Ξένη λογοτεχνία
«…Δίκιο έχεις, φίλε μου, αλλά μόνο εμείς καταλαβαίνουμε ότι οι πόλεμοι έχουν μεταφερθεί στον κόσμο του χρήματος. Ο τραπεζίτης είναι ένας κατακτητής που θυσιάζει μάζες προκειμένου να φτάσει σε αποτελέσματα τα οποία κανείς δεν γνωρίζει στρατιώτες του είναι τα συμφέροντα των ιδιωτών. Σχεδιάζει τη στρατηγική του, στήνει ενέδρες, ρίχνει στη μάχη τους οπαδούς του, παίρνει πόλεις. Οι περισσότεροι από αυτούς τους ανθρώπους γειτονεύουν τόσο στενά με την πολιτική που τελικά αναμιγνύονται ενεργά σ’ αυτήν και οι περιουσίες τους χάνονται. […] Σε κάθε αιώνα υπάρχει ένας τραπεζίτης με κολοσσιαία περιουσία που στο τέλος δεν αφήνει πίσω του ούτε περιουσία ούτε διάδοχο. […] Η Τράπεζα είναι σαν τον Χρόνο, καταβροχθίζει τα παιδιά της…»
Έχουν περάσει περισσότερα από εκατόν πενήντα χρόνια από τότε που ο Μπαλζάκ έβαζε τα πιο πάνω λόγια στο στόμα κάποιου μυθιστορηματικού του ήρωα. Άραγε θα τα άλλαζε πολύ αν μπορούσε να παρατηρήσει και να περιγράψει και τη δική μας εποχή, με την ίδια οξυδέρκεια και το ίδιο ταλέντο; Η θεοποίηση του χρήματος, κι όλο και περισσότεροι νεοφώτιστοι πιστοί του που συνωστίζονται στο ναό του, το Χρηματιστήριο, για να το λατρέψουν, οι αδίστακτοι κερδοσκόποι, οι κομπίνες που στήνονται εις βάρος των αφελών, οι οποίοι τελικά πέφτουν θύματα όχι μόνο των «επιτήδειων» αλλά και της δικής τους ματαιοδοξίας, ο διακαής πόθος των πάντων να γίνουν «μέτοχοι», να παίξουν αυτό το καινούργιο παιχνίδι με «χαρτιά» που τους υπόσχονται γρήγορα και εύκολα πλούτη – όλα αυτά είναι ένα κοινωνικό φαινόμενο που το ζούμε σήμερα όπως το έζησαν κι άλλοι σε άλλους καιρούς. Ανεξάρτητα από αν είναι κανείς μέσα ή έξω από αυτό το «παιχνίδι», αξίζει σίγουρα να το απολαύσει μέσ’ από τις σελίδες του “Οίκου Νισενζέν”, όπου η πραγματικότητα γίνεται ακόμη πιο αληθινή.