Προβολή όλων των 2 αποτελεσμάτων

Ελληνική λογοτεχνία

Του Θεού το μάτι

Γιάννης Μακριδάκης

12.37

ΛΙΓΑΚΙ ΠΑΡΑΚΕΙ ΠΑΝΕ, ΑΠΑΝΩ ΣΤΑ ΞΙΝΑ ΚΑΘΟΥΝΤΑΙ ΚΑΙ ΜΑΣ ΛΟΞΟΚΟΙΤΑΖΟΥΝΕ. Εγώ που τους ξέρω, τους αντιλαμβάνομαι. Νιώθω το μάτι τους όση ώρα τρωγοπίνω και είναι καρφωμένο απάνω μου. Οι μουσαφιραίοι όμως δεν νιώθουνε τίποτα, Διομήδη. Σου λέει, εξοχή είναι, πουλιά έχει. Πού να ξέρανε πως τα πουλιά μάς παρακολουθούνε και πως λένε, άντε να ξεκουμπιστείτε, να πάμε κι εμείς στο σπίτι μας. Μόνο το Λούγαρο, που είναι σπουδαγμένος απάνω σ` αυτά, ξέρει πως τα πουλιά μάς παρακολουθούνε ανελλιπώς. Και πως μας μιλούνε κιόλας. Αυτό το πιστεύει κι ο Κότσυφας βέβαια, όπως σου `πα, αλλά αυτός δεν πιάνεται διότι μπορεί να το λέει έτσι, μέσα από την παλαβωμάρα του. Ξέρεις, αυτοί οι ιδεολόγοι έχουνε όλο κάτι τέτοιες θεωρίες, αλλά ανάθεμα κι άμα πιστεύουνε στο βάθος βάθος τίποτα. Μόνο για τη μόστρα μού φαίνεται πως τα λένε. Για να κάνουνε τους εξωτικούς και να τραβούνε το ενδιαφέρον των γυναικών. Καλή ώρα σαν τη δικιά μου. Τέλος πάντων. Αυτά όμως που σου λέω ισχύουνε, Διομήδη. Είναι πράματα που τα `χουνε μελετημένα οι επιστήμονες. Έχουνε κάμει πειράματα κι έχουνε βγάλει αποφθέγματα. Ένα πουλάκι μού το μαρτύρησε, έτσι μας έλεγε η μάνα μας σαν ήμαστε μικροί και κάναμε καμιά ζημιά. Διότι όλα τα ξέρουνε τα πουλιά. Τα πουλιά είναι του θεού το μάτι από πάνω μας, Διομήδη. Είναι η συνείδησή μας τα πουλιά.

Καθώς το κατασκευάζει, ο Πεπόνας αφηγείται στο σκιάχτρο του την πολυκύμαντη ζωή του, που τώρα πια, μετά τη σύνταξη, ολοκληρώνεται στο κτηματάκι του. Στην αφήγησή του παρελαύνουν αλλόκοτοι άνθρωποι με ονόματα ζώων ή φυτών, πουλιά και διάφορα άλλα ζωντανά με ονόματα ανθρώπινα, αλλά και ψυχωμένα άψυχα, σαν τον Διομήδη το σκιάχτρο. Η γενεαλογία της φύσης και η γενεαλογία των ανθρώπων συναντιούνται παντού, εκτός από την πολιτική και την κρίση. Οι πληγές του σύγχρονου κόσμου διατρέχουν το σύμπαν της νουβέλας. Ένα σύμπαν που παίρνει φωνή, αρθρώνεται και απευθύνεται σε πρώτο πρόσωπο στον καθρέφτη του.

Ελληνική λογοτεχνία

Τα απόνερα της Σοφίας

Γιάννης Μακριδάκης

15.52

Πάντως τότε, μπορεί σε τίποτε άλλο να μην τον παίρναμε στα σοβαρά, αφού αυτό μας έβγαινε αυθορμήτως να πράττουμε ως άμυνα έναντι της γενικότερης πλοιαρχικής συμπεριφοράς του μέσα στο σπίτι, μπορεί επίσης με τις βιβλιοθήκες του, παρά τις εντολές και τις συνεχείς παραινέσεις του, να μην ασχολήθηκε ουσιαστικά ποτέ κανείς μας πλην της αδελφής μου, της Ιωάννας, η οποία τις είχε πάρει ράφι προς ράφι και διάβαζε τα πάντα, ένα προς ένα από μικρή· τις γνώσεις του όμως περί βιβλίων και συγγραφέων, αν και μας ήταν παντελώς άχρηστες και αδιάφορες αφού δεν μας ενδιέφερε διόλου το αντικείμενο, δεν είχαμε λόγο να τις αμφισβητήσουμε.

Έτσι, εκείνο το απόγευμα δεν μπορούσε και δεν ήθελε φυσικά κανείς μας να αντιπαρατεθεί στα όσα υποστήριζε για την ποιότητα της γραφής μου. Ιδίως εγώ, που όσο τον άκουγα ένιωθα πως κρυφοφτερούγιζε μέσα μου, έτοιμη να απογειωθεί ξανά, η ισοπεδωμένη μου αυτοπεποίθηση, μετά το ερωτικό στραπάτσο που είχα βιώσει για πρώτη φορά στη ζωή μου λίγες ώρες πρωτύτερα και με είχε οδηγήσει σε μια πρωτόγνωρη αίσθηση πλήρους αυτοακύρωσης.

Τον Ζαχαρία Μελιτάκη τον έριξε στη συγγραφή ένας ύπουλος συνδυασμός πατρικής χειραγώγησης και ερωτικής απογοήτευσης. Τα απόνερα της Σοφίας τον πήραν και τον σήκωσαν. Βρήκε όμως σωσίβιο να πιαστεί στα δέντρα της Αθήνας.