Βλέπετε 1–12 από 13 αποτελέσματα

Ελληνική λογοτεχνία

Φυγόδικος δεν ήμουν

Ισμήνη Καρυωτάκη

14.00

Ποταμόπλοια / 40

Στην κεντρική πλατεία μιας πόλης στη Βόρειο Ελλάδα το σμιλευμένο άγαλμα της Αυτής Μεγαλειότητας της Βασίλισσας των Ελλήνων έχει καθαιρεθεί. Στο ίδιο σημείο –στην διαφημιστική πινακίδα του πρώτου κινηματογράφου της πόλης– ποζάρει γυμνή η Ζωή Λάσκαρη. Το έργο που παίζεται είναι ο ‘’Ο Κατήφορος’’. Αυτή ακριβώς η ιστορική και χρονική συγκυρία τυλίγει σα νήμα τη ζωή και το πεπρωμένο των ηρώων στο Φυγόδικος δεν ήμουν.

Η πόλη βρίσκεται στο Βορρά. Το σπίτι είναι πέτρινο: ριζωμένο στη γη. Οι ένοικοι πολλοί: ριζωμένοι στις εμμονές τους. Η δάφνη τετράψηλη: ριζωμένη στον κήπο. Η νύχτα είναι μία και είναι του Αυγούστου. Οι επισκέπτες είναι δύο: άντρας και γυναίκα. Εραστές. Ο άντρας είναι φυγάς. Η γυναίκα τον έφερε εδώ. Η πόλη, το σπίτι, οι ένοικοι του είναι άγνωστοι. Κανείς δεν τον περιμένει, κανείς δεν τον γνωρίζει, κάθε αγκωνάρι τον καταδιώκει, κάθε ένοικος είναι γι’ αυτόν πυρακτωμένο σίδερο. Η νύχτα είναι μία και είναι του Αυγούστου. Και η γυναίκα είναι κλειδωμένη στο δωμάτιο της. Θα βγει να χτυπήσει την πόρτα του μέσα στη νύχτα; Κάποιος από τους δυο τους πρέπει πάση θυσία να μιλήσει πρώτος στον άλλον. Αν όχι, η μεταξύ τους σχέση θα σκάσει σαν πυριτιδαποθήκη. Ξημερώνει. Ο ήλιος είναι ολοκαίνουργιος, τα σύννεφα τρέχουν και οι δρόμοι ξετυλίγονται. Το αρχοντικό –χάρη στο ανέφικτο της λήθης;– ξεθάβει μυστικά, αποκαλύπτει λάθη, συγκαλυμμένες ρήξεις, ακλόνητες πεποιθήσεις, βγάζει στο φως μεγάλα λάθη, εύκολα λησμονημένα. Το αρχοντικό κοιτάζει ενοίκους και επισκέπτες στα μάτια, περιμένοντας την αντίδραση τους: Θα συμφιλιωθούν ή θα παραμείνουν ξένοι;

Μαρί Ντουτρεπόν

14.00

Η νεαρή δικηγόρος από το Βέλγιο μεταβαίνει εθελοντικά στη Μόρια ανταποκρινόμενη στο Συμβούλιο των Ευρωπαϊκών Δικηγορικών Συλλόγων που ζητά δικηγόρους. Τα σύνορα της Ευρώπης έχουν πια κλείσει και χιλιάδες πρόσφυγες εγκλωβίζονται στα hotspots, περιμένοντας να γίνει η διαλογή τους σε παράτυπους ή μη. Η Ντουτρεμόν αρχίζει να γράφει καθημερινά στους δικούς της ένα γράμμα, όπου μιλάει για τη δουλειά της εκεί, τις συναντήσεις και τα συναισθήματά της. Η δουλειά της την φέρνει αναγκαστικά πολύ κοντά στις ιστορίες των ανθρώπων που έρχονται να τη συμβουλευτούν, ο πόνος τους φτάνει σ’ αυτήν αδιαμεσολάβητος, καθώς πρέπει να τους βοηθήσει να προετοιμάσουν τη συνέντευξή τους για το άσυλο, να πείσουν τις αρχές ότι έχουν στ’ αλήθεια βασανιστεί, βιαστεί, κακοποιηθεί. Περιγράφει τον αγώνα αυτών των ανθρώπων που αφού έχουν επιζήσει από τραυματικές εμπειρίες και από ένα επικίνδυνο ταξίδι, περνούν καινούργια οδύσσεια περιμένοντας επ’ αόριστον στο πουθενά και προσπαθώντας να τα βγάλουν πέρα με τη γραφειοκρατία, την κούραση ή και αδιαφορία των υπαλλήλων και των γιατρών, την ίδια τους την απελπισία. Μιλάει για την αντίθεση ανάμεσα στον ζόφο του καταυλισμού και την παραδεισένια, ανοιξιάτικη Λέσβο απ’ έξω, αλλά και για τη χαρά της ζωής που ξεπροβάλλει αναπάντεχα μέσα στον καταυλισμό, κυρίως με το γέλιο και το παιχνίδι των παιδιών ή τη γεμάτη πείσμα λαχτάρα για ζωή των εφήβων.

 

Βιογραφία - Μαρτυρίες

Αλέξανδρος Νικολούδης 1874-1944

Αμαλία Κωτσάκη

65.00

Παρότι η εποχή του Μεσοπολέμου αποτελεί ίσως την προσφιλέστερη περίοδο μελέτης για την ελληνική  αρχιτεκτονική ιστοριογραφία, το έργο του Αλέξανδρου Νικολούδη, ενός από τους πρωταγωνιστές της νεοελληνικής αρχιτεκτονικής των ετών 1900-1940 παρέμενε άγνωστο. Το βιβλίο της Αμαλίας Κωτσάκη, δρ αρχιτέκτονος και επίκουρης καθηγήτριας στην Αρχιτεκτονική Σχολή του Πολυτεχνείου Κρήτης καλύπτει αυτό ακριβώς το κενό συνεισφέροντας  στην έρευνα την μονογραφία του αρχιτέκτονα.

Ο Αλέξανδρος Νικολούδης (1874-1944) με λαμπρές σπουδές στην παρισινή École des Beaux-Arts συνδυάζει στο πρόσωπό του τέσσερις ρόλους, άρρηκτα συνδεδεμένους με την εξουσία, του ελεύθερου επαγγελματία, του καθηγητή (υπήρξε ιδρυτικό στέλεχος και πρώτος καθηγητής της Αρχιτεκτονικής Σχολής ΕΜΠ), του επιχειρηματία και του συμβούλου του κράτους. Με δεδομένη την επιλογή του από τον Ελευθέριο Βενιζέλο ως αρχιτέκτονα κατάλληλου να εκφράσει το όραμά του για αστικό εκσυγχρονισμό στο πεδίο της αρχιτεκτονικής και της πολεοδομίας, η πολιτική διάσταση της αρχιτεκτονικής του Νικολούδη αποτέλεσε το πρίσμα θέασης του ερευνητικού υλικού, ενώ η αναζήτηση των ευρωπαϊκών προτύπων στην αρχιτεκτονική του αποτελεί μία από τις κύριες ερμηνευτικές παραμέτρους.

Το ογκώδες έργο του εξέφρασε με επιτυχή τρόπο τις απαιτήσεις μις ανερχόμενης αστικής τάξης στην Ελλάδα και περιλαμβάνει ανάμεσα σε άλλα κτήρια ορόσημα στην πόλη των Αθηνών, όπως η Φοιτητική Λέσχη (Ακαδημίας και Ιπποκράτους), η Στρατιωτική Λέσχη, μεγάλο αριθμό κατοικιών (Μέγαρο Λιβιεράτου, Πατησίων και Ηπείρου, Μέγαρο Καραπάνου, Ηροδότου και Αλωπεκής), το Μέγαρο Βάτη στον Πειραιά, αλλά και πολεοδομικά σχέδια όπως το Πολεοδομικό σχέδιο του Ψυχικού μαζί με ικανό αριθμό επαύλεων (Δ.Διαμαντίδη, Ανδρ.Μιχαλακόπουλου κα), τη διαμόρφωση του Ιπποδρόμου στο Φάληρο, το Ηρώο Μεσολογγίου κ.α. Η στέγαση της Δικαιοσύνης απασχόλησε ιδιαίτερα τον Νικολούδη σε όλη τη διάρκεια της σταδιοδρομίας του και αποτελεί τον σημαντικότερο τομέα σύγκλισης με την βενιζελική πολιτική και σκέψη στο κρίσιμο θέμα του Κράτους Δικαίου. Παρουσιάζεται το σύνολο των Δικαστικών Μεγάρων καθώς και των σωφρονιστικών καταστημάτων τα οποία σχεδίασε ο αρχιτέκτων για την ελληνική πρωτεύουσα ως συμμετοχές σε διεθνείς αρχιτεκτονικούς διαγωνισμούς.

Το βιβλίο παρουσιάζει πλούσιο πρωτογενές και δυσπρόσιτο ερευνητικό υλικό προερχόμενο από 48 αρχεία στην Ελλάδα και Γαλλία και ακολουθώντας μια  πρωτότυπη ερμηνευτική μέθοδο στη διαγώνιο διαφόρων επιστημονικών κατευθύνσεων, συμβάλλει στην προσπάθεια να φωτιστεί η  πορεία που ακολούθησε η αστική και επίσημη αρχιτεκτονική της πρωτεύουσας το πρώτο ήμισυ του 20ού αιώνα.

Ξένη λογοτεχνία

Θησέας, μια δεύτερη ζωή

Τολεντό Ντε Καμίγ

24.00

Ποιος φονεύει τον άνθρωπο που αυτοκτονεί; Με αυτό το ερώτημα, παρμένο από αστυνομικό μυθιστόρημα, ο Camille de Toledo ανατέμνει την ταραγμένη ιστορία του 20ού αιώνα, αφού πρώτα αναγνωρίσει στην σωματική του κατάρρευση τις απώτατες συνέπειες μιας συστηματικής αποσιώπησης. Η απόπειρα εξεύρεσης λυτρωτικής απάντησης, τον  φέρνει αντιμέτωπο με το σύγχρονο πρόσωπο του Μινώταυρου, του τέρατος της Ιστορίας που επανεμφανίζεται κάθε τόσο για να μας γονατίσει. Με ποιο τρόπο τα χρόνια της οικονομικής άνθισης, της χρυσής εποχής της βιομηχανίας, της ανοικοδόμησης μετά την ήττα της Γερμανίας το 1945, επικάλυψαν τους φόβους και τις αγωνίες από τα χρόνια του πολέμου; Τι μένει κρυμμένο μέσα στα σώματα από τα χρόνια τραύματα; Γιατί με την πρώτη πετρελαϊκή κρίση του 1973 αναδύθηκαν όλες οι αδυναμίες του παρελθόντος; Υπερβαίνοντας τα όρια της απλής αυτοβιογραφίας, ο συγγραφέας συνομιλεί με ένα μεταμοντέρνο alter ego, έναν σύγχρονο Θησέα του 21ου αιώνα, ο οποίος αναζητάει μια βιώσιμη λύση στο σύγχρονο υπαρξιακό αδιέξοδο.

Άννα-Μαρία Δρουμπούκη

14.40

Μετά το τέλος του Β´ Παγκοσμίου Πολέμου οι εβραϊκές κοινότητες στην Ελλάδα ήρθαν αντιμέτωπες με τεράστιες δυσκολίες. Δεν ήταν μόνο το τραύμα που άφησε η Καταστροφή και οι αμέτρητες ανθρώπινες απώλειες τις οποίες έπρεπε να διαχειριστούν όσοι επέζησαν και οι οικογένειές τους. Υπήρχε ανάγκη για τη δημιουργία νέων υποδομών για όσους επέστρεφαν από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, ενώ ήταν επιτακτική η εύρεση σπιτιών και χώρων κοινοτικής και θρησκευτικής δράσης. Για να επιτευχθούν αυτοί οι στόχοι, συνέδραμαν –όχι χωρίς προβλήματα- διεθνείς ανθρωπιστικοί οργανισμοί, όπως ο Jewish Material Claims Against Germany και η Joint Distribution Committee.

Ωστόσο, αυτή η «μηχανική της βοήθειας» συνδέεται πιο πολύ με τις γερμανικές αποζημιώσεις. Η άγονη αλληλεπίδραση με τη γερμανική γραφειοκρατία δημιούργησε έναν πάγιο κύκλο δίκαιων αιτημάτων που αν δεν ικανοποιούνταν θα προκαλούσαν βαριά πλήγματα στις εβραϊκές κοινότητες της Ελλάδας. Ο πατερναλιστικός τρόπος διαχείρισης των αιτημάτων και η πολύπλοκη, απρόσωπη γραφειοκρατία συνάντησαν την αντίδραση των κοινοτήτων, οι οποίες δεν αντιλαμβάνονταν αυτή την οικονομική βοήθεια ως «ελεημοσύνη» αλλά ως στοιχειώδη και απαραίτητη ανθρωπιστική βοήθεια, όπως γινόταν, και με μεγαλύτερα ποσά, σε άλλα κράτη της Ευρώπης.

Στο βιβλίο αυτό παρατίθεται η ιστορία της ανασυγκρότησης των Ελλήνων Εβραίων και το πολυετές μπρα-ντε-φερ με τους Γερμανούς γραφειοκράτες για να υποστηριχθεί το βασικό επιχείρημα ότι η ζωή απ’ την αρχή, το χτίσιμο των κοινοτήτων σε νέες βάσεις μετά την οριακή εμπειρία της Καταστροφής, η ανάκτηση των ελπίδων και της αισιοδοξίας, όλα αυτά προϋπέθεταν μια διαρκή αγωνία και έναν αγώνα που δεν είχε πάντοτε αυτονόητα αποτελέσματα.

Ξένη λογοτεχνία

Μαγεμένος Απρίλης

Ελίζαμπεθ φον Άρνιμ

19.80

Στην ασφυκτικά συντηρητική κοινωνία του 1920, τέσσερις εντελώς παράταιρες Αγγλίδες, παίρνουν την παράτολμη απόφαση να φύγουν μόνες τους διακοπές στην Ιταλία, αφήνοντας πίσω τους το σκοτεινό Λονδίνο και τη σκυθρωπή τους καθημερινότητα. Η κυρία Γουίλκινς, μια νεαρή νοικοκυρά που ζει δυστυχισμένη ζωή πλάι σε έναν άλλοτε γοητευτικό δικηγόρο, βρίσκει αναπάντεχο σύμμαχο στο πρόσωπο της θεοσεβέστατης κυρίας Άρμπάθνοτ, η οποία έχει αποστασιοποιηθεί από τον δικό της σύζυγο που κερδίζει τον επιούσιο γράφοντας άσεμνα, για τα δικά της γούστα, μυθιστορήματα. Οι δυο γυναίκες αποφασίζουν να νοικιάσουν μαζί ένα μεσαιωνικό κάστρο και να περάσουν τον Απρίλιο στα ηλιόλουστα ιταλικά παράλια, χωρίς τους συζύγους τους. Την αλλόκοτη τετράδα συμπληρώνουν η γηραιά κυρία Φίσερ, μια στριφνή μεγαλοαστή η οποία ζει με τις αναμνήσεις περασμένων μεγαλείων και η νεαρή καλλονή αριστοκράτισσα Λαίδη Καρολάιν Ντέστερ, που ψάχνει καταφύγιο μακριά από τους επίδοξους μνηστήρες.

Σε ένα πρώιμα επαναστατικό για τις φεμινιστικές του απόψεις μυθιστόρημα, η πολυδιαβασμένη Βρετανίδα συγγραφέας Ελίζαμπεθ φον Άρνιμ, καταρρίπτει όλα τα στερεότυπα της εποχής, καταδεικνύοντας τα αδιέξοδα της στενά πατριαρχικής, θρησκευτικής κοινωνίας, όπου άνδρες και γυναίκες φαίνονται να δυστυχούν εντός των προκαθορισμένων κοινωνικών τους ρόλων. Ο Μαγεμένος Απρίλης δεν είναι ένα γλυκανάλατο συναισθηματικό ρομάντζο – τον λογοτεχνικό του προπάτορα τον βρίσκει κανείς στο πρόσωπο λεπτοφυών ανατόμων των ψυχικών δεσμών όπως ο Μαριβώ. Η φον Άρνιμ στήνει ένα λεπταίσθητο μυθιστόρημα εντυπωσιακού βάθους κι εξαιρετικά σμιλεμένων χαρακτήρων για τη λυτρωτική και μεταμορφωτική δύναμη της αγάπης.

Μισέλ Γουίνοκ

14.40

Ο διάσημος Γάλλος ιστορικός Michel Winock σκιαγραφεί το πορτρέτο του μεγάλου πολιτικού ανδρός που έστησε δύο φορές τη Γαλλία ξανά στα πόδια της. Το 1940 μετά την γαλλική πανωλεθρία, και το 1958 στη θύελλα του αδιέξοδου πολέμου της Αλγερίας. Ο Ντε Γκωλ υπήρξε ο μόνος σχεδόν που δεν έπαψε ποτέ να πιστεύει πως η ελεύθερη Γαλλία ήταν ζήτημα αποφασιστικότητας, πολιτικής και ήθους, τα οποία ενσάρκωσε όπως κανείς άλλος, ακολουθώντας τον δρόμο που είχε ανοίξει η γαλλική Αντίσταση, μιας εξουσίας ριζωμένης στην λαϊκή βούληση.

Ο Winock εξετάζει διεξοδικά τις δύο αυτές κομβικές ιστορικές στιγμές όπου η Γαλλία χρειάστηκε να επανεφεύρει τον εαυτό της, σκιαγραφώντας μέσα από τα γεγονότα το προτρέτο του μεγάλου Γάλλου πολιτικού, χωρίς ποτέ να εκπίπτει στην αγιογραφία.

Ξένη λογοτεχνία

Γράμμα στη Ντ.

Γκορζ Αντρέ

11.25

Ιστορία ενός έρωτα.

Το Γράμμα στη Ντ. είναι μια δημόσια επανόρθωση, μια ερωτική εξομολόγηση και μια προαναγγελία θανάτου. Η αρχή του είναι συγκλονιστική, το τέλος του αφό­ρητο.

Ο συγγραφέας, που αποκάλυψε ότι έγραψε αυτό το βιβλίο κλαίγοντας, προειδοποιεί ότι δεν θα παρα­στεί στην κηδεία της γυναίκας του – κι όχι επειδή θα κάτσει στο σπίτι. Δεν θα παραλάβει το βαζάκι με την τέφρα της. Θα φύγει μαζί της.

Επειδή το βρίσκει άδικο να πεθάνει εκείνη από μια αρρώστια που οι για­τροί θα μπορούσαν να έχουν προλάβει; Όχι. Επειδή είναι (ξανά) ερωτευμένος μαζί της και δεν μπορεί να ζήσει χωρίς αυτήν.

Κλημεντίνη Βουνελάκη

13.58

Στο μεγάλο κάδρο, ο λόγος στον χορό μέσα από δεκαπέντε πρόσωπα που έγραψαν ή εξακολουθούν να γράφουν την ίδια την ιστορία μιας τέχνης που διόλου τυχαία ονομάστηκε ως «η κατ’εξοχήν τέχνη του 20ού αιώνα». Και να που μετράμε ήδη τη δεύτερη δεκαετία του επόμενου, με τη γλώσσα του σώματος να αναδεικνύεται σε καταλύτη μεταξύ διαφορετικών μορφών καλλιτεχνικής έκφρασης γεφυρώνοντας σύνορα και αποστάσεις.

Στο μικρό κάδρο, ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα με κάποιους από τους πρωταγωνιστές αυτής της πολύχρωμης δημιουργικής περιπέτειας : Πίνα Μπάους, Μωρίς Μπεζάρ, Τρίσα Μπράουν, Λουσίντα Τσάιλντς, Μερς Κάνινγκχαμ, Γιάν Φαμπρ, Ουίλλιαμ Φόρσαϊθ, Αν Τερέζα ντε Κέρσμαεκερ, Γίρζι Κύλιαν, Μαγκύ Μαρέν, Ζοζέφ Νατζ, Οχάντ Ναχαρίν, Λόιντ Νιούσον, Ζουζού Νικολούδη, Δημήτρης Παπαϊωάννου.

Εκπροσωπώντας διαφορετικές γενιές, εθνικότητες, αισθητικές αντιλήψεις, έρχονται με τις εξερευνήσεις τους να προσφέρουν το υλικό αυτής της αφήγησης -πολύτιμα θραύσματα στη στροφή του αιώνα- μέσα από κείμενα που γράφτηκαν από το 1987 έως σήμερα. Διαστέλλοντας τον χρόνο, γιατί έτσι ξεχνάμε πως όσα γράφουμε τώρα είναι ήδη παρελθόν. Άλλωστε, The show must go on! Για τον χορό με αγάπη.

Γοντα Φαν Στιν

25.20

– «Από πού είστε»; Είναι η πιο συνηθισμένη ερώτηση που κάνουν οι Έλληνες στους ξένους επισκέπτες. Εκφράζει την ανάγκη να καταλάβεις από πού προέρχεται κάποιος, να τον τοποθετήσεις σε ένα τοπικό,  χρονικό και κοινωνικό πλαίσιο. Και όμως, 4.000 περίπου Έλληνες δεν μπορούν να δώσουν μια ξεκάθαρη απάντηση: οι διεθνείς υιοθεσίες από την Ελλάδα προς τις ΗΠΑ (και αργότερα προς την Ολλανδία), από τη δεκαετία του 1950 και μετά, διατάραξαν την αίσθηση του ανήκειν. Οι υιοθετημένοι αυτοί και οι οικογένειές τους έχουν περάσει εβδομήντα χρόνια διερωτώμενοι για το τι ακριβώς συνέβη, ενώ συχνά αναζητούν εναγωνίως  τις ρίζες τους σε μια ελληνική οικογένεια.

Ελπίζω ότι  το βιβλίο προσφέρει απαντήσεις μέσα από τις δύσκολες πορείες που διένυσαν οι υιοθετημένοι στη διάρκεια της ζωής τους. Πορείες που, όλες μαζί, συνθέτουν ένα άγνωστο κεφάλαιο στην ιστορία της Ελλάδας και των Ηνωμένων Πολιτειών κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου.

Ξένη λογοτεχνία

Η επιλογή της Σόφι

Ουίλλιαμ Στάυρον

23.45

Ο Στίνγκο, ένας άγουρος εικοσάχρονος του αμερικανικού Νότου, μας πηγαίνει πίσω στο καλοκαίρι του 1947, στην πανσιόν ενός χλοερού προάστιου του Μπρούκλυν. Εκεί γνωρίζει τον Νέηθαν, έναν φλογερό Εβραίο διανοούμενο, και τη Σόφι, όμορφη και εύθραυστη Πολωνή καθολική.

Ο Στίνγκο παρασύρεται προς τα ενδότερα της παθιασμένης και ολέθριας σχέσης τους εν είδει μάρτυρα, έμπιστου φίλου και ικέτη. Εντέλει, οδηγείται στον σκοτεινό πυρήνα του παρελθόντος της Σόφι: στις αναμνήσεις από την προπολεμική Πολωνία, το στρατόπεδο συγκέντρωσης και – στην ουσία του φοβερού μυστικού της – στην επιλογή της.

 

Ξένη λογοτεχνία

Θέα στο σκοτάδι

Ουίλλιαμ Στάυρον

11.25

«Κοντό σαν το σχοινί του δήμιου και σχεδόν εξίσου καθηλωτικό… Δοκίμιο μεγάλης βαρύτητας και απήχησης. Ποτέ ο Styron δεν μεταχειρίστηκε τόσο αποτελεσματικά τόσο λιγοστά λόγια.» Newsweek

Το 1985 ο William Styron έφτασε στα όρια της αυτοκτονίας, θύμα της κατάθλιψης, της ασθένειας που οδήγησε στον θάνατο τον Πρίμο Λέβι, τον Έρνεστ Χέμινγουεϊ, τη Σύλβια Πλαθ, τη Βιρτζίνια Γουλφ, τον Τζακ Λόντον. Σχεδόν από θαύμα, κατόρθωσε να ξαναβρεί την ψυxική του υγεία και να καταγράψει το οδοιπορικό του ως πάσχοντος σε ένα κείμενο που πρωτοδημοσιεύτηκε το 1989 στο Vanity Fair. Τον αμέσως επόμενο χρόνο εκδόθηκε αυτοτελώς σε βιβλίο που εκθειάστηκε από τους κριτικούς και γνώρισε ενθουσιώδη υποδοχή από το κοινό.