Ξένη λογοτεχνία
Ένα συγκλονιστικό μυθιστόρημα για το γεγονός που σημάδεψε την Αμερική και συντάραξε ολόκληρη την υφήλιο στις αρχές του 21ου αιώνα. Από τις πρώτες του σελίδες, βγαλμένες κυριολεκτικά μέσα από τον καπνό και τη στάχτη των φλεγόμενων πύργων, επιχειρεί να ιχνηλατήσει την επόμενη ημέρα μέσα από την προσωπική ζωή των ηρώων. Του Κηθ, που βγαίνει από τα συντρίμμια σε μια ζωή που ποτέ δεν διανοήθηκε ότι θα ήταν η δική του. Της Λιάν, της αποξενωμένης γυναίκας του, στοιχειωμένης από τις αναμνήσεις, που προσπαθεί να συμφιλιώσει δύο πλευρές του ίδιου δυσνόητου χαρακτήρα. Και του μικρού τους γιου Τζάστιν, που στέκει στο παράθυρο ατενίζοντας τον ουρανό κι αναζητώντας σε αυτόν και άλλα αεροπλάνα. Ζωές που ορίζονται από την απώλεια, την οδύνη και τη γιγαντιαία δύναμη της ιστορίας.
Ξένη λογοτεχνία
Η χώρα του χιονιού είναι μια ιστορία έρωτα ανάμεσα σε έναν αργόσχολο διανοούμενο αστό του Τόκυο και μια γκέισα των βουνών της βορειοδυτικής Ιαπωνίας. Παρόλο που δεν αναφέρονται ποτέ τα πραγματικά ονόματα των τόπων, το μυθιστόρημα διαδραματίζεται σε μια απομακρυσμένη περιοχή θερμών πηγών της επαρχίας Νίιγκατα, και συγκεκριμένα στη μικρή πόλη Γιουζάουα. Ο ήρωας ταξιδεύει με το τραίνο και στην πρώτη φράση του μυθιστορήματος μόλις έχουν περάσει ένα τούνελ και βρίσκονται ξαφνικά στη χώρα του χιονιού.
Αυτή η περιοχή είναι γνωστή ως η άλλη όψη της Ιαπωνίας, και κρύοι άνεμοι, με προέλευση από τη Σιβηρία, τη διατρέχουν. Περνάμε έτσι από την πρωτεύουσα στον παράξενο και άγριο κόσμο των βουνών, από έναν κόσμο σε έναν άλλο κόσμο, σε μια διάσταση εξωπραγματική που εισάγεται από την πρώτη σελίδα με καθρεφτίσματα, μακρινά φώτα και μάτια που λάμπουν επάνω σε τζάμια σχηματίζοντας διπλοτυπίες με το νυχτερινό τοπίο.
Ο Καουαμπάτα δίνει πρόσθετες διαστάσεις και έμφαση στις εικόνες ομορφιάς και απόκοσμου που θέλει να δημιουργήσει. Φως, τραίνο, ηλεκτρικό, η κόρη του ματιού της Γυόκο πάνω σε μια μακρινή λάμψη, το καινούργιο στην υπηρεσία της ομορφιάς. Ακόμα και η βία είναι απλώς μέρος ενός κόσμου αντιθέσεων και υπάρχει κι αυτή για μερικές μόνο στιγμές πριν ο γαλαξίας τα καταπιεί όλα μέσα του. Ο έρωτας τρεμοπαίζει αβέβαιος στις καρδιές, στα μάτια, στα σώματα.
Η Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων συναντάει το Ζεν των στιγμών ενώνοντάς τες σε ένα τώρα που έχει καταπιεί παρελθόν και μέλλον και παραπαίει ανάμεσα σε θάμπωμα και μελαγχολία. Η ένωση με τη φύση, με το ερωτικό σώμα και τελικά με το σύμπαν είναι μοιραία στη βίωσή της και αφήνει τους ήρωες χωρίς δέρμα και χωρίς γιατρειά. Η απόσταση και η ψυχρότητα συναντούν το πάθος και την τρέλα, η φωτιά κατατρώει τα πάντα κάτω απ’ το παγωμένο βλέμμα του γαλαξία.
Η “Χώρα του χιονιού” είναι ένα από τα σημαντικότερα μυθιστορήματα του Καουαμπάτα (Νόμπελ Λογοτεχνίας 1968) καθώς και ένα από τα μεγάλα αριστουργήματα της ιαπωνικής λογοτεχνίας.
Ξένη λογοτεχνία
Ο αφηγητής, ένας επιστήμονας που έχει παραμορφωθεί φρικτά σε εργαστηριακό ατύχημα, είναι ένας άνθρωπος που έχει χάσει το πρόσωπό του και, μαζί με αυτό, τη σύνδεσή του με τους άλλους ανθρώπους. Από φόβο μήπως αποκαλυφθούν οι συνεχώς επιδεινούμενες πληγές του προσώπου του, τυλίγει με επιδέσμους το κεφάλι του, άλλα καταλαβαίνει ότι η μουμιοποιημένη όψη του απωθεί τους ανθρώπους. Ακόμη και η γυναίκα του πλέον τον αποστρέφεται. Η μόνη του διέξοδος για να επιστρέψει στον κόσμο των ανθρώπων είναι να δημιουργήσει μια μάσκα τόσο τέλεια ώστε να μην είναι αντιληπτή. Σύντομα όμως διαπιστώνει ότι μια τέτοια μάσκα είναι κάτι περισσότερο από μια απλή μεταμφίεση που κρύβει μόνο τις πληγές του: είναι ένας άλλος εαυτός – ένας εαυτός ικανός για τα πάντα. Παρακολουθώντας την αφήγηση μέσα από το ημερολόγιο και τις σημειώσεις του κεντρικού χαρακτήρα, το Πρόσωπο του άλλου είναι ένας τρομακτικός, καφκικός, αδυσώπητος προβληματισμός πάνω στη φύση, την ταυτότητα, τη μεταμόρφωση και τον κοινωνικό εξοστρακισμό.
Στο Πρόσωπο του άλλου ο Αμπέ αναλαμβάνει την αμείλικτη διερεύνηση του προσώπου όχι μόνο σε επίπεδο πλοκής αλλά επίσης στο επίπεδο της φόρμας που διαμορφώνει την πλοκή, σαν να προσπαθεί να σχίσει το δέρμα του προσώπου και τις εκφράσεις του. Η γραφή προσπαθεί να αποδώσει την ψυχική διαταραχή του ηρώα και τις θολωμένες σκέψεις του.
Σε αυτό το σκληρό και συναρπαστικό μυθιστόρημα βλέπουμε το παλιό, αιώνιο ζήτημα της ταυτότητας. Ποιος είναι το πραγματικό εγώ και τι αποκαλύπτει; Η μάσκα κρύβει την παλιά ταυτότητα ή μήπως δημιουργεί μια καινούργια; Σύγχρονη εκδοχή με τον τρόπο της του Δρ Τζέκυλ και κ. Χάυντ, το Πρόσωπο του άλλου έχει σημειώσει από τη δημοσίευσή του αδιάλειπτη επιτυχία.
Ξένη λογοτεχνία
Στο Με λένε Ευρώπη ο Γκαζμέντ Καπλάνι αφηγείται τη ζωή ενός συνηθισμένου μετανάστη και τη σχέση του με μια καινούργια χώρα και κουλτούρα. Είναι το μυθιστόρημα μιας αναγέννησης: η ανακάλυψη μιας άλλης γλώσσας, οι κρυφές σημασίες πίσω από τις πιο κοινές λέξεις και εκφράσεις, η εξερεύνηση της ξενότητας του μετανάστη σε μια ελληνική κοινωνία που φοβάται και εκπλήσσεται από την ξαφνική παρουσία του Άλλου. Μια ανεξάντλητη περιέργεια προς όλους εκείνους που, όπως κι αυτός, έπρεπε να εφεύρουν έναν νέο εαυτό, ένα νέο παρόν, οδηγεί τον αφηγητή να προσκαλεί άλλους μετανάστες/μετανάστριες που έρχονται από τις τέσσερις γωνιές του κόσμου να αφηγούνται τις πολλές φορές έκκεντρες διαδρομές τους, όπου συνυπάρχουν η απελπισία και η ελπίδα, η παραίτηση και η επιμονή, ο σπαραγμός κι η ανθρώπινη ομορφιά.
Οι σελίδες αυτού του μυθιστορήματος ανήκουν στις πιο παραστατικές που έχουν γραφτεί για αυτήν την τόσο συγκλονιστική εμπειρία της αλλαγής γλώσσας και την κατάκτηση της ελληνικής. Γραμμένο στα ελληνικά πριν από 14 χρόνια στην Αθήνα και ξαναγραμμένο πρόσφατα στο Σικάγο των ΗΠΑ, το Με λένε Ευρώπη επιβεβαιώνει τον Καπλάνι ως έναν από τους πιο ξεχωριστούς και ταλαντούχους ελληνόφωνους (ξένους) συγγραφείς. Ένα ταλέντο που τον καθιστά μία από τις πιο πολύτιμες και κοσμοπολίτικες φωνές της σύγχρονης βαλκανικής λογοτεχνίας.
Ξένη λογοτεχνία
Αλγέρι, Σεπτέμβριος του 1972. Ένας άνεμος κακός, που έρχεται από τη Σαχάρα, καλύπτει με κόκκινη άμμο την πόλη. Σε ένα βιβλιοπωλείο, ο Σαΐντ, διάσημος συγγραφέας, παρουσιάζει το πολυσυζητημένο βιβλίο του, “το μεγαλύτερο αλγερινό μυθιστόρημα”. Εκθέτει την πλοκή: οι διασταυρούμενες ζωές ανθρώπων, που κατάγονται από το ίδιο χωριό, καθώς παρασύρονται στη δίνη των γεγονότων της σύγχρονης Αλγερίας.
Η Λεϊλά και ο Ταρέκ, παιδικοί φίλοι του συγγραφέα, όταν συνειδητοποιούν ότι, εν αγνοία τους, χρησιμοποιήθηκαν από τον Σαΐντ ως πρωταγωνιστές του βιβλίου του, νιώθουν τις ζωές τους κατεστραμμένες, λεηλατημένες. Τότε η συγγραφέας παίρνει τη σκυτάλη, για να αφηγηθεί και να αποκαταστήσει την αληθινή, τη μη μυθιστορηματική, ζωή του Ταρέκ και της Λεϊλά.
Αρχές της δεκαετίας του 1920: Τρία παιδιά μεγαλώνουν μαζί σ’ ένα χωριό της Ανατολικής Αλγερίας. Η Λεϊλά, και τα δύο αγόρια που είναι παράφορα ερωτευμένα μαζί της: ο Ταρέκ, λιγομίλητος, μελαχρινός, γλυκός και συνεσταλμένος, που προορίζεται για βοσκός, και ο Σαΐντ, άριστος χειριστής της αραβικής γλώσσας, από πιο ευκατάστατη οικογένεια, ανοιχτόχρωμος, που προετοιμάζεται να φύγει στην Τυνησία για σπουδές και κάνει όνειρα για το μέλλον. Η Λεϊλά, που η οικογένειά της την παντρεύει πολύ νέα και παρά τη θέλησή της, βρίσκει το κουράγιο να εγκαταλείψει τον άντρα της και επιστρέφει στο πατρικό της μαζί με τον γιο της, προκαλώντας τη γενική αποδοκιμασία. Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος στέλνει τα δύο αγόρια στο μέτωπο. Ο Σαΐντ θα γίνει, αργότερα, επιτυχημένος συγγραφέας. Ο Ταρέκ επιστρέφει στο χωριό, παντρεύεται τη Λεϊλά και υιοθετεί τον γιο της. Θα αποκτήσουν μαζί τέσσερα κορίτσια. Ο Ταρέκ θα πάρει μέρος στον Πόλεμο της Ανεξαρτησίας της Αλγερίας, θα εργαστεί στα γυρίσματα της ταινίας του Τζίλο Ποντεκόρβο Η μάχη του Αλγερίου, θα δουλέψει σε εργοστάσιο στη Γαλλία, θα βρει δουλειά σε μια υπέροχη βίλα στην Ιταλία, με πολύ σημαντικά έργα ελληνορωμαϊκής τέχνης.
Η Λεϊλά μεγαλώνει τα παιδιά, κρατάει το σπίτι, περιμένει τον άντρα της -που επιστρέφει κάθε δύο χρόνια- και αγωνίζεται να μάθει γραφή και ανάγνωση.
Μετά, όμως, την έκδοση του μυθιστορήματος του Σαΐντ, ο Ταρέκ και η Λεϊλά θα κληθούν να αντιμετωπίσουν και αυτόν τον “κακό άνεμο”.
Η Καουτέρ Αντιμί δημιουργεί μια εντυπωσιακή τοιχογραφία της ιστορίας της Αλγερίας, από τη δεκαετία του 1920 μέχρι το καλοκαίρι του 1992: πρωταγωνιστούν η γαλλική αποικιοκρατία, ο αγώνας για την ανεξαρτησία, η ενίσχυση των ισλαμιστών και ο εμφύλιος πόλεμος.
Ξένη λογοτεχνία
Λαχόρη, Πακιστάν. Τότε.
Η Μισμπά, ένα ονειροπόλο κορίτσι που αγαπά τις ιστορίες, μόλις έχει παντρευτεί τον Ταουφίκ. Μια τραγωδία τους φέρνει στις ΗΠΑ, όπου ανοίγουν ένα μοτέλ για να κάνουν μια νέα αρχή.
Τζούνιπερ, Καλιφόρνια. Σήμερα.
Ο Σαλ και η Νουρ είναι κάτι παραπάνω από φίλοι, είναι οικογένεια. Μεγαλωμένοι ως παρείσακτοι στη μικρή πόλη του Τζούνιπερ της Καλιφόρνια, καταλαβαίνουν απόλυτα ο ένας τον άλλον. Ώσπου μια σύγκρουση θα σπάσει τον δεσμό μεταξύ τους.
Ο θυμός δεν είναι η κατάλληλη λέξη. Οργή. Αυτό είναι το συναίσθημα που μου τρώει τα σωθικά.
Οι δύο έφηβοι θα δοκιμάσουν τα όρια της φιλίας και του εαυτού τους. Ο Σαλ θα αναλάβει το οικογενειακό μοτέλ, καθώς η υγεία της μητέρας του φθίνει και ο πατέρας του υποφέρει από αλκοολισμό. Η Νουρ, ορφανή από γονείς, αναγκάζεται να δουλέψει στην κάβα του θείου της, ενώ παράλληλα στέλνει κρυφά αιτήσεις σε πανεπιστήμια. Σε μια ισλαμοφοβική κοινωνία, οι δύο έφηβοι πλέκουν μια συγκλονιστική ιστορία για τη δύναμη των ανθρώπων.
Το Όλη μου η Οργή συνιστά μια κοφτερή σαν μαχαίρι αφήγηση με ολοκληρωτική επίδραση, που θα μείνει στη σκέψη των αναγνωστών για καιρό αφότου έχουν τελειώσει και την τελευταία σελίδα.
« Ο έρωτας γεννιέται μαζί με την αντίληψη της καμπύλης μιας πλάτης, του μήκους ενός φρυδιού, με το σκάσιμο ενός χαμό¬γελου. “Συμβαίνει!” Η παρουσία ενός άλλου πλάσματος κινη¬τοποιεί την προσοχή, τις αισθήσεις. […] Η φαντασία αναλαμ¬βάνει αυτή την πραγματικότητα κι αρχίζει να χτίζει φαντασιώσεις, όνειρα, σχέδια… Δημιουργεί τη δική της ανάγκη, η οποία σε ορισμένες περιπτώσεις περικλείει ολόκληρη τη ζωή. Γίνεται η φωνή εκείνη μέσα στη νύχτα που σου λέει «σ’ αγαπώ», αποστα¬θεροποιώντας συθέμελα την ύπαρξή σου. Τέλος, εκτείνεται μέχρι τις σφαίρες εκείνες όπου αρχίζεις να διερωτάσαι για ολόκληρο το Σύμπαν εξημερώνει τη σκέψη και τελικά γίνεται εθισμός. Τότε, στις τραγικότερες περιπτώσεις, βυθίζεται στην άβυσσο, εκεί όπου αντηχούν κραυγές οδύνης, εκεί όπου οι εραστές χάνουν κάθε αίσθηση του χώρου και της πραγματικότητας. Σε τέτοιες στιγμές ένας ποιητής θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι ο έρωτας αλλάζει τη ροή του χρόνου.
Αυτή η κατάσταση του ερωτευμένου είναι μια άβολη κατά¬σταση: είναι ασταθής, ανοιχτή σε όλους τους ανέμους, σχεδόν παράλογη. Εύκολα προκαλεί μια αίσθηση τρόμου, γίνεται εμμονή.
» Αυτό συμβαίνει όταν αυξάνουν οι χτύποι της καρδιάς, και κάποιος σβήνει τα φώτα, ξαπλώνει πλάι σε ένα άλλο σώμα και βυθίζεται σε ένα είδος απελπισμένης ευδαιμονίας.
Όταν κανείς ερωτεύεται γίνεται παιδί: τεντώνει το λαιμό του κι ακούει ένα τραγούδι που δεν προορίζεται να τραγουδηθεί. Μένει άναυδος. Ωστόσο ολοένα και πληθαίνουν όλοι εκείνοι που δεν θα ρισκάρουν τη ζωή τους για τη στιγμή αυτή. Δεν θα ρισκάρουν ούτε και πολύ λιγότερα, δεν θα κάνουν το παραμικρό. Φοβούνται, αισθάνονται καλύτερα μέσα στη μετριότητά τους. Τους καταλα¬βαίνουμε : ο έρωτας σε όλες του τις μορφές είναι το σημαν¬τικότερο πράγμα με το οποίο ερχόμαστε ποτέ αντιμέτωποι, αλλά επίσης και το πιο επικίνδυνο, το πιο απρόβλεπτο, το πιο ενοχλη¬τικό. Όμως είναι και ο μοναδικός τρόπος σωτηρίας που γνω¬ρίζουμε».
Η ΕΤΕΛ ΑΝΤΝΑΝ γεννήθηκε το 1925 και μεγάλωσε στη Βηρυτό του Λιβάνου. Η μητέρα της ήταν Ελληνίδα από τη Σμύρνη και ο πατέρας της υψηλόβαθμος Οθω¬μανός αξιωματούχος από τη Δαμασκό. Σπούδασε φιλοσοφία στη Σορβόννη, το Μπέρκλεϋ και το Χάρβαρντ. Από το 1958 έως το 1972 δίδαξε φιλοσοφία. Έγινε ζω¬γράφος. Χάρη στη συμμετοχή της στο κί¬νημα των ποιητών ενάντια στον πόλεμο τού Βιετνάμ, άρχισε να γράφει ποιήματα και έγινε, σύμφωνα με τα λόγια της, « μια Α¬μερικανίδα ποιήτρια ». Το 1972 επέστρεψε στη Βηρυτό και εργάστηκε ως πολιτιστική συντάκτρια. Έμεινε στον Λίβανο ως το 1976. Το 1977 το πεζογράφημά της Sitt Marie-Rose δημοσιεύτηκε στο Παρίσι. Την ίδια χρονιά επέστρεψε στην Καλιφόρνια. Ποιήματά της έχουν μελοποιηθεί από σύγ¬χρονους συνθέτες και έχουν παρουσιαστεί σε διεθνή φεστιβάλ. Έργα της για το θέα¬τρο έχουν παρουσιαστεί σε όλο τον κόσμο. Μεταξύ άλλων, έγραψε για τον Αμερικανό σκηνοθέτη Bob Wilson το γαλλικό κείμε¬νο της πολύγλωσσης όπεράς του Civil wars, το 1985. Το ποίημά της Τζενίν δια¬σκευάστηκε και παρουσιάστηκε στο Θέα¬τρο Άττις, στην Αθήνα το 2005. Έργο της βασισμένο στο ποίημα To Be In a Time of War, με κείμενα του Heiner Müller, πα¬ραστάθηκε στο Forum Freies Theater στο Ντύσσελντορφ, το Βερολίνο και τη Βηρυτό το 2011. Συμμετείχε με το εικαστικό της έργο στη 13η documenta, στο Κάσσελ της Γερμανίας το 2012.
Οι σημαντικότερες διακρίσεις της περι¬λαμβάνουν: Βραβείο France-Pays Arabes για το Sitt Marie Rose (1977)• Arab Ame¬rican Book Award για το σύνολο του έρ¬γου της και PEN Oakland Award για το Master of the Eclipse (2010)• California Book Award for Poetry για τη συλλογή Sea and Fog και Lambda Literary Award για το σύνολο του έργου της ως ομοφυλόφιλης συγγραφέως (2013). Το 2014 αναγορεύ¬τηκε Ιππότης των Γραμμάτων και των Τεχνών της Γαλλικής Δημοκρατίας.
Στις Εκδόσεις Άγρα κυκλοφορεί επίσης το βιβλίο της Γράφοντας σε μια ξένη γλώσσα.
Ξένη λογοτεχνία
Σε εκείνους που τα έχουν όλα, δεν έχω δει ποτέ οικογένεια να πηγαίνει στη θάλασσα για να γιορτάσει μια πολιτική απόφαση, επειδή για κείνους η πολιτική δεν αλλάζει σχεδόν τίποτα. Το συνειδητοποίησα όταν πήγα να ζήσω στο Παρίσι, μακριά από σένα: οι κυρίαρχοι μπορούν να παραπονιούνται για μια αριστερή κυβέρνηση, μπορούν να παραπονιούνται για μια δεξιά κυβέρνηση, αλλά καμία κυβέρνηση δεν τους διαλύει ποτέ τα σωθικά, καμία κυβέρνηση δεν τους τσακίζει ποτέ τη μέση, καμία κυβέρνηση δεν τους κάνει ποτέ να πάνε στη θάλασσα. Η πολιτική δεν αλλάζει τη ζωή τους ή την αλλάζει ελάχιστα. Είναι παράξενο, εκείνοι ακριβώς ασκούν την πολιτική ενώ η πολιτική δεν έχει σχεδόν καμία επίδραση στη ζωή τους. Για τους κυρίαρχους η πολιτική είναι συνήθως ζήτημα αισθητικής : ένας τρόπος να σκέφτονται τον εαυτό τους, ένας τρόπος να βλέπουν τον κόσμο, να συγκροτούν το πρόσωπό τους. Για εμάς, ήταν ζήτημα ζωής και θανάτου.
Ξένη λογοτεχνία
Δεν υπάρχει μητέρα που να μην θέλει το καλό του παιδιού της!
Πότε όμως τα όνειρά της μπλέκονται με τη ζωή του παιδιού της; Πότε τα δικά της στερεότυπα, τα δικά της προβλήματα, οι δικές της αποτυχίες στοιχειώνουν το παιδί της; Πότε η σχέση μητέρας – παιδιού αρχίζει να γίνεται τοξική;
Ένα βιβλίο που αγγίζει το πιο δύσκολο θέμα με τον πιο ανατρεπτικό τίτλο.
Ξένη λογοτεχνία
«Η συλλογή “Μακάρι να το είχα κάνει νωρίτερα” είναι ένα ποιητικό βιβλίο που μιλά για το πέρασμα ενός λυρικού υποκειμένου στην ελευθερία, από τη ζωή ως “Η μόνη αλλοίθωρη σε όλο το σχολείο”, δια μέσου της απόρριψης της ανάγκης για κοινωνική αποδοχή (“Το να αρέσεις/ Συχνά είναι προσβολή”), στο αγκάλιασμα της ατομικότητας ως κάτι που ελευθερώνει, αντί να στέκεται εμπόδιο στην ελευθερία. Ελευθερία από το δίπολο των φύλων και τους καταπιεστικούς έμφυλους ρόλους, ελευθερία από τις υποκριτικές κοινωνικές συμβάσεις και τις νόρμες που μετατρέπουν την αγάπη σε έλεγχο και τις σχέσεις σε αγώνες δύναμης. Είναι ένα ειλικρινές, αστείο, στενόχωρο και ενδυναμωτικό βιβλίο, ένας μοναδικός συνδυασμός δύναμης και ευαλωτότητας, σαρκασμού και ειλικρίνειας, σκληρής γλώσσας και τέλεια εκλεπτυσμένου ύφους. Το να γελάς μέχρι δακρύων για το σύστημα που σε κακοποιεί είναι μερικές φορές το μόνο όπλο που σου μένει. Συχνά, συνειδητοποιούμε ότι είναι και το πιο δυνατό. Και το να λέει την αλήθεια για τον εαυτό και την κοινωνία στην οποία ζει είναι η γενναιότερη πράξη που μπορεί να κάνει ένας συγγραφέας. Η γενναιότητα αυτού του βιβλίου βρίσκεται, εν μέρει, στο ότι κρατά τον καθρέφτη απέναντι, δείχνοντας την ασχήμια της κοινωνικά επιβεβλημένης, ψεύτικης κανονικότητας που πηγάζει από τον κομφορμισμό και από τη συλλογική απόρριψη της αυθεντικότητας προκειμένου να μην περιθωριοποιηθούμε. Αλλά, πάνω από όλα, η γενναιότητα του “Μακάρι να το είχα κάνει νωρίτερα” βρίσκεται στο ότι στρέφει τον καθρέφτη προς τα μέσα, σαν μικροσκόπιο, ξεγυμνώνοντας το λυρικό υποκείμενο απέναντι στον εαυτό του και τον αναγνώστη, στο ότι ειναι αναπολογητικά ευάλωτο, παρόν, ανοιχτό και, το πιο σπουδαίο, αληθινό απέναντι στο εαυτό. Δεν είναι ένα βιβλίο γραμμένο για όλους – ένα βιβλίο που χαϊδεύει ευγενικά την επιφάνεια, αποφεύγοντας πληγές και μπερδεμένα κομμάτια – αλλά είναι, ακριβώς γι αυτό, ένα βιβλίο που ολοι πρέπει να διαβάσουν.»
Αντιρομαντικός πρόλογος
Μη με διαβάζετε
αν χρειάζεστε ατμόσφαιρα
Αν αυτό που λείπει από τη ζωή σας
Είναι η υποβλητική μουσικότητα
Αν περιμένετε να περιγράψω το φεγγάρι
Μετά το βιασμό
Αν αισθάνεστε το χρέος σας βαρύ
Στους ρυθμιστές του γούστου
Μη με διαβάζετε αν ψάχνετε την καύλα
Στην παρήχηση
Αν έχετε χρόνο για υπαρξιακό στοχασμό
Αν νομίζετε βρισιά το μουνί
Κι όχι μέρος του σώματος μου ή λαχτάρα
Αν πάσχετε από ελιτισμό
Αν δικαιούστε μόνο
Μη με διαβάζετε
Αν θέλετε φροντίδα
Και δεν δώσατε το αίμα σας ποτέ
Αν μπαίνετε στο ποίημα
Όπως πάτε στις κηδείες
Για να δείτε αν κλαίνε
Ξένη λογοτεχνία
Σπούδασε. Κάνε καριέρα. Να είσαι ευγενική ακόμα και σε εχθρικό περιβάλλον. Αγόρασε διαμέρισμα. Αγόρασε έργα τέχνης. Αγόρασε κάποιου είδους ευτυχία. Πάνω απ’ όλα όμως σκύψε το κεφάλι. Να είσαι φρόνιμη και να επιμένεις… Η αφηγήτρια, Βρετανίδα, κόρη Αφρικανών μεταναστών, έχει θέσει ως στόχο της την κοινωνική και οικονομική ανέλιξη με κάθε τίμημα. Είναι υψηλόβαθμο τραπεζικό στέλεχος και ετοιμάζεται να παντρευτεί έναν γόνο παλιάς αστικής οικογένειας. Τότε, μια ιατρική διάγνωση την αναγκάζει να επανεξετάσει τις επιλογές της.
Η Βρετανίδα Νατάσα Μπράουν (γενν. 1990) βραβεύτηκε με το London Writers (2019), ενώ η Συνάντηση, “εντυπωσιακό συγγραφικό ντεμπούτο, τολμηρό, σαγηνευτικό” (Μπερναρντίν Εβαρίστο), βρέθηκε στη βραχεία λίστα των λογοτεχνικών βραβείων Folio, Goldsmiths και Orwell Μυθοπλασίας.
Ξένη λογοτεχνία
Tο μοναδικό μυθιστόρημα του Στέφαν Τσβάιχ, γραμμένο τις παραμονές του Β’ Παγκοσμίου πολέμου, περιγράφει σπαρακτικά τη βασανιστική προδοσία της τιμής και του έρωτα, με φόντο τη διάλυση της Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας. Οι ήρωες είναι οι αποσβολωμένοι θεατές της τραγωδίας τους, σύμβολα ενός παρακμιακού πολιτισμού που δεν μπορεί όμως να αντισταθεί στη διεγερτική χαρά ενός τελευταίου βαλς. Η πρόζα του Τσβάιχ, υπέροχη και εκλεπτυσμένη, μοιάζει με τα λείψανα αυτού του πολιτισμού που τον κατάπιε η τρέλα του 20ου αιώνα. Ο οίκτος παρουσιάζεται ως ένα επικίνδυνο συναίσθημα. Μία ημιπαράλυτη γυναίκα καταστρέφεται από τον πολύ οίκτο του περιβάλλοντός της – του πατέρα, του γιατρού της και του αρραβωνιαστικού της.