Εκκλήσεις προς τις Φιλελληνίδες για ενίσχυση του Αγώνα, ποιήµατα εξυµνητικά της ανδρείας Ελλήνων και Ελληνίδων στις µεγάλες µάχες του ’21, το πρώτο ελληνικό θεατρικό µε θέµα την Επανάσταση και συγκεκριµένα την έξοδο του Μεσολογγίου, το πρώτο έµµετρο χρονικό της εξέγερσης στην Κρήτη, η συµµετοχή των γυναικών στην εξέγερση σε διάφορες περιοχές, η ανάδειξη αγωνιστριών, όπως η Γκούραινα, καθώς και ποιήµατα για τον εορτασµό της επετείου τα πρώτα χρόνια του ελεύθερου κράτους αποτελούν κάποιες από τις θεµατικές πολιτικών κειµένων, ποιηµάτων, θεατρικών ή πεζών των Ελληνίδων του 19ου αιώνα γύρω από το µείζον γεγονός του Αγώνα για την ελευθερία. Το παρόν ανθολόγιο είναι µια απόπειρα ανάδειξης του σχετικού µε την Επανάσταση του 1821 έργου των λησµονηµένων, κατά κύριο λόγο, αυτών γυναικών, στο οποίο πιστοποιείται η συλλογική τους συνείδηση. Στα κείµενα αυτά αποτυπώνεται ο γυναικείος ηρωισµός σε όλες του τις εκφάνσεις: µαχόµενος ηρωισµός, ηρωισµός γυναικών θυµάτων και ηρωισµός γυναικών που βοηθούν στα µετόπισθεν την προετοιµασία του Αγώνα. Την έκδοση συµπληρώνει η εργοβιογραφία των άγνωστων στις µέρες µας δηµιουργών, σε µια προσπάθεια να αναδειχθεί και η δική τους, αποσιωπηµένη, φωνή ως σηµαντική ψηφίδα στη λογιοσύνη του 19ου αιώνα.
Κάρλο Μούσο, Πάπας Φραγκίσκος
Μια αυτοβιογραφία δεν είναι το ιδιωτικό μας αφήγημα, είναι περισσότερο οι αποσκευές μας για το ταξίδι. Και οι αναμνήσεις δεν είναι μόνο αυτό που θυμόμαστε, αλλά αυτό που μας περιέχει.
Δεν μιλούν αποκλειστικά για όσα συνέβησαν, αλλά για όσα θα συμβούν. Μοιάζει σαν χτες, κι όμως είναι αύριο. Όλα γεννούνται για ν᾽ ανθίσουν σε μια αιώνια άνοιξη.
Στο τέλος, ένα πράγμα θα πούμε μονάχα: δεν θυμάμαι τίποτα στο οποίο να μη βρίσκεσαι Εσύ.
Όμηρος
Τα περισσότερα, ιστορικά και γραμματολογικά, συμφραζόμενα της ομηρικής Ιλιάδας παραμένουν ή αδιάγνωστα ή υποθετικά. Τίποτε βέβαιο δεν ξέρουμε για τον ποιητή της (ή τους ποιητές της): ούτε πότε έζησε ακριβώς ούτε που έζησε και έδρασε ούτε καν πώς λεγόταν. Ίσως γεννήθηκε σε κάποια πόλη της παράλιας Μικράς Ασίας ή σε κάποιο παράκτιο νησί της.
Η Ιλιάδα πιθανολογείται ότι συντάχθηκε στα μέσα περίπου του όγδοου προχριστιανικού αιώνα ότι η Οδύσσεια ακολούθησε, εν γνώσει μάλλον της Ιλιάδας, στα τέλη του ίδιου αιώνα. Τα δύο έπη προϋποθέτουν πάντως μακρά προφορική παράδοση, που την καλλιέργησαν κάποιοι εμπνευσμένοι αοιδοί, οι οποίοι εξελίχτηκαν σε ραψωδούς. Σ’ αυτή την προφορική παράδοση χρωστούν τα ομηρικά έπη λίγο-πολύ: το μύθο τους και τα κύρια πρόσωπά τους σίγουρα τον εξάμετρο και τη γλώσσα τους τους επαναλαμβανόμενους λογοτύπους (άλλως πως: φόρμουλες), τις τυπικές σκηνές, τα τυπικά τους θέματα και μεγαθέματα. […]
Βλαντίμιρ Ναμπόκοφ
Αναμένοντας την εσχάτη των ποινών, ένας κατάδικος, πασχίζει να συλλάβει τον κόσμο γύρω του, να βάλει τάξη στην ανθρώπινη εντροπία που τον βασανίζει. Κι ο κόσμος, διά των οικείων του, του δήμιου, και των δεσμοφυλάκων του, μοιάζει να του σκαρώνει μια μεγαλοπρεπή φάρσα: Αντί να τον τιμωρήσει, τον προσκαλεί να συνταχθεί με τους ανόμοιούς του και να συμφιλιωθεί με την τελετουργία του τέλους του. Καθώς η πλοκή εξελίσσεται, η ειρωνεία των ηρώων αλλά και του αφηγητή-συγγραφέα είναι τόσο συντριπτική που οτιδήποτε στιβαρό γκρεμίζεται, κάθε ανθρώπινο υλικό αποσυντίθεται, το σκηνικό και οι χαρακτήρες καταρρέουν μπροστά μας, οι ίδιες οι λέξεις εξεγείρονται. Η υποψία του πρωταγωνιστή ότι υπάρχει ένας εξωτερικός κόσμος αποδεικνύεται ψευδαίσθηση. Στην Πρόσκληση σε έναν αποκεφαλισμό ο Ναμπόκοφ χτίζει με χειρουργική περιγραφική ακρίβεια και απαράμιλλο ύφος μια κοινωνικοπολιτική αλληγορία που υπονομεύει ανηλεώς κάθε λογική, συναισθηματική, ηθική συνοχή, προσθέτοντας ακόμα ένα σπουδαίο έργο στη λογοτεχνική του κληρονομιά.
“Τότε ο Κιγκινάτος στάθηκε και, κοιτώντας γύρω του, λες και μόλις είχε προσγειωθεί σ’ αυτή την πέτρινη ερημιά, μάζεψε όλη του τη θέληση, φαντάστηκε τη ζωή του ολάκερη και επιχείρησε να ξεκαθαρίσει τη θέση του με τον ακριβέστερο τρόπο. Κατηγορούμενος για το χειρότερο των εγκλημάτων, τη γνωσιολογική νωθρότητα, τόσο εξαιρετικά ακατανόητη, που πρέπει να χρησιμοποιείς περιγραφές του τύπου: “μη διαπερατότητα”, “αδιαφάνεια”, “παρακώληση”· θανατική καταδίκη για έγκλημα· κλεισμένος στο φρούριο, εν αναμονή της άγνωστης, αλλά σύντομης, αλλά επικείμενης προθεσμίας αυτής της εκτέλεσης (την οποία την προαισθανόταν, σαν το τράβηγμα, το ξερίζωμα και τη σύνθλιψη κάποιου τερατώδους δοντιού, οπότε όλο του το σώμα ήταν το φλεγμαίνον ούλο και το κεφάλι ήταν αυτό το δόντι)· έτσι όπως έστεκε εκείνη τη στιγμή στον διάδρομο της φυλακής με την καρδιά να σβήνει, ακόμη ζωντανός, ακόμη ακέραιος, ακόμη Κιγκινάτος – ο Κιγκινάτος Κ. ένιωσε μια άγρια λαχτάρα για ελευθερία, για την πιο απλή, την πιο πραγματική, την πιο πραγματικά απτή ελευθερία?”