Βλέπετε 1–12 από 15 αποτελέσματα

Μένης Κουμανταρέας

15.50

Η ιστορία της Μπέµπας και του Βλάση Ταντή, που διατηρούν ένα µαγαζί µε γυαλικά. Εκείνη θεληµατική και ανήσυχη µε τους άλλους άντρες. Εκείνος καταθλιπτικός κι αιώνια ερωτευµένος µε τη γυναίκα του. Τους πλαισιώνουν ο Βάσος και ο Σπύρος, δύο φίλοι κωµικοτραγικοί.

Μια ιστορία χαµένων ιδεολογιών και ξοφληµένων ονείρων στη µεταπολεµική Ελλάδα. Βιβλίο-σταθµός στην πορεία του συγγραφέα. Μένει πάντα κλασικό στη συνείδηση των αναγνωστών.

Γιάννης Ξανθούλης

12.20

…Στην Κυψέλη της δεκαετίας του ’50, λίγο πριν σηκωθεί το καταλυτικό κύμα της «αντιπαροχής» για να εξαφανίσει τα σπίτια των μεσοαστών. Εκεί, τα δίδυμα αγόρια με τη μεγαλύτερη αδερφή τους Ραλλού μεγαλώνουν σε ένα πένθιμο όσο και στοργικό περιβάλλον με τη νέα χήρα μητέρα τους, τις αγαπημένες θείες και τα φαντάσματα μιας καλής αξιομνημόνευτης ζωής.
Στο υπόγειο του σπιτιού βρίσκονται τα απομεινάρια του παλιού ποτοποιείου –επιχείρηση οικογενειακή– τόπος μυστηρίου και παιχνιδιού για τα τρία παιδιά. Εκεί άλλωστε θα «παίξουν» τον μυστικό γάμο, που, αν και παιχνίδι, θα καθορίσει όλη τους τη ζωή.

Όσο για «Το πεθαμένο λικέρ», ο θρύλος το ήθελε με αφροδισιακές ιδιότητες εξαιτίας του πνιγμού μιας εργάτριας για λόγους ερωτικούς σε ένα από τα βαρέλια τον καιρό της ακμής της επιχείρησης.

Γύρω από ιστορίες, μισόλογα και ερωτηματικά, οι ήρωες ακολουθούν τη μοίρα τους, σφραγισμένη, έτσι κι αλλιώς, από τη μεθυστική πικρή γεύση του έρωτα σε μια ιδιαίτερα κρίσιμη όσο και μεταβατική εποχή.

Αλεχάντρο Παλόμας

18.02

«Τ’ όνειρό μου είναι ένα δάσος», είπα στρέφοντας το βλέμμα προς το παράθυρο, «και πιθανότατα έχεις δίκιο, και είναι γελοίο και εγωιστικό κι επίσης παιδιάστικο, αλλά, αυτό είναι. Η ερώτηση, αυτή που έχει σημασία για μένα ως μητέρα και για σένα ως γυναίκα, είναι ποιο είναι το δικό σου όνειρο. Το γνωρίζεις, Βιολέτα; Υπάρχει; Αυτός είναι ο εκκρεμής λογαριασμός μου μ’ εσένα, κορίτσι μου.»

«Ο Ίων, κτηνίατρος και φροντιστής ελεφάντων σε ζωολογικό κήπο, και η Έντιθ, χήρα που ζει με έντεκα γάτες, είναι οι δύο μοναδικοί και μοναχικοί γείτονες ενός απομονωμένου οικισμού. Ο Αλεχάντρο Παλόμας δε χρειάζεται τίποτα περισσότερο για να δημιουργήσει ένα φάσμα χαρακτήρων όπου φωτίζονται η έντονη σχέση μιας μητέρας με την κόρη της, ενός αδελφού με την αδελφή του, δύο γυναικών μεταξύ τους, ενός πρόωρα χαμένου πατέρα με τον μικρό του γιο, ενός άνδρα μ’ ένα παιδί και μια ελεφαντίνα, μιας ηλικιωμένης γυναίκας και ενός μεσόκοπου άνδρα που μοιράζονται το ίδιο όνειρο για έναν πολύ διαφορετικό τόπο και τρόπο ζωής…

Ένα μυθιστόρημα συγκινητικό, σύνθετο και επώδυνο κατά στιγμές, που παρασύρει τον αναγνώστη στην αναζήτηση μιας σειράς ερμηνειών που καθυστερούν ν’ αποκαλυφθούν, όπως συχνά καθυστερούν οι απαντήσεις στην πορεία μιας ζωής. Μια αφήγηση όπου οι σιωπές είναι πιο εύγλωττες από τις λέξεις, κι ένα απλό νεύμα, ικανό ν’ ανατρέψει μια ολόκληρη ζωή.»

815

Δωρεάν - Μόνο με έξοδα αποστολής

Ειδική Έκδοση

Δωρεάν - Μόνο με έξοδα αποστολής

Το νέο, συλλεκτικό τεύχος της LiFO σε συνεργασία με το Archisearch και την Design Ambassador μόλις κυκλοφόρησε και είναι διαθέσιμο.

Στην 6η ειδική έκδοση της πρωτότυπης σειράς ADM -που απελευθέρωσε το αρχιτεκτονικό έντυπο από τον κλαδικό του χαρακτήρα και έδωσαν νέα δυναμική και ουσία στη συζήτηση για την αρχιτεκτονική, το design και την ανάπτυξη- εστιάζουμε στη γυναικεία ματιά στην αρχιτεκτονική και παράλληλα συζητάμε για τη βιωσιμότητα, την υπεύθυνη δόμηση, τη μικρή κλίμακα αλλά και την αξία μέσω του σχεδιασμού.

Ντοροτέε Έλμιγκερ

18.00

Κύβοι και βουνά από ζάχαρη, φυτείες ζαχαροκάλαμου στην Καραϊβική, αποικιοκρατία, η εξέγερση των σκλάβων στην Αϊτή. Η Έλεν Ουέστ, νοσηλευόμενη με διάγνωση νευρικής ανορεξίας το 1921, ο πρώτος Ελβετός εκατομμυριούχος του λόττο το 1979 και η πορεία του από τη φτώχεια στα πλούτη και πάλι πίσω. Σημειώσεις, συζητήσεις με φίλους, αναρίθμητες διακειμενικές αναφορές, το φως πότε πέφτει εδώ, πότε εκεί, σε μια πορεία που δεν αφήνει αμέτοχη την κεντρική αφηγήτρια· η ερωτική περιπέτειά της με τον Φ. στο Μόντοκ του Λονγκ Άιλαντ, ο ανεκπλήρωτος έρωτας με τον Τ. Ένα ιδιότυπο μυθιστόρημα μέσα από θραύσματα αφήγησης που καθρεφτίζουν συγκρουόμενες επιθυμίες και φιλοδοξίες, μέσα και σχέσεις παραγωγής, συνθήκες και διαθέσεις γύρω από το σώμα, όλα περιστρέφονται γύρω από το σώμα· τα πάθη, το χρήμα, το φαγητό, η απληστία και η ερωτική πείνα. Ένα κολάζ, μια χειροτεχνία, με κεντρικό μοτίβο τη ζάχαρη, καθώς συμβολίζει την εθιστική σχέση του σώματος με τα πράγματα, τη ζωή και τον θάνατο, ένα μοτίβο, που εξελίσσεται, χάνεται και επιστρέφει πάντοτε γοητευτικά μέσα στο βιβλίο.

Μαρία Μάζη

13.78

«Στο σύνθημα η Ζάκι ζει, η Ζάκι φαίνεται να καθίσταται ένα σύμβολο διασταυρώσεων ταυτοτήτων, που είναι ευάλωτο στην ελληνική κοινωνία, και ένα σύμβολο κοινών αγώνων διεκδίκησης στο ελληνικό ΛΟΑΤΚΙ φαντασιακό. Παρ όλα αυτά, φάνηκε σε πολλά από αυτά τα γεγονότα η ανάγκη για μία αναθεώρηση των πολιτικών και για μία ανάπτυξη διαθεματικής οπτικής, που δεν θα βασίζεται σε εσφαλμένες ή βεβιασμένες αφηγήσεις περί ενωμένης και ίσης «κοινότητας». Στο εσωτερικό του Εμείς υπήρξαν πράγματι συγκρούσεις ανάμεσα σε όλους τους παραπάνω χώρους, που υπογράμμισαν την ανάγκη ξεδιπλώματος του φαντασιακού των κοινοτήτων και ίσως μιας ειλικρινά διαθεματικής προσέγγισης των αγώνων.

Η δολοφονία του Ζακ Κωστόπουλου/της Ζάκι τον Σεπτέμβρη του 2018 συντάραξε ένα μέρος της ελληνικής κοινωνίας. Για τις ΛΟΑΤΚΙ κοινότητες, φάνηκε να υπάρχει η ανάγκη συσπείρωσης και διαμαρτυρίας αλλά και ένας αναστοχασμός γύρω από το τι σημαίνει «ασφάλεια» και «κοινότητα», μέσω της διαχείρισης του προσωπικού και του δημόσιου πένθους».

Η έρευνα της Μαρίας Μάζη που έγινε στον απόηχο της δολοφονίας του Ζακ Κωστόπουλου, με ενεργή συμμετοχή και της ίδιας της ερευνήτριας στις κινηματικές διαδικασίες, έρχεται να φωτίσει και να εξιστορήσει μια πολύ σημαντική στιγμή των ελληνικών κινηματικών διεκδικήσεων και της ορατότητας των ΛΟΑΤ(Κ)Ι ατόμων και ομάδων, τόσο στην ελληνική κοινωνία όσο και στον ίδιο τον κινηματικό χώρο. Ταυτόχρονα όμως αναδεικνύει και ζητήματα κοινών(;) αγώνων, αντικρουόμενων συμφερόντων, θεσμικής εμπλοκής και κινηματικού ανταγωνισμού. Ποιο είναι το Εμείς που αναδύθηκε μετά τη δολοφονία της Ζάκι; Πόσο ενιαίο είναι; Είναι τελικά ένα;

Μίλαν Κούντερα

16.03

Να φωτίζεις τα σοβαρότερα προβλήματα και ταυτόχρονα να μη γράφεις ούτε μία σοβαρή φράση, να γοητεύεσαι από την πραγματικότητα του σημερινού κόσμου και ταυτόχρονα να αποφεύγεις κάθε ρεαλισμό, αυτό είναι η “Γιορτή της ασημαντότητας”. Όποιος γνωρίζει τα προηγούμενα βιβλία του Κούντερα ξέρει ότι δεν είναι διόλου απροσδόκητη η συνήθειά του να ενσωματώνει σ’ ένα μυθιστόρημα ένα “ασόβαρο” κομμάτι. Σε αρκετά κεφάλαια της “Αθανασίας” ο Γκαίτε με τον Χέμινγουέι περπατούν μαζί, φλυαρούν και διασκεδάζουν. Και στη “Βραδύτητα” η Βέρα, η γυναίκα του συγγραφέα, λέει στον άντρα της: “Συχνά μου έλεγες πως θες να γράψεις κάποτε ένα μυθιστόρημα όπου καμία λέξη δεν θα είναι σοβαρή… σε προειδοποιώ: φυλάξου: καραδοκούν οι εχθροί σου”. Όμως ο Κούντερα, αντί να φυλαχτεί, πραγματοποιεί επιτέλους στο ακέραιο το παλιό αισθητικό όραμά του, σ’ αυτό το μυθιστόρημα που μπορεί κανείς να το δει και σαν θαυμαστή σύνοψη ολόκληρου του έργου του. Παράξενη σύνοψη. Παράξενος επίλογος. Παράξενο γέλιο, που το εμπνέει η εποχή μας, που είναι κωμική επειδή έχασε κάθε αίσθηση του χιούμορ. Τι άλλο μπορεί να πει κανείς; Τίποτα. Διαβάστε!

Τέο Ρόμβος

11.00

“…αφορισμένοι περιθώριοι, εξοστρακισμένοι καν διαφορετικοί, αποκαμωμένοι από κτηνώδεις κι ανούσιες δουλειές, απ’ τα ξενύχτια, τις απόπειρες αυτοκτονίας… τα μούτρα τους σκαμμένα βαθιά από πρόωρα γεράματα, τα πρόσωπα κιτρινισμένα από χολή και οινοποσίες, στα μάτια τους μια ρέμβη που μοιάζει με άνοια γεροντική, ανίκανοι να συμμαζέψουν τα διαλυμένα απ’ τα χάπια και τ’ αλκοόλ μυαλά τους… αιωρούμενοι σε μιαν άβυσσο που την έχουνε έντεχνα επιλέξει… σιωπηλοί, χαμένοι, μοναχικοί άνθρωποι που σέρνουν τα βήματά τους αφήνοντας πίσω αιματοκηλίδες, τις υπερόριες γραφές από τις ανοιγμένες φλέβες τους, καταλήγουνε στα άσυλα και στα τρελάδικα… οι Ζωές, οι Έρωτες, ιστορίες που μοιάζουνε πιότερο με παραμιλητό παρά με ιστορίες συγγραφέων…”

Ράσελ Μπανκς

9.79

Μια μικρή κωμόπολη αποδιοργανώνεται ψυχικά από ένα τραγικό δυστύχημα με το σχολικό λεωφορείο. Ένας δικηγόρος επισκέπτεται τους γονείς των θυμάτων προσπαθώντας να εκμεταλλευτεί την κατάσταση και μια νεαρή κοπέλα οδηγεί τους πάντες στον δρόμο της θεραπείας.

Στο Γλυκό Πεπρωμένο ο Ράσελ Μπανκς χρησιμοποιεί τέσσερις διαφορετικούς αφηγητές, για να πλέξει το ηθικό δίλημμα μιας μικρής κοινωνίας. Ένα δίλημμα που φέρνει στο φως ένα από τα βασανιστικότερα ερωτήματα της ζωής: όταν το χειρότερο συμβεί, σε ποιον ρίχνεις το φταίξιμο και πώς θεραπεύεσαι από την οργή;

O Russell Banks γεννήθηκε το 1940 στη Μασαχουσέτη και μεγάλωσε φτωχικά. Παρότι κέρδισε μια πανεπιστημιακή υποτροφία, παράτησε τις σπουδές του την έκτη εβδομάδα για να ταξιδέψει νότια, με σκοπό να καταταγεί στους αντάρτες που μάχονταν να ελευθερώσουν την Κούβα, υπό τον Φιντέλ Κάστρο. Κατέληξε όμως υπάλληλος σε πολυκατάστημα στη Φλόριντα, παντρεύτηκε και απέκτησε μια κόρη.
Ο Banks ζει σήμερα στο Keene, στα βόρεια της Νέας Υόρκης, αλλά περνά τους χειμώνες του στο Μαϊάμι. Έχει διδάξει δημιουργική γραφή στο Πανεπιστήμιο του Πρίνστον και διετέλεσε πρόεδρος του Διεθνούς Κοινοβουλίου των Συγγραφέων. Είναι παντρεμένος με την ποιήτρια Chase Twichell, την τέταρτη σύζυγό του. Έχει τέσσερις κόρες από προηγούμενους γάμους.

Τα βιβλία του ΡΑΣΕΛ ΜΠΑΝΚΣ έχουν μεταφραστεί σε είκοσι γλώσσες, τιμήθηκαν με πληθώρα διεθνών βραβείων και ξεχωρίζουν για την ευαίσθητη και ακριβή ψυχολογική ανάλυση των χαρακτήρων των ηρώων τους, ενώ πολλά από αυτά αντανακλούν την καταγωγή του από την εργατική τάξη. Το θέμα που κυριαρχεί στα βιβλία του είναι το πώς οι άνθρωποι αντιμετωπίζουν τις τραγωδίες αλλά και τις αναποδιές της καθημερινότητας, εκφράζουν τη λύπη και την οργή τους, αλλά και επιδεικνύουν αντοχή και ανθεκτικότητα.

Ο Μπανκς τιμήθηκε το 1985 με το βραβείο μυθιστορήματος John Dos Passos και εξελέγη μέλος της Αμερικάνικης Ακαδημίας Επιστημών και Τεχνών το 1996. Τα έργα του Continental drift και Cloudsplitter ήταν φιναλίστ για το Βραβείο Pulitzer για τη Λογοτεχνία το 1986 και το 1999 αντίστοιχα. Τα μυθιστορήματά του Το Γλυκό Πεπρωμένο, του 1991, και Affliction, του 1989, μεταφέρθηκαν στον κινηματογράφο, το 1997 και το 1998, από τους σκηνοθέτες Ατόμ Εγκογιάν και Πολ Σρέιντερ αντίστοιχα. Ο ίδιος εμφανίζεται στην ταινία του Εγκογιάν ενσαρκώνοντας τον δόκτορα Ρόμπσον.

Βιογραφία - Μαρτυρίες

Ηπειρώτικο Μοιρολόι

Κρίστοφερ Κινγκ

25.00

Το 2019 ο Κρίστοφερ Κινγκ αποφάσισε να φτιάξει μια μουσική ανθολογία με τα τραγούδια του Ηπειρώτικου Μοιρολογιού, και όχι μόνο ― μια μουσική συνοδεία για την ανάγνωση του βιβλίου.

Η επεξεργασία, η μίξη και η παραγωγή της ανθολογίας έγιναν στην Αμερική, από την προσωπική συλλογή δίσκων γραμμοφώνου του Κρίστοφερ Κινγκ. Κόπηκαν περίπου 2.000 CD.

Τα CD θα ενσωματώνταν σε μια νέα, συλλεκτική έκδοση του βιβλίου. Ο συγγραφέας ήθελε η νέα αυτή έκδοση να κυκλοφορήσει όταν επιτέλους θα ερχόταν να εγκατασταθεί μόνιμα στην Ελλάδα, με αποτέλεσμα το βιβλίο να μείνει εκτός κυκλοφορίας για περίπου ένα χρόνο.

Ο Κρις έκανε τελικά το όνειρό του πραγματικότητα. Εγκαταστάθηκε μόνιμα στο Μονοδένδρι του Ζαγορίου.

Έτσι, το βιβλίο σελιδοποιήθηκε εκ νέου σε διαφορετική διάσταση, ώστε να μπορεί να φιλοξενήσει τη μουσική ανθολογία, γράφτηκε καινούργιος πρόλογος ειδικά για τη νέα έκδοση, και τα CD ―που περιλαμβάνουν 19 εξαιρετικά σπάνια μουσικά κομμάτια― τοποθετήθηκαν στα βιβλία με το χέρι, στα γραφεία του Δώματος, σε 1.500 αντίτυπα, αριθμημένα και μονογραφημένα από τον ίδιο τον συγγραφέα.

Καζούο Ισιγκούρο

15.93

Στο πρώτο μυθιστόρημά του μετά τη βράβευσή του με το Νομπέλ (2017), ο Καζούο Ισιγκούρο αφηγείται την ιστορία της Κλάρας, μιας Τεχνητής Φίλης με εκπληκτική παρατηρητικότητα και ιδιαίτερη ευαισθησία, η οποία από τη θέση της στο κατάστημα, όπου πωλείται, παρακολουθεί με προσοχή τη συμπεριφορά όσων έρχονται για να ρίξουν μια ματιά, αλλά και όσων περνούν απ’ έξω, στον δρόμο. Και ελπίζει πως σύντομα κάποιος θα τη διαλέξει.

Ένα βαθιά συγκινητικό βιβλίο που μας προσφέρει μια μοναδική άποψη του διαρκώς μεταβαλλόμενου κόσμου μας μέσα από τα μάτια μιας αξέχαστης αφηγήτριας. Η αριστοτεχνικά συγκρατημένη πρόζα του Ισιγκούρο ενισχύει τη συναισθηματική δύναμη και τη σπάνια τρυφερότητα του κειμένου, που διερευνά το πλέον θεμελιώδες ερώτημα: Τι σημαίνει στ’ αλήθεια ν’ αγαπάς;