Ηριδανός
Ξένη λογοτεχνία
Δεν είναι ηλίθιοι!
Ο Γκυστάβ Φλωμπέρ αφιέρωσε τα τελευταία χρόνια της ζωής του, διαβάζοντας (για να γράψει) και γράφοντας το Μπουβάρ και ο Πεκυσέ. Το ότι δεν πρόλαβε να το ολοκληρώσει (πέθανε από εγκεφαλικό το 1880) δεν επηρεάζει την πρόσληψή του, αφού είχε προχωρήσει ήδη την ιστορία τόσο, ώστε με τα σχέδια που άφησε για την κατάληξή της να ολοκληρώνεται με τον τρόπο που ταιριάζει καλύτερα στην πρωτοποριακή σύλληψή του: δεν υπάρχει τέλος (σκοπός), τα βιβλία είναι άπειρα, η Γνώση απροσπέλαστη.
Ο Μπουβάρ και ο Πεκυσέ συναντήθηκαν τυχαία μια ζεστή καλοκαιρινή μέρα στο έρημο παρισινό βουλεβάρτο. Ένα ασήμαντο γεγονός, το ότι και οι δύο έχουν γράψει τα ονόματά τους στο εσωτερικό του καπέλου τους, λειτουργεί σαν σημείο αναγνώρισης. Όλως τυχαίως είναι συνομήλικοι, 47 χρονών, και κάνουν την ίδια δουλειά: είναι αντιγραφείς. Ενώ ασχολούνται, δηλαδή, με τη γραφή, με τις λέξεις, η σχέση τους μ’ αυτές είναι νεκρή ‒ περιορίζεται στη μηχανική αναπαραγωγή εγγράφων. Γρήγορα γίνονται φίλοι, περνούν μαζί όλο τον ελεύθερο χρόνο τους με ατελείωτες βόλτες και συζητήσεις. Ώσπου μια απρόσμενη κληρονομιά επιτρέπει τη ριζική αλλαγή που και οι δύο επιθυμούσαν, να ζήσουν μαζί στην εξοχή.
Η ζωή τους στο αγρόκτημα που αγοράζουν είναι μια διαρκής περιπέτεια, γεμάτη καινούργιες γνώσεις, χαρές και απογοητεύσεις. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι ο Φλωμπέρ, έχοντας ζήσει τις μεγάλες κοινωνικοπολιτικές ταραχές/αλλαγές του 19ου αιώνα, αμφισβητεί ευθέως την «αισιοδοξία» των φιλοσόφων του Φώτων, την πίστη τους στην πρόοδο που θα εξασφαλίσει η γνώση. Αν ο Καντίντ και η παρέα του (από το ομώνυμο μυθιστόρημα του Βολταίρου, 1761), μετά από απίθανες περιπέτειες από τη μια άκρη της γης στην άλλη, καταλήγουν ότι «πρέπει να καλλιεργούμε τον κήπο μας» για να μπορούμε να απολαμβάνουμε «ζαχαρωτά, κυδώνια και φιστίκια», ο Μπουβάρ και ο Πεκυσέ ξεκινούν αντίστροφα. Η νέα ζωή τους αρχίζει καλλιεργώντας τον κήπο και το κτήμα τους. Αποτυγχάνουν, αλλά μικρό το κακό, αφού, ασχολούμενοι με την κηπουρική και τη γεωργία, οδηγούνται σε νέα πεδία γνώσης, τη χημεία, την ιατρική, την αστρονομία, την αρχαιολογία, την ιστορία, τη λογοτεχνία. Ο ένας τομέας τους οδηγεί στον άλλο, ανοίγουν βιβλία, δοκιμάζουν εμπράκτως τις νέες γνώσεις, αποτυγχάνουν ξανά και ξανά, αλλά είναι τόσο γοητευμένοι από τη διαδικασία της ανακάλυψης, που αδιαφορούν για την «αντικειμενική» αποτυχία του αρχικού στόχου τους. «Ξάνοιγε ο νους τους». Και «διασκέδαζαν τρομερά». Μαζί.
Μόνο μετά την επανάσταση του 1848 η σχέση τους αλλάζει, απογοητεύονται από τις πολιτικές εξελίξεις, αναζητούν ταίρι (χωρίς επιτυχία), απελπίζονται από τον περιορισμένο ορίζοντα, την πονηριά και την εκμετάλλευση των γύρω τους και αποφασίζουν να ξαναγυρίσουν στην πρώτη δουλειά τους. Ναι, να αντιγράφουν, αλλά πλέον ό,τι τους κάνει κέφι.
Κανένα από τα κείμενα που έχω διαβάσει για το Μπουβάρ και Πεκυσέ δεν απαντά ικανοποιητικά στο τι είναι, ποιο είναι το θέμα αυτού του παράδοξου «μυθιστορήματος μαθητείας» (Bildungsroman) που δεν ξεκινά από την αρχή αλλά στο μέσον της ζωής των δύο πρωταγωνιστών. Αν βάζαμε σήμερα υπότιτλο στο τελευταίο αριστούργημα του Φλωμπέρ, δεν θα ήταν αυτός που πρότεινε ο Γκι ντε Μοπασάν, Περί της απουσίας μεθόδου στη μελέτη των ανθρωπίνων γνώσεων». Και σίγουρα οι δύο άνδρες δεν είναι ηλίθιοι, ούτε το βιβλίο διαπραγματεύεται το ζήτημα της ανθρώπινης βλακείας (άλλωστε, κάποιας μορφής ευήθεια/αναπηρία πάει πακέτο με την πιο υψηλή ευφυΐα). Οι ήρωες εξελίσσονται, μαθαίνουν, προσπαθούν να καταλάβουν, κατανοούν και επιχειρηματολογούν. «Η φιλοσοφία μεγάλωνε την αυτοεκτίμησή τους» και την απόσταση από τους ανίδεους γύρω τους. «Και τότε μια λυπηρή ιδιότητα αναπτύχθηκε στον νου τους: αυτή του να βλέπουν τη βλακεία και να μην μπορούν να την ανεχθούν. Ασήμαντα πράγματα τους κατέθλιβαν: οι διαφημίσεις στις εφημερίδες, το προφίλ ενός αστού, μια ηλίθια σκέψη που άκουγαν τυχαία».
Καινοτόμο από κάθε πλευρά, αιρετικό, ειρωνικό, ευφυές, κωμικό, το Μπουβάρ και Πεκυσέ «μιλάει» καλύτερα στην εποχή μας, τη χαοτική, εξειδικευμένη/κατακερματισμένη, techno-εγκυκλοπαιδική, παρά στα τέλη του 19ου αιώνα. Μεταξύ άλλων, για τη σημασία της φιλίας δύο ή περισσότερων ανθρώπων που συμπορεύονται επειδή συμπληρώνει ο ένας τον άλλον, επειδή αγαπούν τα ίδια πράγματα, επειδή το να μοιράζεσαι είναι αξία ανεξάντλητη.
Ματίνα Καλτάκη
Λέσχη Ανάγνωσης
Ο Εξάδελφος Πονς περιγράφει τη σχέση ανάμεσα σε δύο ηλικιωμένους μουσικούς, τον Συλβαίν Πονς και τον Γερμανό Βίλχελμ Σμούκε, που ζουν μαζί σε ένα μικρό διαμέρισμα στο Παρίσι. Ο Πονς έχει στην κατοχή του μια πολύτιμη συλλογή έργων τέχνης, τα οποία έχει συλλέξει χάρη στο καλό του γούστο και τα οποία εποφθαλμιούν οι συγγενείς και ο κοινωνικός του περίγυρος. Η ιδιότυπη σχέση ανάμεσα στους δύο φίλους με τους αντίθετους χαρακτήρες (ο Πονς αντιλαμβάνεται το κακό γύρω του, σε αντίθεση με τον αγγελικό Σμούκε, που είναι απόλυτα αφιερωμένος στην τέχνη και στη φιλία του), ο τρόπος με τον οποίο ο Μπαλζάκ περιγράφει τη φιλία ως καρδιά ενός άκαρδου κόσμου και ως τρυφερή πνευματική συμμαχία απέναντι στο κακό της αστικής κοινωνίας, αλλά και η μελοδραματική τροπή του έργου, το καθιστούν ένα από τα σπάνια λογοτεχνικά τεκμήρια για την αντρική φιλία.
Κώστας Σπαθαράκης