Προβολή όλων των 6 αποτελεσμάτων

Κλημεντίνη Βουνελάκη

13.58

Στο μεγάλο κάδρο, ο λόγος στον χορό μέσα από δεκαπέντε πρόσωπα που έγραψαν ή εξακολουθούν να γράφουν την ίδια την ιστορία μιας τέχνης που διόλου τυχαία ονομάστηκε ως «η κατ’εξοχήν τέχνη του 20ού αιώνα». Και να που μετράμε ήδη τη δεύτερη δεκαετία του επόμενου, με τη γλώσσα του σώματος να αναδεικνύεται σε καταλύτη μεταξύ διαφορετικών μορφών καλλιτεχνικής έκφρασης γεφυρώνοντας σύνορα και αποστάσεις.

Στο μικρό κάδρο, ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα με κάποιους από τους πρωταγωνιστές αυτής της πολύχρωμης δημιουργικής περιπέτειας : Πίνα Μπάους, Μωρίς Μπεζάρ, Τρίσα Μπράουν, Λουσίντα Τσάιλντς, Μερς Κάνινγκχαμ, Γιάν Φαμπρ, Ουίλλιαμ Φόρσαϊθ, Αν Τερέζα ντε Κέρσμαεκερ, Γίρζι Κύλιαν, Μαγκύ Μαρέν, Ζοζέφ Νατζ, Οχάντ Ναχαρίν, Λόιντ Νιούσον, Ζουζού Νικολούδη, Δημήτρης Παπαϊωάννου.

Εκπροσωπώντας διαφορετικές γενιές, εθνικότητες, αισθητικές αντιλήψεις, έρχονται με τις εξερευνήσεις τους να προσφέρουν το υλικό αυτής της αφήγησης -πολύτιμα θραύσματα στη στροφή του αιώνα- μέσα από κείμενα που γράφτηκαν από το 1987 έως σήμερα. Διαστέλλοντας τον χρόνο, γιατί έτσι ξεχνάμε πως όσα γράφουμε τώρα είναι ήδη παρελθόν. Άλλωστε, The show must go on! Για τον χορό με αγάπη.

Αλέξανδρος Μασσαβέτας

16.92

Το βιβλίο αυτό αναδεικνύει ένα ζήτημα καθαρά γεωπολιτικό, παρά την φαινομενικά θρησκευτική του διάσταση: τον πόλεμο που η Μόσχα έχει κηρύξει στο Οικουμενικό Πατριαρχείο.

Η φράση “Μόσχα, η Τρίτη Ρώμη” είναι μέρος των σχολικών μας ακουσμάτων. Λίγοι γνωρίζουν ωστόσο πως ο αυτοπροσδιορισμός της Μόσχας ως “Τρίτης Ρώμης” τροφοδοτείται συστηματικά από μία εθνική γραμμή δημιουργίας θρησκευτικών “αποικιών”, με προφανή πολιτικά οφέλη.

Η από αιώνων ρωσική στρατηγική διείσδυσης και κυριαρχίας στον ορθόδοξο κόσμο γνώρισε νέα έξαρση την μετασοβιετική εποχή. Στην Ελλάδα μαίνεται από τις αρχές της δεκαετίας του 2000 μια καλοστημένη επιχείρηση “υβριδικού πολέμου”, που στοχεύει να στρέψει την ελληνική κοινωνία ενάντια στο Οικουμενικό Πατριαρχείο. Παράλληλα η Μόσχα προσπάθησε, με απειλές και πράξεις δολιοφθοράς κατά του πατριάρχη Βαρθολομαίου, να εμποδίσει την δημιουργία αυτοκέφαλης Εκκλησίας στην Ουκρανία, την οποία θεωρεί πνευματική της “αποικία”. Έχοντας αποτύχει να εκβιάσει τις εξελίξεις, διέκοψε σχέσεις με την Κωνσταντινούπολη, την Αθήνα και με κάθε άλλη Εκκλησία που αναγνώρισε την θρησκευτική χειραφέτηση της Ουκρανίας. Προσπάθησα, μελετώντας την διαμόρφωση της ρωσικής ορθοδοξίας και την κοσμοθεωρία κράτους και Εκκλησίας στην Ρωσία, να κατανοήσω πώς γεννήθηκε η υπερφίαλη “γεωπολιτική της ορθοδοξίας”. Μόλις σήμερα, με την ορθόδοξη “οικουμένη” να κινδυνεύει να διχοτομηθεί, δείχνει ενδιαφέρον για όλα αυτά η ευρύτερη κοινωνία, πέραν του στενού κύκλου του κλήρου, των εκκλησιαστικών ιστορικών και των διπλωματών.

Οι Ρώσοι παραμένουν δέσμιοι της σαγήνης τους για ένα ένδοξο παρελθόν. Μήπως όμως η ψύχωσή τους με την αυτοκρατορική ιδέα και την ισχύ υπονομεύει τελικά την επιρροή τους στον όλο ορθόδοξο κόσμο; Α.Μ.

Ελληνική λογοτεχνία

Το καλό θα ‘ρθει από τη θάλασσα

Χρήστος Οικονόμου

16.00

“Χάσαμε τις δουλειές μας, χάσαμε τα σπίτια μας, χάσαμε τη ζωή μας – γιατί να μη χάσουμε και τη μνήμη μας; Γιατί; Γιατί μας πήραν όλα τ’ άλλα και μας άφησαν τη μνήμη; Γιατί δεν την άρπαξαν κι αυτή;”

Το “Καλό θα ‘ρθει από τη θάλασσα” είναι το πρώτο μέρος μιας τριλογίας διηγημάτων για τους εμφύλιους που διεξάγονται σ’ ένα νησί του Αιγαίου. Η Άρτεμη και ο Σταύρος, που πετάνε χαρταετό τον Ιούλιο, πάνω στα αποκαΐδια ενός καμένου ονείρου, ο Χρόνης στο καρότσι, που πολεμάει με ζωντανούς και αναστημένους εφιάλτες, ο Τάσος, που χάνεται χορεύοντας έξω από μια σπηλιά, ο Λάζαρος το Τόξο, που το στόμα του αγαπάει το όνομα του γιου του: τα πρόσωπα που πρωταγωνιστούν είναι εσωτερικοί μετανάστες – άνθρωποι, δηλαδή, που τα τελευταία χρόνια εγκατέλειψαν αναγκαστικά την Αθήνα ή άλλες μεγάλες πόλεις και εγκαταστάθηκαν στο νησί, παλεύοντας να σταθούν ξανά όρθιοι, να ξεφύγουν από ένα παρελθόν που αλλάζει διαρκώς και ένα μέλλον που μοιάζει αδιέξοδο για όλους.

Στην προσπάθειά τους αυτή θα βρεθούν αντιμέτωποι με τους ντόπιους κατοίκους, αφιλόξενους απέναντι στους “ξενομπάτες”, θα θέσουν σε δοκιμασία τις μεταξύ τους σχέσεις, θα αναμετρηθούν με τα φαντάσματα του χθες, αλλά και με τον φόβο και την αγωνία για το αύριο. Άνθρωποι σαν κομμένες γέφυρες, που αγωνίζονται να φτιάξουν από την αρχή τον εαυτό τους, τη ζωή τους, μια νέα χώρα, μια νέα πίστη, έναν καινούργιο κόσμο. Γιατί η αρχή δεν είναι ποτέ πίσω μας. Η αρχή είναι πάντα μπροστά μας.

Μάτση Χατζηλαζάρου

16.34

Σε περιβάλλω με μια μεγάλη αναμονή.
Σε περιέχω όπως τ’ αραχωβίτικο κιούπι το λάδι.
Σε ανασαίνω όπως ο θερμαστής του καραβιού ρουφάει
μες στα πλεμόνια του το δειλινό το μπάτη.
Σ’ αγρικώ με την ίδια διάθεση που ο Ερυθρίδερμος
κολλάει το αυτί του χάμω, για ν’ ακούσει
τον καλπασμό του αλόγου.

Ξένη λογοτεχνία

Γκρίζες μέλισσες

Αντρέϊ Κούρκοφ

20.00

Στο χωριό Μάλαγια Σταρογκράντοφκα, που βρίσκεται στη λεγόμενη «γκρίζα ζώνη» της Ανατολικής Ουκρανίας, έχουν απομείνει μονάχα ο σαρανταεννιάχρονος συνταξιούχος Σεργκέι Σεργκέγιτς και ο πρώην συμμαθητής του Πάσκα. Έχοντας διαμετρικά αντίθετες απόψεις για τη ζωή, είναι αναγκασμένοι να συμφιλιωθούν και το κατορθώνουν υπό νευραλγικές συνθήκες, δεχόμενοι μάλιστα επισκέψεις από διαφορετικούς ανθρώπους, ο ένας στρατιωτικούς του επίσημου κράτους και ο άλλος ρωσόφωνους αυτονομιστές.

Με τον ερχομό της άνοιξης, το βασικό μέλημα του Σεργκέγιτς είναι να μεταφέρει τις έξι κυψέλες με τις μέλισσές του όσο γίνεται πιο μακριά από τον πόλεμο, για να μην πάρει το μέλι του τη γεύση των όπλων. Όμως δεν μπορεί να φανταστεί τις δοκιμασίες που του επιφυλάσσει αυτό το ταξίδι. Ύστερα από μια ατυχή στάση κοντά στο Ζαπορόζιε, αποφασίζει να πάει στην Κριμαία και να βρει έναν Τατάρο τον οποίο είχε γνωρίσει παλιότερα σε ένα συνέδριο μελισσοκόμων. Το καλοκαίρι που θα περάσει εκεί θα μάθει στον Σεργκέγιτς να μην εμπιστεύεται κανέναν, ούτε καν τις μέλισσές του. Σε τούτο το μυθιστόρημα ο Αντρέι Κούρκοφ ακτινογραφεί την αβέβαιη μοίρα μιας ολόκληρης χώρας. Είναι διορατικός και συγκινητικός.

 

-Διαθέσιμο από 28.3.22

 

Ξένη λογοτεχνία

Το τούνελ

Γουίλιαμ Χ. Γκας

29.00

Ο αφηγητής είναι ένας διακεκριμένος άντρας στα πενήντα του, ο Γουίλιαμ Φρέντερικ Κόλερ, καθηγητής πανεπιστημίου κάπου στις μεσοδυτικές πολιτείες των ΗΠΑ. Το βασικό θέμα που τον απασχολεί είναι το Τρίτο Ράιχ. Έχει μόλις ολοκληρώσει το μεγάλο του έργο, μια μελέτη με τίτλο Ενοχή και αθωότητα στη χιτλερική Γερμανία. Το μόνο που του απομένει είναι μια εισαγωγή. Κάθεται, λοιπόν, να γράψει το σχετικό κείμενο, αλλά πολύ σύντομα διολισθαίνει σε ένα ανεξήγητο αδιέξοδο. Αντί για εισαγωγή, αρχίζει να γράφει ένα άλλο βιβλίο, μιαν άλλη ιστορία – την ιστορία του ίδιου του ιστορικού. Αυτό είναι το εντελώς αντίθετο από τη σαφώς τεκμηριωμένη και αιτιοκρατικά προσδιορισμένη ιστορία του Ράιχ.

Είναι κάτι υποκειμενικό και ιδιωτικό, που δεν έχει σχήμα ούτε κίνηση, ενώ η Ιστορία είναι αντικειμενική και δημόσια, διαθέτει τάξη και κατεύθυνση. Αυτό που γράφει ο Κόλερ είναι κάτι χαοτικό, σκοτεινό, γεμάτο ψέματα και αποκρύψεις, κενά και επαναλήψεις. Μάλιστα η εισαγωγή του είναι τόσο προσωπική που φοβάται μήπως την ανακαλύψει η γυναίκα του, κι έτσι κρύβει αυτές τις σελίδες ανάμεσα στις σελίδες του βιβλίου του, εκεί που ξέρει ότι δεν θα εντοπιστούν. Ταυτόχρονα, ο Κόλερ ξεκινά να σκάβει ένα τούνελ στο υπόγειο του σπιτιού του. Το συγκριμένο τούνελ αντικατοπτρίζει και την ανασκαφή που επιχειρεί μέσα στην ίδια του τη ζωή – στα συναισθήματά του, στο παρελθόν του, στις λίγες αγάπες και στα πολλά μίση του. Το γράψιμο, το σκάψιμο, η δική μας ανάγνωση συνεχίζονται μαζί, ανοίγοντας μια τρύπα στη γλώσσα και στον χρόνο, μια τρύπα που πλησιάζει και παράλληλα απομακρύνεται από τα μυστικά που διέπουν τον πυρήνα αυτού του μυθιστορήματος – τον φασισμό της καρδιάς.

Το Τούνελ, ένα βιβλίο που διαμορφωνόταν επί τριάντα χρόνια, εμφανίστηκε στο λογοτεχνικό προσκήνιο το 1995 και αμέσως χαιρετίστηκε ως ένα αδιαμφισβήτητο αριστούργημα των σύγχρονων γραμμάτων.