Βλέπετε 1–12 από 23 αποτελέσματα

Ξένη λογοτεχνία

Άνθρωπος σε πτώση

Ντον Ντελίλο

19.27

Ένα συγκλονιστικό μυθιστόρημα για το γεγονός που σημάδεψε την Αμερική και συντάραξε ολόκληρη την υφήλιο στις αρχές του 21ου αιώνα. Από τις πρώτες του σελίδες, βγαλμένες κυριολεκτικά μέσα από τον καπνό και τη στάχτη των φλεγόμενων πύργων, επιχειρεί να ιχνηλατήσει την επόμενη ημέρα μέσα από την προσωπική ζωή των ηρώων. Του Κηθ, που βγαίνει από τα συντρίμμια σε μια ζωή που ποτέ δεν διανοήθηκε ότι θα ήταν η δική του. Της Λιάν, της αποξενωμένης γυναίκας του, στοιχειωμένης από τις αναμνήσεις, που προσπαθεί να συμφιλιώσει δύο πλευρές του ίδιου δυσνόητου χαρακτήρα. Και του μικρού τους γιου Τζάστιν, που στέκει στο παράθυρο ατενίζοντας τον ουρανό κι αναζητώντας σε αυτόν και άλλα αεροπλάνα. Ζωές που ορίζονται από την απώλεια, την οδύνη και τη γιγαντιαία δύναμη της ιστορίας.

Δημήτρης Φύσσας

14.00

Μπαίνοντας σε μια μεγάλη ομάδα ημιπεριθωριακών νυχτερινών τύπων, που για άγνωστους λόγους αυτοαποκαλούνται “Σαρίπολοι”, ο άστεγος και άθυμος Στέλιος Μέσκουλας (πρωταγωνιστής του μυθιστορήματος, Η Νιλουφέρ στα χρόνια της κρίσης) αποκτά, πρόσκαιρα, νέο ενδιαφέρον για τη ζωή. Ως αφηγητής τούς σκιαγραφεί όλους, ανάμεσά τους και τον συγγραφέα τού ανά χείρας βιβλίου και πολλούς ήρωες από προηγούμενά του.

Στην τετράχρονης διάρκειας πλοκή ενσωματώνονται αυτοσχόλια του αφηγητή, θεατρικά μονόπρακτα, λίστες, “ένθετα” σχετικά με κομμωτήρια, γλωσσικές αντιλήψεις, σεξουαλικές πρακτικές, μουσική, κουκλάκια κλπ, μια μυστική αποστολή στη Λατινική Αμερική, όπως και το ολοένα επανερχόμενο ερώτημα: “Τι είναι πιο σημαντικό στη ζωή, η Τέχνη ή οι γυναικείοι κώλοι;”

Όμως, την ώρα που όλος ο πλανήτης ετοιμάζεται να δει τον τελικό του Μουντιάλ 2018 και η Αττική κλαίει μια εκατόμβη νεκρών από μια ξαφνική μεγάλη πυρκαγιά στο Μάτι, ο Μέσκουλας αποσύρεται στις παρατημένες παράγκες κάποιας ξεχασμένης μαγνησιακής παραλίας, με σκοπό να πεθάνει από ασιτία.

Εκεί βρίσκει την απάντηση στο ερώτημά του, όμως είναι αμφίβολο αν θα τον ωφελήσει. Μια ευφάνταστη και αντισυμβατική αφήγηση, μακριά από πολιτική ορθότητα και σοβαρότητα, στα όρια του σουρεαλισμού.

Πέτερ Χάντκε

14.00

Η πόρτα άνοιγε με κέρμα του ενός σελινιού, κι όταν την κλείδωσα πίσω μου, ένιωσα πρώτα-πρώτα μια κάποια θαλπωρή ή το συναίσθημα πως ήμουν σε καλά χέρια. Ξάπλωσα χωρίς να το πολυσκεφτώ πάνω στα πλακάκια του δαπέδου, βάζοντας το σακίδιο για προσκέφαλο. Ο καμπινές ήταν βέβαια τόσο μικρός, ώστε ούτε κατά διάνοια δεν μπορούσε κανείς να τεντωθεί, οπότε λοιπόν κι εγώ κουλουριάστηκα εν είδει ημικυκλίου γύρω από τη λεκάνη, με το κεφάλι ακουμπισμένο στον πίσω τοίχο. Το φως σ’ αυτό το μάλλον ευρύχωρο δημόσιο αφοδευτήριο, πολύ ζωηρό, κατάλευκο, έμενε αναμμένο όλη τη νύχτα κι έφτανε ελάχιστα μόνο χαμηλωμένο στον καμπινέ, που ήταν ανοιχτός από πάνω αλλά, στο φάρδος παιδικού ποδιού, και από κάτω. Σκεπασμένος με μερικά ρούχα από το σακίδιο προσπάθησα να διαβάσω, τους «Μπούντενμπροκ» του Τόμας Μαν, που μάλλον με ξένιζαν για καιρό, αλλά ξαφνικά την προηγουμένη στο Ραντεντχάιν με είχαν συνεπάρει και ενθουσιάσει, εκεί στο τέλος όταν έρχεται η έσχατη ώρα και ο ετοιμοθάνατος αρχίζει να διαλογίζεται την τελευτή με εντελώς ανάλαφρο τρόπο.

Το πιο απροσδόκητο από τα πέντε «δοκίμια» του νομπελίστα Πέτερ Χάντκε έχει ως αντικείμενο το «μέρος», και μάλιστα σε όλες τις εκδοχές του, από τον απόπατο στο αγροτόσπιτο του παππού μέχρι τα περίτεχνα αποχωρητήρια των ιαπωνικών ναών. Ποιος θα περίμενε ότι αυτός ο δεξιοτέχνης της εσωτερικότητας θα έστρεφε κάποτε την προσοχή στο πιο αποσιωπημένο και ανάδελφο αναχωρητήριο της καθημερινής ζωής; Στο αφήγημα αυτό του Αυστριακού συγγραφέα το θέμα δεν είναι βέβαια τα τεκταινόμενα στην τουαλέτα, αλλά η ανατομία της στιγμιαίας αναχώρησης από τη φορτική πολυκοσμία και λογοδιάρροια των ανθρώπων που σου κόβει μερικές φορές τη λαλιά. Υπ’ αυτό το πρίσμα το κάθε αποχωρητήριο γίνεται μια μικρή ουτοπία, προσωρινό καταφύγιο από την τύρβη. Δεν πρόκειται για άρνηση του κόσμου, αλλά για μια συνειδησιακή ανάπαυλα πριν επανέλθει κανείς με νέα ευγλωττία σ’ αυτόν ακριβώς τον αναπόφευκτο κόσμο. Ο Πέτερ Χάντκε γεννήθηκε το 1942 στην Καρινθία της Αυστρίας. Η μητέρα του ήταν σλοβενικής καταγωγής και ο πατέρας του Γερμανός στρατιώτης. Σπούδασε νομικά στο Γκρατς, αλλά διέκοψε τις σπουδές του το 1966, όταν δημοσίευσε το πρώτο του μυθιστόρημα με τίτλο Σφήκες. Την ίδια χρονιά ανέβηκε στη Φρανκφούρτη σε σκηνοθεσία Κλάους Πάιμαν το θρυλικό θεατρικό του Βρίζοντας το κοινό. Χαλκέντερος συγγραφέας, ο Χάντκε δημοσίευσε έκτοτε δεκάδες μυθιστορήματα, νουβέλες και θεατρικά έργα και θεωρείται πια ένας από τους κλασικούς μοντέρνους του 20ού αιώνα. Μετέφρασε επίσης ξένους συγγραφείς στα γερμανικά, μεταξύ άλλων τραγωδίες του Αισχύλου, του Σοφοκλή και του Ευριπίδη. Έχει τιμηθεί με πολλά διεθνή βραβεία. Το 2019 του απονεμήθηκε το Νόμπελ Λογοτεχνίας. Από την Εστία, σε μετάφραση Σπύρου Μοσκόβου, κυκλοφορούν η νουβέλα Η μεγάλη πτώση, Η ανέμελη δυστυχία, Η δεύτερη μάχαιρα και το Δοκίμιο για το αποχωρητήριο, Θα ακολουθήσουν τα: Περί κοπώσεως και Περί επιτυχημένης μέρας.

 

Ελληνική λογοτεχνία

Του Θεού το μάτι

Γιάννης Μακριδάκης

12.37

ΛΙΓΑΚΙ ΠΑΡΑΚΕΙ ΠΑΝΕ, ΑΠΑΝΩ ΣΤΑ ΞΙΝΑ ΚΑΘΟΥΝΤΑΙ ΚΑΙ ΜΑΣ ΛΟΞΟΚΟΙΤΑΖΟΥΝΕ. Εγώ που τους ξέρω, τους αντιλαμβάνομαι. Νιώθω το μάτι τους όση ώρα τρωγοπίνω και είναι καρφωμένο απάνω μου. Οι μουσαφιραίοι όμως δεν νιώθουνε τίποτα, Διομήδη. Σου λέει, εξοχή είναι, πουλιά έχει. Πού να ξέρανε πως τα πουλιά μάς παρακολουθούνε και πως λένε, άντε να ξεκουμπιστείτε, να πάμε κι εμείς στο σπίτι μας. Μόνο το Λούγαρο, που είναι σπουδαγμένος απάνω σ` αυτά, ξέρει πως τα πουλιά μάς παρακολουθούνε ανελλιπώς. Και πως μας μιλούνε κιόλας. Αυτό το πιστεύει κι ο Κότσυφας βέβαια, όπως σου `πα, αλλά αυτός δεν πιάνεται διότι μπορεί να το λέει έτσι, μέσα από την παλαβωμάρα του. Ξέρεις, αυτοί οι ιδεολόγοι έχουνε όλο κάτι τέτοιες θεωρίες, αλλά ανάθεμα κι άμα πιστεύουνε στο βάθος βάθος τίποτα. Μόνο για τη μόστρα μού φαίνεται πως τα λένε. Για να κάνουνε τους εξωτικούς και να τραβούνε το ενδιαφέρον των γυναικών. Καλή ώρα σαν τη δικιά μου. Τέλος πάντων. Αυτά όμως που σου λέω ισχύουνε, Διομήδη. Είναι πράματα που τα `χουνε μελετημένα οι επιστήμονες. Έχουνε κάμει πειράματα κι έχουνε βγάλει αποφθέγματα. Ένα πουλάκι μού το μαρτύρησε, έτσι μας έλεγε η μάνα μας σαν ήμαστε μικροί και κάναμε καμιά ζημιά. Διότι όλα τα ξέρουνε τα πουλιά. Τα πουλιά είναι του θεού το μάτι από πάνω μας, Διομήδη. Είναι η συνείδησή μας τα πουλιά.

Καθώς το κατασκευάζει, ο Πεπόνας αφηγείται στο σκιάχτρο του την πολυκύμαντη ζωή του, που τώρα πια, μετά τη σύνταξη, ολοκληρώνεται στο κτηματάκι του. Στην αφήγησή του παρελαύνουν αλλόκοτοι άνθρωποι με ονόματα ζώων ή φυτών, πουλιά και διάφορα άλλα ζωντανά με ονόματα ανθρώπινα, αλλά και ψυχωμένα άψυχα, σαν τον Διομήδη το σκιάχτρο. Η γενεαλογία της φύσης και η γενεαλογία των ανθρώπων συναντιούνται παντού, εκτός από την πολιτική και την κρίση. Οι πληγές του σύγχρονου κόσμου διατρέχουν το σύμπαν της νουβέλας. Ένα σύμπαν που παίρνει φωνή, αρθρώνεται και απευθύνεται σε πρώτο πρόσωπο στον καθρέφτη του.

Μίλαν Κούντερα

16.00

Ο δικός μου κόσμος δεν είναι ο κόσμος των θεωριών. Οι σκέψεις αυτές είναι σκέψεις ενός πρακτικού. Το έργο κάθε μυθιστοριογράφου περιλαμβάνει μια εγγενή αντίληψη της ιστορίας του μυθιστορήματος, μια ιδέα για το τι εστί μυθιστόρημα. Σ’ αυτήν ακριβώς την ιδέα περί μυθιστορήματος που εμπεριέχεται στα μυθιστορήματα μου έδωσα τον λόγο.»

Μίλαν Κούντερα

16.03

Να φωτίζεις τα σοβαρότερα προβλήματα και ταυτόχρονα να μη γράφεις ούτε μία σοβαρή φράση, να γοητεύεσαι από την πραγματικότητα του σημερινού κόσμου και ταυτόχρονα να αποφεύγεις κάθε ρεαλισμό, αυτό είναι η “Γιορτή της ασημαντότητας”. Όποιος γνωρίζει τα προηγούμενα βιβλία του Κούντερα ξέρει ότι δεν είναι διόλου απροσδόκητη η συνήθειά του να ενσωματώνει σ’ ένα μυθιστόρημα ένα “ασόβαρο” κομμάτι. Σε αρκετά κεφάλαια της “Αθανασίας” ο Γκαίτε με τον Χέμινγουέι περπατούν μαζί, φλυαρούν και διασκεδάζουν. Και στη “Βραδύτητα” η Βέρα, η γυναίκα του συγγραφέα, λέει στον άντρα της: “Συχνά μου έλεγες πως θες να γράψεις κάποτε ένα μυθιστόρημα όπου καμία λέξη δεν θα είναι σοβαρή… σε προειδοποιώ: φυλάξου: καραδοκούν οι εχθροί σου”. Όμως ο Κούντερα, αντί να φυλαχτεί, πραγματοποιεί επιτέλους στο ακέραιο το παλιό αισθητικό όραμά του, σ’ αυτό το μυθιστόρημα που μπορεί κανείς να το δει και σαν θαυμαστή σύνοψη ολόκληρου του έργου του. Παράξενη σύνοψη. Παράξενος επίλογος. Παράξενο γέλιο, που το εμπνέει η εποχή μας, που είναι κωμική επειδή έχασε κάθε αίσθηση του χιούμορ. Τι άλλο μπορεί να πει κανείς; Τίποτα. Διαβάστε!

Ελληνική λογοτεχνία

Ο συνταγματάρχης Λιάπκιν

Μ.Καραγάτσης

15.23

Ένα από τα κείμενα της σύγχρονης λογοτεχνίας μας που έχουν γίνει πια κλασικά -το βιβλίο με το οποίο ο Καραγάτσης πρωτοπαρουσιάστηκε και επιβλήθηκε ως πρώτης γραμμής πεζογράφος. Η συναρπαστική ιστορία και το δράμα ενός Ρώσου εμιγκρέ, που βρίσκεται ξαφνικά, ξεριζωμένος από τον τόπο του, στον κάμπο της Θεσσαλίας και που, όσο και να το προσπαθεί, αδυνατεί να εγκλιματιστεί στα ελληνικά χώματα. Η οριστική μορφή (από την 5η έκδοση) του δυνατού αυτού αφηγήματος, όπου έχουν διορθωθεί όλες οι ατέλειες του αρχικού κειμένου, χωρίς να χαθεί ούτε στο ελάχιστο ο αυθορμητισμός της πρώτης έμπνευσης. Έτσι, ο πρώτος αυτός Καραγάτσης, χωρίς να υπολείπεται σε τίποτα από τη νεανική του χάρη, παρουσιάζεται με την πνευματική και τεχνική ωριμότητα του συγγραφέα του «Κοτζάμπαση του Καστρόπυργου» και του «Κίτρινου Φακέλλου».

Βιογραφία - Μαρτυρίες

Ο αγαπών σε, Μίτιας

Μ.Καραγάτσης

15.30

Η ανέκδοτη αλληλογραφία του Μ. Καραγάτση με τους συμφοιτητές του Γιώργο Ρωμανό και Νικόλαο Κάλας μας αποκαλύπτει άγνωστες πτυχές της προσωπικής ιστορίας του, που αφορούν –μεταξύ άλλων– και στη συγγραφή του Συνταγματάρχη Λιάπκιν (1933): «Το έργο μου μάλλον θα εκδοθεί. Είναι καθαρά κομμουνιστικό. Μου φαίνεται ότι σου ανάγγειλα την προσχώρηση μου στις ιδέες της Γ? Διεθνούς», γράφει στον Ρωμανό, ενώ παράλληλα πληροφορεί τον Κάλας για την αναστάτωση που επικρατεί στο θεσσαλικό κάμπο, προσδοκώντας την «επανάσταση».

Ο Καραγάτσης γοητεύεται από τις ιδέες της κομμουνιστικής Αριστεράς σπρωγμένος από τη νεανική ροπή του προς την αμφισβήτηση των κοινωνικών στερεοτύπων, αλλά και επειδή θεωρεί τον ρεαλισμό ως την ενδεδειγμένη μέθοδο για την καλλιέργεια του νεοελληνικού μυθιστορήματος. Οι επιστολές αλλά και οι ημερολογιακές σημειώσεις του 1931, όπως καταδεικνύει και στο Επίμετρό της η Χριστίνα Ντουνιά, δεν μας προσφέρουν μόνο ενδιαφέρουσες πληροφορίες για τη βιογραφία του Καραγάτση, αλλά εμπλουτίζουν τις γνώσεις μας σχετικά με τη διαμόρφωση του λογοτεχνικού πεδίου, στις αρχές μιάς κρίσιμης δεκαετίας και συνεισφέρουν στην καλύτερη κατανόηση του έργου του.

Ξένη λογοτεχνία

Σεροτονίνη

Μισέλ Ουελμπέκ

17.60

Η Σεροτονίνη (από το όνομα μιας ευφορικής ορμόνης) διασχίζει μια Γαλλία που αναμασά τις παραδόσεις της, τυποποιεί τις πόλεις της και καταστρέφει τις εξοχές της φέρνοντας τους ανθρώπους στα όριά τους. Ο μεσήλικας πρωταγωνιστής, ένας γεωργικός μηχανικός, αφηγείται όλη τη ζωή του, τη φιλία του μ’ έναν αριστοκράτη γεωργό (αξέχαστο μυθιστορηματικό ήρωα και ανεστραμμένο είδωλο του πρωταγωνιστή), την αποτυχία των ιδανικών της νιότης τους, τη χαμένη του λίμπιντο, την ίσως παράλογη ελπίδα του να ξαναβρεί έναν χαμένο έρωτα.

Το μυθιστόρημα θεωρήθηκε «προφητικό» -συμβαίνει συχνά με τα βιβλία του Ουελμπέκ- καθώς περιγράφει συγκλονιστικά την οργή των Γάλλων αγροτο-κτηνοτρόφων που οδηγούνται στην αυτοκτονία αδυνατώντας να αντιμετωπίσουν τις ευρωπαϊκές προδιαγραφές και την παγκοσμιοποιημένη ελεύθερη αγορά.

Ένα μυθιστόρημα για την ερήμωση ενός κόσμου χωρίς καλοσύνη, χωρίς αλληλεγγύη, του οποίου οι μεταλλάξεις έχουν γίνει ανεξέλεγκτες. Κι επίσης ένα μυθιστόρημα για την ενοχή και τη μεταμέλεια.

Ελληνική λογοτεχνία

Βορράς

Φοίβος Οικονομίδης

12.42

Τότε, ξαφνικά, κατάλαβε ότι τα αστέρια που κρέμονταν από πάνω τους ήταν αληθινά και ανεξήγητα και ότι είχαν αργήσει λίγο να τα κοιτάξουν με ειλικρίνεια. Κατάλαβε ότι δεν ήταν ούτε νωρίς μα ούτε και αργά για να πεθάνουν όλοι τους, και ότι ο πατέρας του Μάρκου είχε πεθάνει για πάντα. Κατάλαβε, επίσης, ότι δεν ήταν νωρίς μα ούτε και αργά για το οτιδήποτε, κατάλαβε ότι ο κόσμος ήταν παντού γύρω τους και ήταν τραχύς και αιχμηρός και αδιάφορος και ότι κανείς δεν μπορούσε να κάνει τίποτα για να τους βοηθήσει. Ένιωσε στο πετσί του ότι η ζωή του θα έσβηνε και θα ξεχνιόταν και, επομένως, μέχρι τότε θα ήταν εγκληματικό να κάνει οτιδήποτε δεν ήθελε και αντιστοίχως να απέχει από οτιδήποτε επιθυμούσε γιατί ούτως ή άλλως τίποτα δεν θα υπήρχε μετά, κανένας απολογισμός, θέλησε τότε όλο το σύμπαν μέσα στο κουτάκι της μπύρας του, να το πιει και να το τελειώσει, να τσαλακώσει το κουτάκι και να το πετάξει για να μην προλάβει τίποτα να συμβεί χωρίς εκείνον παρόντα.

“Εσύ τι πιστεύεις, Άλεξ;” ρώτησε ο Σπύρος.

“Τι εννοείς;”

“Γα την ευτυχία”.

Σε εννιά μέρες τα συναισθήματα των ανθρώπων θα παγώσουν. Ένας κομήτης θα πέσει στη Γη, οι τοξίνες του θα απελευθερωθούν στην ατμόσφαιρα και εξαιτίας τους οι άνθρωποι θα αισθάνονται για το υπόλοιπο της ζωής τους ακριβώς όπως αισθάνονταν την ώρα της σύγκρουσης. Ο Αλέξανδρος, φοιτητής στην Αθήνα, θα σκάψει βαθιά μέσα και γύρω του και θα πασχίσει να κατανοήσει τους ανθρώπους, τον έρωτα, τον πόνο και τη νοσταλγία· αγωνιά να προφτάσει την ευτυχία, ώστε να την εξασφαλίσει για πάντα.

Ελληνική λογοτεχνία

Πολεμική μηχανή

Χάρης Καλαϊτζίδης

12.42

“Ο πόλεμος μεταμορφώνεται χωρίς ποτέ ν’ αλλάζει. Μπαίνει ολοένα και πιο βαθιά, τρυπώνει στην καμινάδα ως αντίστροφος καπνός και γεμίζει τα σπίτια μας μ’ αδιάκοπες συγκρούσεις. Το κόκκινό του σύννεφο μάς τυλίγει. Δεν κλαίμε στην κουζίνα· λιμοκτονούμε ξύνοντας τις άπειρες πληγές μας – ψίθυροι μάς τρώνε τα πλευρά, πιάτα σπάνε μόνα τους, ραδιοφωνικές εκπομπές προβλέπουνε την ώρα του θανάτου. Είναι ένας πόλεμος παντού, σε κάθε λέξη που λέγεται ή δεν λέγεται, σε κάθε χειρονομία που γίνεται ή δεν γίνεται, όλη μας η ζωή μια ατέρμονη πράξη πολέμου.

Οι μέρες αυτοκτονούν κι η σύρραξη εσωτερικεύεται, εγγράφεται στο σώμα μας και μαίνεται βουβή. Πια βλέπουμε φυλές να σφάζονται πάνω στον θώρακά μας, καθημερινά χαράσσουνε τη γυμνή μας σάρκα κατακτώντας γόνατα και μπούτια κι ευνουχίζοντάς μας στ’ όνομα νεκρών θεών. Ο πόλεμος μπαίνει ακόμα πιο μέσα, τόσο που το μέσα και το έξω δεν έχουν πια καμία ουσιαστική διαφορά, κι έτσι εκείνος ξεχύνεται πάνω στη θωριά της φύσης, ανάγεται σ’ οντολογική συνθήκη, ορίζει τον αέρα που αναπνέουμε και τις σχέσεις ανάμεσα στ’ αβάπτιστα στοιχεία: Υπάρχει μια σκληρότητα στα κλαδιά των δέντρων μεγαλύτερη από οποιαδήποτε ανθρώπινη κτηνωδία· το νερό ουρλιάζει σαν εξατμίζεται, τα φύλλα που πέφτουν είναι εγκλήματα, ο κόσμος μας ψυχορραγεί κι εμφύλια λαμπαδιάζει”.

Ένα βιβλίο για τον φασισμό, τον έρωτα, τη σεξουαλικότητα και τη δυνατότητα απελευθέρωσης.

Ελληνική λογοτεχνία

Τα απόνερα της Σοφίας

Γιάννης Μακριδάκης

15.52

Πάντως τότε, μπορεί σε τίποτε άλλο να μην τον παίρναμε στα σοβαρά, αφού αυτό μας έβγαινε αυθορμήτως να πράττουμε ως άμυνα έναντι της γενικότερης πλοιαρχικής συμπεριφοράς του μέσα στο σπίτι, μπορεί επίσης με τις βιβλιοθήκες του, παρά τις εντολές και τις συνεχείς παραινέσεις του, να μην ασχολήθηκε ουσιαστικά ποτέ κανείς μας πλην της αδελφής μου, της Ιωάννας, η οποία τις είχε πάρει ράφι προς ράφι και διάβαζε τα πάντα, ένα προς ένα από μικρή· τις γνώσεις του όμως περί βιβλίων και συγγραφέων, αν και μας ήταν παντελώς άχρηστες και αδιάφορες αφού δεν μας ενδιέφερε διόλου το αντικείμενο, δεν είχαμε λόγο να τις αμφισβητήσουμε.

Έτσι, εκείνο το απόγευμα δεν μπορούσε και δεν ήθελε φυσικά κανείς μας να αντιπαρατεθεί στα όσα υποστήριζε για την ποιότητα της γραφής μου. Ιδίως εγώ, που όσο τον άκουγα ένιωθα πως κρυφοφτερούγιζε μέσα μου, έτοιμη να απογειωθεί ξανά, η ισοπεδωμένη μου αυτοπεποίθηση, μετά το ερωτικό στραπάτσο που είχα βιώσει για πρώτη φορά στη ζωή μου λίγες ώρες πρωτύτερα και με είχε οδηγήσει σε μια πρωτόγνωρη αίσθηση πλήρους αυτοακύρωσης.

Τον Ζαχαρία Μελιτάκη τον έριξε στη συγγραφή ένας ύπουλος συνδυασμός πατρικής χειραγώγησης και ερωτικής απογοήτευσης. Τα απόνερα της Σοφίας τον πήραν και τον σήκωσαν. Βρήκε όμως σωσίβιο να πιαστεί στα δέντρα της Αθήνας.