Ελληνική λογοτεχνία
Έντονα πάθη και ακραία αισθήματα -έρωτας, ζήλια, θλίψη, τάση για αυτοκτονία- διασταυρώνονται, στο μυθιστόρημα της Αγγέλας Καστρινακη, με μια προσπάθεια κατανόησης του εαυτού και των άλλων μέσα από τη λογική ανάλυση. Σχέσεις στήνονται και σχέσεις διαλύονται. Πρόσωπα διεκδικούν την ευτυχία τους και άλλα προσπαθούν να αντέξουν τις διαψεύσεις. Συμβαίνει και στις καλύτερες οικογένειες και στις πιο τακτοποιημένες ζωές. Κάποια στιγμή κυριαρχεί ο δαίμονας του έρωτα και της ανατροπής κι άλλοτε πάλι ξεπροβάλλει ο δαίμονας της ειρωνείας, αυτός που μας κάνει να βλέπουμε και την κωμική όψη των πραγμάτων σχετικοποιώντας όλα τα αισθήματα.
Ένα μυθιστόρημα που σκέπτεται για τις ανθρώπινες σχέσεις, ενώ ταυτόχρονα σκέπτεται και για το ίδιο το μυθιστόρημα. Η Αγγέλα Καστρινάκη συνομιλεί με προηγούμενα έργα που έχουν ως θέμα τους την «απιστία» (τις “Εκλεκτικές συγγένειες” του Γκαίτε, τις “Αναμνήσεις” της Πηνελόπης Δέλτα κ.ά.) και δείχνει πως κάτι μένει ίδιο και κάτι έχει αλλάξει στην εποχή μας.
Συγκινητικό αλλά και με υποδόριο χιούμορ, το μυθιστόρημα της Καστρινακη επιδιώκει να φτάσει στον βυθό των αισθημάτων και να τα εκφράσει με μια γλώσσα ταυτόχρονα δροσερή και καλλιεργημένη.
Ελληνική λογοτεχνία
Η ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ ΙΟΡΔΑΝΙΔΗ είναι υπάλληλος σε διαφημιστικό γραφείο, σύζυγος λογιστή και μητέρα δύο παιδιών στην Αθήνα της δεκαετίας του ’90, πριν από την οικονομική κρίση και με τους οικονομικούς μετανάστες να έχουν μόλις έλθει από την Αλβανία.
Ένα όνομα δεν είναι ωστόσο παρά ένα προσωπείο. Ποιά είναι στ’ αλήθεια η Μαργαρίτα;
Αυτή είναι η παράδοξη ιστορία της. Μια ιστορία για το αίνιγμα της ταυτότητας πίσω από το πρόσωπο.
«Σήκωσε τότε το κεφάλι της, που τό ’χε χαμηλωμένο πάνω απ’ το φαΐ της. Η όψη της είχε κάτι το παράξενα ανέκφραστο, σαν νά ’ταν το πρόσωπό της πλασμένο από κερί και δεν είχε τ’ ασταμάτητα αναδέματα, τις ανεπαίσθητες συσπάσεις, το παιχνίδισμα των ματιών, όλα εκείνα που δίνουν ζωή σε μιαν ανθρώπινη μορφή. Τους κοίταξε και είπε: “Τ’ όνομά μου δεν είναι Μαργαρίτα. Δεν είμαι η μητέρα σας”».
Ξένη λογοτεχνία
Το Χρυσόψαρο (1929) είναι ένα μυθιστόρημα για τις ποικίλες εκδοχές της ομοερωτικής επιθυμίας, για τη ρευστότητα των έμφυλων ταυτοτήτων, αλλά και για τις ηδονές και τη μνήμη του σώματος. Σταθμός στην ομοερωτική λογοτεχνία, όπως δείχνουν και οι σύγχρονες εκδόσεις του σε ευρωπαϊκές γλώσσες, μιλά με τόλμη και απροσποίητα για τους αποκλεισμούς και τη σεξεργασία, για τις βαθύτατες ταξικές διακρίσεις και την πατριαρχική οπτική που διαχέει παντού την υποκρισία της.
Το μεγάλο ταλέντο του Alec Scouffi έγκειται στη ζωντάνια με την οποία περιγράφει τον κόσμο του «Χρυσόψαρου». Μας καλεί να ακολουθήσουμε τους ήρωες στα νυχτερινά κέντρα της Μονμάρτρης και της Πιγκάλ, να αισθανθούμε την ατμόσφαιρα του πρόσκαιρου πανηγυριού, ν’ ακούσουμε τον απόηχο της τζαζ, να νιώσουμε την έξαψη των σωμάτων, αλλά και να καταδυθούμε στο σκοτάδι και στη σιωπή, να τρέξουμε μαζί με τους φευγαλέους ίσκιους, να γίνουμε μάρτυρες του εσωτερικού διχασμού προσώπων έωλων και ξεριζωμένων, που δεν είναι μόνο θύτες ή μόνο θύματα, αλλά παραδέρνουν διαρκώς σε μια αμφιθυμική κρίση, κατατρύχονται από ανεκπλήρωτα πάθη, περιδινούνται στον κρατήρα των ηδονών, σε μια φρενήρη κίνηση χωρίς δυνατότητα εξόδου.
Τα είκοσι μελετήματα για τον Κ. Π. Καβάφη που συνθέτουν την ύλη του βιβλίου αποτελούν ευρεία επιλογή από δημοσιευμένα και αδημοσίευτα κείμενα που έχει γράψει κατά τα τελευταία τριάντα και πλέον χρόνια ο Δημήτρης Δασκαλόπουλος, συστηματικός και αναγνωρισμένος ερευνητής του βίου και του έργου του Αλεξανδρινού ποιητή. Βασιζόμενος στην εκτεταμένη σχετική βιβλιογραφία, προσφέρει μια πανοραμική εικόνα τής μέχρι σήμερα ελληνικής και ξένης φιλολογικής έρευνας. Παρακολουθεί τα πρώτα φανερώματα του Καβάφη, τις δοκιμές και τις δοκιμασίες της κριτικής κατά την πραγμάτευση του έργου του, καθώς και τη σταδιακή πρόσληψη και καθιέρωση της καινοφανούς ποίησής του τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό. Διερευνά, επιπλέον, τα βασικά θέματα της καβαφικής ποίησης και αναδεικνύει την αξία και τη διάρκειά της, παρακολουθώντας συγχρόνως την πολύχρονη διεθνή πορεία που έχει διανύσει το καβαφικό έργο ως τις μέρες μας.
Ποίηση
Σαν τα παιδιά, η Ντίκινσον ρουφάει τον κόσμο αφιλτράριστο – κάθε χαρά της είναι απέραντη, κάθε της λύπη απαρηγόρητη. Οι στίχοι της είναι ένα διαρκές ανάκρουσμα οριακών συναισθημάτων, μια ακροβασία πάνω στο δίκοπο ξυράφι της συντριβής και της ευδαιμονίας. Δεν υπάρχει τίποτε νερωμένο εδώ, τίποτε το χλιαρό, τίποτε το μέτριο.
Τα θέματά της είναι συναφή με την ποιητική της κι αυτή πάλι ταυτίζεται με τη βιοθεωρία της. Καθαρά ρομαντική, τρεις θεούς προσκυνά: τη Λέξη, την Έκσταση και την Αλήθεια. Πάει να πει, κατά σειρά: τη δύναμη της έκφρασης, τη μέθη της ζωής και την αυθεντικότητα του βιώματος.
Ο καιρός και ο τόπος στάθηκαν φιλέταιροι για το κορίτσι απ’ το Άμχερστ. Έζησε στη βαθιά επαρχία όταν όλη η Αμερική ήταν τέτοια – μακριά από τον θόρυβο και τους περισπασμούς, προστατευμένη από τον «αρχόμενο αιώνα της εξυπνάδας». Είχε την πρόνοια μάλιστα, ή την τύχη, να μη συναγελαστεί το λογοτεχνικό συνάφι, που ανθρώπους της δικής της φτιαξιά πάντοτε τους μολύνει.
Τι ήταν και τι ήθελε το λένε μόνο τα ποιήματά της. Αυτό το θαύμα του ατόφιου λυρισμού, αυτό το διαρκές τραγούδι που λάμπει ανεξαρτήτως της αφορμής, στον ενθουσιασμό ή την πικρία, στην αλγηδόνα ή τη χαρά, στη γνώση ή την απόγνωση, σ’ ό,τι μικρό ή μεγάλο.
Ελληνική λογοτεχνία
Ο αναγνώστης στον Οβολό συναντά την εφαρμογή της κλασικής μεθόδου του Η. Χ. Παπαδημητρακόπουλου: Το παλαιικό αναπαράγεται μέσα από την προσέγγιση του παρελθόντος με κάποιου είδους νοσταλγία και μέσα από τη χρήση επιλεγμένων εκφράσεων της καθαρεύουσας. Η αυστηρότατη από την άλλη πλευρά κειμενική δομή, η διαύγεια και η σαφήνεια της έκφρασης μαζί με την απόλυτη προσοχή στην λεπτομέρεια μάς παραπέμπουν στον τόσο δημοφιλή στις μέρες μας μινιμαλισμό. Μέσα σε ένα περιβάλλον βουλιμικής πλησμονής και θορύβου όπως είναι αυτό που ζούμε, ο Παπαδημητρακόπουλος μάς προσκαλεί να συγκεντρωθούμε στο ασήμαντο και στο σεμνό. Γι’ αυτό και ένα από τα αξιοσημείωτα χαρακτηριστικά του είναι ότι η πεζογραφία του μικρού, του απλού και του ευκρινούς που καλλιεργεί είναι εντελώς μοντέρνα (Ελισάβετ Κοτζιά, «Διακρίνοντας», Η Καθημερινή, 6/3/2005).
Ξένη λογοτεχνία
Η παρούσα συλλογή με τον τίτλο Το νησί Ρενό και άλλα διηγήματα επιχειρεί μια περιήγηση στον παράξενο και αινιγματικό κόσμο του Αλεξάντρ Γκριν, έναν κόσμο ονειρικό και εξωτικό, εδεμικό και συνάμα εφιαλτικό, ο οποίος κυριαρχείται από την επιθυμία της φυγής· συγχρόνως φιλοδοξεί να μας δώσει μια εικόνα της ποικιλίας του ύφους, των θεμάτων και της τεχνικής του ξεχωριστού αυτού συγγραφέα.
Οι ιστορίες του βιβλίου εκτυλίσσονται τόσο σε γνώριμα αστικά τοπία -Πετρούπολη, Λονδίνο, Μόσχα- όσο και στην Γκρινλανδία, την επινοημένη χώρα που έπλασε η δημιουργική φαντασία του Γκριν, με τα παραδεισένια νησιά της, ξεχασμένα από τον υπόλοιπο κόσμο. Κοινό χαρακτηριστικό των ηρώων που πρωταγωνιστούν στα διηγήματα είναι η αδυναμία τους να συμμορφωθούν με τις κοινωνικές συμβάσεις και τον ρόλο που αυτές τους επιφυλάσσουν, ενώ ενίοτε έρχονται σε ανοιχτή, ακόμα και βίαιη ρήξη με τη συμβατική λογική.
Ο Γκριν μάς αφηγείται ιστορίες υπαρξιακής αγωνίας, με μια γραφή λυρική και συμβολική, που αγαπά τις εικόνες, τις μεταφορές και τις λεπτοδουλεμένες περιγραφές. Η ματιά του, ασκημένη στην εξερεύνηση του αγνώστου που προβάλλει πίσω από την καθησυχαστική όψη της καθημερινής ζωής, καταφέρνει επίσης να φέρει στο φως τα μυστήρια της ανθρώπινης ψυχής.
Ξένη λογοτεχνία
Η Αποκολοκύνθωση του Σενέκα αποτελεί τη μοναδική πλήρως σωζόμενη αρχαία μενίππεια σάτιρα, λογοτεχνικό υποείδος που χαρακτηριζόταν από την οργανική ανάμειξη διαφορετικών στοιχείων (κυρίως του πεζού με τον έμμετρο λόγο), την παρωδία λογοτεχνικών ειδών και τον έντονα φανταστικό χαρακτήρα του αφηγηματικού περιεχομένου. Το έργο γράφτηκε πιθανώς το 54 μ.Χ. και περιγράφει την, ματαιωθείσα τελικώς, αποθέωσιν του άρτι δολοφονηθέντος αυτοκράτορα Κλαυδίου. Ο ανώνυμος αφηγητής της σάτιρας παρακολουθεί το τέλος του αυτοκράτορα και εξιστορεί όσα ακολούθησαν: την εμφάνισή του ενώπιον της Συγκλήτου των Ολυμπίων θεών στον ουρανό, τη δίκη και τελικά την καταδίκη του από το δικαστήριο του κάτω κόσμου.
Ελληνική λογοτεχνία
Τι θα μπορούσε να περιλαμβάνει μια συλλογή μικρών και μεγαλύτερων κειμένων με τίτλο που παραπέμπει σε ιστορίες διάσωσης ή καταστροφής; Ανατρεπτικές αφηγήσεις γύρω από την εσωτερική ζωή που πάλλεται έτοιμη να αναλωθεί ή να ανθίσει. Ιστορίες ανθρώπων που εκδηλώνουν έντονα συναισθήματα προκειμένου να διασκεδάσουν τη φθορά και την απουσία που φλέγονται από ερωτική επιθυμία, αλλά αδυνατούν να συναντήσουν τον άλλο που επιθυμούν να αποδράσουν, αλλά παραμένουν εγκλωβισμένοι και άπραγοι. Ιστορίες, πρωτίστως, ενηλικίωσης, αλλά και επιστροφής στον σκληρό κόσμο της παιδικής ηλικίας, όπου κυριαρχούν η μοναξιά και η συναισθηματική στέρηση.
Στα μικρά πεζά του Κήτους η θαλερή φαντασία, που αγνοεί τους κανόνες της συμβατικής λογικής, η μετάπλαση του ατομικού βιώματος σε κάτι ανοίκειο ή και αλλόκοτο, οι τολμηρές εικόνες και μεταφορές φαίνεται να διατηρούν κατά έναν τρόπο το παρθένο βλέμμα με το οποίο το παιδί αντικρίζει τον κόσμο. Στα μεγαλύτερα πεζά, πάλι, η περιγραφή της καθημερινότητας, που μοιάζει εκ πρώτης όψεως οικεία, υποσκάπτεται από ένα περίτεχνο δίχτυ υπαινιγμών, αλλά και από τη διαβρωτική δύναμη του ποιητικού, ενίοτε και του μεταφυσικού στοιχείου.
Στη θαυμαστή κοιλιά του κήτους όλα μπορεί να συμβούν χάρη στην εκφραστική τόλμη της Ούρσουλας Φωσκόλου, οι ψυχικές καταστάσεις μεγεθύνονται και προσλαμβάνουν συμβολικές διαστάσεις, ενώ οι ήρωες, αν και απλοί άνθρωποι, αποκτούν αρχετυπικό βάθος και κατορθώνουν τελικά να διαρρήξουν τα δεσμά της καθημερινότητας.
Ελληνική λογοτεχνία
Στην Ομορφάσχημη (1960) η ηρωίδα, μια νεαρή Εβραία αυστριακής καταγωγής ονόματι Γερτρούδη Στερν, μοιράζεται ως έναν βαθμό την τύχη των ομοφύλων της στη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Έχοντας επιβιώσει από μια σειρά γεγονότων φυλετικής δίωξης από τους ναζί, μιλά για το παρελθόν της σε τυχαίους αλλά κάθε φορά νέους ακροατές, με τους οποίους στη συνέχεια συνάπτει ερωτική σχέση λίγων ημερών. Ένας από τους ακροατές της, ο αφηγητής του κειμένου, θα αναπαραγάγει πιστά την πρωτοπρόσωπη εξομολόγησή της επιχειρώντας με τη σειρά του να μοιραστεί με κάποιον φίλο του την ιστορία που άκουσε από την ίδια.
Βυθισμένη σ’ έναν κόσμο καχυποψίας και παραμορφωτικών διαθλάσεων της πραγματικότητας, η Γερτρούδη προσπαθεί να ανακαλέσει το τραυματικό παρελθόν της και να μιλήσει για το βίωμα του διωγμού των Εβραίων. Ωστόσο, η αφήγησή της αποκλίνει εμφανώς από κάθε προσπάθεια ρεαλιστικής αναπαράστασης. Ο συγγραφέας δεν ενδιαφέρεται τόσο για την αληθοφάνεια των γεγονότων όσο για την τραυματική επίπτωσή τους στη ζωή της ηρωίδας του.
Κινούμενος στο μεταίχμιο μεταξύ πραγματικού και επινοημένου, χρησιμοποιώντας συγχρόνως ένα ολόκληρο σύστημα ρητορικών και λογοτεχνικών τεχνασμάτων, ο Καχτίτσης αναδεικνύει τη μαρτυρία ως κειμενική κατασκευή, ως πρακτική λόγου που ανακινεί μια σειρά από υπαρξιακά και ηθικά ζητήματα που σχετίζονται με το τραύμα, τη γλώσσα, την επιβίωση.
Ελληνική λογοτεχνία
Η φωτογράφιση ενός ζευγαριού στη Σαντορίνη που εξελίσσεται σε θρίλερ, ένας ουρολόγος με εμφανή προβλήματα προσανατολισμού, ζωηρά παιδιά σε πολυτελές ξενοδοχείο που φιλοξενεί ρομαντικά ζευγάρια αλλά δεν έχει ρεύμα, η μελαγχολική πτήση ενός οινοβαρούς μεγιστάνα με ελικόπτερο πάνω από το Αιγαίο, ένας γκρινιάρης καθηγητής φιλοσοφίας πεινασμένος στην αττική γη, ένα γκροτέσκο μάθημα γαστρονομίας σε ξενοδοχείο του Ναυπλίου, ένας ξεναγός χαμένος στο πέλαγος της μετάφρασης…
Κινέζικα μαρτύρια είναι οι μικρές και μεγάλες οδύσσειες Κινέζων ταξιδιωτών στην Ελλάδα, μέσα από την εξιστόρηση των οποίων φωτίζονται οι ταξιδιωτικές συμπεριφορές αυτού του συχνά εκπληκτικού και συχνότερα ακατανόητου έθνους. Η συλλογή των συγκεκριμένων αφηγήσεων δεν είναι μόνο μια σπουδή κοινωνιολογίας των συμπεριφορών. Είναι και ένας χαμογελαστός τρόπος να προσπαθήσουμε να καταλάβουμε κάπως τους Κινέζους μας: φίλους, ταξιδιώτες, πελάτες, εσχάτως και συμπατριώτες. Οι περιπέτειές τους αυτές μοιάζουν με έναν μίνι οδηγό για έναν τόπο που ακόμη ανακαλύπτεται· έναν οδηγό κατανόησης του Άλλου, με χιούμορ και πάντα με καλή διάθεση.
Δέκα συν μία ιλαροτραγικές ιστορίες οι οποίες, παρότι είναι εμπνευσμένες από αληθινά γεγονότα, έχουν πολλά φανταστικά στοιχεία στη δομή, τα πρόσωπα και το σκηνικό. Εξάλλου, όπως θα έλεγε και ο Γάλλος συγγραφέας Εντμόν Αμπού: «Οι πιο αληθινές ιστορίες δεν είναι αυτές που έχουν συμβεί».
Ξένη λογοτεχνία
Στα εννέα διηγήματα του Ισαάκ Μπασέβις Σίνγκερ που ανθολογούνται στον τόμο αυτό ζωντανεύει ένας κόσμος χαμένος για πάντα: ο κόσμος των εβραϊκών κοινοτήτων της Ανατολικής Ευρώπης. Ζωγραφισμένος άλλοτε με μελαγχολία και άλλοτε με χιούμορ, ο κόσμος αυτός είναι στοιχειωμένος από δαιμόνια, βρικόλακες και απεσταλμένους του Πονηρού· τον κατοικούν όμως άνθρωποι με σάρκα και οστά, που πασχίζουν να ισορροπήσουν ανάμεσα στην ηδυπάθεια και στη δοκιμασία, ανάμεσα στη βεβήλωση και στην αγιοσύνη, ανάμεσα στις αδυναμίες της ανθρώπινης φύσης και στις επιταγές του ιουδαϊκού Νόμου. Πάνω απ’ όλα, ο κόσμος αυτός ενσαρκώνει έναν πολιτισμό του λόγου: ο συνεκτικός ιστός του είναι τα προφορικά και γραπτά κείμενα που συγκροτούν την ταυτότητα των Εβραίων της Πολωνίας και της Ουκρανίας – οι λαϊκές παραδόσεις, οι μύθοι και οι δεισιδαιμονίες, αλλά και η Βίβλος, το Ταλμούδ και ο καββαλιστικός μυστικισμός.
Στο πεζογραφικό έργο του Σίνγκερ ο προσεκτικός αναγνώστης θα διακρίνει επίσης απηχήσεις από κορυφαίους συγγραφείς και στοχαστές της νεότερης Ευρώπης – τον Σπινόζα, τον Γκόγκολ και τον Ντοστογέφσκι.