Από τον συγγραφέα του Sapiens, η ιστορία των δικτύων πληροφοριών που έχουν φτιάξει -και γκρεμίσει- τον κόσμο μας.
Τα τελευταία 100.000 χρόνια, οι σάπιενς έχουν αποκτήσει τεράστια δύναμη. Αλλά παρά τις ανακαλύψεις, τις εφευρέσεις και τις κατακτήσεις μας έχουμε περιέλθει πλέον σε υπαρξιακή κρίση. Ο κόσμος βρίσκεται στο χείλος της οικολογικής καταστροφής. Οι πολιτικές εντάσεις αυξάνονται. Η παραπληροφόρηση οργιάζει. Και βαίνουμε ολοταχώς στην εποχή της τεχνητής νοημοσύνης -ενός αλλότριου δικτύου πληροφοριών που απειλεί να μας εξολοθρεύσει. Γιατί, παρά τα όσα έχουμε καταφέρει, είμαστε τόσο αυτοκαταστροφικοί;
Το Nexus κοιτάζει μέσα από το φακό της ανθρώπινης ιστορίας για να καταλάβει πώς η ροή των πληροφοριών μας έφερε ως εδώ. Οδηγώντας μας από την Εποχή του Λίθου και τη διαμόρφωση του κανόνα της Βίβλου μέχρι την εφεύρεση της τυπογραφίας, την ανάδυση των μέσων μαζικής ενημέρωσης και την πρόσφατη επανεμφάνιση του λαϊκισμού, ο Γιουβάλ Νώε Χαράρι μάς καλεί να σκεφτούμε τη σύνθετη σχέση ανάμεσα στην πληροφορία και την αλήθεια, τη γραφειοκρατία και τη μυθολογία, τη σοφία και τη δύναμη. Εξετάζει πώς συστήματα όπως η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, η Καθολική Εκκλησία και η Σοβιετική Ένωση χρησιμοποίησαν τις πληροφορίες για να πετύχουν τους στόχους τους, καλούς ή κακούς. Και μιλάει για τις επείγουσες επιλογές που έχουμε μπροστά μας καθώς η μη ανθρώπινη νοημοσύνη απειλεί την ίδια μας την ύπαρξη. Οι πληροφορίες δεν είναι η πρώτη ύλη της αλήθειας ούτε απλώς ένα όπλο. Το Nexus διερευνά τον ελπιδοφόρο ενδιάμεσο χώρο ανάμεσα στα δύο αυτά άκρα, ανακαλύπτοντας ξανά στην πορεία την κοινή μας ανθρώπινη ιδιότητα. (Από την παρουσίαση της έκδοσης)
Οι ιστορίες μας ένωσαν.
Τα βιβλία διέδωσαν τις ιδέες και τις μυθολογίες μας.
Το διαδίκτυο μάς υποσχέθηκε απεριόριστη γνώση.
Ο αλγόριθμος έμαθε τα μυστικά μας -κι έπειτα μας έστρεψε τον έναν ενάντια στον άλλο.
Τι θα κάνει η Τεχνητή Νοημοσύνη;
Το Nexus περιγράφει τη συναρπαστική ιστορία που μας έφερε ως εδώ και τις επιλογές που πρέπει επειγόντως να κάνουμε αν θέλουμε να ζήσουμε – καλά ή και καλύτερα. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)
Ξένη λογοτεχνία
Η βρετανική εμπλοκή στην Ελλάδα τη δεκαετία του 1940 δεν ήταν ούτε μια ηρωική πράξη υπεράσπισης της ελευθερίας των Ελλήνων ούτε μια σκοτεινή συνωμοσία για την καταστολή της. Οι βρετανικές υπηρεσίες πληροφοριών καθοδηγούνταν από το Φόρεϊν Όφις στην εφαρμογή μιας πολιτικής που σε όλη αυτή την περίοδο παρέμεινε πολύ πιο σταθερή απ’ ό,τι εκ πρώτης όψεως φαίνεται: υπερασπιζόμενη τα βρετανικά γεωστρατηγικά συμφέροντα στην Ανατολική Μεσόγειο, επεδίωκε να διατηρήσει ένα πολιτικό σύστημα διαβρωμένο από τις δεκαετίες του Εθνικού Διχασμού, τόσο με την υποστήριξη του βασιλιά και της εξόριστης κυβέρνησής του όσο και με την ανάσχεση της κομμουνιστικής αριστεράς και της λαϊκής υποστήριξής της στη χώρα.
Αξιοποιώντας σε βάθος βρετανικά, αμερικανικά και ελληνικά αρχεία, πολλά εκ των οποίων έγιναν προσφάτως διαθέσιμα στους ερευνητές, το βιβλίο εξετάζει την επιρροή και τον μεταλλασσόμενο ρόλο των βρετανικών μυστικών υπηρεσιών –και ειδικότερα της SOE– στην Ελλάδα: την ενίσχυση που πρόσφεραν αρχικά στην Aντίσταση με επιχειρήσεις υποβοηθητικές της βρετανικής πολεμικής προσπάθειας· την παρεμβολή τους, στη συνέχεια, στις εσωτερικές αντιπαραθέσεις του αντάρτικου, παράλληλα με την άσκηση κρίσιμου πολιτικού και διπλωματικού ρόλου· τέλος, την κατάρρευση της συνεννόησής τους με το ΕΑΜ και τη μεγαλύτερη ή μικρότερη ανάμειξή τους στις εξελίξεις που οδήγησαν στον Εμφύλιο (ζήτημα που ακόμα διχάζει την επιστημονική κοινότητα και την κοινή γνώμη). Όπως τεκμηριώνει η μελέτη, όσο το ΕΑΜ γινόταν πιο ανεξέλεγκτο, τόσο οι προσπάθειες των Βρετανών να το διαβρώσουν φαίνονταν πιο απελπισμένες. Είτε επρόκειτο για τους πρώτους μήνες του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου είτε για την ανοιχτή σύγκρουση των Δεκεμβριανών και τα μεθεόρτιά της, οι πολιτικές οδηγίες και οι μέθοδοι που ακολουθούσαν οι υπηρεσίες πληροφοριών παρέμειναν οι ίδιες· εφαρμόζονταν όμως όλο και πιο εντατικά και κυνικά, παρά τις όποιες διαφωνίες και ανεξάρτητα από τις τραγικές τους συνέπειες.
Ιστορία
Κινδυνεύει άραγε να χαθεί η Ευρωπαϊκή Ένωση; Όσοι το πιστεύουν θα πρέπει ίσως να αναρωτηθούν πώς έγινε δυνατό να ενωθούν τόσο διαφορετικοί λαοί σε μία και μοναδική πολιτική κοινότητα, γέννημα τόσο του ευρωπαϊκού ιμπεριαλισμού όσο και του νεωτερικού έθνους-κράτους.
Αξιοποιώντας ένα ευρύ φάσμα υλικών, από νομικές πραγματείες μέχρι μυθιστορήματα, ο Άντονυ Πάγκντεν προσφέρει την πιο λεπτομερή περιγραφή της ιστορίας της ευρωπαϊκής ενοποίησης: της εξέλιξης του «ευρωπαϊκού σχεδίου» από τα τέλη των Ναπολεόντειων Πολέμων έως το Brexit.
Πώς, μετά από αιώνες εσωτερικών συγκρούσεων, θα μπορούσε να δημιουργηθεί μια ενωμένη Ευρώπη και παράλληλα να διατηρηθεί η πολιτική, νομική και πολιτισμική ακεραιότητα κάθε έθνους; Tο ερώτημα έγινε πιο επιτακτικό μετά από δύο παγκόσμιους πολέμους, που έδειξαν ότι τα ευρωπαϊκά έθνη δεν θα μπορούσαν πλέον να παίξουν σοβαρό ρόλο στον κόσμο παρά μόνο μαζί. Προϋπόθεση ήταν να συγχωνευθεί η εθνική ισχύς που με ζήλο προστάτευαν σε μια νέα μορφή διεθνικού συνταγματισμού.
Αυτό επιχείρησε, κατά τον συγγραφέα, η Ευρωπαϊκή Ένωση, συνιστώντας όχι ένα «υπερκράτος», όπως υποστηρίζουν οι εχθροί της, αλλά μια μετα-εθνική τάξη πραγμάτων, ενωμένη σ’ έναν πολιτικό βίο που δεν βασίζεται στα παλιά συνθήματα του εθνικισμού, αλλά σ’ ένα κοινό σώμα αξιών και επιδιώξεων. Κι αυτό θα της επιτρέψει να νικήσει τους πολιτικούς της αντιπάλους στο εσωτερικό και να ξεπεράσει τις δυσκολίες που έρχονται από το εξωτερικό – από τη μαζική μετανάστευση έως την πανδημία. Υπό τον όρο βέβαια ότι θα συνεχίσει να εξελίσσεται, όπως έκανε τους δύο προηγούμενους αιώνες.
Ιστορία
Η συνεργασία με τον κατακτητή χαρακτήρισε την καθημερινότητα σε όλη την κατεχόμενη Ευρώπη. Πολιτικοί, στρατιωτικοί, επιχειρηματίες, δήμαρχοι, δικαστές, ιερείς, δημοσιογράφοι, συνεργάστηκαν στενά με τις αρχές κατοχής, για πολλούς και διαφορετικούς λόγους. Η αρχικά διαφαινόμενη νίκη της Γερμανίας στον πόλεμο, ο αντικομμουνισμός, η απόκτηση γρήγορου και εύκολου πλούτου, η ιδεολογική ταύτιση με την εθνικοσοσιαλιστική Γερμανία και τη φασιστική Ιταλία, η ανάγκη επιβίωσης, ήταν μερικοί από αυτούς.
Στην Ελλάδα, αν και έχουν περάσει 80 ολόκληρα χρόνια από το τέλος της κατοχής, το ζήτημα της συνεργασίας με τον κατακτητή εξακολουθεί να αποτελεί θέμα-ταμπού. Αυτό είναι αποτέλεσμα της πολιτικής λήθης που ακολούθησαν όλες οι μεταπολεμικές κυβερνήσεις, στην προσπάθειά τους να διαχειριστούν τις πολιτικές συνέπειες του πρωτόγνωρου, σε ένταση και έκταση, συλλογικού τραύματος που προκάλεσε στην ελληνική κοινωνία η συνεργασία. Η συνεργασία με τον κατακτητή υπήρξε η αφετηρία του νέου διχασμού, ο οποίος, με τη συμβολή και άλλων παραγόντων, οδήγησε στις εμφύλιες συγκρούσεις της κατοχής, των Δεκεμβριανών και τελικά στον εμφύλιο πόλεμο της δεκαετίας του 1940.
Στο βιβλίο αυτό παρακολουθούμε την πολιτική, οικονομική και ένοπλη συνεργασία με τον κατακτητή, όπως εκδηλώθηκε στον νομό Αττικής. Μέσα από τη μελέτη αρχείων που για πρώτη φορά δημοσιοποιούνται, περιγράφεται η δράση αυτών που συνεργάστηκαν, εξετάζονται οι λόγοι και οι μηχανισμοί ανάπτυξης του φαινομένου της συνεργασίας καθώς και οι πολιτικές και οικονομικές συνθήκες που ευνόησαν την εμφάνισή τους.
Οι πολιτικές που ακολούθησαν οι τρεις ελληνικές κατοχικές κυβερνήσεις, ο ρόλος εμπόρων, βιομηχάνων, πολιτικών μηχανικών και άλλων στις οικονομικές συναλλαγές με τους κατακτητές, η δράση της Ελληνικής Βασιλικής Χωροφυλακής, των Ταγμάτων Ασφαλείας, των Ελλήνων πρακτόρων των Es-Es και άλλων, που συγκρότησαν το ένοπλο σκέλος της συνεργασίας, και η δικαστική τους αντιμετώπιση μετά το τέλος της κατοχής, βρίσκονται στο επίκεντρο αυτής της μελέτης.
Βιογραφία - Μαρτυρίες
Μη με ξεχάσετε. Τρεις Εβραίες μητέρες γράφουν στους γιους τους από το γκέτο της Θεσσαλονίκης
Η παρούσα έκδοση παρουσιάζει τρεις συλλογές επιστολών, γράμματα που έστελναν τρεις Εβραίες μητέρες από το γκέτο της Θεσσαλονίκης στους γιους τους στην Αθήνα, μερικές εβδομάδες ή μέρες πριν την αναχώρησή τους προς το Άουσβιτς. Οι συγκλονιστικές αυτές μαρτυρίες δίνουν μια μοναδική ματιά στη ζωή των Εβραίων της Θεσσαλονίκης στην Κατοχή, μέσα από περιγραφές αυτόπτων μαρτύρων. Δείχνουν πώς οι ίδιες οι μητέρες αντιλαμβάνονταν και ζούσαν τα γεγονότα, μέσω μιας γυναικείας οπτικής που τόσο συχνά απουσιάζει από την ιστοριογραφία. Αυτό το σπάνιο υλικό, τόσο για τη Θεσσαλονίκη όσο και για όλη την Ευρώπη, ανοίγει το δρόμο για νέες προσεγγίσεις των γεγονότων από τους μελετητές και μας επιτρέπει να φωτίσουμε άγνωστες πτυχές της ιστορίας. Οι τελευταίες επιστολές των τριών μητέρων, γεμάτες πόνο και δάκρυ, είναι μια πραγματική παρακαταθήκη γεμάτη συμβολισμούς και μηνύματα, από την καρδιά των θυμάτων της μεγαλύτερης τραγωδίας που γνώρισε η ανθρωπότητα.
Ιστορία
Η άνθηση της ιστορικής έρευνας για τον ελληνικό εβραϊσμό τα τελευταία χρόνια επικεντρώνεται σε μεγάλο βαθμό στην προπολεμική παρουσία των εβραϊκών κοινοτήτων και κυρίως στο Ολοκαύτωμα την περίοδο του πολέμου. Αντίθετα υπάρχουν αναπάντητα ερωτήματα που αφορούν τη μεταπολεμική εποχή, ιδίως το ζήτημα των εβραϊκών περιουσιών, που αποτελεί θέμα συζήτησης στη δημόσια ιστορία.
Την άνοιξη του 1943, με την εφαρμογή της Τελικής Λύσης στη Θεσσαλονίκη, οι ναζί φρόντισαν να ανοίξουν τον κύκλο της συνενοχής στη λεηλασία των εβραϊκών περιουσιών, κάτι που έπραξαν σε όλη την κατεχόμενη Ευρώπη. Το ελληνικό κράτος ενεπλάκη στην υπόθεση με τη δημιουργία της Υπηρεσίας Διαχειρίσεως Ισραηλιτικών Περιουσιών (ΥΔΙΠ), ενώ χιλιάδες Έλληνες χριστιανοί έσπευσαν, άλλοι από ανάγκη και πολλοί από καιροσκοπισμό, να συμμετάσχουν στη διαδικασία εκμετάλλευσης ως μεσεγγυούχοι.
Ακόμη και μετά την απελευθέρωση, το ζήτημα των εβραϊκών περιουσιών εξακολούθησε να αποτελεί ένα ακανθώδες θέμα που εξέθετε διεθνώς τη χώρα. Ποια ήταν η δημόσια στάση έναντι των επιζώντων Ελλήνων Εβραίων; Πώς αντιμετωπίστηκαν οι δωσίλογοι και όσοι εκμεταλλεύτηκαν και διασπάθισαν τις εβραϊκές περιουσίες; Γιατί καθυστέρησε η εφαρμογή των νόμων και τι συνέβη το 1949; Τι έγινε τελικά;
Το βιβλίο του Δρ. Ανδρέα Μπουρούτη παρακολουθεί την προπολεμική εποχή, την Κατοχή και τη μεταπολεμική περίοδο και δίνει σαφείς και στοιχειοθετημένες απαντήσεις στα ερωτήματα σχετικά με τις εβραϊκές περιουσίες, κινητές και ακίνητες, αξιοποιώντας πρωτογενές αρχειακό υλικό που παρουσιάζεται για πρώτη φορά. Μέσα στους δρόμους του κέντρου, της ανατολικής και της δυτικής Θεσσαλονίκης βλέπουμε να εκτυλίσσονται οι ιστορίες ανθρώπων, οι περισσότεροι από τους οποίους χάθηκαν με τραγικό τρόπο στα στρατόπεδα θανάτου.
Πώς διαχειρίστηκε η ελληνική κοινωνία τη μνήμη του Ολοκαυτώματος στο πλαίσιο του διχασμού που κληροδότησε ο Εμφύλιος πόλεμος τόσο στην πολιτική όσο και στην κουλτούρα της μνήμης; Όπως δείχνει τεκμηριωμένα ο Δημήτρης Ελευθεράκης, η μνήμη του αφανισμού της εβραϊκής ζωής στην Ελλάδα καθυποτάχτηκε πολύ γρήγορα στις ανάγκες νομιμοποίησης διάφορων ενεργών παραγόντων, από το Κ.Κ.Ε. μέχρι την Εκκλησία, που διαγκωνίζονταν μεταξύ τους για μια θετική απεικόνιση του ρόλου τους στην Κατοχή. Μετά το τέλος της δικτατορίας, η αναδυόμενη ανάγκη συμφιλίωσης προσέκρουσε σε μια προβληματική συζήτηση για το Ολοκαύτωμα των Ελλήνων Εβραίων. Κατά τη σκιαγράφηση της ελληνικής κοινωνίας του Β’ Παγκόσμιου πολέμου, οι Εβραίοι δεν εντάχθηκαν ως κοινότητα μνήμης στην αλληλέγγυα κοινότητα η οποία πάλεψε ως Δαβίδ ενάντια στον Γολιάθ που συνιστούσαν οι Γερμανοί κατακτητές. Για να φτάσουμε λοιπόν στην πλήρη αναγνώριση της σημασίας του Ολοκαυτώματος στην Ελλάδα, είναι απαραίτητο, όπως υποστηρίζει ο συγγραφέας, να ξεπεραστούν οι επικρατούσες ακόμη και σήμερα παραδόσεις που τοποθετούν στο επίκεντρο της ενθύμησης της εξόντωσης δράσεις αντίστασης και διάσωσης που έχουν περάσει στη σφαίρα του μύθου.
Η πρωτοποριακή αυτή μελέτη (που εκδίδεται ταυτόχρονα στη Γερμανία) έρχεται να καλύψει ένα σημαντικό κενό όχι μόνο στη σχετική ελληνική έρευνα αλλά και στη διερεύνηση της μνημονικής κουλτούρας του Ολοκαυτώματος συνολικά, έτσι ώστε αυτό να πάρει τη βαρύνουσα θέση που του αρμόζει στην ελληνική κουλτούρα μνήμης. Μεταξύ άλλων, δείχνει ότι η ως τώρα απουσία του από αυτήν επιτεύχθηκε μάλλον με τον επιλεκτικό λόγο παρά, όπως πιστεύεται, με τη σιωπή.
Ελληνική λογοτεχνία
Πέντε γυναίκες, συμμαθήτριες από το Αρσάκειο και πολύ φίλες τότε, που είχαν να συναντηθούν όμως όλες μαζί από τα σχολικά τους χρόνια, παίρνουν ξαφνικά ένα παράξενο και αναπάντεχο μήνυμα που τις αφορά όλες. Από εκείνη τη στιγμή η ζωή τους αλλάζει ορμητικά, συμπαρασύροντας και τις ζωές των ανθρώπων γύρω τους. Νέα πρόσωπα εμφανίζονται, παλιές και δεδομένες καταστάσεις ανατρέπονται, καινούρια προβλήματα απαιτούν τη λύση τους. Ωστόσο η οικειότητα, η σύμπνοια και η συνενοχή των σχολικών τους χρόνων, σαν ευρήματα πολύτιμα μιας σπουδαίας ανασκαφής, βγαίνουν ξανά στην επιφάνεια και φωτίζουν το παρόν και το μέλλον τους.
Οι καταστροφές είναι, από τη φύση τους, δύσκολο να προβλεφθούν. Οι πανδημίες, όπως άλλωστε οι σεισμοί, οι πυρκαγιές, οι οικονομικές κρίσεις και οι πόλεμοι, δεν κατανέμονται με κανονικότητα – δεν υπάρχει κάποια κυκλικότητα στην ιστορία που να μας βοηθά να προβλέψουμε την επόμενη καταστροφή. Αλλά όταν χτυπάει θα έπρεπε να είμαστε καλύτερα προετοιμασμένοι απ’ ό,τι οι Ρωμαίοι όταν εξερράγη ο Βεζούβιος ή οι Ιταλοί του Μεσαίωνα όταν τους χτύπησε ο Μαύρος Θάνατος. Στο κάτω κάτω, σήμερα έχουμε την επιστήμη με το μέρος μας. Ωστόσο, το 2020 οι αντιδράσεις πολλών αναπτυγμένων χωρών, ανάμεσά τους και οι Ηνωμένες Πολιτείες, σ’ έναν νέο ιό από την Κίνα δεν έδειξαν σωστή προετοιμασία. Γιατί; Γιατί είδαμε ότι λίγες μόνο ασιατικές χώρες είχαν πάρει τα σωστά μαθήματα από τα σύνδρομα SARS και MERS; Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι κάποιοι λαϊκιστές ηγέτες τα πήγαν πολύ άσχημα, όμως ο συγγραφέας υποστηρίζει ότι εμπλέκονται και πιο βαθιές παθολογίες ή δυσλειτουργίες, ήδη εμφανείς από τις αντιδράσεις μας σε προηγούμενες καταστροφές.
Σε προηγούμενα έργα του ο Νάιαλ Φέργκιουσον έχει μελετήσει τις αδυναμίες του δυτικού κόσμου, από την «αυτοκρατορική ύβρη» μέχρι τη γραφειοκρατική αρτηριοσκλήρυνση και τον διαδικτυακό κατακερματισμό. Αντλώντας στοιχεία από πολλούς επιστημονικούς κλάδους, όπως τα οικονομικά, η κλειωδυναμική και η επιστήμη των δικτύων, προσφέρει εδώ όχι απλώς μια ιστορία αλλά μια γενική θεωρία των καταστροφών, δείχνοντας γιατί τα όλο και πιο γραφειοκρατικά και πολύπλοκα συστήματά μας γίνονται όλο και πιο δύσκολα στον χειρισμό τους.
Βιογραφία - Μαρτυρίες
Το βιβλίο της Μάχης Ξενάκη είναι διπλά σημαντικό. Πρώτον, επειδή είναι φυσικά ένα βιβλίο που μόνο η ίδια θα μπορούσε να έχει γράψει: το βιβλίο μιας κόρης για τον πατέρα της, τον διεθνώς καταξιωμένο συνθέτη, αρχιτέκτονα και πολύμεσο καλλιτέχνη Ιάννη Ξενάκη. Δεύτερον, επειδή είναι το βιβλίο μιας καλλιτέχνιδας, που ενδιαφέρεται για τη δημιουργική διαδικασία εκ των έσω. Όχι μόνο παρέχει ανεκτίμητες πληροφορίες για τα μουσικά και αρχιτεκτονικά έργα του Ξενάκη, μελετώντας τα σχέδιά τους, αλλά και τα συσχετίζει απροσδόκητα με βιογραφικές ή άλλες λεπτομέρειες, δείχνοντας έτσι την προέλευση των δημιουργικών διαδικασιών.
Ένα μεγάλο μέρος του αρχείου Ξενάκη βρίσκεται σήμερα στο σπίτι της Μάχης, η οποία το φροντίζει και το μοιράζεται με την κοινότητα των ερευνητών της ζωής και του έργου του. Από την κατάδυση σε αυτό προκύπτουν πολύτιμα έγγραφα, φωτογραφίες, σημειωματάρια εργασίας, παρτιτούρες, και σχέδια, που παρατίθενται εδώ και συμπληρώνονται με τα λόγια του δημιουργού μέσα από αποσπάσματα επιστολών και συνεντεύξεών του. Ξεπερνώντας τα όρια μιας απλής βιογραφίας, αυτή η ιδιαίτερη, «εσωτερική» ματιά, που ακολουθεί τον Ξενάκη στο ταξίδι της ζωής του, ρίχνει φως τόσο σε οικογενειακά βιώματα και δράματα όσο και σε γεγονότα και τραύματα της ιστορίας, που διαμόρφωσαν την προσωπικότητα και θεμελίωσαν το όραμα του μοναδικού αυτού δημιουργού.