Προβολή όλων των 4 αποτελεσμάτων

Γιώργος Αλλαμανής

11.90

Συμπληρωματικά στη διάσημη σειρά μουσικών βιβλίων «33 1/3» οι εκδόσεις Οξύ συνεχίζουν τη δημιουργία μιας σειράς από μουσικές μονογραφίες ελληνικών άλμπουμ που έγραψαν τη δική τους, σπουδαία, ιστορία. Σειρά έχει το βιβλίο του Γιώργου Αλλαμανή για το εμβληματικό «Φλου» του Παύλου Σιδηρόπουλου και του γκρουπ Σπυριδούλα, ενώ ήδη κυκλοφορούν τα βιβλία του Χριστόφορου Κάσδαγλη για «Το Βρώμικο Ψωμί» του Διονύση Σαββόπουλου και του Αλέξη Βάκη για τον «Μεγάλο Ερωτικό» του Μάνου Χατζιδάκι.

Αν και το Φλου ξεκίνησε ως καλλιτεχνικό συνοικέσιο ανάμεσα στον Παύλο Σιδηρόπουλο και το συγκρότημα Σπυριδούλα, αξιώθηκε δικαίως με τον καιρό να γίνει δίσκος αναφοράς στην ιστορία του ελληνικού ροκ – όχι ως best seller, αλλά ως δημοφιλές και επιδραστικό για τους νεότερους long seller. Το βιβλίο αυτό εξετάζει τη συνεργασία που κατέληξε στο δισκογραφικό γεγονός του Μαΐου του 1979, με ενδελεχή έρευνα στις πηγές και δύο πολύτιμους ξεναγούς: τον κιθαρίστα Βασίλη Σπυρόπουλο και τον μπασίστα Τόλη Μαστρόκαλο, οι οποίοι ανασύρουν μνήμες και συνειρμούς, διατυπώνοντας με νηφαλιότητα προσωπικές εκτιμήσεις, σε συνεντεύξεις που έγιναν ειδικά γι’ αυτή την έκδοση.

Ο Γιώργος Ι. Αλλαμανής είναι ειδησεογράφος, ραδιο-επιτηδευματίας και συγγραφέας. Τα τελευταία χρόνια οδηγεί στις ατελείωτες στροφές του Πάρνωνα μονολογώντας για βιβλία που θέλει να γράψει. (www.facebook.com/yorgos.i.allamanis).

Στο πλαίσιο της διεθνώς αγαπημένης σειράς βιβλίων «33 1/3», η οποία κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις Οξύ σε συνεργασία με το Avopolis.gr, παρουσιάζονται δίσκοι-ορόσημα της παγκόσμιας μουσικής.

Τη σειρά επιμελείται ο δημοσιογράφος και μουσικός παραγωγός Μάκης Μηλάτος.

Ράσελ Μπανκς

9.79

Μια μικρή κωμόπολη αποδιοργανώνεται ψυχικά από ένα τραγικό δυστύχημα με το σχολικό λεωφορείο. Ένας δικηγόρος επισκέπτεται τους γονείς των θυμάτων προσπαθώντας να εκμεταλλευτεί την κατάσταση και μια νεαρή κοπέλα οδηγεί τους πάντες στον δρόμο της θεραπείας.

Στο Γλυκό Πεπρωμένο ο Ράσελ Μπανκς χρησιμοποιεί τέσσερις διαφορετικούς αφηγητές, για να πλέξει το ηθικό δίλημμα μιας μικρής κοινωνίας. Ένα δίλημμα που φέρνει στο φως ένα από τα βασανιστικότερα ερωτήματα της ζωής: όταν το χειρότερο συμβεί, σε ποιον ρίχνεις το φταίξιμο και πώς θεραπεύεσαι από την οργή;

O Russell Banks γεννήθηκε το 1940 στη Μασαχουσέτη και μεγάλωσε φτωχικά. Παρότι κέρδισε μια πανεπιστημιακή υποτροφία, παράτησε τις σπουδές του την έκτη εβδομάδα για να ταξιδέψει νότια, με σκοπό να καταταγεί στους αντάρτες που μάχονταν να ελευθερώσουν την Κούβα, υπό τον Φιντέλ Κάστρο. Κατέληξε όμως υπάλληλος σε πολυκατάστημα στη Φλόριντα, παντρεύτηκε και απέκτησε μια κόρη.
Ο Banks ζει σήμερα στο Keene, στα βόρεια της Νέας Υόρκης, αλλά περνά τους χειμώνες του στο Μαϊάμι. Έχει διδάξει δημιουργική γραφή στο Πανεπιστήμιο του Πρίνστον και διετέλεσε πρόεδρος του Διεθνούς Κοινοβουλίου των Συγγραφέων. Είναι παντρεμένος με την ποιήτρια Chase Twichell, την τέταρτη σύζυγό του. Έχει τέσσερις κόρες από προηγούμενους γάμους.

Τα βιβλία του ΡΑΣΕΛ ΜΠΑΝΚΣ έχουν μεταφραστεί σε είκοσι γλώσσες, τιμήθηκαν με πληθώρα διεθνών βραβείων και ξεχωρίζουν για την ευαίσθητη και ακριβή ψυχολογική ανάλυση των χαρακτήρων των ηρώων τους, ενώ πολλά από αυτά αντανακλούν την καταγωγή του από την εργατική τάξη. Το θέμα που κυριαρχεί στα βιβλία του είναι το πώς οι άνθρωποι αντιμετωπίζουν τις τραγωδίες αλλά και τις αναποδιές της καθημερινότητας, εκφράζουν τη λύπη και την οργή τους, αλλά και επιδεικνύουν αντοχή και ανθεκτικότητα.

Ο Μπανκς τιμήθηκε το 1985 με το βραβείο μυθιστορήματος John Dos Passos και εξελέγη μέλος της Αμερικάνικης Ακαδημίας Επιστημών και Τεχνών το 1996. Τα έργα του Continental drift και Cloudsplitter ήταν φιναλίστ για το Βραβείο Pulitzer για τη Λογοτεχνία το 1986 και το 1999 αντίστοιχα. Τα μυθιστορήματά του Το Γλυκό Πεπρωμένο, του 1991, και Affliction, του 1989, μεταφέρθηκαν στον κινηματογράφο, το 1997 και το 1998, από τους σκηνοθέτες Ατόμ Εγκογιάν και Πολ Σρέιντερ αντίστοιχα. Ο ίδιος εμφανίζεται στην ταινία του Εγκογιάν ενσαρκώνοντας τον δόκτορα Ρόμπσον.

Χριστόφορος Κάσδαγλης

10.71

Τρέχει στις φλέβες μου σαν αίμα το “Βρώμικο ψωμί”. Και στις αρτηρίες μου επίσης. Ήμουν μόλις δεκατεσσάρων όταν άκουσα για πρώτη φορά τον Σαββόπουλο στο Κύτταρο. Νοέμβριος του ’72, δικτατορία. Παρουσίαζε ζωντανά το “Βρώμικο ψωμί”. Ήμασταν μάρτυρες ενός τοκετού. Ο δίσκος κυκλοφόρησε δυο μήνες αργότερα.

Ποτέ δεν μου πέρασε απ’ το μυαλό ότι το βρώμικο ψωμί συμβόλιζε τον θάνατο, όπως έχει ισχυριστεί ο Σαββόπουλος. Για μένα βρώμικο ψωμί ήταν ένας τρόπος να βλέπεις αλλιώς τον κόσμο γύρω σου. Ένας κωδικός, ένα παρασύνθημα. Και μια κραυγή διαμαρτυρίας. Οι περιστάσεις απαιτούσαν “να τιναχτεί σαν μαύρο πνεύμα η τρομερή μας η λαλιά”.

Το Κύτταρο ήταν κατακόμβη και ο Σαββόπουλος ήταν -ακόμα- γκουρού. Το “Βρώμικο ψωμί” υπήρξε και παραμένει ταξιανθία πολύτιμων χρησμών.

Ξένη λογοτεχνία

Οι Δουβλινέζοι

Τζέιμς Τζόϊς

9.45

Ο πολυτάραχος 20ός αιώνας μόλις ξεκινά και ο μεγάλος ιρλανδός συγγραφέας, έχοντας πλήρη επίγνωση της αγκυλωμένης πραγματικότητας που παραλύει τη χώρα του, τρυπώνει στις πιο ανύποπτες γωνιές του αγαπημένου του Δουβλίνου και με τα απλούστερα μυθοπλαστικά μέσα –την αβίαστη μα απαράμιλλη οξυδέρκειά του, τα μουντά, ρεαλιστικά χρώματα και τον αφοπλιστικό δισταγμό των ηρώων του την κρίσιμη στιγμή– κατορθώνει να συνθέσει τη σπουδαιότερη ίσως συλλογή διηγημάτων στην ιστορία της αγγλόφωνης λογοτεχνίας.

«Έβρισκε ασήμαντα όλα εκείνα που κανονικά θα τον γοήτευαν και δεν απάντησε στα βλέμματα που προκαλούσαν την τόλμη του. Ήξερε πως θα ’πρεπε να μιλήσει πολύ, να επινοήσει και να διασκεδάσει, αλλά το μυαλό και ο λαιμός του ήταν πολύ στεγνά για μια τέτοια δουλειά. Δεν μπορούσε να σκεφτεί κάτι άλλο πέρα από το να συνεχίσει να περπατάει…»

Ο Τζέιμς Τζόις, ο συγγραφέας που όρισε τον μοντερνισμό στη λογοτεχνία, γεννήθηκε στο Δουβλίνο το 1882 και πέθανε στη Ζυρίχη σε ηλικία 59 ετών. Μιλούσε δεκαεφτά γλώσσες, κατήργησε τη γραμμική αφήγηση τελειοποιώντας την τεχνική του εσωτερικού μονολόγου και ταλαιπωρήθηκε από χρόνιες παθήσεις των ματιών. Ο Οδυσσέας, το magnum opus και ασύγκριτο λογοτεχνικό επίτευγμά του, χαρακτηρίστηκε πορνογράφημα στην Αγγλία και στις ΗΠΑ και διαβαζόταν παράνομα για πάνω από δέκα χρόνια μετά την πρώτη κυκλοφορία του το 1922 στο Παρίσι.