Showing all 2 results

Ημερολόγιο

Ξένη λογοτεχνία

Ο πετρίτης

Τζων Άλεν Μπέικερ

«Δεν υπάρχει τίποτα τρομερότερο για ένα άγριο πλάσμα —ούτε ο ­πόνος, ούτε ο θάνατος— από το φόβο του ανθρώπου. Ένα κηλιδοβούτι, βουτηγμένο στα πετρέλαια, ελεεινό, ακόμα κι αν μπορεί μόνο το κεφάλι του να κουνήσει, θα προσπαθήσει να τραβηχτεί με το ράμφος του και να πέσει απ’ την άλλη μεριά του αναχώματος, αν απλώσεις το χέρι να το πιάσεις, κι ας επιπλέει σαν ξερό κούτσουρο στα νερά της πλημμυρίδας. Ένα δηλητηριασμένο κοράκι που χάσκει και χτυπιέται ανήμπορο στα χορτάρια βγάζοντας κίτρινους αφρούς απ’ το λαιμό του, θα ριχτεί ξανά και ξανά στον τοίχο του αέρα έτσι και προσπαθήσεις να το τσακώσεις. Ένα κουνέλι, πρησμένο και άθλιο από τη μυξωμάτωση, ένας μικρός σφυγμός όλο κι όλο που χτυπάει μέσα σ’ ένα σακούλι από κόκκαλα και γούνα, θα νιώσει τη δόνηση απ’ τα βήματά σου και θα σε αναζητήσει με μάτια γουρλωμένα και τυφλά. Κι ύστερα θα συρθεί σε κάποιο θάμνο, τρέμοντας από φόβο. Εμείς είμαστε οι φονιάδες. Ζέχνουμε θάνατο. Κουβαλάμε την αποφορά του. Κολλάει επάνω μας σαν παγετός. Αδύνατον να τον διώξουμε».

Ένας νεαρός άντρας τριγυρίζει καθημερινά για μήνες, μόνος, στους υδροβιότοπους της ανατολικής Αγγλίας. Παρατηρεί εμμονικά ένα γεράκι, τον πετρίτη. Να κυνηγά, να σκοτώνει, να τρώει, να παίζει, να κάνει μπάνιο. Τον θαυμάζει, αυτόν τον απαράμιλλο θηρευτή, το ταχύτερο πλάσμα στον κόσμο, που εξαιτίας του ανθρώπου κινδυνεύει να χαθεί από το πρόσωπο της γης. Τον ακολουθεί αδιάκοπα, καταγράφοντας εκστατικά τις κινήσεις του.

Κλασικό έργο της φυσιογραφικής γραμματείας, ο Πετρίτης παρουσιάζει έναν διαφορετικό τρόπο να βλέπουμε· μια οπτική που μόνο με την άνευ όρων υποταγή του θεατή στο αντικείμενο της παρατήρησής του μπορεί να κερδηθεί. Ταυτόχρονα, αποτελεί ένα ανυπέρβλητο κείμενο πάνω στην ίδια τη γλώσσα και στο πώς οι λέξεις μπορούν να αντεπεξέλθουν στη δυσκολότερη αποστολή: να μιλήσουν για «αυτό που όντως υπάρχει».

20.00

Βιογραφία - Μαρτυρίες

Μνήμη απειθάρχητη

Νίκος Κούνδουρος

Περιστοιχισμένος από τις σκιές εκείνων που αγάπησε και δεν είναι πια μαζί του (και όσων ζουν, διεκδικούν και αγωνίζονται για αξιοπρέπεια), ο Νίκος Κούνδουρος της πολιτικής ανυπακοής, της γενναιοδωρίας, του πνεύματος και των ταλέντων γράφει ιστορία ένα θησαυρό για να μπορέσουμε να ερμηνεύσουμε το σήμερα.

Ο Νίκος Κούνδουρος καταθέτει τις μνήμες του από την Κατοχή, τα Δεκεμβριανά, την τρίχρονη περιπέτεια στη Μακρόνησο, τη φιλία του με τον Μάνο Χατζιδάκι, τον Ελύτη, τον Μίκη Θεοδωράκη κι άλλες προσωπικότητες με τις οποίες συνδέθηκε στη ζωή του, για καθεμία από τις ταινίες που γύρισε -τον Δράκο, τη Μαγική πόλη, τους Παράνομους, τις Μικρές Αφροδίτες, το Μπορντέλο, τον Μπάυρον και τις άλλες. Επίσης, γράφει σε μια ζωηρή αφήγηση για τα χρόνια της εξορίας στο Παρίσι και τις περιπλανήσεις του στην Ευρώπη στα χρόνια της δικτατορίας, για τα αγαπημένα πρόσωπα της οικογένειάς του, τη μάνα του και τ’ αδέλφια του, και για τον γενέθλιο τόπο, τον Άγιο Νικόλαο στο Λασίθι της Κρήτης.

2014, Κρήτη, Άγιος Νικόλαος. Είμαι άραγε σε κάποιο άγνωστο σημείο ή στο τέλος του ταξιδιού; Δεν μπορώ να φτιάξω πια δικές μου ιστορίες και καταφεύγω στα εύκολα. Στο παρελθόν, στην τυμβωρυχία, στο ξέθαμα παλιών τάφων, γοητευμένος από το προσδοκώμενο ξάφνιασμα.

Τίποτα δεν με φοβίζει. Η μνήμη, τρυφερή και οικεία, κάνει να σμίξουν όλα σε μια γιορτή, απρόσιτη στους άλλους, στημένη μόνο για μένα.

Μετρώ την ιστορία του τόπου μου και αφήνω στη μέση μια αφήγηση, και πιάνω μια άλλη που θα την αφήσω κι αυτή στη μέση, σαν τα ριζίτικα τραγούδια της Κρήτης – οι τραγουδιστάδες δεν λένε ποτέ τον τελευταίο στίχο γιατί ό,τι τελειώνει έχει πεθάνει.

Είμαι ό,τι έχω ξεχάσει. Άραγε ό,τι ήταν να γίνει έγινε; Τα πολλά έχουν κιόλας γίνει και τα λίγα με περιμένουν.

Μέσα σε μια μνήμη απειθάρχητη -πώς αλλιώς δηλαδή να είναι οι μνήμες;- έχουν φωλιάσει χρόνια τώρα καμώματα που ο χρόνος επιμένει να τα κρατάει στην άκρη του μυαλού. Θυμάμαι μικρές ιστορίες, τόσο μικρές που τώρα μού φαίνονται σαν παιχνίδια που τα σπρώχνω στην άκρη, γιατί άλλα παιχνίδια πιο σοβαρά ζητάνε χώρο για να επιζήσουν.

15.01