Ελληνική λογοτεχνία
Στην αρχή, ο Κάρολος πηγαίνει στην τρίτη δημοτικού, η Λίλη στην πρώτη? ο μπαμπάς τους δουλεύει στη σωληνουργία? είναι ο καλύτερος μπαμπάς που μπορεί να έχει κανείς? δεν παραπονιέται ποτέ για τα βάσανά του. Βάσανα έχει· βλέπει όμως πάντα την ηλιόλουστη πλευρά του δρόμου. Η μαμά τους είναι όμορφη (παρά το στραβό εκείνο δόντι), αλλά πίνει πολύ· ουίσκι, καμιά φορά τζιν? ακόμα, κάνει βόλτες στα μαγαζιά, μιλάει (ψιθυριστά) στο τηλέφωνο και νοσταλγεί την Αφρική, όπου ζούσε κάποτε μαζί με τον παππού και τη γιαγιά, τα σκυλιά τους και τα άλογά τους. Ο μπαμπάς αγαπάει τρελά τη μαμά, η μαμά αγαπάει τρελά τον Ευτύχη –που μόλις αποφυλακίστηκε– και ο Ευτύχης προσπαθεί να φτιάξει τη ζωή του, όπως λένε. Πρόκειται για μια γλυκιά οικογένεια που διαλύεται και ανασυγκροτείται? ζει σ’ ένα διαμέρισμα στην Αθήνα στα μέσα της δεκαετίας του 1960? η Αθήνα γλεντάει? ξενυχτάει στα αναψυκτήρια και στις βεγγέρες? στο μεταξύ, χτίζονται καινούριες πολυκατοικίες, καινούριες συνοικίες· σε ολόκληρη την πόλη αντηχούν κομπρεσέρ και μπουλντόζες. Είναι ένα τοπίο μαγικό, που αναβοσβήνει: Οι μεγάλοι έχουν ένα σωρό μυστικά και οι μικροί ένα σωρό απορίες – καθώς και μυστικά, άλλωστε. Ο Κάρολος κοιτάζει τον κόσμο – τον κόσμο κοιτάζει και η Λίλη, διαφορετικά όμως? έπειτα, ο κόσμος κλυδωνίζεται? η χώρα μεταμορφώνεται σε μια άλλη χώρα? ο Κάρολος κι η Λίλη μεγαλώνουν λίγο· όχι πολύ. Στο μεταξύ, η γιαγιά Νίνα χαρίζει στη Λίλη ένα τρανζιστοράκι, ο Πίπης βάζει γυαλιά μυωπίας, η Φώφη ερωτεύεται ένα φαντάρο, ο μπαμπάς του Πίπη εξορίζεται σ’ ένα ερημονήσι και η γιαγιά Ευλαλία τσακώνεται με τη Λίλη, γιατί η Λίλη πάει σ’ εκείνα τα βαφτίσια απρόσκλητη. Μέχρι να συμβούν αυτά, συμβαίνουν άλλα, πολλά: ακούγονται φιλιά, κλάματα, τραγούδια και γυαλικά που σπάνε? ο Αζναβούρ εμφανίζεται σ’ ένα κέντρο στο Καλαμάκι? δίνονται μερικές υποσχέσεις και μερικά χαστούκια. Το Αύριο, μια άλλη χώρα είναι η ιστορία του Κάρολου και της Λίλης, οι καλές και οι κακές μέρες μιας παιδικής ηλικίας? οι καλές και οι κακές μέρες μιας χώρας – και, ύστερα, μιας άλλης χώρας.
Το Αύριο, μια άλλη χώρα είναι το δεύτερο μυθιστόρημα της Σώτης Τριανταφύλλου, που πρωτοεκδόθηκε το 1997. Σε αυτό η Σώτη Τριανταφύλλου περιγράφει τη μοναδική χώρα που μπορεί κανείς να ονομάσει «πατρίδα» του: μια παιδική ηλικία γεμάτη μικρά και μεγάλα γεγονότα, εκπλήξεις και πικρίες. Η ιστορία εκτυλίσσεται στην κεντρική Αθήνα, λίγο πριν από το πραξικόπημα του 1967, και ήρωές της είναι τα μέλη μιας μεσοαστικής οικογένειας, το καθένα από τα οποία βλέπει τον κόσμο με τον δικό του τρόπο. Μολονότι δεν πρόκειται για αυτοβιογραφικό αφήγημα (κάθε άλλο), το Αύριο, μια άλλη χώρα αποτελεί τη μαρτυρία μιας ολόκληρης εποχής που πέρασε, αφήνοντας βαθιά ίχνη, και μιας κοινωνικής τάξης που έχασε την εύνοια των θεών.
Ελληνική λογοτεχνία
Το «Άκου το λιοντάρι» είναι το πορτρέτο μιας αθηναϊκής οικογένειας. Η ιστορία των Λεοντάρηδων μοιάζει με την ιστορία της γειτονιάς τους, της Φωκίωνος Νέγρη, που στη δεκαετία του 1960 και του 1970 ήταν γνωστή με το όνομα Βία Βένετο. Αργότερα, όλα πήγαν στραβά, σχεδόν όλα: οι Λεοντάρηδες χωρίστηκαν σε εχθρικές φατρίες και είχαν το μερίδιό τους σε πόνο, αρρώστια, λάθη κι απογοήτευση. Η Φωκίωνος Νέγρη παρήκμασε μαζί με τους Λεοντάρηδες. Σ’ αυτό το μυθιστόρημα, ο αιφνίδιος θάνατος του Ηλία φέρνει στη μνήμη των επιζώντων μια γιορταστική παιδική ηλικία –στο κέντρο της πόλης και μέχρι την πίστα των Go-karts στην αθηναϊκή Ριβιέρα– και όλες τις χαμένες ελπίδες της νιότης τους.
Ξένη λογοτεχνία
Το “Σικελικό ειδύλλιο” δεν είναι ειδύλλιο. Είναι το χρονικό της συνάντησης δύο ανθρώπων σε µια µικρή πόλη της Σικελίας, στα µέσα της δεκαετίας του 1950. Με την πρώτη µατιά, ο αστυνόµος Λούκα Ντε Ματέις και η νεαρή Κοντσέττα Βιτάλε δεν έχουν τίποτα κοινό εκτός από τη σικελική τους καταγωγή: αλλά, καθώς αφηγούνται τα γεγονότα της ζωής τους, φανερώνουν όλο και περισσότερες οµοιότητες· είναι και οι δυο τους, ο καθένας µε τον τρόπο του, ξένοι στον γενέθλιο τόπο· µοιάζουν µε τα αντίθετα είδωλα του ίδιου καθρέφτη.
Για τον Ντε Ματέις, ο τίτλος αυτού του βιβλίου ίσως να ήταν Σικελικό γοτθικό — ιστορία τρόµου δυτικά των Συρακουσών· στην Κοντσεττίνα ίσως να ταίριαζε περισσότερο ο τίτλος Κουκλοθέατρο σε τοπίο του Νότου· της άρεσαν οι µαριονέτες· άλλοτε έµοιαζε µικρότερη από την ηλικία της, άλλοτε πολύ µεγαλύτερη. Το Σικελικό ειδύλλιο τοποθετείται στο επαρχιακό περιβάλλον του νησιού εκείνη την όχι και τόσο µακρινή εποχή: µαφιόζικες δολοφονίες, εγκλήµατα τιµής, βιασµοί και επανορθωτικοί γάµοι.
Ο Ντε Ματέις και η Κοντσέττα Βιτάλε δεν βρίσκουν τη θέση τους σ’ αυτόν τον κόσµο. Αν και η προτροπή για τον εαυτό τους είναι Ζήσε!, όλα πάνε στραβά, σχεδόν όλα: ο Ντε Ματέις βρίσκει τον σικελικό τρόπο θανάτου και η Κοντσέττα αρνείται να συµµορφωθεί µε τον σικελικό τρόπο ζωής.
Ελληνική λογοτεχνία
Το Σάββατο βράδυ στην άκρη της πόλης κυκλοφόρησε το 1996 και συγκαταλέγεται στα πιο διαβασμένα μυθιστορήματα της δεκαετίας του ’90. Η ιστορία διαδραματίζεται στις αρχές της δεκαετίας του ’80, έχοντας ως φόντο τα πολιτικά και κοινωνικά γεγονότα εκείνης της εποχής. Όλα εκτυλίσσονται στη διάρκεια επτά ετών. Οι νέοι, ηλικιακά, ήρωες ανακαλύπτουν την αληθινή φιλία, μυούνται σε έναν ροκ τρόπο ζωής και αντικρίζουν το δυσάρεστο πρόσωπο του θανάτου. Κάποιοι θα μεγαλώσουν, άλλοι θα χαθούν για πάντα και μερικοί θα γίνουν «εκστατικά ευτυχισμένοι». Μιλάμε για ήρωες που συναντιούνται, χωρίζουν, αγαπούν, απογοητεύονται, φοβούνται, χορεύουν, πίνουν, γελούν, κλαίνε και ονειρεύονται. Εφήμερες νύχτες, ανέμελες μέρες, αγορά παλιών δίσκων, πικάπ στη διαπασών, ταξίδια με το αυτοκίνητο και πρόσωπα που βρίσκονται σε έκσταση αλλά και σε μια κατάσταση υπέρτατης ευδαιμονίας, χωρίς, όμως, να γίνεται κάτι συγκεκριμένο.
Η ανώνυμη αφηγήτρια του μυθιστορήματος είναι µια νεαρή Ελληνίδα από την Αθήνα που ζει στη Νέα Υόρκη λόγω σπουδών. Μένει μαζί µε την Μπίµπι, που ήρθε από το Σουάν Λέικ του Άρκανσο, και τον Νίκυ, τον οποίο η πρωταγωνίστρια γνωρίζει από τότε που θυμάται τον εαυτό της. Ανάμεσα σ’ αυτούς γνωρίζουμε και τον Ζαχαρία, το αγόρι της Μπίµπι, που παίζει κρουστά µε διάφορα συγκροτήματα της πόλης και που αργότερα µπλέκει µε την ηρωίνη. Επίσης, διαβάζουμε για την εθισμένη στα χάπια Νάνσυ Χόγκαν και τη Χόλλυ Γουίλµερ, η οποία κατοικεί στο γκέτο και συγχρόνως θέλει να δουλέψει στο Μπρόντγουεϊ.
Το Σάββατο βράδυ στην άκρη της πόλης είναι μια ιστορία φίλων που εξελίσσεται στις φτωχογειτονιές της Νέας Υόρκης. Η Σώτη Τριανταφύλλου επιχειρεί, με μια γλαφυρή περιγραφή, να εξιστορήσει πώς είναι να φεύγεις από τον τόπο σου και να πηγαίνεις για σπουδές σε μια μητρόπολη. Κατά τη διάρκεια των επτά χρόνων οι ήρωες χορεύουν σε ξέγνοιαστα πάρτι, ακούν πολλή μουσική, ανακαλύπτουν τον έρωτα και την απώλεια, ενηλικιώνονται. Φίλοι που χάνονται στην πόλη και παρασύρονται μέσα σε ατέλειωτα ξενύχτια με αλκοόλ και ναρκωτικά.
Ένα βιβλίο βαθιά μελαγχολικό, το οποίο παρουσιάζει τι σημαίνει να ζεις με ένταση, ενώ ο βασικός άξονάς του εστιάζει σ’ εκείνες τις παρέες που σβήνουν στο πέρασμα του χρόνου. Συγχρόνως, το στοιχείο της πόλης, πολύ έντονο σε αυτό το μυθιστόρημα, παίζει καθοριστικό ρόλο στη διάπλαση συμπεριφορών και αποφάσεων.
Στις σελίδες του τα δάκρυα εναλλάσσονται με τα γέλια, η χαρά με τη λύπη, η συντροφικότητα με τη μοναξιά και, φυσικά, η ζωή με τον θάνατο. Αυτό το βιβλίο είναι μια αφορμή για να συνταξιδέψει ο αναγνώστης με όσους βυθίζονται στις εμπειρίες, μ’ εκείνους που ονειροπολούν, παθιάζονται, ταξιδεύουν, σκέφτονται και γλεντούν με τις «μικρές χαρές».
Αναμφισβήτητα πρόκειται για έναν ύμνο στη φιλία, στη νοσταλγία, στη μνήμη και στην απώλεια. Ένα συγκινητικό λογοτεχνικό χρονικό για τις παρέες που μας καθορίζουν αλλά και τους ανθρώπους που αφήνουν πάνω μας ανεξίτηλο το αποτύπωμά τους κάποια στιγμή της ζωής μας, ένα «Σάββατο βράδυ στην άκρη της πόλης».
Γιάννης Πανταζόπουλος