Ξένη λογοτεχνία
Η ειρωνεία στις Ευτυχισμένες μέρες δεν είναι αυτή που συνήθως ονομάζουμε «τραγική ειρωνεία». Δεν γνωρίζουμε περισσότερα απ᾽ όσα γνωρίζει η Γουίνυ· και ό,τι κινητοποιούμε ως συναίσθημα για να αρθούμε πάνω από το δικό της δράμα αυτογνωσίας και αυταπάτης επιστρέφει σ᾽ εμάς τους ίδιους. Τη Γουίνυ δεν μπορούμε να της αντικρίσουμε με οίκτο ή με συγκατάβαση.
Είναι ένα από τα πιο συμπαθητικά πρόσωπα που έχει πλάσει το θέατρο. Μας προσεταιρίζεται με μια βαθιά αλλά αμήχανη συμπάθεια, γιατί απλούστατα συμπάσχει με τις βαθύτερες, τις πιο ανεξιλέωτες ανησυχίες μας. Στον πυρήνα όλου του έργου του Μπέκετ έχει εγκατασταθεί μια τραγική αντίληψη του κόσμου και της ανθρώπινης κατάστασης, από την οποία ωστόσο αρνούνται να αποσχιστούν ἡ καλοσύνη, το σκώμμα και ο γέλως – ο γέλως του φιλοσόφου και ο γέλως του γελωτοποιού· ποτέ όμως ο σαρκασμός εκείνου που χλευάζει.
Ξένη λογοτεχνία
Ο Μέρφυ είναι το πρώτο μυθιστόρημα του Μπέκετ· δημοσιεύτηκε στην Αγγλία το 1938, ύστερα από δεκάδες απορρίψεις, από τις εκδόσεις Routledge. Η γαλλική μετάφραση (του ίδιου του συγγραφέα, σε συνεργασία με τον Alfred Péron, που είχε ξεκινήσει ήδη από το 1938) εκδό-θηκε το 1947 από τις εκδόσεις Bordas στο Παρίσι. Κείμενο σκοτεινό και κωμικό ταυτόχρονα, παρωδεί την παραδοσιακή φόρμα του μυθιστορήματος και ανατρέπει τα πάντα, στην ουσία ολόκληρη τη δυτική παράδοση.
Τα στερεότυπα εδώ αρχίζουν ήδη από τον τίτλο, καθώς ο φερώνυμος κεντρικός ήρωας, ο Μέρφυ, έχει το πιο κοινό ιρλανδικό επώνυμο. Ήδη από την πρώτη αράδα, ο παντογνώστης αφηγητής φροντίζει να μας ενημερώσει ότι με την αφήγησή του δεν θα προσφέρει τίποτα καινούριο.
Σε πρώτο επίπεδο, ο Μέρφυ είναι η ιστορία μιας ομάδας ανθρώπων που έζησαν στο Δουβλίνο και το Λονδίνο, από τον Φεβρουάριο ως τον Οκτώβριο του 1935, και οι οποίοι σχηματίζουν ένα «κλειστό κύκλωμα» όπου ο Α είναι ερωτευμένος με τη Β, ενώ η Β, με τη σειρά της, προσπαθεί να τραβήξει την προσοχή του Γ, που ενδιαφέρεται για τη Δ. Η πορεία, όπως και η κατάληξη, όλων αυτών των προσώπων είναι προκαθορισμένη. Σε δεύτερο επίπεδο, είναι ένα κείμενο πολυπρισματικό και δύσβατο, γεμάτο «παρανοϊκά καθέκαστα» που δυσχεραίνουν το έργο της ερμηνείας.
Τα σημειωματάρια του Μπέκετ, από τα οποία αντλούσε περικοπές για να συνθέσει το παλίμψηστο του Μέρφυ, μαρτυρούν ότι οι αναφορές του καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα πηγών: τις Εξομολογήσεις του Αυγουστίνου, το Καθαρτήριο του Δάντη, διάφορα αποσπάσματα από τον Σαίξπηρ, εδάφια της Βίβλου, λήμματα από την Encyclopaedia Britannica, άρθρα από εφημερίδες, αποσπάσματα από το έργο διαφόρων συγγραφέων και φιλοσόφων, κινεζική ιστορία, ελληνική μυθολογία, δύσκολες λέξεις και διαφημίσεις για κορσέδες.
Βιογραφία - Μαρτυρίες
Στις 15 Ιουνίου 1930 ο Μπέκετ ενημερώνεται την τελευταία στιγμή για έναν διαγωνισμό ποίησης με θέμα τον χρόνο. Η προθεσμία είναι τα μεσάνυχτα της ίδιας μέρας. Θα υποβάλει ένα ποίημα 98 στίχων και θα κερδίσει το πρώτο βραβείο, εντυπωσιάζοντας τα μέλη της επιτροπής. Λίγες εβδομάδες αργότερα θα του προτείνουν να γράψει μια μονογραφία για τον Μαρσέλ Προυστ, με μέγιστη έκταση 17000 λέξεις. Ο Μπέκετ θα δεχθεί. Είναι είκοσι τεσσάρων ετών και ήδη στις δημοσιεύσεις του στα διάφορα περιοδικά εμφανίζεται ως Ιρλανδός ποιητής και δοκιμιογράφος. Η μονογραφία για τον Προυστ θα είναι μια καλή ευκαιρία να συνυπάρξουν σε ένα κείμενο η αγάπη του για τη φιλοσοφία, τη λογοτεχνία και την ποίηση, με αφορμή το έργο ενός συγγραφέα· αλλά και η ευκαιρία να εμβαθύνει στο Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο.
Το δοκίμιο του Μπέκετ για τον Προυστ θα προκαλέσει αρκετή αμηχανία. Απαντάει εμμέσως σε όλες τις κριτικές της εποχής, αλλά ταυτόχρονα προεκτείνει και τις θέσεις του ίδιου του Προυστ. Η πρωτοτυπία της ανάγνωσής του οφείλεται στη μεγάλη χρονική απόσταση που δείχνει να παίρνει από το έργο. Ο Μπέκετ εμφανίζεται ως παρατηρητής-αναγνώστης που διαβάζει μάλλον έναν κλασικό συγγραφέα παρά κάποιον σύγχρονό του. Είναι επίσης ο πρώτος αναγνώστης και κριτικός του Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο που κινητοποιεί τόσο πολλούς φιλοσόφους και ρεύματα σκέψης.
Θα υποδείξει, για πρώτη φορά, συγγένειες του έργου του Προυστ με τον Λόγο περί μεθόδου του Καρτέσιου, τη Μοναδολογία του Λάιμπνιτς και τη θεματική της φιλίας στον Νίτσε. Ωστόσο, μεγαλύτερη συνεισφορά του μπορεί να θεωρηθεί η ανάδειξη της συνάφειας που υπάρχει ανάμεσα στο έργο του Προυστ και τη σκέψη του Σοπενάουερ: Είμαστε μόνοι. Δεν γνωρίζουμε και δεν μπορούν να μας γνωρίσουν.