Αλεξάντερ Κλαπ
Πού πάνε τα σκουπίδια; Ποιες χώρες φορτώνονται τα απορρίμματα του δυτικού κόσμου; Ποιον δηλητηριάζουν οι πεταμένες ηλεκτρονικές συσκευές μας; Πώς χρησιμοποιούν οι πετρελαιοβιομηχανίες την ανακύκλωση ως δούρειο ίππο για να προωθήσουν την υπερπαραγωγή πλαστικού; Ο πόλεμος των σκουπιδιών μαίνεται σήμερα ανεξέλεγκτος.
Στο βιβλίο αυτό, καρπό επιτόπιας έρευνας σε πέντε ηπείρους —από την κεντρική Αμερική και την Αφρική στο Αιγαίο και την Ινδονησία—, ο Αλεξάντερ Κλαπ αναζητά τους τόπους και τους ανθρώπους που παραλαμβάνουν τελικά τα απορρίμματά μας: τοξικά απόβλητα, ηλεκτρονικά απόβλητα, παλιοσίδερα, πλαστικά. Συνομιλεί με εργάτες και πολιτικούς, με επιστήμονες και μεσίτες σκουπιδιών, με εφοπλιστές και ακτιβιστές, εξερευνώντας τον αφανή κόσμο της παγκόσμιας διακίνησης αποβλήτων και τα θηριώδη οικονομικά συμφέροντα που τον κυβερνούν.
Κώστας Μανδηλάς
Η ιστορία του περιοδικού “Ανοιχτή Πόλη”.
Αρχές της δεκαετίας του ’80, μια παρέα νεαρών της περιοχής Πετραλώνων και Θησείου, μπουχτισμένη από τη μεταπολιτευτική ατμόσφαιρα της στρατευμένης έκφρασης και των ρηχών επικοινωνιακών στερεότυπων, αποφάσισε να δημιουργήσει ένα περιοδικό αυτοέκφρασης, την «Ανοιχτή Πόλη». Ένα αντεργκράουντ έντυπο που από το τρίτο τεύχος, υπήρξε το μοναδικό ελληνικό περιοδικό μέλος του θρυλικού «Alternative Press Syndicate». Μέσα από το πνεύμα της αντικουλτούρας, της επιλεγμένης ριζοσπαστικής rock μουσικής και της διαφορετικής αντιεξουσιαστικής- εναλλακτικής λογικής, στα δεκατρία χρόνια της ύπαρξής της, η «Ανοιχτή Πόλη» επιχείρησε να αρθρώσει έναν άλλο λόγο απέναντι στο ξύλινο λόγο των διάφορων μεταπολιτευτικών νεολαιίστικων κομματικών παραφυάδων. Τη διαδρομή αυτού του περιοδικού, αλλά και τη σχέση του με τα πολιτισμικά και πολιτικά δρώμενα εκείνης της εποχής (φτάνοντας μέχρι και τις αρχές της δεκαετίας του ’90), περιγράφει ο υπεύθυνος της έκδοσης κι ένας από τους βασικούς συντελεστές του, ο Κώστας Μανδηλάς. Μέσα από τον αφηγηματικό λόγο του συγγραφέα, δίνονται πολλές πληροφορίες για τυπογραφεία, βιβλιοπωλεία, στέκια και ανθρώπους εκείνων των καιρών, που έδωσαν κι αυτοί/ές πολλά στη μάχη ενάντια στην αποικιοποίηση της καθημερινής ζωής. Ταυτόχρονα σκιαγραφείται το χρώμα μιας εποχής, που μπορεί να έχει περάσει ωστόσο τα αιτήματά της για ελευθερία και σεβασμό της ανθρώπινης ύπαρξης παραμένουν επίκαιρα.
Μάικλ Κάνινγχαμ
Από τoν βραβευμένο με Πούλιτζερ συγγραφέα του βιβλίου Οι ώρες
5 Απριλίου 2019: Στη θαλπωρή μιας κατοικίας του Μπρούκλιν, το λούστρο της οικιακής ευτυχίας αρχίζει να σκάει. Ο Νταν και η Ίζαμπελ, ένα αντρόγυνο όχι χωρίς προβλήματα, είναι και οι δύο ελαφρώς ερωτευμένοι με τον μικρότερο αδελφό της Ίζαμπελ, τον Ρόμπι, την άστατη ψυχή της οικογένειας, που ζει ακόμα στη σοφίτα· τον Ρόμπι που, προσπαθώντας να ξεπεράσει τον χωρισμό από τον τελευταίο του φίλο, έχει δημιουργήσει ένα αστραφτερό άβαταρ στο διαδίκτυο· τον Ρόμπι που πρέπει τώρα να φύγει απ’ το σπίτι – με κίνδυνο να διαλύσει την οικογένεια. Στο μεταξύ ο Νέιθαν, δέκα ετών, κάνει τα πρώτα βήματά του προς την ανεξαρτησία, ενώ η Βάιολετ, πέντε, κάνει ό,τι μπορεί για να μη δει το ρήγμα που μεγαλώνει ανάμεσα στους γονείς της.
5 Απριλίου 2020: Καθώς ο κόσμος μπαίνει σε καραντίνα, το σπίτι μοιάζει περισσότερο με φυλακή. Η Βάιολετ τρέμει μη μείνουν τα παράθυρα ανοιχτά –η οικογενειακή ασφάλεια τής έχει γίνει έμμονη ιδέα– ενώ ο Νέιθαν προσπαθεί να παρακάμψει τους κανόνες της. Η Ίζαμπελ και ο Νταν επικοινωνούν με μπηχτές και στεναγμούς δυσφορίας. Και ο αγαπημένος τους Ρόμπι έχει αποκλειστεί στην Ισλανδία, σε μια ορεινή καλύβα, με μόνη παρέα τις σκέψεις του – και τη μυστική ζωή του στο Instagram.
5 Απριλίου 2021: Βγαίνοντας από το απόγειο της κρίσης, η οικογένεια αναμετριέται με μια νέα, πολύ διαφορετική πραγματικότητα – με ό,τι έμαθαν, ό,τι έχασαν και όσα μπορούν να τους κρατήσουν ακόμα.