Ξένη λογοτεχνία
“Είμαι ένας πολίτης των ξενοδοχείων. Ένας πατριώτης των ξενοδοχείων”.
“Το ξενοδοχείο, που αγαπώ σαν πατρίδα μου, βρίσκεται σε ένα από τα μεγάλα ευρωπαϊκά λιμάνια, και τα βαριά χρυσά γράμματα-αντίκες, με τα οποία είναι γραμμένο το μπανάλ όνομά του (λάμποντας πάνω από τις στέγες των σπιτιών, που ανηφορίζουν μαλακά) είναι στα μάτια μου μεταλλικές σημαίες, υψωμένα μικρά λάβαρα που χαιρετούν αστράφτοντας αντί ν’ ανεμίζουν”.
Τις δεκαετίες 1920 ΚΑΙ 1930 ο Γιόζεφ Ροτ ταξίδεψε πολύ σε μια Ευρώπη σε κρίση, περιπλανώμενος από ξενοδοχείο σε ξενοδοχείο και γράφοντας για τα μέρη από τα οποία περνούσε. Οξυδερκή, νοσταλγικά, γεμάτα περιέργεια και βαθιά παρατηρητικά -συγκεντρωμένα εδώ για πρώτη φορά από τον Άγγλο μεταφραστή του έργου του Ροτ Michael Hofmann- τα άρθρα του ζωγραφίζουν την εικόνα μιας ηπείρου που σπαράζεται από την αδήριτη βία της αλλαγής, γαντζωμένης ταυτόχρονα στην παράδοση.
Από τα τυραννικά γυμνάσια του αλβανικού στρατού, τα ετοιμόρροπα “πηγάδια” της νέας πρωτεύουσας του πετρελαίου στη Γαλικία και τα διαλυμένα παζάρια, τα σπίτια τα κομμένα στα δυο για να γίνουν τα Τίρανα μια μοντέρνα πρωτεύουσα, μέχρι τους ξεχωριστούς, ιδιόμορφους ανθρώπους που συναντά ο Ροτ στα ξενοδοχεία όπου μένει, αυτά τα κείμενα-βινιέτες είναι τρυφερά και μεθυστικά μαζί. Με τη θαυμάσια επιλογή και εισαγωγή του Μάικλ Χόφμαν, αποτελούν λογοτεχνικές καρτ ποστάλ από έναν κόσμο χαμένο, που κατευθυνόταν αμετάκλητα προς έναν παγκόσμιο πόλεμο.
Ξένη λογοτεχνία
«Η διαθήκη μου». Έτσι ονόμαζε ο Γιόζεφ Ροτ αυτό το τελευταίο του αφήγημα, που προφητεύει ποιητικά, μέσω της θαυμαστής ιστορίας του Παρισινού κλοσάρ, τον ίδιο του το θάνατο, με συγκλονιστική συνέπεια, εύθυμη άνεση και απαράμιλλη στυλιστική δεξιοτεχνία.
Ο Θρύλος του αγίου πότη δημοσιεύτηκε το 1939, τη χρονιά που πέθανε ο συγγραφέας. Σαν τον Αντρέας, τον ήρωα της ιστορίας, ο Ροτ πέθανε από τη μεγάλη κατανάλωση του αλκοόλ στο Παρίσι, αλλά το παρόν αφήγημα δεν αποτελεί αυτοβιογραφική αφήγηση. Είναι ένα κοσμικό θαυμαστό παραμύθι, στο οποίο ο πλάνητας Αντρέας, αφού έχει ζήσει κάτω από τις γέφυρες, γίνεται αποδέκτης μιας σειράς τυχερών γεγονότων που τον οδηγούν ξαφνικά σ’ ένα διαφορετικό επίπεδο ύπαρξης. Η νουβέλα είναι εξαιρετικά συμπυκνωμένη, αυστηρή, ανατρεπτική και παιγνιώδης ταυτόχρονα, παρ’ όλο το μελαγχολικό θέμα της.
Ο συγγραφέας και πότης Γιόζεφ Ροτ, επειδή το φάσμα του επερχόμενου πολέμου τού στερούσε κάθε διάθεση να ζήσει και να επιζήσει, κατάφερε μ’ αυτό το έργο του να υψώσει εν ζωή ακόμα ένα έξοχο μνημείο αυτοειρωνείας. επιείκειας και καρτερίας.
Ξένη λογοτεχνία
O Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος έχει φτάσει στο τέλος του. Η απέραντη Ρωσία ελευθερώνει τους αιχμαλώτους της, που συγκεντρώνονται (κάθε μέρα και περισσότεροι) στην ανατολική μεθόριο της Ευρώπης. Ο συγγραφέας μας οδηγεί σε μια απ’αυτές τις μικρές πόλεις, που τόσο καλά γνωρίζει, της οποίας το όνομα ο αναγνώστης δεν μαθαίνει. Ο Γκάμπριελ Ντάν, στρατιώτης του αυστριακού στρατού, επιστρέφει από κάποιο στρατόπεδο συγκέντρωσης στη Σιβηρία: γοητευμένος από το πελώριο Hotel Savoy, πιάνει εκεί δωμάτιο. Ο ιδιοκτήτης του απουσιάζει. Ο νέος άντρας γρήγορα πείθεται πως έχει ανακαλύψει μέσα στους ορόφους του ξενοδοχείου έναν καινούργιο κόσμο. Είναι μάλλον τα πολλά χρόνια του πολέμου και της αιχμαλωσίας που τον έχουν φέρει στο σημείο να βλέπει τα πάντα αλλιώτικα.
Μαζί του ανακαλύπτουμε κι εμείς τη συναρπαστική κρυφή ζωή του ξενοδοχείου, γνωρίζουμε πλάσματα παράξενα, αλλόκοτα, συγκινητικά ή τρομακτικά. Οι πελάτες του είναι άνθρωποι ταραγμένοι, ανήμποροι να βρουν την ηρεμία που λαχταρούν κι έχουν ανάγκη, ονειρεύονται μόνο την ανακούφιση από τις αφόρητες εντάσεις της ζωής τους. Και μαζί με τους ντόπιους περιμένουν κάποιον πλούσιο από την Αμερική, γεννημένο σ’αυτήν την πόλη. Οι φήμες λένε πως δεν θ’ αργήσει να έρθει και να δώσει λύση σε όλα τα προβλήματα. Η κατάσταση εκτονώνεται με τη βία και το χάος.
Το Hotel Savoy, όπου η πολυτέλεια και η χλιδή των πρώτων ορόφων έρχεται σε έντονη αντίθεση με τη μιζέρια των τελευταίων, είναι ένα ολοφάνερο σύμβολο: «Το Hotel Savoy, με τα εφτά του πατώματα, τον χρυσό του θυρεό και τον πορτιέρη με τη στολή, φαντάζει στα μάτια μου πιο ευρωπαϊκό απ’ όλα τ’ άλλα ξενοδοχεία της Ανατολής. […] Σαν τον κόσμο ήταν αυτό το Hotel Savoy: απ’ έξω έλαμπε, άστραφτε μεγαλόπρεπο με τα εφτά του πατώματα, αλλά στα ψηλά του κρυβόταν η φτώχεια, αυτοί που ζούσαν στους πάνω ορόφους ήταν στην πραγματικότητα χαμηλά, πολύ χαμηλά, θαμμένοι σε αέρινους τάφους· κι οι τάφοι ήταν σε στρώματα πάνω από τα άνετα δωμάτια των καλοφαγωμένων ενοίκων, που κάθονταν κάτω, ήσυχοι και βολεμένοι, δίχως να ενοχλούνται από τα φέρετρα τα στοιβαγμένα στα τελευταία πατώματα.»
Ξένη λογοτεχνία
Πριν πολλά χρόνια ζούσε στο Τσούχνοβο ένας άντρας ονόματι Μέντελ Σίνγκερ. Ήταν ευλαβικός, θεοσεβούμενος και συνηθισμένος, ένας Εβραίος σαν όλους…»
Έτσι ξεκινά ο Ροτ το μυθιστόρημά του για την απώλεια της πίστης και τα βάσανα του ανθρώπου. Ο σύγχρονος Ιώβ δοκιμάζεται στα γκέτο της τσαρικής Ρωσίας και ύστερα στους ανελέητους δρόμους της Νέας Υόρκης. Ο Μέντελ Σίνγκερ χάνει την οικογένειά του, αρρωσταίνει βαριά και πέφτει θύμα σκληρής μεταχείρισης. Χρειάζεται ένα θαύμα…
– Δεν θέλω να κάψω ένα μόνο σπίτι, δεν θέλω να κάψω έναν μόνον άνθρωπο. Θα τα χάσετε, αν σας πω τί είχα κατά νου να κάψω. Θα τα χάσετε και θα πείτε: τρελάθηκε κι ο Μέντελ, σαν την κόρη του. Αλλά σας βεβαιώνω: δεν είμαι τρελός. Τρελός ήμουν. Πάνω από εξήντα χρόνια ήμουν τρελός, σήμερα δεν είμαι.
– Πες μας, λοιπόν, τι θέλεις να κάψεις!
– Τον Θεό! Θέλω να κάψω τον Θεό!
Ξένη λογοτεχνία
Η κρύπτη των Καπουτσίνων, το μυθιστόρημα που συμπληρώνει το αριστούργημα του Γιόζεφ Ροτ Το Εμβατήριο του Ραντέτσκυ, είναι μια μελαγχολική, συγκινητική ελεγεία για τον χαμένο κόσμο της Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας. Εξιστορεί την ανέμελη ζωή ενός μέλους τρίτης γενιάς της περίφημης οικογένειας Τρόττα στα χρόνια πριν τον Πρώτο Παγκόσμιο πόλεμο, την ενθουσιώδη στράτευση και την άδοξη σύλληψή του και εξορία στην Σιβηρία, την απόδρασή του, την απώλεια των ψευδαισθήσεων για τα στρατιωτικά ιδεώδη, την επιστροφή του και την αποστράτευσή του. Σε μια μεταπολεμική Βιέννη που μαστίζεται από οικονομική κρίση, όπου οι παλιές οικογένειες έχουν χάσει όλα τα προνόμιά τους, ο Τρόττα προσπαθεί να αναβιώσει έναν προβληματικό γάμο και να συμβιβαστεί με τη σκληρή και περίπλοκη κοινωνική πραγματικότητα της Βιέννης, καθώς εμφανίζονται τα πρώτα σημάδια της ναζιστικής ωμότητας που καταφθάνει απειλητικά.
Το τέλος είναι μια γυμνή αυτοπροσωπογραφία του Γιόζεφ Ροτ. Δεν είναι το πρόσωπο ενός μυθιστορηματικού ήρωα σε κάποια φανταστική κατάσταση. Είναι το συναίσθημα στο οποίο ο Ροτ δίνει φωνή in propria persona σε όλα τα γραπτά του εκείνης της εποχής: η ατμόσφαιρα της οριστικής κατάρρευσης και της απελπισίας, όπως βιώνεται κι εκφράζεται στα κείμενά του του 1935 με 1938.
Ξένη λογοτεχνία
Το Εμβατήριο του Ραντέτσκυ θεωρείται το αριστούργημα του Γιόζεφ Ροτ και συγκαταλέγεται στα σημαντικότερα γερμανικά μυθιστορήματα του 20ού αιώνα. Παρακολουθεί τις τύχες τριών γενεών της οικογένειας Τρόττα, που εργάζονται στην υπηρεσία του στέμματος: ο πρώτος Τρόττα είναι ένας απλός Σλοβένος στρατιώτης που ανέρχεται κοινωνικά στην κατώτερη αριστοκρατία, χάρη σε μια ηρωική πράξη στο ομιχλώδες πεδίο της μάχης του Σολφερίνο, όπου σώζει τη ζωή του αυτοκράτορα της Αυστρίας· ο δεύτερος είναι ένας ανώτερος κρατικός υπάλληλος· ο τρίτος είναι αξιωματικός του στρατού, που βλέπει τη ζωή του να περιπίπτει στην αφάνεια, μαζί με την αίγλη των Αψβούργων, και τελικά πεθαίνει στον πόλεμο, χωρίς να αφήσει πίσω στους απογόνους.
Η πορεία των Τρόττα αντανακλά την πορεία της ιδίας της αυτοκρατορίας. Το ιδανικό της ανιδιοτελούς προσφοράς, που είναι κυρίαρχο στον μεσαίο από τους Τρόττα, κλονίζεται στον γιο του, όχι επειδή η αυτοκρατορία έχει αντικειμενικά πάρει στραβό δρόμο, αλλά επειδή υπάρχει μια αλλαγή στην περιρρέουσα ατμόσφαιρα που καθιστά αναπότρεπτη την εγκατάλειψη του παλιού ιδεαλισμού (και αυτή ακριβώς η αλλαγή στην ατμόσφαιρα αποτελεί το σημείο εκκίνησης για την ανατομή της παλιάς Αυστρίας στο βιβλίο του Robert Musil Ο άνθρωπος χωρίς ιδιότητες). Μέσα σε τρεις γενιές, η αυτοκρατορική εύνοια θα μεταμορφωθεί σε μια ανίατη κατάρα… Ένα μεγαλειώδες ρέκβιεμ για την παρακμή της αυστροουγγρικής μοναρχίας.
Ξένη λογοτεχνία
Ο Γιόζεφ Ροτ φαντάζεται τις τελευταίες ένδοξες μέρες του Ναπολέοντα, αφότου κατάφερε να δραπετεύσει από τη νήσο Έλβα ως την τελειωτική του ήττα στο Βατερλό. Τοποθετημένη στο πρώτο εξάμηνο του 1815 κυρίως στο Παρίσι, η αφήγηση γίνεται από δύο διαφορετικές οπτικές, του Ναπολέοντα και της αφοσιωμένης πλύστρας του παλατιού Αντζελίνα Πιέτρι, που του ’χει δώσει οριστικά την καρδιά της.
Ο Ροτ καταφέρνει να εκφράσει με αριστοτεχνικό τρόπο τη βαθιά θλίψη που συνδέει τη μοίρα τους. Παρόντα εδώ τα χαρακτηριστικά της γραφής του Ροτ, η λυρική κομψότητα και οι υποβλητικές ατμοσφαιρικές λεπτομέρειες, που συνδυάζονται με τη λεπτή και ταυτόχρονα ωμή κατάδυση στην κρυφή πλευρά του Ναπολέοντα, τη στραμμένη προς το σκοτάδι και την αυτοκαταστροφή.
Το πιο επιτυχημένο τέχνασμα του συγγραφέα ήταν το ότι αντιστοίχισε τη μοιραία πορεία του Ναπολέοντα με εκείνη της άσημης Πιέτρι, μίας εκ των αναρίθμητων γυναικών που «όπως όλες οι γυναίκες της χώρας (ίσως κι όλες οι γυναίκες όλης της γης) αγαπούσαν τον αυτοκράτορα». Στο τέλος θα φανεί πως οι δύο μοίρες κατά κάποιο τρόπο συγκλίνουν στην απόγνωση και σε μια πεισματική αφοσίωση. Το μυθιστόρημα συνοδεύεται από ένα δοκίμιο του Κλαούντιο Μάγκρις για τον συγγραφέα.