Προβολή όλων των 2 αποτελεσμάτων

20.99

Τι γύρευαν δυο Αμερικάνοι διαμαρτυρόμενοι ιεραπόστολοι στην Αθήνα του 1830; Πως είδαν μια τελείως άγνωστη σε εκείνους κοινωνία και τι σήμαινε η ίδρυση ενός ιδιωτικού σχολείου που από τη μια συγκέντρωνε άπορα παιδιά, από την άλλη αποτελούσε  τον πλέον δημοφιλή προορισμό για τα κορίτσια των αστικών στρωμάτων;

Τα ημερολόγια του Τζων και της Φάννυ Χιλλ αποτελούν ένα μοναδικό παρατηρητήριο της διαδρομής τους αλλά και της ελληνικής κοινωνίας του 19ου  αιώνα. Πλαισιωμένα από μια σειρά από άλλα κείμενα και φωτογραφίες  σκιαγραφούν μια εποχή και αναδεικνύουν την ώσμωση ανάμεσα σε δυο κόσμους: αφενός το σύμπαν των δύο εκπαιδευτικών, που έφεραν εκτός από τις θρησκευτικές και παιδαγωγικές τους αντιλήψεις, νοοτροπίες και λογικές, στάσεις και συμπεριφορές συνδεδεμένες με την καταγωγή και το θρήσκευμά τους.  Αφετέρου οι αντιλήψεις και οι νοοτροπίες του πληθυσμού ενός εθνικού κράτους που είχε γεννηθεί μέσα από μια επανάσταση και είχε έρθει η ώρα να διαχειριστεί τις συνέπειές της, καθώς και να ορίσει τις διαδρομές του στο μέλλον. Μέσα από τα κείμενα του βιβλίου αποτυπώνονται τα αποτελέσματα της περιπετειώδους αυτής συνάντησης, τα οποία δεν όρισαν μόνο τη ζωή του ζεύγους Χιλλ αλλά και επηρέασαν καταλυτικά τη νεοελληνική εκπαίδευση στα πρώτα της βήματα.

 

Προσφορά!

Έρικα Κούνιο-Αμαρίλιο - Αλμπέρτος Ναρ

24.39

ΟΙ ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ ΤΩΝ ΕΠΙΖΩΝΤΩΝ, τις οποίες συγκέντρωσαν και εξέδωσαν στον τόμο αυτό οι Έρικα Κούνιο-Αμαρίλιο και Αλμπέρτας Ναρ, δεν αποτελούν απλώς τεκμήριο και ανεκτίμητη ιστορική πηγή, αλλά και μάθημα για τα όρια της ανθρώπινης συμπεριφοράς μέσα στο κακό, τόσο από τη μεριά εκείνων που το επιβάλλουν όσο και από εκείνους που το υφίστανται και επιβιώνουν. Μας δίνει τη δυνατότητα να ρίξουμε μια ματιά στην καρδιά του βαθύτερου σκότους, αυτού της ζωής και του θανάτου στα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης. Ο παρών τόμος περιλαμβάνει επίσης ένα μικρό λεξικό όρων, ονομάτων και τόπων, καθώς και χρονολογικό πίνακα γραμμένα από τη Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου.

“Κι εμείς μυρίζαμε όλο τον καπνό. Ήτανε μυρωδιά από κρέας καμένο. Και το πιστεύαμε και δεν το πιστεύαμε. Είναι άσχημα να το πεις αυτό σ’ έναν άνθρωπο, ότι καίγονται άνθρωποι εκεί μέσα. Είναι δύσκολο να το πιστέψεις. Μπορεί να το κάνουν αυτό άνθρωποι; Κι εντούτοις, μετά, με τον καιρό… Βλέπεις η συνήθεια σου δίνει μια ανακούφιση. Συνηθίζεις το κακό. Στην αρχή υποφέρεις πολύ. Μετά το συνηθίζεις και λες, αυτή είναι η ζωή, και δεν μπορείς να κάνεις τίποτα. Είμαστε σ’ ένα στρατόπεδο και είναι αδιέξοδο”.

“Υπήρχαν κάποιοι αποχωρισμοί που σε κανένα βιβλίο δεν γράφονται, δηλαδή μια μάνα να αφήνει το παιδί, το παιδί να αφήνει τη μάνα… και να ξέρουμε ότι δεν θα ξαναϊδωθούμε ποτέ. Ήταν μαρτύριο, κόλαση εκείνη η ώρα. Αποχωρισμός ζωντανός… Και δεν φταίγαμε σε τίποτα, έφταιγε μόνο το ότι ήμασταν Εβραίοι. Δεν κλέψαμε, δεν δολοφονήσαμε, μόνο που ήμασταν Εβραίοι”.

“Κι εγώ ήθελα να φύγω και μου λέει ο πατέρας μου: “Πάρε ένα πιστόλι, σκότωσέ μας, κι ύστερα φύγε”. Πως να φύγουμε λοιπόν; Τι να κάνουμε; Να αφήναμε τον πατέρα με πέντε παιδιά;”

“Αυτά που σας λέω, ούτε λέγονται, ούτε μπορεί να τα γράψει κανείς, ούτε να τα φανταστεί. Το τι μέρες δύσκολες, του θανάτου, έχουμε περάσει, δεν γράφονται, ούτε διηγούνται”.

“Εύχομαι άλλο κακό να μη δούμε”. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)