Πολιτική
Ο Τόνυ Τζαντ πραγματευόταν εδώ τα ζητήματα που αντιμετώπιζε η Ευρώπη ενόψει της νέας χιλιετίας: Ποιες είναι οι πραγματικές προοπτικές για μια διευρυμένη Ευρωπαϊκή Ένωση που δεν θα καταλήξει να παραείναι μεγάλη; Ποια έθνη θα πρέπει να «ανήκουν» στην Ευρώπη, πότε και με ποια κριτήρια; Τι ορίζει την «Ευρώπη» και πώς μπορούμε να σκεφτούμε το μέλλον της; Όπως υποστήριζε, αν ο μύθος της «Ευρώπης» είναι υπερβολικά αφηρημένος για να κερδίσει την πίστη του κόσμου σ’ αυτόν και να εμπνεύσει τη λύση συγκεκριμένων προβλημάτων, μόνο όφελος μπορεί να έχουμε από μια κριτική εξέτασή του. Τα πράγματα βέβαια προχώρησαν από μόνα τους. Μετρημένη όσο και αιχμηρή, η αριστοτεχνική ανάλυση του πρόωρα χαμένου ιστορικού βρίσκεται στο επίκεντρο του διαλόγου, της αντιπαράθεσης και της τεκμηρίωσης που, επειδή ακριβώς δεν έγιναν ποτέ πειστικά, έχουν όλο και μεγαλύτερη σημασία σήμερα.
«Είμαι ενθουσιωδώς Ευρωπαίος· κανένας ενήμερος άνθρωπος δεν θα ήθελε σοβαρά να επιστρέψει σ’ αυτό τον φιλοπόλεμο, αμοιβαία ανταγωνιστικό κύκλο καχύποπτων και εσωστρεφών εθνών που αποτελούσε η ευρωπαϊκή ήπειρος στο αρκετά πρόσφατο παρελθόν. Οτιδήποτε μας ωθεί μακριά από εκείνη την Ευρώπη είναι καλό – και όσο μακρύτερα τόσο καλύτερα. Άλλο είναι όμως να θεωρεί κανείς μια έκβαση επιθυμητή και άλλο να υποθέτει ότι είναι εφικτή. Και η θέση μου σε αυτό το δοκίμιο είναι ότι μια αληθινά ενωμένη Ευρώπη είναι τόσο ελάχιστα πιθανή που θα ήταν απερίσκεπτο και αυτοκαταστροφικό να επιμείνει κανείς σ’ αυτήν. Είμαι λοιπόν, καθώς φαίνεται, ένας ευρωπεσιμιστής.» – Τ. ΤΖ.
Ιστορία
Σε αυτό το σύντομο και πυκνό δοκίμιο, ένας σπουδαίος ιστορικός μας αφηγείται την ιστορία των σιδηροδρόμων και αναδεικνύει τη σημασία τους στον νεότερο πολιτισμό, που δεν περιορίζεται βέβαια στη διευκόλυνση των μετακινήσεων και των μεταφορών. “Κανένας άλλος τεχνολογικός σχεδιασμός ή κοινωνικός θεσμός δεν αντιπροσωπεύει τη νεωτερικότητα όσο ο σιδηρόδρομος”, γράφει χαρακτηριστικά ο Τόνυ Τζαντ. Τα τρένα, πέρα από την προφανή συμβολή τους στην οικονομική δραστηριότητα, μεταμορφώνουν τις πόλεις, αλλάζουν την κοινωνία και τη ζωή των ανθρώπων, τη σχέση τους με τον χώρο, τον χρόνο, τον εαυτό τους και τους άλλους.
Η σύγχρονη πόλη γεννήθηκε από τη μετακίνηση με το τρένο. Τα τρένα κατακτούν τον χώρο, μεταβάλλουν το ίδιο το τοπίο, το επινοούν εκ νέου. Αυτή η κατάκτηση του χώρου οδηγεί αναπόδραστα και στην αναδιοργάνωση του χρόνου. Οι πελώριοι νέοι σιδηροδρομικοί σταθμοί, ως μνημειώδεις πύλες εισόδου στις σύγχρονες πόλεις, προκαλούν βαθιές αλλαγές στην κοινωνική οργάνωση του δημόσιου χώρου. Περικαλλή έργα σπουδαίων αρχιτεκτόνων, οι σταθμοί αυτοί φανερώνουν με μόνη την ύπαρξή τους ότι τα τρένα δεν ήταν προορισμένα μόνο για μεταφορές και αναγκαίες μετακινήσεις, αλλά συνδέονταν εξαρχής με το ταξίδι ως ψυχαγωγία, ως περιπέτεια, εντέλει ως την αρχέτυπη εμπειρία του σύγχρονου κόσμου.
Η κατακτητική εμπειρία των σιδηροδρόμων θα ανακοπεί κατά τη δεκαετία του 1950. Το τρένο έχει πια ισχυρούς ανταγωνιστές το αυτοκίνητο και το αεροπλάνο και θα πέσει θύμα του εξαστισμού, τον οποίο το ίδιο είχε διευκολύνει. Εκεί όμως που το μέλλον των τρένων προμηνυόταν ζοφερό, τα πράγματα, μετά το 1990, άρχισαν να γίνονται ξανά ελπιδοφόρα. Αυτή η απροσδόκητη αναβίωση οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στα σημαντικά περιβαλλοντικά πλεονεκτήματα του σύγχρονου τρένου. Όπως σημειώνει στο επίμετρο του βιβλίου ο Σταύρος Ζουμπουλάκης, το κείμενο του Τζαντ, εκτός από ακριβές ιστορικό μελέτημα, είναι και πολιτικό δοκίμιο: “Η υπεράσπιση των τρένων είναι ουσιαστικά υπεράσπιση του δημόσιου έναντι του ιδιωτικού, της κοινωνίας των πολιτών έναντι των αγορών, της σοσιαλδημοκρατίας έναντι του νεοφιλελευθερισμού”. Σύμφωνα με τον ίδιο τον Τζαντ: “Αν χάσουμε τους σιδηροδρόμους δεν θα έχουμε χάσει απλώς ένα πολύτιμο πρακτικό εφόδιο… Θα έχουμε αποδεχθεί ότι λησμονήσαμε πώς να ζούμε συλλογικά”.