O ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΔΟΥΛΓΕΡΙΔΗΣ ΓΡΑΦΕΙ ΓΙΑ ΤΟ «ΑΣ ΦΥΣΑ ΤΩΡΑ»

Από την ταινία του Παρατζάνοφ «Το χρώμα του ροδιού»

 

Δεν ανήκα στη γενιά που ενηλικιώθηκε με τα περιοδικά του, κυρίως επειδή η θεσσαλονικιώτικη μποεμία έπεφτε μακριά από το μιαρό-και-ταυτοχρόνως-ιερό αθηναϊκό  κέντρο. Ανακάλυψα αργότερα την αισθηματική αγωγή που κουβαλούσαν: το «01» στα υπόγεια παλαιοβιβλιοπωλεία της Ναυαρίνου και το «Symbol», ένθετο περιοδικό στον «Επενδυτή».

Εκτοτε έκλεβα εικόνες, λέξεις και layout για συναισθηματικό αρχείο, ακόμη κι όταν δεν συμφωνούσα με την πολιτική ανάγνωση (ή ενίοτε την αποστασιοποίηση από την πολιτική κουζίνα).

Ως φοιτητής Δημοσιογραφίας αναζητούσα τα σημειώματά του στις «Μοναξιές» επειδή είχα ανάγκη να διαβάζω πίσω από την πόζα της κυριλέ δημοσιογραφίας που τότε ευλογούσε τα πλήθη (θυμάμαι ακόμη το «λυσσασμένο αρνάκι του Θεού» για τους ιερωμένους και τους «global Καζαντζίδηδες της οικολογίας» για τον Στινγκ). Κι ύστερα ήρθε το «Αντίο, παλιέ κόσμε» με τις συνεντεύξεις από τα ιερά τέρατα τη στιγμή που έπρεπε.

Φαντάζομαι ότι η σχέση ενός αναγνώστη με τον Στάθη Τσαγκαρουσιάνο είναι εκ φύσεως αμφιθυμική: γιατί να αποδεχθείς το σύνολο των κειμένων και των απόψεών του; Φαντάζομαι ότι εξίσου ακριβοδίκαια αποδέχεσαι την εσωτερική λογική της γραφής του που μεταβάλλει εντός της τον ρυθμό του κόσμου.

Μαζί με αυτήν μπαινοβγαίνεις στη συναισθηματική γεωγραφία που έφερε τον Τσαγκαρουσιάνο ως τη «LIFO» και την εφήμερη – όσο και ακριβή – τέχνη του trendsetting: από το Τέταρτο του Χατζιδάκι, την Ουμ Καλσούμ, τον Παρατζάνοφ και τον Μπέργκμαν ως την «Αυτοβιογραφία» του Βαμβακάρη, τον Σεφέρη και τον Φράνσις Μπέικον, για να περιοριστούμε σε ελάχιστες σταθερές.

Ο καινούργιος σελιδοδείκτης στο «ημερολόγιο» που γράφει από την κάθοδο στην Αθήνα το 1976 είναι η έκδοση «Ας φυσά τώρα» (Δύο Δέκα, με εξώφυλλο του Yann LeBec) Mια αταξινόμητη καταγραφή από την περίοδο της παιδικής ηλικίας (ναι, εδώ είναι το σημείωμα που περιγράφει το μπούλινγκ στη Ζάκυνθο) ως τα μπαρ της πρωτεύουσας, με κείμενα που δημοσιευτηκαν στη LIFO.

Αν πάρουμε τοις μετρητοίς τα δύο κεφάλαια του βιβλίου, παρακολουθούμε έναν μέτοικο που γίνεται αυτό που είναι: ένας flaneur στην Αθήνα με οξυμμένη παρατηρητικότητα, ένας δημοσιογράφος που μαθαίνει να γράφει μέσω της τέχνης.

«Σε αυτήν την τόσο ανώμαλη ιστορική φάση, τα νερά, αντί να τρέχουν προς τη θάλασσα, γυρνάνε στις πηγές. “Αποκαλυπτικά”. Δείχνοντας ο καθένας πού ανήκει. Και τι είναι τελικά. Καθάρματα και καλοί άνθρωποι κοιτάζονται από απέναντι λουφάζονιας. Θέλεις να πας σε αυτούς που ανήκεις. Θες να γυρίσεις σπίτι σου».

Με την άδεια του συγγραφέα, ο επίλογος ας γραφτεί με την ευαισθησία που κρύβουν οι κοφτές προτάσεις. Κοφτές και κομμένες από τη μνήμη:

«Πριν από λίγα χρόνια είχα έναν φίλο που πέθανε η μάνα του απότομα, από καρδιά. Ηταν περίεργο παιδί και δεν έκλαψε καθόλου, ούτε με το πρώτο σοκ ούτε μετά – στις εκκλησίες και στους τάφους. Ηταν κλειστός σαν πέτρα, γιατί την αγαπούσε πολύ.

Το βράδυ που έφυγαν οι επισκέπτες από το σπίτι (σχεδόν τους έδιωξε), εξαντλημένος άνοιξε το ψυγείο. Σε ένα τάπερ βρήκε γεμιστά. Τα είχε μαγειρέψεις μάνα του μία μέρα πριν πεθάνει. Εκατσε στο τραπέζι, μόνος, και άρχισε να τρώει.

Ενιωσε κάτι υπόκωφο να του χτυπάει τα σωθικά: η οικειότητα αυτής τής γεύσης. Το ρύζι, η ντομάτα, το συγκεκριμένο λάδι, ο συγκεκριμένος άνηθος – αυτό το μείγμα που ανήκε αποκλειστικά στη μάνα του. Τότε μόνο τον πήραν τα κλάματα. Εκλαιγε κι έτρωγε, σιγά σιγά, για να μην τελειώσουν τα γεμιστά του. Μέχρι που τέλειωσαν».

 

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΔΟΥΛΓΕΡΙΔΗΣ, Εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ

 

ΑΓΟΡΑΣΤΕ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΜΕ ΕΚΠΤΩΣΗ ΕΔΩ