Σχεδόν πενήντα χρόνια στα περιοδικά, στο ραδιόφωνο, στα τραγούδια, στα θέατρα. Φωτογραφίες από μοναδικές στιγμές, σημειώσεις γλυκιάς και ανίκητης νοσταλγίας, στιγμές έντασης και συγκίνησης από τα στούντιο και τις αίθουσες σύνταξης. Πίσω από τα μικρόφωνα και τις κάμερες, στις ηχογραφήσεις τραγουδιών, στις σκηνές των θεάτρων και τον ήχο της γραφομηχανής. Ανεπανάληπτα στιγμιότυπα, αποκαλυπτικό παρασκήνιο και οριακές καταστάσεις, στον κόσμο των ΜΜΕ, του τραγουδιού, του θεάτρου. Ο Αντώνης Ανδρικάκης ξεκινάει από την δεκαετία του ‘70 και, μέσα από τις περιπέτειες ενός μεγάλου και συναρπαστικού ταξιδιού, φτάνει στο, τόσο διαφορετικό, σήμερα. Γράφει για ανθρώπους της τέχνης και των ΜΜΕ που γνώρισε και για τις εμπειρίες που έζησε σε αυτή την ιλιγγιώδη διαδρομή. Από τον Σκάι μέχρι την ΕΡΤ, από το Βέμπο μέχρι το Δελφινάριο, και από το studio Sierra μέχρι τα home studio της εποχής μας. Γράφει για τις συνεργασίες-σταθμούς με σπουδαίους δημιουργούς, ερμηνευτές, ηθοποιούς και σκηνοθέτες. Για τις χιλιάδες ώρες «πτήσης» στα ραδιοφωνικά στούντιο και τα απίστευτα περιστατικά των ζωντανών προγραμμάτων. Για τα συγκινητικά και τα ευτράπελα. Από τις θυελλώδεις δημοσιογραφικές συσκέψεις στα ΜΜΕ, μέχρι τη μοναξιά της συγγραφής ενός στίχου. Κι από την αγωνία της πρόβας του θεάτρου, μέχρι τη χαρά της ολοκλήρωσης ενός τραγουδιού. Όλα αυτά, σ’ αυτό το «άλμπουμ» τρυφερών αναμνήσεων.
Κάρλο Μούσο, Πάπας Φραγκίσκος
Μια αυτοβιογραφία δεν είναι το ιδιωτικό μας αφήγημα, είναι περισσότερο οι αποσκευές μας για το ταξίδι. Και οι αναμνήσεις δεν είναι μόνο αυτό που θυμόμαστε, αλλά αυτό που μας περιέχει.
Δεν μιλούν αποκλειστικά για όσα συνέβησαν, αλλά για όσα θα συμβούν. Μοιάζει σαν χτες, κι όμως είναι αύριο. Όλα γεννούνται για ν᾽ ανθίσουν σε μια αιώνια άνοιξη.
Στο τέλος, ένα πράγμα θα πούμε μονάχα: δεν θυμάμαι τίποτα στο οποίο να μη βρίσκεσαι Εσύ.
Ρενέ Καραμπας
Περιγραφή
Το μυθιστόρημα παρασύρει τον αναγνώστη στο αμείλικτο Κανούν, που εξακολουθεί να βασιλεύει σε απομονωμένες περιοχές των Βαλκανίων. Σύμφωνα με αυτό, οι γυναίκες γίνονται ορκισμένες παρθένες και μεταμορφώνονται σε άντρες, κόβοντας τα μαλλιά τους, φορώντας αντρικά ρούχα και αποκτώντας τις ελευθερίες των αντρών. Οι αιματηρές βεντέτες ανάμεσα στις οικογένειες είναι καθημερινές, ο έρωτας ισούται με θάνατο, ενώ η γυναίκα αξίζει όσο είκοσι βόδια. Τίποτα παραπάνω.
Η Μπεκιά είναι ένα κορίτσι που θέλει απεγνωσμένα να γίνει ο γιος του πατέρα της, ο οποίος ήθελε να έχει αγόρι για παιδί. Μέχρι πού μπορείς να φτάσεις ώστε να μεταμορφωθείς σε γιο; Είναι αμαρτία ν’ αποφύγεις τον θάνατο; Είναι λάθος να δοθείς εξ ολοκλήρου στο πάθος με τίμημα τη ζωή ενός άλλου ανθρώπου; Αυτή είναι η ιστορία για τον άνθρωπο, πέρα από το φύλο, πέρα από τις λέξεις «γιος» και «κόρη», «άντρας» και «γυναίκα», για τον άνθρωπο που συγκέντρωσε στα 21 γραμμάρια της ψυχής του την οργή και το έλεος του Θεού.
Ορκισμένη – ορκισμένη παρθένα, γυναίκα, η οποία δίνει όρκο παρθενίας σύμφωνα με το Κανούν του Λεκ Ντουκαγκίνι και αρχίζει να ζει σαν άντρας και κεφαλή της οικογένειας, σε πατριαρχικές κοινωνίες σε Βόρεια Αλβανία, Κόσοβο, Βόρεια Μακεδονία, Σερβία, Μαυροβούνιο, Κροατία, Βοσνία. Αυτή είναι μια θεσμικά αποδεκτή αλλαγή φύλου, μέσω όρκου, που έχει ως αποτέλεσμα η γυναίκα να αποκτά τα δικαιώματα ενός άντρα, τα οποία στερούνται οι γυναίκες στα μέρη εκείνα. Βεντέτες αίματος χαρακτηρίζουν τα μέρη στα οποία κυριαρχεί το Κανούν. Έως τις μέρες μας έχουν απομείνει λίγες ορκισμένες παρθένες, καθώς οι κοινότητες όπου ζουν ερημώνουν. Όλο αυτό δεν συμβαίνει παρά 537χλμ. μακριά απ’ τη Βουλγαρία. Αυτό δεν είναι μύθος, ούτε παραμύθι.
Είναι ανθρώπινη ιστορία.
Βλαντίμιρ Ναμπόκοφ
Αναμένοντας την εσχάτη των ποινών, ένας κατάδικος, πασχίζει να συλλάβει τον κόσμο γύρω του, να βάλει τάξη στην ανθρώπινη εντροπία που τον βασανίζει. Κι ο κόσμος, διά των οικείων του, του δήμιου, και των δεσμοφυλάκων του, μοιάζει να του σκαρώνει μια μεγαλοπρεπή φάρσα: Αντί να τον τιμωρήσει, τον προσκαλεί να συνταχθεί με τους ανόμοιούς του και να συμφιλιωθεί με την τελετουργία του τέλους του. Καθώς η πλοκή εξελίσσεται, η ειρωνεία των ηρώων αλλά και του αφηγητή-συγγραφέα είναι τόσο συντριπτική που οτιδήποτε στιβαρό γκρεμίζεται, κάθε ανθρώπινο υλικό αποσυντίθεται, το σκηνικό και οι χαρακτήρες καταρρέουν μπροστά μας, οι ίδιες οι λέξεις εξεγείρονται. Η υποψία του πρωταγωνιστή ότι υπάρχει ένας εξωτερικός κόσμος αποδεικνύεται ψευδαίσθηση. Στην Πρόσκληση σε έναν αποκεφαλισμό ο Ναμπόκοφ χτίζει με χειρουργική περιγραφική ακρίβεια και απαράμιλλο ύφος μια κοινωνικοπολιτική αλληγορία που υπονομεύει ανηλεώς κάθε λογική, συναισθηματική, ηθική συνοχή, προσθέτοντας ακόμα ένα σπουδαίο έργο στη λογοτεχνική του κληρονομιά.
“Τότε ο Κιγκινάτος στάθηκε και, κοιτώντας γύρω του, λες και μόλις είχε προσγειωθεί σ’ αυτή την πέτρινη ερημιά, μάζεψε όλη του τη θέληση, φαντάστηκε τη ζωή του ολάκερη και επιχείρησε να ξεκαθαρίσει τη θέση του με τον ακριβέστερο τρόπο. Κατηγορούμενος για το χειρότερο των εγκλημάτων, τη γνωσιολογική νωθρότητα, τόσο εξαιρετικά ακατανόητη, που πρέπει να χρησιμοποιείς περιγραφές του τύπου: “μη διαπερατότητα”, “αδιαφάνεια”, “παρακώληση”· θανατική καταδίκη για έγκλημα· κλεισμένος στο φρούριο, εν αναμονή της άγνωστης, αλλά σύντομης, αλλά επικείμενης προθεσμίας αυτής της εκτέλεσης (την οποία την προαισθανόταν, σαν το τράβηγμα, το ξερίζωμα και τη σύνθλιψη κάποιου τερατώδους δοντιού, οπότε όλο του το σώμα ήταν το φλεγμαίνον ούλο και το κεφάλι ήταν αυτό το δόντι)· έτσι όπως έστεκε εκείνη τη στιγμή στον διάδρομο της φυλακής με την καρδιά να σβήνει, ακόμη ζωντανός, ακόμη ακέραιος, ακόμη Κιγκινάτος – ο Κιγκινάτος Κ. ένιωσε μια άγρια λαχτάρα για ελευθερία, για την πιο απλή, την πιο πραγματική, την πιο πραγματικά απτή ελευθερία?”