αυτό βιβλίο καταπιάνεται με “τη ζωή, τα γηρατειά και τον θάνατο” της μητέρας του, μιας “γυναίκας του λαού”, όπως εύγλωττα δηλώνει ο τίτλος, από εκείνες που “σπάνια κάποιος αφηγείται την ατομική τους ιστορία”.

Ο συγγραφέας ανασυστήνει εδώ τη ζωή της μητέρας του σε όλες της τις εκφάνσεις: από την εποχή που ήταν οικιακή βοηθός, καθαρίστρια και κατόπιν εργάτρια σε εργοστάσιο, μέχρι τα χρόνια της συνταξιοδότησης, της σταδιακής σωματικής κατάπτωσης και της εισαγωγής σε οίκο ευγηρίας. Πρόθεσή του, όπως λέει, δεν είναι να σκιαγραφήσει ένα “ατσαλάκωτο” πορτρέτο: ο ελεγειακός τόνος εναλλάσσεται περίτεχνα με μια νηφάλια καταγραφή που συνομιλεί με πλήθος έργων από τα πεδία της λογοτεχνίας, της κοινωνιολογίας, της φιλοσοφίας. Ο Εριμπόν, καθώς αφηγείται τη φθίνουσα πορεία της μητέρας του προς το τέλος, θέτει συγχρόνως καίρια ερωτήματα για τη σχέση μας με τους ηλικιωμένους, για τη σχέση των ηλικιωμένων με τον χρόνο και τον θάνατο, για τις συνθήκες διαβίωσης στις μονάδες φροντίδας.

Τα γηρατειά εντέλει στο βιβλίο αυτό γίνονται εφαλτήριο για μια πολιτική θεώρηση. Ο Εριμπόν αναλύει την εμπειρία του γήρατος υπό το πρίσμα του αποκλεισμού της από τη δυτική φιλοσοφία, οδηγούμενος έτσι σε μια σειρά ερωτημάτων που αρθρώνονται με γνήσια πολιτικούς όρους: Μπορούν οι ηλικιωμένοι να “μιλήσουν”; Να γίνουν υποκείμενα ενός πολιτικού λόγου που εκφέρεται σε πρώτο πληθυντικό πρόσωπο, ως ένα “εμείς”; Κι αν αυτό δεν είναι εφικτό, τότε τι πρέπει να κάνουμε για ν’ ακουστεί η φωνή τους;

Ελληνική λογοτεχνία

Όλα χαμένα

Κώστας Μιχόπουλος

15.00

Πήρε το μονοπάτι για τον δρόμο και το αμάξι της.

Ανεβαίνοντας το μονοπάτι γύρισε πίσω να κοιτάξει και συνειδητοποίησε πως από το ύψωμα έβλεπε καλύτερα προς τον κάβο. Κοντοστάθηκε. Άφησε κάτω την τσάντα της κι ανέβηκε σ’ έναν δύσμορφο βράχο. Μισόκλεισε τα μάτια της και προσπάθησε να διακρίνει στις ρυτίδες της θάλασσας κάποια αλλαγή, κάτι να επιπλέει, τίποτε. Ο αέρας σφύριζε μονότονα στ’ αυτιά της.

Στα βράχια θα είναι. Εκεί θα τον βρούμε. Στα βράχια να ξεκουράζεται ή να γυρνάει τώρα που έφεξε κόντρα στο ρέμα προς την παραλία.

Θα κοιτάω περισσότερο στα βράχια. Άσε τ’ ανοιχτά. Παράτα τα. Τυφλώνεσαι, δεν έχει νόημα. Αν είναι στ’ ανοιχτά, δεν θα είναι ζωντανός. Δεν έχει δουλειά στ’ ανοιχτά. Δίπλα στα βράχια πάντα ψαρεύει. Θα τον βρούμε.

Μέχρι να φτάσουμε στην παραλία, θα τον βρούμε.

Μιχάλης Αλμπάτης

18.00

Αρχές της δεκαετίας του 1950, σ’ ένα χωριό της Κρητικής ενδοχώρας, ένα νεαρό αγόρι ανακαλύπτει, στην κηδεία κάποιου συγγενή του, πως έχει την ικανότητα να ακούει τις σκέψεις των νεκρών. Κανείς δεν τον πιστεύει αρχικά, όταν όμως αποδεικνύει δημόσια το αληθές των ισχυρισμών του, ένας θείος του, συνειδητοποιώντας τις δυνατότητες οικονομικής εκμετάλλευσης που ανοίγονται μπροστά τους, τον πείθει να φύγουν απ’ το χωριό και ν’ αρχίσουν να περιοδεύουν στα χωριά του κάμπου προσφέροντας τις υπηρεσίες τους σαν “διερμηνείς των πεθαμένων”.

Από χωριό σε χωριό κι από κηδεία σε κηδεία, κάθε νεκρός διηγείται την δική του ιστορία, φανερώνει τα δικά του μυστικά και δίνει τις δικές του απαντήσεις στον γρίφο της ύπαρξης· μόνο που οι νεκροί λένε πάντα την αλήθεια, και οι ζωντανοί δεν θέλουνε αλήθειες να ακούσουν…

“Η επομένη ήταν Κυριακή και, όπως έκαναν πάντα, είχαν κινήσει πρωί πρωί με τη μητέρα του και την αδερφή του για την εκκλησιά. Φυσικά, τα χθεσινά γεγονότα στην κηδεία της γρια-Ξώφαινας είχαν διαδοθεί από στόμα σε στόμα και αποτελούσαν το κύριο θέμα συζήτησης σ’ ολόκληρο το χωριό. Στον δρόμο για τον Αϊ-Γιώργη, αλλά και μέσα στην εκκλησιά, όταν άναψε το κερί κι έπειτα που στάθηκε μπροστά απ’ το ιερό μαζί με τους άλλους άντρες, τα βλέμματα όλων στρέφονταν επάνω του δίχως ίχνος κοροϊδίας πια, αλλά φορτισμένα με ανησυχία, δέος ή φόβο, ενώ τα χείλη τους ψιθύριζαν την ώρα που από μπροστά τους περνούσε: “Μιλάει με τους νεκρούς!”, “Ακούει τους πεθαμένους!”.

Τζίνα Πολίτη

10.00

Το πλαίσιο εντός του οποίου τοποθετούνται τα δοκίμια κριτικής αυτού του τόμου, συντάσσεται από δύο κείμενα που τα χωρίζουν επτά αιώνες! Συγκεκριμένα, το Δεκαήμερο του Βοκκάκιου και μια σύγχρονη παρωδία βασισμένη στην Έρημη Χώρα του Τ. Σ. Έλιοτ.

Πέραν του κοινού θέματος μιας θανατηφόρας πανδημίας, που πρόσθεσε στο λεξικό τον όρο “καραντίνα”, ο Βοκκάκιος σημειώνει πως το κακό ενέσκηψε λόγω των δικών μας άνομων, αμαρτωλών συναλλαγών! Στη μακρά διάρκεια αυτών των αιώνων, τίποτα δεν μεσολάβησε ώστε να αλλάξουν τα διεφθαρμένα ήθη μας. Ο Βοκκάκιος, ωστόσο, ελλείψει εμβολίων, μας πρόσφερε έναν άλλο αισιόδοξο τρόπο διαφυγής από το κακό: αυτόν της αέναης μυθοπλασίας.

Εγιάλ Βάιτσμαν

14.40

Ο Εγιάλ Βάιτσμαν, ιδρυτής και διευθυντής του ερευνητικού ινστιτούτου Forensic Architecture, παρουσιάζει την ιστορία, τις μεθοδολογικές πρακτικές, τις επιστημολογικές προκείμενες, τις δυνατότητες και τους περιορισμούς των ερευνών της ομάδας του σε περιστατικά παραβίασης ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Το βιβλίο εντυπωσιάζει και σοκάρει με την αφηγηματική ανασυγκρότηση και τη λεπτομερή χαρτογραφική και οπτική τεκμηρίωση των υποθέσεων που έχει ερευνήσει η ομάδα και εντέλει παρουσιάζει μια νέα μορφή δημόσιας αλήθειας, η οποία έχει παραχθεί τεχνολογικά, αρχιτεκτονικά και αισθητικά, διατρέχοντας πολλαπλές χωρικές κλίμακες και χρονικές διάρκειες.

Στην Ελλάδα, η Forensic Architecture είναι γνωστή από τις έρευνες τις οποίες διεξήγαγε για τις δολοφονίες του Παύλου Φύσσα και του Ζακ Κωστόπουλου. «Στη δουλειά μας προσπαθούμε συχνά να κάνουμε δύο πράγματα ταυτόχρονα: να χρησιμοποιήσουμε την τεχνολογία για να αποκαλύψουμε περιστατικά κατάχρησης κρατικής ή εταιρικής εξουσίας και, επίσης, να κατα­νοήσουμε το ίδιο το πρόβλημα με αυτές τις τεχνολογίες. […] Οι μέθοδοί μας, ωστόσο, σε καμία περίπτωση δεν περιορίζονται απλώς στην “τεχνολογία”.

Καθεμία από τις έρευνές μας συνδέει κοινότητες που υφίστανται άμεσα τη βία, ακτιβιστές που διεξάγουν επιτόπια έρευνα, μεμονωμένους ερευνητές και ειδικούς, καλλιτέχνες που μπορούν να παρουσιάσουν τα πράγματα με πρωτότυπο τρόπο και πολιτιστικούς θεσμούς που μπορούν να ενισχύσουν αυτή την έρευνα». Εγιάλ Βάιτσμαν