Ξένη λογοτεχνία
To “Πεντιγκρή” είναι το πιο μακροσκελές, το πιο εκπληκτικό, το πιο τολμηρό μυθιστόρημα του Ζωρζ Σιμενόν είναι το βιβλίο που έχει φτάσει να θεωρείται, ολοένα περισσότερο, ο πυρήνας των σημαντικών επιτευγμάτων του ως χρονικογράφου του σύγχρονου εαυτού και της σύγχρονης κοινωνίας. Στις αρχές της δεκαετίας του 1940, ο Σιμενόν ξεκίνησε να γράφει μια αυτοβιογραφία με θέμα την παιδική του ηλικία στο Βέλγιο. Έδειξε τις πρώτες σελίδες στον Αντρέ Ζιντ, και εκείνος τον προέτρεψε να τις μετατρέψει σε μυθιστόρημα. Το αποτέλεσμα ήταν, σύμφωνα με μεταγενέστερο σχόλιο του ίδιου του Σιμενόν, ένα βιβλίο στο οποίο όλα είναι αληθινά αλλά τίποτα δεν είναι ακριβές. Το “Πεντιγκρή” ξεκινά στις αρχές του 20ού αιώνα, με την πολιτική αστάθεια και τις τρομοκρατικές επιθέσεις που τον χαρακτηρίζουν, φτάνει ως το τέλος του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου το 1918 και αποτελεί μια εποποιία της καθημερινής ύπαρξης σε όλη της τη συγκεχυμένη, ανολοκλήρωτη ένταση και πυκνότητα, μια ιστορία για την ενηλικίωση ενός πρόωρα αναπτυγμένου και περίεργου αγοριού και για την έλευση του σύγχρονου κόσμου. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)
«Ο Σιμενόν γεννήθηκε το 1903 στη Λιέγη του Βελγίου. Στο “Πεντιγκρή” αφηγείται την ιστορία της παιδικής του ηλικίας, τη μικροαστική ανατροφή του, τις δολοπλοκίες της μητέρας του, τον πρόωρο θάνατο του πράου και χαμηλών τόνων πατέρα του, τις καταστροφές του πολέμου. Αυτή η σαν μυθιστόρημα αυτοβιογραφία του αποτελεί το κορυφαίο έργο του και πιθανώς το σπουδαιότερο έργο της βελγικής λογοτεχνίας». (Luc Sante)
«Ο Σιμενόν ζωντανεύει στο “Πεντιγκρή” ολόκληρο τον αισθητηριακό κόσμο των παιδικών χρόνων του στη Λιέγη. Οι λέξεις του αιχμαλωτίζουν τους ήχους, τις όψεις, τις γεύσεις, τις οσμές και τις υφές της πόλης… Γράφοντος σε πρόζα οπτική και απτική, ο Σιμενόν στο “Πεντιγκρή” κάνει για τη Λιέγη ό,τι ο νεαρός Τζόυς για το Δουβλίνο: δημιουργεί νοερά την πόλη με τέτοια αμεσότητα που νιώθουμε σαν να έχουμε διαβεί τους δρόμους της». (Lucile Frackman Becker)
«Το “Πεντιγκρή” είναι ένα πολύ όμορφο βιβλίο, γεμάτο ανθρωπιά και τρυφερότητα, γραμμένο σε τόνο τραχύ και με λέξεις αιχμηρές. Μια πραγματική αποκάλυψη». (La Tribune)
Ξένη λογοτεχνία
Ξένη λογοτεχνία
Κούβα 1954
«Δεν δουλεύει κανείς για τους εχθρούς του, εκτός κι αν έχει ελάχιστες εναλλακτικές ή καμία απολύτως», υποστηρίζει ο Μπέρνι Γκούντερ. Είμαστε στα 1954 και ο Μπέρνι βρίσκεται στην Κούβα. Επειδή θέλει να αποφύγει άλλη μία από τις ριψοκίνδυνες αποστολές που του αναθέτει ο Μάγιερ Λάνσκι, αποφασίζει να φύγει από το νησί με ένα σκάφος και συντροφιά μια γυναίκα. Το Αμερικανικό Ναυτικό όμως, σε μια περιπολία, ανακαλύπτει την ταυτότητά του και ο Μπέρνι καταλήγει σε ένα μέρος που του είναι γνώριμο – ένα κελί φυλακής. Ύστερα από εξαντλητικές ανακρίσεις τον φυλακίζουν στη Νέα Υόρκη και έπειτα τον στέλνουν πίσω στο Βερολίνο, πάλι σε ένα κελί, κάνοντάς του την πρόταση: Δούλεψε για τη γαλλική αντικατασκοπεία ή σε κρεμάμε για φόνο.
Η νέα αποστολή είναι απλή: θα συναντήσει τους αιχμαλώτους που επιστρέφουν στη Γερμανία προκειμένου να εντοπίσει ανάμεσά τους έναν Γάλλο εγκληματία πολέμου ο οποίος ανήκε στα γαλλικά Ες Ες και παριστάνει πως είναι Γερμανός αξιωματικός της Βέρμαχτ. Οι Γάλλοι θέλουν πάση θυσία να βρουν τα ίχνη του και να τον συλλάβουν. Όμως το παρελθόν του Μπέρνι ως αιχμαλώτου στη Ρωσία θα τον στοιχειώσει – με τρόπο που δεν θα μπορούσε ποτέ να προβλέψει.
Το μυθιστόρημα “Στο χακί” διαδραματίζεται στην Κούβα, σε ένα ρωσικό στρατόπεδο αιχμαλώτων πολέμου, στο Παρίσι και στο Βερολίνο και καλύπτει χρονικά την περίοδο από το 1930 έως το 1950. Μια περιπέτεια με καταιγιστική δράση. Ένα εξαιρετικό θρίλερ για τον Δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο, από τον Φίλιπ Κερ στις καλύτερες στιγμές του. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)
«Συναρπαστικό και προκλητικό ταυτόχρονα». (The Times of London)
Ξένη λογοτεχνία
Μέχρι τα μεσάνυχτα, συγκεκριμένα μέχρι τη μία μετά τα μεσάνυχτα, ακολούθησε την καθημερινή ρουτίνα όπως έκανε όλα τα βράδια, και πιο συγκεκριμένα τα σαββατόβραδα, που κάπως διέφεραν από τις άλλες ημέρες. Άραγε θα είχε ζήσει αυτή τη βραδιά διαφορετικά ή θα προσπαθούσε να την απολαύσει περισσότερο, αν είχε προβλέψει ότι ήταν η τελευταία βραδιά που περνούσε ως ευτυχισμένος άνθρωπος; Αυτό το ερώτημα, και πολλά άλλα, συμπεριλαμβανομένου του αν όντως ήταν ευτυχισμένος, θα προσπαθούσε να τα απαντήσει πολύ αργότερα. Ανήγγειλαν τις τελευταίες ειδήσεις της ημέρας. Ο εκφωνητής μιλούσε γρήγορα, κοφτά, χωρίς διαλείμματα όταν περνούσε απ’ το ένα θέμα στο άλλο: «Εσωτερικές ειδήσεις: Οι αστυνομίες έξι Πολιτειών, με τη συνδρομή του FBI, αναζητούν τον δεκαεξάχρονο δολοφόνο Μπεν Γκάλλοουεϋ. Αυτός, συνοδευόμενος από τη φίλη του Λίλιαν Χώκινς, ηλικίας μόνο δεκαπεντέμισι ετών, εγκατέλειψε το Έβερτον, από την Πολιτεία της Νέας Υόρκης, το βράδυ του Σαββάτου, οδηγώντας την καμιονέτα του πατέρα του. Αφού σκότωσε με περίστροφο τον ονομαζόμενο Τσαρλς Ράλστον, πενηντατεσσάρων ετών, κάτοικο του Λονγκ-Έντυ, στα σύνορα της Πενσυλβάνιας, το ζευγάρι έκλεψε το μπλε Όλντσμομπιλ του θύματος και συνέχισε την πορεία του προς τα νοτιοδυτικά». Ο Ντέηβ Γκάλλοουεϋ, ωρολογοποιός σε ένα χωριό στην Πολιτεία της Νέας Υόρκης, έχει αφοσιωθεί στην ανατροφή του γιου του από τη μέρα που τον άφησε η γυναίκα του.Μια μέρα ο δεκαεξάχρονος Μπεν δεν γυρίζει σπίτι. Λίγο αργότερα ο Ντέηβ μαθαίνει έκπληκτος ότι ο γιός του καταζητείται για φόνο από την αστυνομία. Όταν συλλαμβάνεται και φυλακίζεται, αποφασίζει να τον βοηθήσει, αλλά ο Μπεν μένει ασυγκίνητος απέναντι στο ενδιαφέρον του πατέρα του και δεν θέλει να τον δει. Παρ’ όλο τον πόνο που τού προκαλεί η στάση του γιού του, ο Ντέηβ προσπαθεί να μπει στη θέση του και να τον καταλάβει. Ο Ωρολογοποιός του Έβερτον είναι ένα από τα πιο συγκινητικά μυθιστορήματα για την αδιέξοδη σχέση πατέρα και γιου. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)
Ξένη λογοτεχνία
Παρίσι, 1830. Ο θάνατος του γιου ενός υπουργού αναστατώνει τα παρισινά σαλόνια και την κυβέρνηση του βασιλιά Λουδοβίκου-Φίλιππου. Ήταν πράγματι αυτοκτονία; Ο νεαρός επιθεωρητής Βαλεντίν Βερν, παθιασμένος με την ιατρική αλλά και τον αποκρυφισμό, ακολουθεί τις δικές του μεθόδους για να λύσει το μυστήριο. Νέοι θάνατοι περιπλέκουν την υπόθεση. Συνδέονται όλοι μεταξύ τους; Ποιος είναι ο μυστηριώδης άντρας με το ψευδώνυμο «Εφημέριος»; Τι κρύβει και ο ίδιος ο νεαρός επιθεωρητής με το αγγελικό πρόσωπο και τη σκληρότητα στο βλέμμα;
Ένα «εθιστικό βιβλίο» (Lire magazine) από τον «χημικό που βρήκε την τέλεια φόρμουλα για αστυνομικό ιστορικό μυθιστόρημα» (El País). Διδάκτωρ χημείας και νομικής και λάτρης της Ιστορίας, ο Ερίκ Φουασιέ (γενν. Γαλλία, 1963) είναι συγγραφέας πρωτότυπων αστυνομικών μυθιστορημάτων που γνωρίζουν μεγάλη επιτυχία.
Ξένη λογοτεχνία
Μια γαλλική πόλη (το όνομά της δεν θα το μάθουμε ποτέ), τη δεκαετία του ’70. Εδώ καταφεύγει ο αρχιεπιθεωρητής Σνεντέρ, γυρίζοντας την πλάτη στην υπόσχεση μιας λαμπρής καριέρας στο Παρίσι, καθώς δεν μπορεί να γλιτώσει από τα φαντάσματα του Πολέμου της Αλγερίας – μια εμπειρία για την οποία δεν μιλά ποτέ, αλλά που είναι διαρκώς και οδυνηρά παρούσα.
Δεν θ’ αργήσει να βρεθεί αντιμέτωπος με μια σοβαρή υπόθεση: η Μπετύ, κόρη ενός χαμηλόβαθμου σιδηροδρομικού υπαλλήλου, δεν γύρισε σπίτι. Ο πατέρας της πιστεύει ότι είναι νεκρή και αποδεικνύεται πως έχει δίκιο. Οι έρευνες αρχίζουν και, ενώ άλλες υποθέσεις έρχονται να απασχολήσουν την ομάδα του Σνεντέρ, αυτή η δολοφονία τον στοιχειώνει. Ο Σνεντέρ δεν αποδέχεται τον θάνατο. Πόσο μάλλον τον θάνατο μιας δεκαπεντάχρονης… Καραδοκούν, όμως, πολλές παγίδες. Ο διακριτικός όσο και πανίσχυρος άνθρωπος που ελέγχει την πόλη, ένας παλιός γνώριμος του Σνεντέρ, μια περίεργη και δυνατή σχέση. Μια ικανή και φιλόδοξη δημοσιογράφος. Αστυνομικοί διεφθαρμένοι, τραμπούκοι που κυνηγούν τους Άραβες και τους άστεγους, καριερίστες που διατηρούν αιμομικτικές σχέσεις με την πολιτική εξουσία, τα ΜΜΕ, τους λειτουργούς της Δικαιοσύνης.
Ο Παγκάν περιγράφει με ακρίβεια την καθημερινότητα στα αστυνομικά τμήματα. Αναλύει με οξυδέρκεια την κοινωνική κατάσταση της εποχής, το κοντράστ ανάμεσα στην οικονομική ευημερία και την περιθωριοποίηση πολλών κοινωνικών ομάδων, το χάσμα ανάμεσα στο όνειρο της επιτυχίας και όλους εκείνους που δεν μπορούν να το ακολουθήσουν, τους αδύναμους, τους ευάλωτους, τους ταπεινούς. Σκιαγραφεί με ιδιαίτερη δύναμη τους χαρακτήρες των ανθρώπων, των μικροπαραβατών, των έντιμων αστυνομικών -γιατί υπάρχουν κι αυτοί-, των θαμώνων των μπαρ, των γυναικών που ελκύονται από τον κλειστό αλλά γοητευτικό Σνεντέρ. Στο τέλος, κάποιοι κακοί τιμωρούνται, αλλά το κακό παραμένει, ζοφερό, αδυσώπητο και κυρίαρχο. (Από τον εκδότη)
Ξένη λογοτεχνία
Το πρώτο βιβλίο της πολυαναμενόμενης νέας σειράς του Arne Dahl, Νόβα.
Σε ένα χωράφι έξω από την Ουψάλα, εντοπίζεται νεκρός μέσα στη φλεγόμενη BMW του ο διευθυντής μιας βιομηχανίας χάλυβα. Το περιστατικό θεωρείται ατύχημα κι έτσι δεν εξετάζεται περαιτέρω. Όταν όμως συμβαίνει άλλο ένα «ατύχημα», η επιθεωρήτρια Εύα Νίμαν αντιλαμβάνεται ότι τρέχει κάτι σοβαρό, κάτι που φαίνεται να σχετίζεται με τη συζήτηση για το περιβάλλον. Μια μέρα λαμβάνει μία επιστολή, γραμμένη σε παλιά γραφομηχανή, η οποία δεν περιγράφει απλώς τα δύο περιστατικά, αλλά προβλέπει και μια επερχόμενη, πολύ χειρότερη επίθεση.
Η Νίμαν πρέπει να προλάβει. Για αυτό κινητοποιεί την ειδική ομάδα NOΒA, μια ομάδα εκκεντρικών αστυνομικών που ασχολούνται με τις πιο ασυνήθιστες υποθέσεις. Πρέπει να ανακαλύψει ποιος κρύβεται πίσω απ’ όλα αυτά – ποιος βρίσκεται στο κέντρο του κύκλου.
Ξένη λογοτεχνία
«Αυτό που χαρακτηρίζει καλύτερα τούτη τη βίαιη και ελεεινή δημοκρατία είναι η ορφάνια».
Μετά τη συγκλονιστική ανακάλυψη ανθρώπινων οστών σ’ ένα από τα πιο πλούσια και καλύτερα φυλασσόμενα προάστια της Μπογκοτά, ο εισαγγελέας ειδικών ερευνών Έντιλσον Χουτσινιαμούι αναλαμβάνει να εξακριβώσει σε ποιον ανήκουν με τη βοήθεια του αστυνόμου Λαϊσέκα και της υπόλοιπης ομάδας του.
Η Χουλιέτα Λεζάμα, η δημοσιογράφος φίλη του, συμμετέχει στην έρευνα, που αρχίζει να φέρνει στο φως μια μακρά αλυσίδα εγκληματικών θηριωδιών. Τα βήματά τους τους οδηγούν, μεταξύ άλλων, και στον συγγραφέα Σαντιάγο Γκαμπόα, καθώς το έργο του αποδεικνύεται ότι κρύβει μια θεμελιώδη ένδειξη για την κατανόηση του μυστηρίου.
Ο Χουτσινιαμούι με το αλάθητο ένστικτο και η θαρραλέα Λεζάμα επιστρέφουν σε μια συνταρακτική ιστορία γεμάτη αξέχαστους χαρακτήρες, ανάμεσα στους οποίους ένας καθηγητής με ιδιαίτερη ερωτική ζωή κι ένας αινιγματικός Αργεντινός. Το Colombian Psycho είναι ένα συναρπαστικό παιχνίδι με καθρέφτες, στο οποίο η γραμμή μεταξύ πραγματικότητας και μυθοπλασίας θολώνει, καθώς η φαντασία του συγγραφέα και η πραγματική ζωή αλληλεπικαλύπτονται σε μια επικίνδυνη ίντριγκα, που λειτουργεί επίσης ως αποκάλυψη της κατάστασης ενός έθνους.
Ένα μικρό απόσπασμα από το βιβλίο:
Έβλεπε τα φώτα στους λόφους και φανταζόταν τι συνέβαινε εκεί. Σκέφτηκε τις καταρρακτώδεις βροχές. Το νερό που διαπερνά τη γη και μας αποκαλύπτει αυτά τα πράγματα. Οι δολοφόνοι κρύβουν και οι βροχές ξαναβγάζουν στην επιφάνεια.
Πού θα μπορούσε να χωρέσει τόση βαρβαρότητα; Αποτρόπαιες δολοφονίες, γυναικοκτονίες και συζυγοκτονίες, εγκλήματα πάθους. Για εκείνον δεν ήταν ατομικές εκφράσεις του κακού, αλλά οι συνέπειες μιας διεστραμμένης κοινωνίας. Κανένας δεν κάνει τέτοια πράγματα από γούστο ή επειδή είναι στη φύση του.
Υπάρχουν άνθρωποι που υποφέρουν, που μισούν, που φθονούν, που είναι μόνοι, απελπισμένοι ή εγκαταλελειμμένοι, που μια μέρα απλώς δεν αντέχουν άλλο και διαπράττουν ένα έγκλημα. Η ψυχολογία μετριάζει την ενοχή λέγοντας ότι ήταν μια εκδίκηση πολυπόθητη και δίκαιη. Ότι αποκατέστησε την αρμονία.
Ποιοι ζουν σήμερα εν ειρήνη; Σε αυτή τη χώρα, σκέφτηκε, πολύ λίγοι: αυτοί που ξεφυσούν ικανοποιημένοι όταν ελέγχουν το υπόλοιπο του τραπεζικού τους λογαριασμού.
Ξένη λογοτεχνία
«Αναζητώ κάτι το εξαιρετικό για να το πω με λόγια απλά και συνηθισμένα».
Ο “Ανυπόφορος γκάουτσο” είναι το τελευταίο βιβλίο που ο συγγραφέας άφησε έτοιμο προς έκδοση και αποτελείται από τέσσερα διηγήματα και δύο διαλέξεις. Κυκλοφόρησε το 2003 και την επόμενη χρονιά βραβεύτηκε με το βραβείο αφήγησης Altazor. Στα διηγήματα που περιλαμβάνει ξεχωρίζει το υποδειγματικό ύφος ειρωνείας και μερικά χαρακτηριστικά «κλειδιά» στο έργο του Μπολάνιο, η ίδια η λογοτεχνία ως λογοτεχνικό θέμα, η αστυνομική πλοκή, ένα παιχνίδι αναφορών στον Κάφκα, η τέχνη ως εμμονή, η αναζήτηση μιας αλήθειας που φαίνεται απαραίτητη μόνο σε όσους την αναζητούν, η απομυθοποίηση της πραγματικότητας και του θανάτου.
Δύο ομιλίες που έγραψε ο Μπολάνιο για διαλέξεις συμπληρώνουν τον τόμο. Στο «Λογοτεχνία + Ασθένεια = Ασθένεια», μια ανέκδοτη ιστορία δίνει αφορμή για έναν συλλογισμό πάνω στην ασθένεια και στο θάνατο. Το «Μύθοι του Κθούλου», από την άλλη, προσφέρει μία ενδιαφέρουσα ματιά, προσωπική και κριτική, στο λογοτεχνικό ισπανόφωνο πανόραμα του καιρού μας. (Από την παρουσίαση της έκδοσης)
Ξένη λογοτεχνία
Γιατί το μέλλον περνάει μέσα από την έρημο;
Γιατί ένας αντάρτης γίνεται ένας πολυλογάς που κρύβει τα όπλα του;
Γιατί μια κοπέλα πέφτει με τη θέλησή της στα χέρια του βιαστή της;
Γιατί τη λύση μπορεί να τη δώσει μόνο ένας τυφλός κι ένας κουφός;
Γύρω από αυτά –και πολλά άλλα– ερωτήματα, ο Γασσάν Kαναφάνι, ο πλέον σημαντικός Παλαιστίνιος συγγραφέας, ο οποίος και αναδείχτηκε σε σύμβολο του παλαιστινιακού αγώνα, δομεί τις δύο νουβέλες («Άνθρωποι στον ήλιο» και «O τυφλός και ο κουφός») που τον έκαναν διάσημο σ’ όλο τον κόσμο.
Ξένη λογοτεχνία
Ο Πόλεμος της Ινδοκίνας κράτησε πολλά χρόνια. Ωστόσο, στα γαλλικά σχολικά εγχειρίδια, μόλις που αναφέρεται. Με μια εντυπωσιακή αίσθηση της αφήγησης, το Μια αξιοπρεπής έξοδος περιγράφει πώς, με μια απίστευτη ιστορική ανατροπή, δύο από τις μεγαλύτερες παγκόσμιες δυνάμεις ηττήθηκαν από έναν πολύ μικρό λαό.
Με μια σειρά από αξέχαστες σκηνές, ο Eric Vuillard περιγράφει την απίστευτη διαπλοκή συμφερόντων και ξαναζωντανεύει μια ολόκληρη πινακοθήκη πορτρέτων: καλλιεργητές καουτσούκ, Γάλλους στρατηγούς, τις συζύγους τους, πολιτικούς, τραπεζίτες, μια απειλητική ανθρώπινη κωμωδία. Αν στόχος της λογοτεχνίας είναι η οικουμενικότητα, δεν μπορούσε να μην αποτελέσει αντικείμενο της αφήγησης το πώς αυτός ο πολύ μικρός λαός, οι Βιετναμέζοι, κατάφερε να νικήσει δύο από τις μεγαλύτερες δυνάμεις του κόσμου. Και αυτό μπορεί να μας επιτρέψει να καταλάβουμε γιατί, ακόμη και σήμερα, στο Αφγανιστάν, στο Μάλι ή αλλού, η Γαλλία θα αναζητά, μάταια πάντα, μια αξιοπρεπή έξοδο. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)
Ξένη λογοτεχνία
Παράφορο, πυρακτωμένο, σκοτεινό, φιλοσοφικό: αυτό είναι το πορτρέτο των Κόμπσον, της πλέον εμβληματικής από τις οικογένειες που επινόησε η αξεπέραστη φαντασία του Φόκνερ. Σ’ αυτό το σπουδαίο επίτευγμά του καταβυθίζεται στα ιλιγγιώδη βάθη της ανθρώπινης ψυχής, εκεί όπου ελάχιστοι συγγραφείς κατάφεραν ποτέ να φτάσουν.