Μετά το τέλος του Β´ Παγκοσμίου Πολέμου οι εβραϊκές κοινότητες στην Ελλάδα ήρθαν αντιμέτωπες με τεράστιες δυσκολίες. Δεν ήταν μόνο το τραύμα που άφησε η Καταστροφή και οι αμέτρητες ανθρώπινες απώλειες τις οποίες έπρεπε να διαχειριστούν όσοι επέζησαν και οι οικογένειές τους. Υπήρχε ανάγκη για τη δημιουργία νέων υποδομών για όσους επέστρεφαν από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, ενώ ήταν επιτακτική η εύρεση σπιτιών και χώρων κοινοτικής και θρησκευτικής δράσης. Για να επιτευχθούν αυτοί οι στόχοι, συνέδραμαν –όχι χωρίς προβλήματα- διεθνείς ανθρωπιστικοί οργανισμοί, όπως ο Jewish Material Claims Against Germany και η Joint Distribution Committee.
Ωστόσο, αυτή η «μηχανική της βοήθειας» συνδέεται πιο πολύ με τις γερμανικές αποζημιώσεις. Η άγονη αλληλεπίδραση με τη γερμανική γραφειοκρατία δημιούργησε έναν πάγιο κύκλο δίκαιων αιτημάτων που αν δεν ικανοποιούνταν θα προκαλούσαν βαριά πλήγματα στις εβραϊκές κοινότητες της Ελλάδας. Ο πατερναλιστικός τρόπος διαχείρισης των αιτημάτων και η πολύπλοκη, απρόσωπη γραφειοκρατία συνάντησαν την αντίδραση των κοινοτήτων, οι οποίες δεν αντιλαμβάνονταν αυτή την οικονομική βοήθεια ως «ελεημοσύνη» αλλά ως στοιχειώδη και απαραίτητη ανθρωπιστική βοήθεια, όπως γινόταν, και με μεγαλύτερα ποσά, σε άλλα κράτη της Ευρώπης.
Στο βιβλίο αυτό παρατίθεται η ιστορία της ανασυγκρότησης των Ελλήνων Εβραίων και το πολυετές μπρα-ντε-φερ με τους Γερμανούς γραφειοκράτες για να υποστηριχθεί το βασικό επιχείρημα ότι η ζωή απ’ την αρχή, το χτίσιμο των κοινοτήτων σε νέες βάσεις μετά την οριακή εμπειρία της Καταστροφής, η ανάκτηση των ελπίδων και της αισιοδοξίας, όλα αυτά προϋπέθεταν μια διαρκή αγωνία και έναν αγώνα που δεν είχε πάντοτε αυτονόητα αποτελέσματα.
Ξένη λογοτεχνία
Στην ασφυκτικά συντηρητική κοινωνία του 1920, τέσσερις εντελώς παράταιρες Αγγλίδες, παίρνουν την παράτολμη απόφαση να φύγουν μόνες τους διακοπές στην Ιταλία, αφήνοντας πίσω τους το σκοτεινό Λονδίνο και τη σκυθρωπή τους καθημερινότητα. Η κυρία Γουίλκινς, μια νεαρή νοικοκυρά που ζει δυστυχισμένη ζωή πλάι σε έναν άλλοτε γοητευτικό δικηγόρο, βρίσκει αναπάντεχο σύμμαχο στο πρόσωπο της θεοσεβέστατης κυρίας Άρμπάθνοτ, η οποία έχει αποστασιοποιηθεί από τον δικό της σύζυγο που κερδίζει τον επιούσιο γράφοντας άσεμνα, για τα δικά της γούστα, μυθιστορήματα. Οι δυο γυναίκες αποφασίζουν να νοικιάσουν μαζί ένα μεσαιωνικό κάστρο και να περάσουν τον Απρίλιο στα ηλιόλουστα ιταλικά παράλια, χωρίς τους συζύγους τους. Την αλλόκοτη τετράδα συμπληρώνουν η γηραιά κυρία Φίσερ, μια στριφνή μεγαλοαστή η οποία ζει με τις αναμνήσεις περασμένων μεγαλείων και η νεαρή καλλονή αριστοκράτισσα Λαίδη Καρολάιν Ντέστερ, που ψάχνει καταφύγιο μακριά από τους επίδοξους μνηστήρες.
Σε ένα πρώιμα επαναστατικό για τις φεμινιστικές του απόψεις μυθιστόρημα, η πολυδιαβασμένη Βρετανίδα συγγραφέας Ελίζαμπεθ φον Άρνιμ, καταρρίπτει όλα τα στερεότυπα της εποχής, καταδεικνύοντας τα αδιέξοδα της στενά πατριαρχικής, θρησκευτικής κοινωνίας, όπου άνδρες και γυναίκες φαίνονται να δυστυχούν εντός των προκαθορισμένων κοινωνικών τους ρόλων. Ο Μαγεμένος Απρίλης δεν είναι ένα γλυκανάλατο συναισθηματικό ρομάντζο – τον λογοτεχνικό του προπάτορα τον βρίσκει κανείς στο πρόσωπο λεπτοφυών ανατόμων των ψυχικών δεσμών όπως ο Μαριβώ. Η φον Άρνιμ στήνει ένα λεπταίσθητο μυθιστόρημα εντυπωσιακού βάθους κι εξαιρετικά σμιλεμένων χαρακτήρων για τη λυτρωτική και μεταμορφωτική δύναμη της αγάπης.
Ξένη λογοτεχνία
Ιστορία ενός έρωτα.
Το Γράμμα στη Ντ. είναι μια δημόσια επανόρθωση, μια ερωτική εξομολόγηση και μια προαναγγελία θανάτου. Η αρχή του είναι συγκλονιστική, το τέλος του αφόρητο.
Ο συγγραφέας, που αποκάλυψε ότι έγραψε αυτό το βιβλίο κλαίγοντας, προειδοποιεί ότι δεν θα παραστεί στην κηδεία της γυναίκας του – κι όχι επειδή θα κάτσει στο σπίτι. Δεν θα παραλάβει το βαζάκι με την τέφρα της. Θα φύγει μαζί της.
Επειδή το βρίσκει άδικο να πεθάνει εκείνη από μια αρρώστια που οι γιατροί θα μπορούσαν να έχουν προλάβει; Όχι. Επειδή είναι (ξανά) ερωτευμένος μαζί της και δεν μπορεί να ζήσει χωρίς αυτήν.
Στο μεγάλο κάδρο, ο λόγος στον χορό μέσα από δεκαπέντε πρόσωπα που έγραψαν ή εξακολουθούν να γράφουν την ίδια την ιστορία μιας τέχνης που διόλου τυχαία ονομάστηκε ως «η κατ’εξοχήν τέχνη του 20ού αιώνα». Και να που μετράμε ήδη τη δεύτερη δεκαετία του επόμενου, με τη γλώσσα του σώματος να αναδεικνύεται σε καταλύτη μεταξύ διαφορετικών μορφών καλλιτεχνικής έκφρασης γεφυρώνοντας σύνορα και αποστάσεις.
Στο μικρό κάδρο, ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα με κάποιους από τους πρωταγωνιστές αυτής της πολύχρωμης δημιουργικής περιπέτειας : Πίνα Μπάους, Μωρίς Μπεζάρ, Τρίσα Μπράουν, Λουσίντα Τσάιλντς, Μερς Κάνινγκχαμ, Γιάν Φαμπρ, Ουίλλιαμ Φόρσαϊθ, Αν Τερέζα ντε Κέρσμαεκερ, Γίρζι Κύλιαν, Μαγκύ Μαρέν, Ζοζέφ Νατζ, Οχάντ Ναχαρίν, Λόιντ Νιούσον, Ζουζού Νικολούδη, Δημήτρης Παπαϊωάννου.
Εκπροσωπώντας διαφορετικές γενιές, εθνικότητες, αισθητικές αντιλήψεις, έρχονται με τις εξερευνήσεις τους να προσφέρουν το υλικό αυτής της αφήγησης -πολύτιμα θραύσματα στη στροφή του αιώνα- μέσα από κείμενα που γράφτηκαν από το 1987 έως σήμερα. Διαστέλλοντας τον χρόνο, γιατί έτσι ξεχνάμε πως όσα γράφουμε τώρα είναι ήδη παρελθόν. Άλλωστε, The show must go on! Για τον χορό με αγάπη.
– «Από πού είστε»; Είναι η πιο συνηθισμένη ερώτηση που κάνουν οι Έλληνες στους ξένους επισκέπτες. Εκφράζει την ανάγκη να καταλάβεις από πού προέρχεται κάποιος, να τον τοποθετήσεις σε ένα τοπικό, χρονικό και κοινωνικό πλαίσιο. Και όμως, 4.000 περίπου Έλληνες δεν μπορούν να δώσουν μια ξεκάθαρη απάντηση: οι διεθνείς υιοθεσίες από την Ελλάδα προς τις ΗΠΑ (και αργότερα προς την Ολλανδία), από τη δεκαετία του 1950 και μετά, διατάραξαν την αίσθηση του ανήκειν. Οι υιοθετημένοι αυτοί και οι οικογένειές τους έχουν περάσει εβδομήντα χρόνια διερωτώμενοι για το τι ακριβώς συνέβη, ενώ συχνά αναζητούν εναγωνίως τις ρίζες τους σε μια ελληνική οικογένεια.
Ελπίζω ότι το βιβλίο προσφέρει απαντήσεις μέσα από τις δύσκολες πορείες που διένυσαν οι υιοθετημένοι στη διάρκεια της ζωής τους. Πορείες που, όλες μαζί, συνθέτουν ένα άγνωστο κεφάλαιο στην ιστορία της Ελλάδας και των Ηνωμένων Πολιτειών κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου.
Ξένη λογοτεχνία
Ο Στίνγκο, ένας άγουρος εικοσάχρονος του αμερικανικού Νότου, μας πηγαίνει πίσω στο καλοκαίρι του 1947, στην πανσιόν ενός χλοερού προάστιου του Μπρούκλυν. Εκεί γνωρίζει τον Νέηθαν, έναν φλογερό Εβραίο διανοούμενο, και τη Σόφι, όμορφη και εύθραυστη Πολωνή καθολική.
Ο Στίνγκο παρασύρεται προς τα ενδότερα της παθιασμένης και ολέθριας σχέσης τους εν είδει μάρτυρα, έμπιστου φίλου και ικέτη. Εντέλει, οδηγείται στον σκοτεινό πυρήνα του παρελθόντος της Σόφι: στις αναμνήσεις από την προπολεμική Πολωνία, το στρατόπεδο συγκέντρωσης και – στην ουσία του φοβερού μυστικού της – στην επιλογή της.
Ξένη λογοτεχνία
«Κοντό σαν το σχοινί του δήμιου και σχεδόν εξίσου καθηλωτικό… Δοκίμιο μεγάλης βαρύτητας και απήχησης. Ποτέ ο Styron δεν μεταχειρίστηκε τόσο αποτελεσματικά τόσο λιγοστά λόγια.» Newsweek
Το 1985 ο William Styron έφτασε στα όρια της αυτοκτονίας, θύμα της κατάθλιψης, της ασθένειας που οδήγησε στον θάνατο τον Πρίμο Λέβι, τον Έρνεστ Χέμινγουεϊ, τη Σύλβια Πλαθ, τη Βιρτζίνια Γουλφ, τον Τζακ Λόντον. Σχεδόν από θαύμα, κατόρθωσε να ξαναβρεί την ψυxική του υγεία και να καταγράψει το οδοιπορικό του ως πάσχοντος σε ένα κείμενο που πρωτοδημοσιεύτηκε το 1989 στο Vanity Fair. Τον αμέσως επόμενο χρόνο εκδόθηκε αυτοτελώς σε βιβλίο που εκθειάστηκε από τους κριτικούς και γνώρισε ενθουσιώδη υποδοχή από το κοινό.
Επιστήμες
Υπάρχει μια χώρα στην οποία οι άνθρωποι ζουν και εργάζονται μαζί με τα φυτά. Πρόκειται για έναν πολύχρωμο κόσμο όπου όλα τα ζιζάνια είναι χρήσιμα, τα δέντρα πάνσοφα και μέσα στους κήπους γιατρεύεται κάθε ανάγκη. Η χάρη που βασιλεύει στον τόπο αυτό ξορκίζει κάθε ασχήμια. Είναι παράξενο, αλλά τα παραπάνω βρίσκονται πολύ πιο κοντά απ’ όσο κανείς πιστεύει. Και τελικά δεν φαντάζει πράγμα δύσκολο το να φανερωθούν χειροπιαστά ενώπιόν μας. Οι εικόνες του βιβλίου που κρατάτε αποτελούν πύλες για να περάσετε τα σύνορα της Φυτοχώρας, ενώ τα κείμενα διαβάζονται σαν οδηγίες για το που θα ταξιδέψετε στην επικράτειά της.
Τους καρπούς που θα κόψετε και τα βότανα που θα μαζέψετε στις γεμάτες θαύματα εκτάσεις της, μπορείτε γυρίζοντας να τους κρατήσετε για πάντα. Σαν σκέψεις ευοίωνες μέσα στο νου και σαν χαρμόσυνες σπίθες στην καρδιά σας. Ή ακόμα, σαν φιντάνια σε μια γλάστρα.