Ελληνική λογοτεχνία
«Καμιά φορά, όταν το φως χαμηλώνει και μεγαλώνουν οι σκιές, μου φαίνεται ότι κυκλοφορώ σ’ αυτούς τους δρόμους χρόνια και χρόνια ατέλειωτα, ολόκληρο αιώνα, ότι ξέρω πια κάθε δέντρο, κάθε λακκούβα, κάθε σπίτι, πηγαίνω πια με τα μάτια κλειστά, είμαι πια δρόμος κι εγώ, πότε άδειος πότε γεμάτος, πότε με φως πότε σκοτεινός, για να βρεις τον δρόμο πρέπει να γίνεις δρόμος, ναι, αλλά ο δρόμος είναι δρόμος αν δεν τον περπατήσεις, η λαμπάδα είναι λαμπάδα αν δεν ανάψει, το μαχαίρι είναι μαχαίρι αν δεν κόψει; Πες της σ’ αγαπάω πολύ και δεν θα το ξανακάνω».
Εφτά χρόνια τώρα έχω δει πολλά κι έχω ακούσει άλλα τόσα, είναι η φύση της δουλειάς τέτοια, είναι και η δική μου, πάω πάντα παντού, ό,τι ώρα και μέρα να ‘ναι, κοντά ή μακριά, με βροχή, καύσωνα ή χιόνι.
Το “Πες της” είναι η ιστορία μιας κούριερ που περιπλανιέται σαν αερικό σε χιονισμένα βουνά και ασημένιες θάλασσες, σε δρόμους άδρομους, απέραντους, χωρίς αρχή και τέλος, χωρίς σημάδια και χαρακιές, μπαινοβγαίνει σε μεζονέτες με εσωτερικό ασανσέρ και πολυκατοικίες χωρίς ασανσέρ, και κάνει παραδόσεις σε καλούς και κακούς ανθρώπους, αγενείς και ευγενικούς, βασανισμένους και καλοζωισμένους – σε ανθρώπους που μοιάζουν έτοιμοι να βάλουν τα κλάματα κι άλλους που μοιάζουν να μην ξέρουν τι θα πει κλάμα.
Μια ιστορία ειπωμένη με γλώσσα που πότε αντιλαλεί και πότε σωπαίνει, ευφραίνεται και συστέλλεται, κρύβεται και φανερώνεται, παλεύοντας ν’ ακολουθήσει τα ματωμένα χνάρια που αφήνουν οι άνθρωποι και τα πράγματα στο χιόνι. Μια ιστορία για το μυστήριο, τον πόνο, την τραγικότητα, την τρέλα, αλλά και την ανθρωπιά, την ελπίδα, την κρυμμένη ομορφιά και την ποίηση της σύγχρονης ζωής.
Ελληνική λογοτεχνία
Δεκάξι ιστορίες από τα Καμίνια, τη Νίκαια, τη Δραπετσώνα. Από τον ντόκο των Κρητικών, από το ουζερί “Υπάρχω”, από το φουγάρο της ΔΕΗ στο Κερατσίνι. Ιστορίες για τράπεζες που παίρνουν σπίτια, για σπίτια που παίρνουν φωτιά, για όνειρα που γίνονται στάχτη. Για το σκοτάδι που ζει στη διπλανή πόρτα. Κάτι θα γίνει όμως, θα δεις. Γιατί εκεί όπου μεγαλώνει ο φόβος μεγαλώνει κι εκείνο που σώζει από τον φόβο.
Ελληνική λογοτεχνία
“Χάσαμε τις δουλειές μας, χάσαμε τα σπίτια μας, χάσαμε τη ζωή μας – γιατί να μη χάσουμε και τη μνήμη μας; Γιατί; Γιατί μας πήραν όλα τ’ άλλα και μας άφησαν τη μνήμη; Γιατί δεν την άρπαξαν κι αυτή;”
Το “Καλό θα ‘ρθει από τη θάλασσα” είναι το πρώτο μέρος μιας τριλογίας διηγημάτων για τους εμφύλιους που διεξάγονται σ’ ένα νησί του Αιγαίου. Η Άρτεμη και ο Σταύρος, που πετάνε χαρταετό τον Ιούλιο, πάνω στα αποκαΐδια ενός καμένου ονείρου, ο Χρόνης στο καρότσι, που πολεμάει με ζωντανούς και αναστημένους εφιάλτες, ο Τάσος, που χάνεται χορεύοντας έξω από μια σπηλιά, ο Λάζαρος το Τόξο, που το στόμα του αγαπάει το όνομα του γιου του: τα πρόσωπα που πρωταγωνιστούν είναι εσωτερικοί μετανάστες – άνθρωποι, δηλαδή, που τα τελευταία χρόνια εγκατέλειψαν αναγκαστικά την Αθήνα ή άλλες μεγάλες πόλεις και εγκαταστάθηκαν στο νησί, παλεύοντας να σταθούν ξανά όρθιοι, να ξεφύγουν από ένα παρελθόν που αλλάζει διαρκώς και ένα μέλλον που μοιάζει αδιέξοδο για όλους.
Στην προσπάθειά τους αυτή θα βρεθούν αντιμέτωποι με τους ντόπιους κατοίκους, αφιλόξενους απέναντι στους “ξενομπάτες”, θα θέσουν σε δοκιμασία τις μεταξύ τους σχέσεις, θα αναμετρηθούν με τα φαντάσματα του χθες, αλλά και με τον φόβο και την αγωνία για το αύριο. Άνθρωποι σαν κομμένες γέφυρες, που αγωνίζονται να φτιάξουν από την αρχή τον εαυτό τους, τη ζωή τους, μια νέα χώρα, μια νέα πίστη, έναν καινούργιο κόσμο. Γιατί η αρχή δεν είναι ποτέ πίσω μας. Η αρχή είναι πάντα μπροστά μας.