«“I’ve got you under my skin”. Στακάτο, ευθύβολο, απολύτως τίμιο και απαλλαγμένο από αυταρέσκεια, αληθινό και αληθές μαζί, το τενόρο του Joe Henderson οικοδομεί το γνωστό στάνταρντ του Cole Porter και μου απευθύνεται προσωπικά. Ειδικά τώρα. Αυτή την ειδική στιγμή, στις 7 και 19 μ.μ. της 28ης Δεκεμβρίου 2016. Τώρα που πιάνω να κοιτάξω κατάματα το ίχνος της τζαζ στην ψυχή μου, να ψηλαφήσω το σώμα μου εντοπίζοντας “υποδορίως” τα σημάδια, τις ουλές από τις γλυκές πληγές αυτής της μουσικής που ακούω αφοσιωμένα εδώ και 45 χρόνια. Να αναλογιστώ γιατί δεν είχα αρχίσει να την ακούω νωρίτερα, να συνειδητοποιήσω ποια ήταν τα αφετηριακά σκιρτήματα, να αναρωτηθώ ποιες θα είχαν υπάρξει οι απώλειες αν δεν είχα εμβαπτιστεί στο σύμπαν της».
Βαθιά βιωματική, διεισδυτική, συγκινησιακή, τρυφερή και παιδευτική, η σχέση του Άρι Γεωργίου με την τζαζ και την αυτοσχεδιαζόμενη μουσική συνέβαλε καθοριστικά στη διάπλαση των κατευθύνσεων που υιοθέτησε στα ποικίλα εικαστικά, φωτογραφικά, συγγραφικά, ακόμη και αρχιτεκτονικά του εγχειρήματα. Μέσα από φωτογραφίες και κείμενα, το βιβλίο Hic et Nunc / Hip ’n’ Funk / Jazz σαρώνει μια μεγάλη χρονική περίοδο, από την δεκαετία του ’70 και μετά, που συμπίπτει με την οικοδόμηση της σκηνής της τζαζ στην Ελλάδα. Παράλληλα συμπαρατάσσει εξέχουσες στιγμές και προσωπικότητες της ίδιας εποχής από την Αμερική και τη Γαλλία κυρίως, αναβιώνοντας την ιδιαίτερη ατμόσφαιρα που επικρατούσε στις μεγάλες αυτές σκηνές της τζαζ. Εμβληματικοί μουσικοί, όπως οι Horace Silver, Sonny Rollins, Archie Shepp, Pharoah Sanders στην Αμερική, οι Michel Portal, Henri Texier, Daniel Humair στη Γαλλία, ή οι Joe Henderson, Steve Lacy, Peter Kowald, Gunter Sommer με την παρουσία τους στην Ελλάδα, περνούν, μαζί με πλήθος άλλες προσωπικότητες, από τις σελίδες του, ενώ εξετάζεται και η διαμόρφωση της ανατρεπτικής σκηνής της αυτοσχεδιαζόμενης μουσικής στην Ελλάδα, με κύριο εκφραστή της τον Σάκη Παπαδημητρίου, στον οποίο εξάλλου αφιερώνεται η έκδοση.
Ο Άρις Γεωργίου (Θεσσαλονίκη, 1951) είναι αρχιτέκτων. Έχει στο ενεργητικό του πολυάριθμες εκθέσεις ζωγραφικής και φωτογραφίας, όπως και πλήθος εκδόσεων και βιβλίων με τα έργα του και τα κείμενά του. Υπήρξε ο ιδρυτής και επί δεκαπενταετία διευθυντής του διεθνούς φεστιβάλ φωτογραφίας Φωτογραφική Συγκυρία (1988–2003), καθώς και ο πρώτος διευθυντής (1998–2002) του Μουσείου Φωτογραφίας Θεσσαλονίκης.
Ελληνική λογοτεχνία
Ο άνθρωπος κολυμπούσε κάθε μέρα στις δυο μεγάλες αμμουδιές του νησιού, τη μια πλατιά και την άλλη μακριά, ατέλειωτη. Οι αμμουδιές αυτές χωρίζονταν από λιγοστά μεγάλα βράχια και κατά τη μεριά της πλατιάς αμμουδιάς σχηματιζόταν γκρεμός που κατάληγε, ύστερα από μερικά χιλιόμετρα, πέρα μακριά σε κάτι ανώνυμα νησόπουλα σπαρμένα κατά το γαρμπή.
Εκεί που τέλειωνε η πλατιά αμμουδιά ανηφόριζε μια μικρή πλαγιά και το μέρος ήταν γεμάτο από πεύκα, σκοίνα, συκιές, πικροδάφνες, λυγαριές, δεντρολίβανα. Ο ήλιος το χτυπούσε το καλοκαίρι από το πρωί ωσότου βασιλέψει. […]
Οι τρείς τόμοι του Μπρωντέλ για τη Μεσόγειο προσφέρουν ένα πανόραμα της ζωής και της ιστορίας του μεσογειακού χώρου στο δεύτερο μισό του 16ου αιώνα, δηλαδή από την Αναγέννηση και τη Μεταρρύθμιση μέχρι την αυγή των νεότερων χρόνων, όταν η Μεσόγειος έπαψε να είναι το κέντρο του κόσμου.
Το πρώτο μέρος «κινείται στη σφαίρα μιας ιδιότυπης γεωγραφίας, που δίνει ιδιαίτερη έμφαση στα ανθρωπογεωγραφικά δεδομένα. Δεν παύει όμως να είναι, αν όχι μάλιστα σε μεγαλύτερο βαθμό, και αναζήτηση μιας ιδιότυπης ιστορίας», δηλώνει ο ίδιος ο συγγραφέας. Πρόκειται για την ιστορία του ανθρώπου σε σχέση με τον περίγυρό του· μια ιστορία που κυλά και μεταβάλλεται αργά, συχνά ερήμην των ανθρώπων που τη βιώνουν.
Το δεύτερο μέρος έχει την πρόθεση να συλλάβει μια ιστορία με πιο εξατομικευμένους ρυθμούς: μια ιστορία ομάδων, μια ιστορία συλλογικών πεπρωμένων και γενικών τάσεων. Μια ιστορία κοινωνική με αφετηρία τον άνθρωπο ή όσα κάνει ο άνθρωπος με τα πράγματα. Πραγματεύεται τις κοινωνικές δομές και την κίνησή τους και συνδυάζει το αμετάβλητο και το μεταβαλλόμενο, τη βραδεία κίνηση και την υπερβολική ταχύτητα.
Για το τρίτο μέρος ο συγγραφέας σημειώνει: «Θεατές και ηθοποιοί, τον 16ο αιώνα, στη Μεσόγειο και αλλού, είχαν την αίσθηση ότι ήταν πιασμένοι στα δίχτυα ενός ζωντανού δράματος, που το ένιωθαν κυρίως ως δικό τους δράμα. Τα γεγονότα είναι κονιορτός: σχίζουν την ιστορία σαν σύντομες αναλαμπές· προτού καλά καλά υπάρξουν, έχουν γυρίσει πίσω στο σκοτάδι και συχνά στη λήθη. Καθένα τους, είναι αλήθεια, όσο σύντομο κι αν είναι, φωτίζει μια γωνιά του τοπίου, καμιά φορά κάποια παχιά κομμάτια ιστορικής μάζας».
Ιστορία
Τον Ιανουάριο του 1915, μετά την έναρξη του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, η Βρετανία προσέφερε στην Ελλάδα σημαντικά εδαφικά αντισταθμίσματα στη Μικρά Ασία προκειμένου να μπει η Ελλάδα στον πόλεμο στο πλευρό της Αντάντ. Η πρόταση αυτή υπήρξε αφετηρία μιας διαδοχής γεγονότων που κατέληξε στην τραγωδία του 1922, με την καταστροφή της ελληνικής Σμύρνης και τον ξεριζωμό του ελληνισμού της Μικράς Ασίας. Το βιβλίο αυτό προγράφει την κατοχή της Σμύρνης και το μικρασιατικό πόλεμο σε σχέση με την ελληνική Μεγάλη Ιδέα και τις διαμάχες των Μεγάλων Δυνάμεων στη Μέση Ανατολή. Ιχνηλατεί τις απαρχές του «οράματος της Ιωνίας» του Ελευθέριου Βενιζέλου αλλά και της ιδέας που μοιράστηκε με τον Ντέιβιντ Λόυντ Τζωρτζ για μία αγγλοελληνική συνεννόηση στην ανατολική Μεσόγειο. Η συναρπαστική αφήγηση ζωντανεύει τα γεγονότα που διαμόρφωσαν την πολιτική και την κοινωνία της νεότερης Ελλάδας.
Ιστορία
Σε αυτό το σύντομο και πυκνό δοκίμιο, ένας σπουδαίος ιστορικός μας αφηγείται την ιστορία των σιδηροδρόμων και αναδεικνύει τη σημασία τους στον νεότερο πολιτισμό, που δεν περιορίζεται βέβαια στη διευκόλυνση των μετακινήσεων και των μεταφορών. “Κανένας άλλος τεχνολογικός σχεδιασμός ή κοινωνικός θεσμός δεν αντιπροσωπεύει τη νεωτερικότητα όσο ο σιδηρόδρομος”, γράφει χαρακτηριστικά ο Τόνυ Τζαντ. Τα τρένα, πέρα από την προφανή συμβολή τους στην οικονομική δραστηριότητα, μεταμορφώνουν τις πόλεις, αλλάζουν την κοινωνία και τη ζωή των ανθρώπων, τη σχέση τους με τον χώρο, τον χρόνο, τον εαυτό τους και τους άλλους.
Η σύγχρονη πόλη γεννήθηκε από τη μετακίνηση με το τρένο. Τα τρένα κατακτούν τον χώρο, μεταβάλλουν το ίδιο το τοπίο, το επινοούν εκ νέου. Αυτή η κατάκτηση του χώρου οδηγεί αναπόδραστα και στην αναδιοργάνωση του χρόνου. Οι πελώριοι νέοι σιδηροδρομικοί σταθμοί, ως μνημειώδεις πύλες εισόδου στις σύγχρονες πόλεις, προκαλούν βαθιές αλλαγές στην κοινωνική οργάνωση του δημόσιου χώρου. Περικαλλή έργα σπουδαίων αρχιτεκτόνων, οι σταθμοί αυτοί φανερώνουν με μόνη την ύπαρξή τους ότι τα τρένα δεν ήταν προορισμένα μόνο για μεταφορές και αναγκαίες μετακινήσεις, αλλά συνδέονταν εξαρχής με το ταξίδι ως ψυχαγωγία, ως περιπέτεια, εντέλει ως την αρχέτυπη εμπειρία του σύγχρονου κόσμου.
Η κατακτητική εμπειρία των σιδηροδρόμων θα ανακοπεί κατά τη δεκαετία του 1950. Το τρένο έχει πια ισχυρούς ανταγωνιστές το αυτοκίνητο και το αεροπλάνο και θα πέσει θύμα του εξαστισμού, τον οποίο το ίδιο είχε διευκολύνει. Εκεί όμως που το μέλλον των τρένων προμηνυόταν ζοφερό, τα πράγματα, μετά το 1990, άρχισαν να γίνονται ξανά ελπιδοφόρα. Αυτή η απροσδόκητη αναβίωση οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στα σημαντικά περιβαλλοντικά πλεονεκτήματα του σύγχρονου τρένου. Όπως σημειώνει στο επίμετρο του βιβλίου ο Σταύρος Ζουμπουλάκης, το κείμενο του Τζαντ, εκτός από ακριβές ιστορικό μελέτημα, είναι και πολιτικό δοκίμιο: “Η υπεράσπιση των τρένων είναι ουσιαστικά υπεράσπιση του δημόσιου έναντι του ιδιωτικού, της κοινωνίας των πολιτών έναντι των αγορών, της σοσιαλδημοκρατίας έναντι του νεοφιλελευθερισμού”. Σύμφωνα με τον ίδιο τον Τζαντ: “Αν χάσουμε τους σιδηροδρόμους δεν θα έχουμε χάσει απλώς ένα πολύτιμο πρακτικό εφόδιο… Θα έχουμε αποδεχθεί ότι λησμονήσαμε πώς να ζούμε συλλογικά”.
Ελληνική λογοτεχνία
Η κρητική ποίηση στα χρόνια της Αναγέννησης, 14ος-17ος αιώνας, Τόμος Α: Εισαγωγή
Καρπός πολύχρονης έρευνας των ιστορικών και γραμματειακών πηγών, η μελέτη αυτή παρουσιάζει την ελληνόγλωσση ποιητική παραγωγή της Κρήτης από τον 14ο ως τα τέλη του 17ου αιώνα μέσα στα ιστορικά, κοινωνικά, ιδεολογικά και αισθητικά της συμφραζόμενα. Κεντρική θέση στην προσέγγιση αυτή κατέχουν τόσο οι δημιουργοί, και τα έργα τους, όσο και η κοινωνία που τα προκάλεσε, τα προσέλαβε και τα απόλαυσε.
Το όλο εγχείρημα αναπτύσσεται σε τρεις τόμους: ο πρώτος περιλαμβάνει εισαγωγή στην εποχή και στη λογοτεχνία της κρητικής Αναγέννησης ο δεύτερος και ο τρίτος παρακολουθούν τους αναβαθμούς της λογοτεχνικής παραγωγής από τις πρώτες εκδηλώσεις ως τις ύστατες μέρες της μέσα από μια ανθολογία κειμένων με βιοεργογραφικές εισαγωγές, πραγματολογικά, ερμηνευτικά και κριτικά σχόλια, βιβλιογραφικά σημειώματα, γλωσσάρι και ευρετήρια.
Στη χαρτογράφηση αυτή η ιστορία και ο πολιτισμός της Κρήτης αντιμετωπίζονται ως θεμελιώδη πεδία μελέτης για την κατανόηση της πνευματικής πορείας ενός κόσμου που συνδύασε τις διαφορετικές καταβολές και παραδόσεις του για να διαμορφώσει μια καινούργια, διακριτή, ταυτότητα. Οι λογοτεχνικές -και όχι μόνο- επιδόσεις του κόσμου αυτού αντανακλούν αυτήν την όχι εύκολη και διόλου ευθύγραμμη πορεία στα 450 χρόνια της παρουσίας των Βενετών στο νησί.
Κοινωνιολογία
«Αν θέλεις ένα καλό παγωτό σοκολάτα, βανίλια και φράουλα, μπορείς να παραγγείλεις ένα Φυρστ Πύκλερ. … Ο δημιουργός αυτού του παγωτού ήταν ένας πρόγονός μου, ένας Φυρστ Πύκλερ έξυπνος, μεγάλος ταξιδευτής, πολύ μορφωμένος άνθρωπος, που είχε χόμπι τη βοτανική και την κηπουρική. Φυσικά ο ίδιος πίστευε -εάν το σκέφτηκε καμιά φορά- ότι, αν κάποτε περνούσε στην Ιστορία, θα ήταν για κάποια από τις μονογραφίες που έγραψε και δημοσίευσε, κυρίως ταξιδιωτικά χρονικά, όχι όμως συνηθισμένα ταξιδιωτικά, αλλά βιβλιαράκια που σήμερα είναι πολύ ευχάριστα -πώς να το πω;-, έξυπνα, τέλος πάντων, αρκετά έξυπνα, θα λέγαμε, βιβλιαράκια, στα όποια φαινόταν ότι ο τελικός σκοπός του κάθε ταξιδιού του ήταν να ερευνήσει έναν συγκεκριμένο κήπο, συχνά εντελώς ξεχασμένους κήπους, εγκαταλελειμμένους στο έλεος του Θεού, παρατημένους στη μοίρα τους, και ο διάσημος πρόγονός μου ήξερε να βρίσκει τις ομορφιές τους μέσα σε άπειρα αγριόχορτα και στην τόση εγκατάλειψη.
Τα βιβλιαράκια του, παρ’ όλη την -πώς να το πω;- βοτανική επένδυσή τους, ήταν γεμάτα με ευφυέστατες παρατηρήσεις, και μέσω αυτών μπορείς να πάρεις μια ιδέα αρκετά προσεγγιστική για την Ευρώπη της εποχής του, μια Ευρώπη ταραγμένη συχνά … Φυσικά, ο πρόγονός μου δεν ήταν μακριά … από τις αναποδιές της -πώς να το πω;-, της ανθρώπινης φύσης. Και γι’ αυτό έγραφε και εξέδιδε βιβλία με τον δικό του τρόπο, ταπεινά, αλλά με καλή γερμανική γλώσσα, και ύψωνε τη φωνή του κατά της αδικίας. Νομίζω ότι δεν τον ενδιέφερε να μάθει που πάει η ψυχή όταν το σώμα πεθαίνει, παρότι έγραψε ορισμένες σελίδες και γι’ αυτό. Τον ενδιέφερε η αξιοπρέπεια, και επίσης τον ενδιέφεραν τα φυτά.
Για την ευτυχία δεν είπε ούτε λέξη, υποθέτω επειδή τη θεωρούσε κάτι αυστηρώς προσωπικό και ίσως -πώς να το πω;-, ίσως κάτι βαλτώδες και σαθρό. Είχε μεγάλη αίσθηση του χιούμορ, παρότι ορισμένες σελίδες του θα με διέψευδαν εύκολα. Και πιθανότατα, εφόσον δεν ήταν κανένας άγιος, ούτε καν γενναίος άνδρας, σίγουρα δεν σκέφτηκε την υστεροφημία του…. Αυτό που δεν φαντάστηκε ποτέ ήταν ότι θα περνούσε στην Ιστορία δίνοντας το όνομά του σ’ ένα παγωτό που συνδυάζει τρεις γεύσεις. Γι’ αυτό μπορώ να σας διαβεβαιώσω».
Ιστορία
Ο Διόνυσος αποτελεί ακόμα και στις μέρες μας μία από τις πιο αγαπητές μορφές της ελληνικής μυθολογίας. Είναι ο γνωστός σε όλους αρχαίος θεός της έκστασης, του κρασιού και του θεάτρου. Κι όμως, για τους αρχαίους Έλληνες, και δη τους πολίτες της κλασικής Αθήνας, αντιπροσώπευε πολλά περισσότερα. Μια πρόχειρη ματιά στην αρχαία εικονογραφία αρκεί για να διαπιστώσει κανείς τον αναπάντεχο πλούτο των ποικίλων εκφάνσεων του διονυσιακού σύμπαντος.
Ειδικά τα αγγεία, συνδεδεμένα καθώς ήταν με όλο το φάσμα της καθημερινότητας, αλλά και με κρίσιμες στιγμές στη ζωή του ατόμου, της οικογένειας και της πόλης (τελετές ενηλικίωσης, ταφικά έθιμα κτλ.), αποκαλύπτουν το πανόραμα ενός κόσμου στενά συνυφασμένου με όλες τις πτυχές του ατομικού και κοινωνικού βίου. Πρόκειται για έναν κόσμο οριακό, μεταξύ μύθου και πραγματικότητας, όπου, χάρη στον διαμεσολαβητικό ρόλο μορφών όπως οι σάτυροι, πραγματωνόταν, θα λέγαμε, ένα είδος άμεσης επικοινωνίας με έναν θεό που εμφανιζόταν ως εγγυητής της ατομικής και συλλογικής ευδαιμονίας.