Ελληνική λογοτεχνία
Λίγο καιρό πριν εγκαταλείψει την Ελλάδα, ο Αντώνης Σπετσιώτης έχει να αντιµετωπίσει µια δύσκολη επαγγελµατική υπόθεση, να συναντήσει τον πρώτο του έρωτα και να συνοδεύσει τον πατέρα του στο τελευταίο του δροµολόγιο πριν βγει στη σύνταξη – όλα στη διάρκεια της ίδιας καλοκαιρινής ηµέρας του 2014.
Ένα εικοσιτετράωρο που ξεκινάει στα δικαστήρια, συνεχίζεται σε µια καφετέρια στα Πατήσια, σε ένα οικόπεδο στο Χαλκούτσι και σε ένα πάρκινγκ στον Ορχοµενό, πριν τελειώσει απρόβλεπτα τα ξηµερώµατα στους δρόµους της Αθήνας.
Ένα µυθιστόρηµα για τον µικρό άθλο να είσαι ο εαυτός σου κάθε µέρα από την αρχή, για µια εποχή ανάµεσα σε πράγµατα που έχουν τελειώσει και σε άλλα που δεν έχουν αρχίσει, για όλα όσα συµβαίνουν αφού πούµε όσα είχαµε να πούµε.
Ο σημαντικός σκηνοθέτης Σωτήρης Γκορίτσας θα μεταφέρει στον κινηματογράφο το βιβλίο «Εκεί που ζούμε» του Χρίστου Κυθρεώτη. Η παραγωγή είναι της «Black Tree» και του Ηρακλή Μαυροειδή, η μουσική του Νίκου Πορτοκάλογλου, η διεύθυνση φωτογραφίας του Σίμου Σαρκετζή και την διανομή της ταινίας στους κινηματογράφους έχει αναλάβει η εταιρεία FEELGOOD.
Ελληνική λογοτεχνία
Έχετε αναρωτηθεί ποτέ πώς θα ήταν ο κόσμος ανάποδα; Πώς θα ζούσαμε αν αντί για την πατριαρχία μάς άλλαζε τα φώτα η μητριαρχία; Πώς θα ένιωθαν οι άντρες αν οι γυναίκες είχαν την εξουσία αφήνοντάς τους να παλεύουν με τα οικιακά, τα παιδιά και τα μπότοξ;
Σ’ έναν τέτοιο κόσμο, ο Χάρης, ένα όμορφο δεκαοχτάχρονο αγόρι από την Κρήτη, το σκάει νύχτα από το χωριό του γιατί δε θέλει να παντρευτεί την πλούσια σαραντάρα βουλευτίνα που του προξένευε η μάνα του. Το δικό του όνειρο είναι να γίνει ένα ανεξάρτητο, εργαζόμενο αγόρι στην Αθήνα. Θα μπορέσει να επιβιώσει όμως στη μεγαλούπολη όπου τα ωραία, νεαρά αρσενικά είναι απλώς αντικείμενα πόθου; Πώς θα αποκρούσει τις σεξουαλικές επιθέσεις της αδίστακτης διευθύντριάς του; Πώς θα ξεμπλέξει από τις επαγγελματικές ίντριγκες, τις προδοσίες και τα βρόμικα κόλπα του κόσμου των γυναικών;
Το “Εργαζόμενο αγόρι” είναι μια κωμωδία γεμάτη δράματα. Τι άλλο μπορεί να είναι, αφού επιχειρεί να ξεσκεπάσει όλα τα ξεπερασμένα αλλά αθάνατα στερεότυπα για τους ρόλους των φύλων, αυτά που φυλακίζουν άντρες και γυναίκες ακόμα και στον 21ο αιώνα;
Ξένη λογοτεχνία
«Για να εξετάσουµε την ιστορία του τάνγκο, θα αρχίσουµε από το σκηνικό, από την ατµόσφαιρα, ύστερα θα περάσουµε στα πρόσωπα του τάνγκο, κατόπιν στην εξέλιξή του, που µετράει πλέον πολύ περισσότερο από µισό αιώνα, κι ύστερα ίσως να διακινδυνεύσω και κάποια δειλή παρατήρηση για το παρόν και το µέλλον του τάνγκο. Και ενδεχοµένως να µπορούσαµε να θυµηθούµε και την ανάλογη εξέλιξη της τζαζ, της hot jazz, των ποταµόπλοιων του Μισσισσιππή, ακόµα και την cool jazz κάποιων διανοούµενων µουσικών του Σικάγο και της Καλιφόρνια, µακριά από τον τόπο και το περιβάλλον της προέλευσής της».
Χάρη στα τρεις χιλιάδες πέσος, που συνοδεύουν το Δεύτερο Βραβείο Λογοτεχνίας του δήµου του Μπουένος Άιρες, ο Μπόρχες αφοσιώνεται ολόκληρο το έτος 1929 σε µια έρευνα για τον ποιητή Εβαρίστο Καρριέγο, έρευνα που µετατρέπεται σε µια βαθιά και αποκαλυπτική µελέτη για τον κόσµο του τάνγκο. Πάνω από τριάντα χρόνια µετά, αυτός ο κόσµος, µέσα από τον οποίο είχε γνωρίσει τον υπόκοσµο της πόλης του Μπουένος Άιρες, αναβιώνει σε τέσσερις διαλέξεις που δίνει τις Δευτέρες του Οκτωβρίου του 1965, στις επτά το απόγευµα, σε ένα διαµέρισµα της συνοικίας Κονστιτουσιόν. Διαυγής και πνευµατώδης, ο Μπόρχες «συνοµιλεί» µε τους κοµπαδρίτο, τους µάγκες, τους ευκατάστατους µόρτηδες και «επισκέπτεται» τα κακόφηµα σπίτια και τις µιλόνγκες, αναζητώντας την προέλευση, τα σύµβολα, τους µύθους και τη στιχουργική της εµβληµατικής µουσικής του Ρίο ντε λα Πλάτα.
Βιογραφία - Μαρτυρίες
Ο Πρώτος Άνθρωπος ξανακάνει όλη τη διαδροµή για ν’ ανακαλύψει το µυστικό του: δεν είναι ο πρώτος. Κάθε άνθρωπος είναι ο πρώτος άνθρωπος, κανείς δεν είναι. Γι’ αυτό πέφτει στα πόδια της µητέρας του. – Ακρόπολη. Ο άνεµος σάρωσε όλα τα σύννεφα, και το φως, το πιο λευκό και το πιο δυνατό, πέφτει από τον ουρανό. Περίεργο συναίσθηµα όλο το πρωινό πως βρίσκοµαι σε τούτο το µέρος εδώ και πολλά χρόνια, πως βρίσκοµαι στο σπίτι µου, χωρίς µάλιστα να µε ενοχλεί η διαφορετική γλώσσα. – Νόµπελ. Περίεργο συναίσθηµα συντριβής και µελαγχολίας. Όταν ήµουν 20 χρονών, φτωχός και γυµνός, γνώρισα την πραγµατική δόξα. Τη µητέρα µου. – 7 Νοεµβρίου, 45 χρονών. Όπως το ήθελα, µέρα µοναξιάς και σκέψης. Να ξεκινήσω να εφαρµόζω από τώρα τούτη την αδιαφορία που θα πρέπει να ολοκληρωθεί στα πενήντα µου. Εκείνη την ηµέρα, θα κυριαρχήσω. – Η δηµοκρατία δεν είναι ο νόµος της πλειονότητας αλλά η προστασία της µειονότητας. – Η µαµά χειρουργήθηκε. Το τηλεγράφηµα του Λ. φτάνει το Σάββατο το πρωί. Το επόµενο βράδυ, αεροπλάνο στις τρεις τα ξηµερώµατα. Εφτά η ώρα στο Αλγέρι. Πάντα η ίδια εντύπωση στο πεδίο του Λευκού-Σπιτιού: η γη µου. Και όµως ο ουρανός είναι γκρίζος, ο αέρας ελαφρύς και σπογγώδης. Εγκαθίσταµαι στην κλινική, στα υψώµατα πάνω από το Αλγέρι. Μεταξύ 1951 και 1959, ο Καµύ γράφει το Καλοκαίρι, την Πτώση, την Εξορία και το Βασίλειο, αντιδρά απέναντι στην τραγωδία του πολέµου της Αλγερίας, στην πολεµική που δηµιουργείται γύρω από τον Επαναστατηµένο άνθρωπο, κάνει δύο ταξίδια στην Ελλάδα, στην Ιταλία, παίρνει το βραβείο Νόµπελ… Τα Σηµειωµατάρια αυτά, τα τελευταία, συχνά σηµειώσεις εργασίας, γίνονται εν τέλει το προσωπικό του ηµερολόγιο, και επιβεβαιώνουν την επίµονη αναζήτηση της αρµονίας «µέσα από τα πιο δύσβατα µονοπάτια, τις ταραχές, τους αγώνες». Ανάµεσα στις ηµερολογιακές καταγραφές, βρίσκουµε σηµειώσεις για µελλοντικά συγγραφικά σχέδια και, βεβαίως, τον Πρώτο Άνθρωπο, το τελευταίο ανολοκλήρωτο βιβλίο του, που έµελλε να εκδοθεί 34 χρόνια µετά τον θάνατό του στο φοβερό αυτοκινητιστικό ατύχηµα της 4ης Ιανουαρίου 1960. Στο τέλος του βιβλίου υπάρχει το αναλυτικό ευρετήριο των τριών τόµων.
Ελληνική λογοτεχνία
«Θυµόταν ένα χάδι πριν µερικά χρόνια, εκείνος ο άνδρας τής είχε χαϊδέψει το κεφάλι, ανακατεύοντας τα µαλλιά της, µια κίνηση απροσδόκητη που δεν την περίµενε και ο άνδρας δεν την επανέλαβε, για δευτερόλεπτα είχε νιώσει εξαίσια, δεν θυµόταν ποιος ήταν εκείνος, δεν είχε πρόσωπο, µόνο αυτό το απρόσµενο χάδι, ένα τέτοιο χάδι άξιζε περισσότερο από ταξίδι στην Κίνα. Αλλά αν ήταν αυτός; Αν τη χάιδευε αυτός; Της πέρασε από το µυαλό και πάγωσε στη σκέψη. Όχι, όχι αυτός. Αυτός άλλωστε δεν θα µπορεί να χαϊδέψει, θα κουνάει τα µπράτσα του ακατάσχετα σαν σβούρα… Κι εκείνη τη στιγµή αυτός, αυτός, ο ζητιάνος χωρίς χέρια, πέρασε πάνω σ’ ένα αυτοσχέδιο καροτσάκι που το έσπρωχνε ένα αγόρι µε γυναικείες παντόφλες».
Η τέχνη να µην αισθάνεσαι τίποτα αποτελείται από αµέτρητες τέτοιες στιγµές: µεταµορφώσεις της καθηµερινότητας, συναντήσεις µεταξύ του γνωστού και του αγνώστου. Η σύγχρονη Αθήνα αµφιταλαντεύεται µπροστά µας, το περίγραµµα ενός σκίτσου σκοτεινιάζει και θολώνει, το πρόσωπο ενός φίλου είναι ταυτόχρονα αγαπηµένο και παράξενο. Το παραµικρό γεγονός, η παραµικρή αλλαγή στην ποιότητα του φωτός, µπορεί να τα αλλάξει όλα.
Δεκαπέντε διηγήµατα µε λάµψεις οµορφιάς, κροτίδες µαύρου χιούµορ και κάτι άλλο, αδύνατο να εντοπιστεί, που τα κάνει αξέχαστα, κάτι σαν το χάδι του ανθρώπου χωρίς χέρια. Οι ιστορίες της Έρσης Σωτηροπούλου επινοούν τελικά έναν νέο τρόπο να βλέπουµε.
Ξένη λογοτεχνία
Η Λέα μεγαλώνει στην Αλβανία στα τέλη της δεκαετίας του ’80, μια χώρα όπου η κρατική ιδεολογία έχει επισήμως αντικαταστήσει τη θρησκεία. Εκείνα τα χρόνια ήταν ακόμη σχεδόν αδύνατον είτε να πας είτε να φύγεις από την Αλβανία. Ήταν ένα μέρος με ατελείωτες ουρές και ελλείψεις στα μαγαζιά, με πολιτικές εκτελέσεις και παντοδύναμη μυστική αστυνομία. Για τη Λέα, ήταν το σπίτι της και η ασφάλειά της. Οι άνθρωποι ήταν ίσοι, οι γείτονες βοηθούσαν ο ένας τον άλλον και τα παιδιά μεγαλώνοντας θα οικοδομούσαν έναν καλύτερο κόσμο. Υπήρχε κοινός σκοπός και ελπίδα. Και τότε, τον Δεκέμβριο του 1990, έναν χρόνο μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου, όλα άλλαξαν, εν μιά νυκτί σχεδόν. Τα αγάλματα του Στάλιν και του Χότζα γκρεμίστηκαν. Μπορούσες να ψηφίζεις ελεύθερα, να φοράς ό,τι θέλεις, δεν φοβόσουν πια μήπως σε ακούσει κάποιο αδιάκριτο αυτί. Όμως εργοστάσια έκλειναν, δουλειές χάνονταν και ολόκληρες οικογένειες έφευγαν, κατά χιλιάδες, για την Ιταλία και την Ελλάδα, επιθετικά συστήματα πυραμίδας κυριάρχησαν, δίπλα στο οργανωμένο έγκλημα και τη σωματεμπορία. Ο πατέρας της αναγκάστηκε, παρά τις αριστερές του πεποιθήσεις, να κάνει απολύσεις, η μητέρα της εξελίχθηκε σε συντηρητική πολιτικό στο πρότυπο της Μάργκαρετ Θάτσερ.
Η Ούπι συνδυάζει το προσωπικό και το πολιτικό, τη λογοτεχνία με την πολιτική θεωρία, σ’ ένα σπουδαίο βιβλίο. Είναι η ιστορία ενός παιδιού που μεγάλωσε κυριολεκτικά ανάμεσα σε δύο κόσμους, είναι το βιβλίο ενός ανθρώπου που βρέθηκε απέναντι στο Τέλος της Ιστορίας, και που αναρωτιέται σήμερα για το νόημα της λέξης.
Το βιβλίο αυτό δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά το 1998. Είναι μια πρωτότυπη και συστηματική μελέτη της εικόνας του Άλλου σε περιόδους κρίσης και πολέμου και θέτει το ζήτημα των ορίων της αναπαράστασης με παράδειγμα τη γενοκτονία των Εβραίων.
Στις σελίδες του εξετάζονται ζητήματα σχετικά με την πρόσληψη και τη λογοτεχνική αναπαράσταση του πολέμου και της γενοκτονίας των Εβραίων· διερευνάται η εικόνα του Εβραίου στη διεθνή και ελληνική λογοτεχνία σε σχέση με τα ιστορικά, κοινωνικά και λογοτεχνικά συμφραζόμενα· επιχειρείται η εικονολογική ανάλυση έργων της μυθοπλασίας της περιόδου 1945-2010 για τη γενοκτονία των Εβραίων· παρουσιάζεται επίσης μια μεθοδολογική πρόταση για τη διερεύνηση της εικόνας του Άλλου στη λογοτεχνία, ώστε να μπορεί να αποβεί χρήσιμη γενικότερα για τη μελέτη της εικόνας του ξένου.
Στη νέα έκδοσή του έχει προστεθεί μία ενότητα για την εικόνα του Εβραίου στον κινηματογράφο, ξένο και ελληνικό, από τις αρχές του 20ού αιώνα μέχρι το 2015, με έμφαση στις ταινίες για το Ολοκαύτωμα.
«Το βιβλίο της Αμπατζοπούλου είναι η αρτιότερη εργασία που έχουμε ως τώρα πάνω στη θεματική του άλλου και του διωγμού του, αλλά και ένα δοκίμιο συγκριτικής γραμματολογίας με ευρύτατη ενημέρωση και με υποδειγματική χρήση νέων μεθόδων ανάλυσης».
Ελληνική λογοτεχνία
Με αφορµή τη Διεθνή Συνάντηση Λογοτεχνών, η Αριάν, Ελληνίδα συγγραφέας που ζει στο Παρίσι, θα ταξιδέψει σε µια απόµακρη επαρχία της Κίνας. Σε µια πόλη που δεν θα µάθει να προφέρει τ’ όνοµά της, ψάχνοντας να αγοράσει τσάι, θα βρεθεί µόνη µε τον ποιητή Γε-Τιαν. Με την επιστροφή της στο Παρίσι, λίγο πριν ξεσπάσει η πανδηµία, θα ξεκινήσουν µια αλληλογραφία που θα διαρκέσει λίγο και θα διακοπεί απότοµα.
Αντιµέτωπη µε τη νέα πραγµατικότητα –έναν σύντροφο που δεν αντέχει να περάσει και δεύτερο λοκντάουν στο Παρίσι, τη δουλειά της σ’ ένα λύκειο που παραµένει ανοιχτό και τις εβδοµαδιαίες συναντήσεις µε τον µόνο γιατρό που δεν φοράει µάσκα–, η Αριάν θα ξανακάνει το ταξίδι της στην Κίνα µε πυξίδα ό,τι διέσωσε η µνήµη κι ό,τι θα βρει ψάχνοντας από µόνη της. Ποια είναι η άλλη Ηµέρα των Νεκρών; Ποια είναι η ιστορία των δυο εραστών που τα ονόµατά τους δεν αναφέρθηκαν στην Κίνα ποτέ; Ο ποιητής της είναι δυνατόν να µην τους ξέρει;
Σε µια αφήγηση που γίνεται κυκλωτική, Δύση και Κίνα αναδύονται µέσα από το προσηλωµένο βλέµµα ανθρώπων που αγωνίζονται να γεφυρώσουν το χάσµα ανάµεσα στον φόβο και στην αταραξία.
Πολιτική
Γιατί ο πόλεμος στην Ουκρανία αλλάζει τον Κόσμο. Οι περίπλοκες σχέσεις Ουκρανών-Ρώσων στην Ιστορία
Το παρόν βιβλίο στην πραγματικότητα είναι δύο βιβλία σε συσκευασία ενός. Το Πρώτο Μέρος με τίτλο “Γιατί ο πόλεμος στην Ουκρανία αλλάζει τον Κόσμο”, γραμμένο από τον δημοσιογράφο και συγγραφέα Σταύρο Λυγερό, είναι μία μελέτη για τη γεωπολιτική, διπλωματική, στρατιωτική και γεωοικονομική διάσταση της ουκρανικής κρίσης.
Το συμπέρασμα της μελέτης, όπως λέει και ο τίτλος της, είναι ότι αυτός ο πόλεμος, όποια κι αν είναι η κατάληξή του, θα αλλάξει ποιοτικά το διεθνές σύστημα, ο Κόσμος θα είναι γεωπολιτικά και γεωοικονομικά διαφορετικός. Είναι ορατή διά γυμνού οφθαλμού η διαδικασία μετάβασης από τη σημερινή παγκοσμιοποίηση σε ένα νέο διπολισμό, όπου στη μία πλευρά θα είναι η Δύση και στην άλλη το αναδυόμενο ευρασιατικό πλαίσιο.
Ο πόλεμος στην Ουκρανία ήταν προϊόν της υποφώσκουσας αυτής τάσης, αλλά η εκδήλωσή του επιταχύνει και ριζοσπαστικοποιεί τις εξελίξεις προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση. Με αυτή την έννοια, θα έχει πολύ μεγαλύτερη επίπτωση από όση είχαν οι μεγάλοι πόλεμοι μετά το 1945 (Κορέα, Βιετνάμ, Αφγανιστάν, Ιράκ).
Το Δεύτερο Μέρος με τίτλο “Οι περίπλοκες σχέσεις Ουκρανών-Ρώσων στην Ιστορία”, γραμμένο από τον δρα Σωτήρη Δημόπουλο (πτυχίο από το Πανεπιστήμιο του Κιέβου) είναι η μοναδική μελέτη στην ελληνική βιβλιογραφία για το πώς διαμορφώθηκαν οι όποιες φυλετικές και εθνικές ταυτότητες στον γεωγραφικό χώρο της Ουκρανίας κατά τη διάρκεια της τελευταίας χιλιετίας, από όταν δηλαδή αρχίζουν να συγκροτούνται στην περιοχή κάποια προπλάσματα κρατικής οντότητας.
Αν και σαφώς διακριτές, οι δύο μελέτες είναι συμπληρωματικές, με την έννοια ότι τα σύγχρονα γεγονότα αποκτούν μία άλλη ερμηνευτική πληρότητα εντασσόμενα στο ιστορικό πλαίσιό τους. Μπορεί έτσι ο αναγνώστης να κατανοήσει την πολυπλοκότητα και τις διακυμάνσεις που χαρακτηρίζουν τις σχέσεις των σημερινών εμπολέμων, Ουκρανών και Ρώσων, αντιλαμβανόμενος ότι η έννοια της “ουκρανικότητας” μέχρι και πριν από μερικά χρόνια δεν είχε το ίδιο περιεχόμενο και γεωπολιτικό πρόσημο για όλους τους Ουκρανούς.
Ξένη λογοτεχνία
Στις “Μεγάλες προσδοκίες” ο Ντίκενς διηγείται την ιστορία του φτωχού και ορφανού Πιπ, ο οποίος θα γνωρίσει σταδιακά την υψηλή κοινωνία του Λονδίνου, αλλά και όλες τις σκοτεινές πλευρές των ανθρώπων που την αποτελούν. Τη μετάφραση σε μία γλώσσα ζωντανή και πιστή στο πρωτότυπο κείμενο έκανε η συγγραφέας Παυλίνα Παμπούδη.
Ξένη λογοτεχνία
Θρύλοι, μύθοι και παραβολές από την Ελλάδα ως την Κίνα και από τη Σερβία ως την Ιαπωνία, σύντομες αφηγήσεις με αξιοθαύμαστη οικονομία, οι Ιστορίες της Ανατολής γράφτηκαν οι περισσότερες τη δεκαετία πριν από τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο και συνιστούν μια εντελώς ξεχωριστή στιγμή στο έργο της Γιουρσενάρ, κάτι πολύτιμο σαν μικρό ξωκλήσι μέσα σ’ ένα πελώριο ανάκτορο.
Η πραγματικότητα είναι ρευστή, το όνειρο και ο μύθος μιλούν μια γλώσσα καινούρια, ο πόθος και το πάθος καίνε μέσα στις σελίδες αυτές με μια βίαιη, σχεδόν απρόσμενη, φλόγα.
Τα μαγικά λόγια του ζωγράφου Γουάνγκ Φο «ο οποίος αγαπούσε την εικόνα των πραγμάτων και όχι τα ίδια τα πράγματα» βρίσκουν τον απόηχό τους στην πικρία του γηραιού Κορνήλιου Μπεργκ που αγγίζει «τα αντικείμενα που δε ζωγράφιζε πια». Ο Μάρκο Κράλιεβιτς, ο ατρόμητος Σέρβος που ξέρει πώς να εξαπατά τους Τούρκους και τον θάνατο το ίδιο καλά όσο και τις γυναίκες, είναι «αδερφός» του πρίγκιπα Γκέντζι, ήρωα ενός ιαπωνικού μυθιστορήματος του 11ου αιώνα: τους χαρακτηρίζει ο ίδιος εγωισμός του τυφλού καρδιοκατακτητή απέναντι στο αληθινό πάθος. Ο έρωτας της Αλβανίδας ματρόνας ή το ιερόσυλο πένθος της χήρας Αφροδισίας συνομιλούν με τη θυσία της θεάς Κάλι, «νούφαρο της τελειότητας», που τα παθήματά της θα της διδάξουν τη «ματαιότητα του πόθου»…
Με εκτίµηση, αν όχι µε άδολη αγάπη, αλλά και µε ειρωνεία και χιούµορ ο Χαβιέρ Μαρίας, ένας µεγάλος συγγραφέας της εποχής µας, φιλοτεχνεί το ιδιαίτερο πορτρέτο συγγραφέων όπως ο Φώκνερ, ο Κόνραντ, ο Κόναν Ντόυλ, ο Ναµπόκοφ, η Ντίνεσεν, ο Χένρυ Τζέηµς. Με σύντοµες περιγραφές ιδιωτικών στιγµών και ανασύροντας από τη λήθη λεπτοµέρειες, ο Μαρίας αποκαλύπτει το µεγαλείο αλλά και τις µικρότητες αγαπηµένων συγγραφέων, ξεσκεπάζει τις ξεκαρδιστικές αλλά και ανησυχητικές µανίες δηµιουργών που, για µια φορά, γίνονται µυθιστορηµατικοί χαρακτήρες. Το σύνολο των είκοσι συγγραφέων συµπληρώνουν έξι «άπιαστες γυναίκες», υπαρκτά πρόσωπα κι αυτές, που –η καθεµιά µε τον δικό της τρόπο– αποφάσισαν να µην ακολουθήσουν την πεπατηµένη, όπως τους επέβαλλε η εποχή και το φύλο τους.
Δίκην κολοφώνα, και στους αντίποδες του γραπτού κειµένου, το κεφάλαιο «Τέλειοι καλλιτέχνες» προσφέρει στον αναγνώστη την αληθινή εικόνα των λογοτεχνών που προσωπογραφούνται, σ’ ένα φωτογραφικό υλικό από την ιδιωτική συλλογή του συγγραφέα.