Προβολή όλων των 2 αποτελεσμάτων

Ξένη λογοτεχνία

Η θεραπεία

Ντέιβιντ Λοτζ

22.00

Ο Λόρενς Πάσμορ –αν και επιτυχημένος, ευκατάστατος και σωστός οικογενειάρχης– βουτάει μέρα με τη μέρα στην κατάθλιψη, από την οποία προσπαθεί εναγωνίως να θεραπευτεί με κάθε δυνατό τρόπο. Όμως το αίσθημα του ανικανοποίητου, η κρίση μέσης ηλικίας και το δαιδαλώδες μυαλό του τον οδηγούν σε κωμικοτραγικά γεγονότα που ποτέ δεν θα φανταζόταν, με αποτέλεσμα ο γάμος του, η ψυχική και σωματική του υγεία, η δουλειά του και κατ’ επέκταση η ζωή του ολόκληρη να κρέμονται από μία κλωστή.

Ο Ντέιβιντ Λοτζ, σε αυτό το αναπάντεχα επίκαιρο μυθιστόρημα, κρύβει τα πιο μεγάλα ερωτήματα για την ανθρώπινη υπόσταση πίσω από ένα χιούμορ σατανικό και φτιάχνει το πορτρέτο του σύγχρονου ανθρώπου που αγωνιά για το είναι και το φαίνεσθαι.

«Το θέμα είναι ότι δεν ήμουν πάντα δυστυχισμένος. Θυμάμαι μια εποχή που ήμουν ευτυχισμένος. Ή ικανοποιημένος τέλος πάντων. Ή τουλάχιστον μια εποχή που δεν θεωρούσα ότι είμαι δυστυχισμένος, πράγμα που ίσως είναι το ίδιο με το να είσαι ευτυχισμένος. Ή ικανοποιημένος. Αλλά κάπου, κάποτε, έχασα αυτή την ικανότητα, την τέχνη απλώς να ζω, χωρίς να νιώθω άγχος ή κατάθλιψη. Πώς; Ιδέα δεν έχω».

 

Ο πολυβραβευμένος συγγραφέας Ντέιβιντ Λοτζ γεννήθηκε στο Λονδίνο το 1935. Σπούδασε στο Πανεπιστήμιο του Λονδίνου και έλαβε τον τίτλο του διδάκτορα από το Πανεπιστήμιο του Μπέρμιγχαμ, όπου και δίδαξε από το 1960 ως το 1987 στο τμήμα Αγγλικής Φιλολογίας.

Έχει γράψει πολλά μυθιστορήματα, νουβέλες και λογοτεχνικά δοκίμια, καθώς και θεατρικά έργα και σενάρια για την τηλεόραση, που έχουν αποσπάσει διθυραμβικές κριτικές και βραβεία και έχουν μεταφραστεί σε 25 γλώσσες.

Το 1998 του απονεμήθηκε ο τίτλος CBE (Commander of the British Empire) για τη συνολική προσφορά του στη λογοτεχνία.

Ζει στο Μπέρμιγχαμ.

Ξένη λογοτεχνία

Ο μοναχικός

Ευγένιος Ιονέσκο

15.00

«Στα τριάντα πέντε είναι καιρός να αποσύρεται κανείς από την κούρσα. Αν υπάρχει, βέβαια, κούρσα».

Μια απρόσμενη κληρονομιά επιτρέπει στον ήρωα του Ιονέσκο να παρατήσει τη δουλειά του και να βουτήξει, με τη βοήθεια του αλκοόλ, στην εξερεύνηση του παράλογου της ανθρώπινης ύπαρξης. Το πλεόνασμα ελεύθερου χρόνου θα τον φέρει αντιμέτωπο με μια σειρά από υπαρξιακά ερωτήματα, έτοιμα να τον κατασπαράξουν. Καυστικός και ανάλαφρος, κυνικός και ευαίσθητος, ο Μοναχικός θα διανύσει όλη τη διαδρομή μέχρι το Τέλος, βιώνοντας μια ζωή που γλιστράει μέσα απ’ τα χέρια του.

«Οι άλλοι, όλοι, ίσως να έκρυβαν κι αυτοί μέσα τους τις ίδιες αγωνίες. Η δράση ήταν το γιατρικό τους. Δεν αγαπούσαν τη ζωή, αφού εξεγείρονταν. Ευτυχώς η κοινωνία ήταν κακή. Τι θα κάνουν αν μια μέρα υπάρξει μια κοινωνία καλή; Δεν θα μπορούν πια να εξεγερθούν εναντίον της και τότε το αντικείμενο της αγωνίας θα εμφανιστεί με όλη του τη γύμνια, με όλο του τον τρόμο. Για μένα η αγωνία υπήρχε, καμία κοινωνία δεν μπορούσε να τη γιατρέψει. Κι έπειτα όλες οι κοινωνίες είναι κακές, υπήρξε άραγε έστω και μία επιτυχημένη κοινωνία από την αρχή του χρόνου; Αλληλοσκοτωνόμαστε στους πολέμους και τις επαναστάσεις. Προκαλούμε τον θάνατό μας. Σκοτώνουμε τον εαυτό μας στο πρόσωπο του άλλου. Ή, ίσως, προσπαθούμε να σκοτώσουμε τον θάνατο. Κι έπειτα μ’ έπιασε ξάφνου μια απέραντη θλίψη, μια τεράστια στεναχώρια. Ανέκαθεν υπέμενα αυτό το βάρος χωρίς να το αντιλαμβάνομαι. Ήταν το ερώτημα “και ποιο το όφελος;” που με είχε εμποδίσει να χαρώ τη ζωή μου. Ένα “και ποιο το όφελος” όχι και τόσο συνειδητό. Τώρα είχε γίνει συνειδητό»