Showing all 4 results

Γιάννης Ξανθούλης

Γιάννης Ξανθούλης

Είναι βέβαιο πως η Ροδόσταμη, κωμόπολη της Ανατολικής Μακεδονίας, δεν είναι ευρύτερα γνωστή. Οι άνθρωποί της, όμως, πιθανότατα θυμίζουν γείτονες, συγγενείς, εραστές ή και τυχαίες γνωριμίες.

Το έτος 1959 και η αναμονή του ξεχωριστού 1960, που εγκαινίαζε μια ζωηρή δεκαετία, ανέσυρε αναμνήσεις από γεγονότα που η Ιστορία κατέγραψε ως κοσμοϊστορικά, με τη συνδρομή επιστημόνων, ιστορικών ή καφενόβιων ρητόρων που κυκλοφορούν πάντα ανάμεσά μας, σαν αντιβίωση στην πλήξη. Μπορεί όμως να είμαστε κι εμείς φορείς ανάλογης αβάσταχτης σοβαρότητας ή και ελαφρότητας, όσο κι αν δεν το έχουμε εμπεδώσει, αφού ουδείς μάς το επισήμανε εγκαίρως… Η Ροδόσταμη, πάντως, συγκέντρωνε μια ενδιαφέρουσα ποικιλία από σωσίες των εαυτών μας. Οι αδελφές Γαργάρα, Φιλοθέη και Μαγιοπούλα, εκπαιδεύουν την αθωότητά τους αρχικά στην οικογενειακή αρένα και μετά ταξινομούν αλήθειες και ψευδαισθήσεις με σθένος ηρωικό και ευτράπελο. Οι δύο θυγατέρες του παλαιστή Ηρακλή Γαργάρα έγιναν έτσι αφορμή να γραφτεί ένα πόνημα θυελλωδών καταστάσεων – καιρικών, ψυχολογικών και άλλων.

Ο συγγραφέας ισχυρίζεται ότι πρόκειται για συγγενικές του περσόνες ως προς την επιδίωξη απόδρασης σε μια Αθήνα έτοιμη να τις ανταμείψει με μυστικά τερατωδών αλλά ρομαντικών ρεφρέν, που υμνούσαν κάθε οξύμωρη προσδοκία ή ματαίωση. Κι αυτές, εύπιστες και απελπισμένες, επιδόθηκαν στο σπορ της Άλωσης, παραδομένες στα κέφια ενός εκτροχιασμένου χρόνου. Όσο για την εμμονή του συγγραφέα με τα έτη 1959 και 1960, αυτή, σύμφωνα με φήμες και σχόλια εμπειρογνωμόνων, οφείλεται στην ψυχωτική αμηχανία ενηλικίωσης που υπέστη – και την οποία, μάλλον, δεν ξεπέρασε ποτέ.

19.90

Ελληνική λογοτεχνία

Το πεθαμένο λικέρ

Γιάννης Ξανθούλης

…Στην Κυψέλη της δεκαετίας του ’50, λίγο πριν σηκωθεί το καταλυτικό κύμα της «αντιπαροχής» για να εξαφανίσει τα σπίτια των μεσοαστών. Εκεί, τα δίδυμα αγόρια με τη μεγαλύτερη αδερφή τους Ραλλού μεγαλώνουν σε ένα πένθιμο όσο και στοργικό περιβάλλον με τη νέα χήρα μητέρα τους, τις αγαπημένες θείες και τα φαντάσματα μιας καλής αξιομνημόνευτης ζωής.
Στο υπόγειο του σπιτιού βρίσκονται τα απομεινάρια του παλιού ποτοποιείου –επιχείρηση οικογενειακή– τόπος μυστηρίου και παιχνιδιού για τα τρία παιδιά. Εκεί άλλωστε θα «παίξουν» τον μυστικό γάμο, που, αν και παιχνίδι, θα καθορίσει όλη τους τη ζωή.

Όσο για «Το πεθαμένο λικέρ», ο θρύλος το ήθελε με αφροδισιακές ιδιότητες εξαιτίας του πνιγμού μιας εργάτριας για λόγους ερωτικούς σε ένα από τα βαρέλια τον καιρό της ακμής της επιχείρησης.

Γύρω από ιστορίες, μισόλογα και ερωτηματικά, οι ήρωες ακολουθούν τη μοίρα τους, σφραγισμένη, έτσι κι αλλιώς, από τη μεθυστική πικρή γεύση του έρωτα σε μια ιδιαίτερα κρίσιμη όσο και μεταβατική εποχή.

12.20

Γιάννης Ξανθούλης

«Θα έπρεπε να γράψετε ένα βιβλίο για τη μαμά». Κουβέντα από την Τζωρτίνα στα γενέθλια της Μαρινέλλας, πριν από χρόνια.

Το άκουσα, το ξέχασα. Δεν το πήρα αψήφιστα, αλλά ήξερα πως είμαι ακατάλληλος για βιογράφος, εξαιτίας του ύφους που γράφω. Καλώς ή κακώς.

Από αλλού ξεκινώ και αλλού βρίσκομαι, παρεμβαίνει το θυμικό μου, νευριάζω με τους ήρωές μου, κάνω αυτά που κάνω, ώστε να μη συμπεριλαμβάνομαι στους τρέχοντες κολοσσούς της λογοτεχνίας.

Δεν παραληρώ για τα αποδεκτά «πολιτικώς ορθά» και de facto απυρόβλητα μείζονα θέματα.

Με τέτοιον χαρακτήρα πώς να αναλάβω μια Μαρινέλλα, με την οποία ναι μεν μας συνδέουν μερικές ενδιαφέρουσες δεκαετίες, αλλά δεν θα μου προέκυπταν φωτοστέφανα και θαυμαστικές κορόνες για τον μελωδικό κόσμο της νύχτας.

«Ξέρετε, εγώ…». Έφερνα αντιρρήσεις, ξέροντας τον χαρακτήρα μου. Η άλλη πλευρά επέμενε: «Κάνετε λάθος…». «Μα είμαι ολόκληρος ένα κινούμενο λάθος», απαντούσα. Τελικά, ο βιογράφος «εάλω»…
«Εσύ με ξέρεις» ― η Μαρινέλλα.
«Εγώ σ’ αγαπώ, αλλά φοβάμαι ότι εσύ δεν με ξέρεις», απαντούσα.

Τσούλησε ένα διάστημα με «σε ξέρω», «δεν με ξέρεις», ώσπου να το πάρουμε απόφαση και να ξεκινήσουν τα μεσημεριανά συμπόσια εις μνήμην του Πλάτωνα και άλλων συγγενών ανάλογων συμποσιακών εμπειριών.

Έτσι προχωρήσαμε, φωτίζοντας με μεσημβρινό φως νύχτες ή και μέρες μιας ζωής από χώμα, φωνή, έρωτα, μόχθο και πολλή αγάπη. Κι έγινε ένα βιβλίο που, χωρίς να είναι a priori βιογραφία, άρχισε να μοιάζει με μυθιστόρημα δικό μου.
Γ. Ξ.

18.80

Ελληνική λογοτεχνία

Ονειρεύτηκα τη Σανγκάη

Γιάννης Ξανθούλης

Ένα απρόσμενο γράμμα από τη Γερμανία θα αναστατώσει τον Πετρόκαμπο. Το ξεχασμένο, όλο πέτρες και σκορπιούς, χωριό στην ενδοχώρα. Κάποτε διέθετε προοπτικές ευημερίας σαν κεφαλοχώρι, όμως μετά ακολούθησε κι αυτό τη μοίρα άλλων ελληνικών χωριών. Παρ’ όλα αυτά, διατηρούσε μια αποκλειστικότητα άγνωστη στους πολλούς: την υπνοβασία. Με το γράμμα, απέκτησε και μια δεύτερη, χάρη στον αποστολέα, τον Απόστολο (Λάκη) Μπούγα, γιο της θρυλικής μαμής Σεβαστιανής, που είχε αναδειχθεί σε αστέρα ερωτικών ταινιών. Έφυγε σχεδόν παιδί από το χωριό για τη Γερμανία, όπου και διέπρεψε. Ετοιμοθάνατος, συντάσσει τη διαθήκη του, αφήνοντας τη σχεδόν αμύθητη περιουσία του στον Πετρόκαμπο. Με προϋποθέσεις. Πρώτη και καλύτερη, από μια άποψη, να ιδρυθεί μουσείο στο όνομά του με τις καλλιτεχνικές επιδόσεις του – και όχι μόνο.

Αποδέκτης της επιστολής με τα καυτά νέα, ο μακρινός (και μόνος εν ζωή) συγγενής του στο χωριό, ο Πέτρος Μακκαβαίος. Ο Μακκαβαίος, που θα γίνει ο «συναισθηματικός κρίκος» μεταξύ του αείμνηστου σταρ και των φιλόδοξων έργων στον Πετρόκαμπο, μόλις διάβασε τις επιθυμίες του Απόστολου, ένιωσε κάτι παραπάνω από ρίγος να διατρέχει τη ραχοκοκαλιά του. Κι ας ήταν Ιούλιος, κατακαλόκαιρο. Διαισθάνθηκε αμέσως ότι η ζωή του θα άλλαζε, χωρίς όμως να φαντάζεται πόσο. Γιατί μιας τέτοιας ευεργεσίας… μύρια άλλα περίεργα έπονται. Όταν μάλιστα στην ιστορία ανακατευτεί και η Σανγκάη, ε, τότε τα πράγματα υπερβαίνουν προκλητικά τη φαντασία ενός συνηθισμένου μοναχικού άντρα που δροσιζόταν με λεμονάδες…

15.93