Ξένη λογοτεχνία
Το Κιβώτιο, έργο φαντασίας, εξαιρετικά ευανάγνωστο και συναρπαστικό σε όλα τα κεφάλαια του, είναι κλασικό θα λέγαμε μυθιστόρημα, που όμως ξεχωρίζει αισθητά για τις συνεχείς παρεκβάσεις του από τα καθιερωμένα είδη, τα οποία γνωρίζει και σέβεται.
Σε πρώτο στρώμα φαίνεται να περιγράφει την επικίνδυνη περιπέτεια μιας σαρανταμελούς ομάδας επίλεκτων αγωνιστών να μεταφέρουν από την πόλη Α στην πόλη Β ένα κιβώτιο αγνώστων στοιχείων, από το περιεχόμενο του οποίου θα κριθεί η έκβαση της αποστολής. Το κιβώτιο φτάνει στο προορισμό του με μοναδικό επιζώντα τον ανώνυμο αφηγητή που είναι και ο μοναδικός μάρτυρας διεκπεραίωσης της επιχείρησης. Συνεπώς τίθεται από την αρχή θέμα της αξιοπιστίας του, που δεν τη προστατεύει το πλούσιο αγωνιστικό του παρελθόν. Έτσι υποχρεώνεται να απολογείται με επιστολές του απέναντι σε έναν ανακριτή που τον βλέπει μια φορά, και ο οποίος τελικά παραμένει άγνωστος και αγνώστων προθέσεων. Η κρίσιμη και αποφασιστική για το σύστημα «αλήθεια» παραμένει αίνιγμα και ο παραλήπτης της αλήθειας απροσδιόριστος.
Ωστόσο, η υπόθεση είναι πειστική, είναι αληθοφανής και το ενδιαφέρον της συνεχώς αυξάνει. Τα γεγονότα συμβαίνουν απέναντι σε μια υπαρκτή κατάσταση που παρουσιάζει τα συμπτώματα ενός αμείλικτου μηχανισμού, με τις δυνάμεις του σε πλήρη ετοιμότητα, συντηρώντας τις ασθένειες του στην πιο αποτρόπαιη μορφή.
Γι’ αυτό, διαβάζοντας το έργο από μία ουσιαστική γωνία μπορείς να πεις ότι στο μυθιστορηματικό του σύμπαν συγκεντρώνεται ένας αντιπροσωπευτικός κόσμος ανθρώπων και καταστάσεων μιας κυνικά αυτορρυθμιζόμενης πολιτείας, όπου τα επισφαλή κίνητρα των οπαδών της κρύβονται με επιμέλεια πίσω από τη μονάδα αφοσίωσης και της υστεροβουλίας, ενώ καταγράφεται η κυρίαρχη νοοτροπία, σιωπηρά υποταγμένη στον πολιτικό αμοραλισμό, οποίος από ένα πρόταγμα ελευθερίας – με διαδοχικές πράξεις – καταλήγει στην αναίρεση της. Και το μήνυμα του έργου, θα αναρωτηθεί ο αναγνώστης; Ο συγγραφέας αρνείται να εφεύρει μια και μοναδική απάντηση για την ανθρώπινη μοίρα.
Ξένη λογοτεχνία
Ο ήρωας αυτής της ιστορίας, ο `Αλντο, διορίζεται από την κυβέρνηση της Ορσένα, μιας πόλης με δοξασμένο παρελθόν, η οποία όμως βρίσκεται σε κατάσταση παρακμής, πολιτικός επίτροπος στις Σύρτεις.
Επικεφαλής του Ναυαρχείου στις Σύρτεις είναι ο πλοίαρχος Μαρίνο, αξιωματικός που ευνοεί την ενυπάρχουσα κατάσταση της χαύνωσης για τις στρατιωτικές αποικιακές δυνάμεις της Ορσένα, ενώ ο κίνδυνος καραδοκεί από την αντίπαλη πόλη του Φαργκεστάν.
Ο `Αλντο με τη σύμπραξη κι άλλων αξιωματικών και υπό την επήρεια της γοητείας που ασκεί πάνω του η Βανέσα, μια σαγηνευτική αλλά και μυστηριώδης γυναίκα, αποφασίζει να πάρει την κατάσταση στα χέρια του…
“Τα πρόσωπα των έργων του Γκρακ είναι σκιές που κινούνται σ` ένα φθινοπωρινό φως, φαντάσματα φιλτραρισμένα μέσα από φωτισμούς του δάσους, παρουσίες στεφανωμένες φαντασμαγορικά. Η ποίηση του είναι η ποίηση των ερειπίων του χρόνου, ατέλειωτα τενάγη, θρησκευτικές πορείες λειψάνων, δαιδαλώδη φρούρια, προμαχώνες, εξώστες, τζαμαρίες, θόρυβοι, που σχηματίζουν στα πρώτα βιβλία του ένα ακινητοποιημένο φεγγοβόλημα”.
Ξένη λογοτεχνία
Το αριστούργηµα του Ντίνο Μπουτζάτι Η έρημος των Ταρτάρων αφηγείται την ιστορία του νεαρού υπολοχαγού Τζοβάνι Ντρόγκο, ο οποίος περνάει τη ζωή του στο Οχυρό Μπαστιάνι, όπου τοποθετείται στον πρώτο του διορισµό, περιµένοντας µάταια την εισβολή του θρυλικού εχθρού από τον βορρά. Με φόντο την απέραντη, οµοιόµορφη έρηµο, ο Μπουτζάτι αφηγείται την αναµονή της µεγάλης ευκαιρίας για τον αξιωµατικό, της ευκαιρίας που θα του αλλάξει τη ζωή χαρίζοντάς του την πολυπόθητη δόξα. Μόνο που η µεγάλη ευκαιρία τελικά δεν παρουσιάζεται ποτέ και ο αξιωµατικός, τριάντα ολόκληρα χρόνια µετά, έρχεται αντιµέτωπος µε το κορυφαίο γεγονός: τον θάνατο. Και τον αντιµετωπίζει µονάχος, χωρίς να περιµένει βοήθεια ή κατανόηση από κανέναν, σ’ ένα περιβάλλον παντελώς άγνωστο.
Ένα μυθιστόρημα για τη μοναξιά, την υπαρξιακή αγωνία, την άνιση μάχη ενάντια στο πέρασμα του χρόνου, την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, τον θάνατο.
Το βιβλίο μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο το 1976 από τον σκηνοθέτη Βαλέριο Τζουρλίνι.
Ξένη λογοτεχνία
29 Μαΐου του 1453. Η Κωνσταντινούπολη, πρωτεύουσα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, κατακτάται μετά την πιο αιματηρή πολιορκία στην Ιστορία. Η περήφανη πόλη, που αντιστάθηκε σε όλες τις επιθέσεις για πάνω από χίλια χρόνια, καταρρέει από τη βία της τουρκικής επίθεσης. Ακόμα και μέσα στον ναό της Αγίας Σοφίας ο λαός αμύνεται απελπισμένα. Όμως οι νικητές δεν θα λυπηθούν κανέναν, ούτε τους γέρους, τις γυναίκες και τα παιδιά. Δύο αδέλφια, ο Νικόλαος και ο Κωνσταντίνος Διονής, καταφέρνουν να διαφύγουν, ο ένας στη Ρωσία και ο άλλος στις ακτές της Μεσογείου. Ορκίζονται ότι μια μέρα οι απόγονοί τους θα ξανασυναντηθούν.
Σε αυτή την αριστουργηματική τοιχογραφία που καλύπτει πέντε αιώνες, η μυθιστοριογράφος Catherine Hermary-Vieille παρακολουθεί, εντυπωσιακή γραφή, τη μοίρα μιας οικογένειας που μπλέκεται στις αναταράξεις της Ιστορίας, αποτυπώνοντας αριστοτεχνικά τον πόνο της εξορίας και το μακρύ ταξίδι της σε αναζήτηση των ριζών της.
Ξένη λογοτεχνία
1971
Η Νέα Υόρκη βουλιάζει στα σκουπίδια και την εγκληματικότητα. Ο πόλεμος μεταξύ συμμοριών και αστυνομίας μαίνεται άγριος στους δρόμους. Η πόλη οδεύει σταθερά προς τη χρεοκοπία. Μέσα στον ζόφο της εποχής, ο πρώην μικροαπατεώνας Ρέι Κάρνεϊ προσπαθεί να κρατήσει το προφίλ του χαμηλό και την επιχείρησή του μακριά από μπελάδες. Τα επερχόμενα γεγονότα ωστόσο θα διαψεύσουν κάθε του προσδοκία…
Μετά το Μπέρδεμα στο Χάρλεμ, o βραβευμένος με δύο βραβεία Pulitzer Colson Whitehead επιστρέφει με ένα αναπάντεχα διασκεδαστικό μυθιστόρημα, συμπληρώνοντας αριστοτεχνικά την «Τριλογία του Χάρλεμ». Το Μανιφέστο απατεώνων αποτελεί το γλαφυρό πορτρέτο μιας οικογένειας και μιας μητρόπολης στο χείλος του χάους και της καταστροφής. Στις σελίδες του ζωντανεύουν η πολυτάραχη μα ακαταμάχητη δεκαετία του 1970 αλλά και μια Νέα Υόρκη που δονείται επικίνδυνα από διαφθορά, συγκρούσεις και ωμή βία.
Ένα αιχμηρό μυθιστόρημα, ξέχειλο από ζωή, χιούμορ, ένταση και ευφυΐα, που έχει ήδη συναρπάσει το παγκόσμιο κοινό και σίγουρα θα καταγραφεί ως μία από τις σπουδαιότερες λογοτεχνικές περιγραφές μιας εποχής και μιας πόλης.
«Εκπληκτικό… Η τέχνη του μυθιστορήματος στα καλύτερά της. Μεγαλύτερο και καλύτερο, από οτιδήποτε έχει γράψει ο Whitehead μέχρι σήμερα».
—The Washington Post
Ξένη λογοτεχνία
Όταν εμφανίστηκε το συγκεκριμένο βιβλίο, πολλοί το κατέταξαν στο ρεύμα του «νεορεαλισμού». Ήταν όμως κάτι εντελώς διαφορετικό. Γεννημένο από τη συνάντηση της συγγραφέως με μια πόλη που ήταν και δεν ήταν δική της, μια πόλη η οποία είχε βγει κομματιασμένη από τον πόλεμο (συνάντηση και συγχρόνως αποχαιρετισμός, καθώς η Ορτέζε δεν θα επέστρεφε στη Νάπολη ουσιαστικά ποτέ), το βιβλίο αποτελεί ακριβώς το χρονικό μιας αποξένωσης. Η τραυματισμένη, σπαραγμένη πόλη γίνεται μια οθόνη πάνω στην οποία η συγγραφέας προβάλλει ό,τι η ίδια προσδιορίζει ως δική της «νεύρωση», μια νεύρωση μεταφυσική, μια αδυναμία να αποδεχτεί το πραγματικό και τη ζοφερή του υπόσταση, την τύφλωση της ζωής, μια φρίκη για τον χρόνο που διαβρώνει και καταβροχθίζει το καθετί – και συνάμα η αναγνώριση της «σκοτεινής σαγήνης» της πόλης, του κόσμου. Όλο το βιβλίο, με μια «πυρετώδη και παραισθησιακή» γραφή, αλλά και με υπερβολική ακρίβεια, συνιστά μια κραυγή ενάντια σε εκείνη τη φρίκη, από την οποία το βλέμμα (όπως εκείνο της μικρούλας Εουτζένια τη μέρα που φορά τα γυαλιά, στο πρώτο, αξέχαστο διήγημα) θα ήθελε να αποστραφεί, χωρίς ωστόσο να το κατορθώνει.
«Το βιβλίο Η θάλασσα δεν βρέχει τη Νάπολη είναι μια εκπληκτική κάθοδος στον Κάτω Κόσμο: στο βασίλειο του σκότους και των σκιών, όπου εμφανίζονται οι κάτωχρες μορφές των νεκρών. Σπανίως ένας σύγχρονος καλλιτέχνης κατόρθωσε να αποδώσει τόσο έντονα τη φασματική φύση όλων των πραγμάτων, των λόφων, της θάλασσας, των σπιτιών, των απλών αντικειμένων της καθημερινής ζωής… Η Άννα Μαρία Ορτέζε διασχίζει τον Άδη, αφήνοντας στα πράγματα και στις μορφές ένα αλλοπαρμένο και γλυκύτατο βλέμμα, τρομερό λόγω του ότι είναι γλυκό, ένα βλέμμα που συλλαμβάνει και σκοτώνει για πάντα τον αναβρασμό της ζωής. Στα διηγήματα που περιλαμβάνονται στο πρώτο μέρος του βιβλίου, ακριβώς αυτό το βλέμμα διαπερνά την καρδιά των χαρακτήρων, αποδίδει τη μουσική και τον εσωτερικό τους χρόνο, όπως πριν από πολλά χρόνια έκανε ο Αντόν Τσέχοφ».
«Η Άννα Μαρία Ορτέζε ήταν μόνη όπως μπορεί να είναι μια πέτρα, όπως ένας σωρός από χόρτα στον κήπο. […] Ήταν μια καταπληκτική φιγούρα, η μείξη ξωτικού, μάγισσας και καλόγριας».
Ξένη λογοτεχνία
Ένας από τους σπουδαιότερους μυθιστοριογράφους του 20ού αιώνα (Το Εμβατήριο του Ρανιέτσκι, Η κρύπτη των Καπουτσίνων), ο Γιόζεφ Ροτ (1894-1939) έγραψε τις συγκλονιστικές «ανταποκρίσεις» αυτού του βιβλίου στο διάστημα του Μεσοπολέμου. Οι “Περιπλανώμενοι Εβραίοι” εφιστούν την προσοχή στα ψευδή οφέλη της εβραϊκής προσαρμογής, αποκαλύπτουν το σχίσμα μεταξύ των Εβραίων της Ανατολής και των Εβραίων της Δύσης, αναλύουν την πολυπλοκότητα της εβραϊκής ταυτότητας, στρέφουν το βλέμμα με ανησυχία στο μέλλον της Γερμανίας. Ο Ροτ συνδυάζει στη γραφή του τη συγκρατημένη, ενδελεχή θεώρηση με τη ζωντάνια και τη φλόγα του επείγοντος, κι αυτό έχει ωθήσει σε συγκρίσεις και παραβολές με το έργο του Thomas Mann και του Isaac Babel. Οι “Περιπλανώμενοι Εβραίοι” προσφέρουν μοναδική εποπτεία της ευρωπαϊκής εβραϊκής εμπειρίας σε μια κρίσιμη καμπή της παγκόσμιας Ιστορίας.
Ο Γιόζεφ Ροτ αγαπούσε ιδιαίτερα το δοκίμιο αυτό, την ποιητική και διαυγή απογραφή ενός σύμπαντος που ο συγγραφέας γνώριζε ότι απειλούνταν, αυτό των εβραϊκών οικισμών της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης.
Οι “Περιπλανώμενοι Εβραίοι” αναλύουν τους λόγους της αργής αποσύνθεσής του: τη φτώχεια που ωθεί τους κατοίκους των στετλ στην έξοδο, τον πειρασμό της αφομοίωσης στον δυτικό κόσμο. Ως πραγματικός πομπός πολιτισμού, ο αφομοιωμένος Εβραίος Ροτ ρίχνει μια ευγενική ματιά σε εκείνους τους Εβραίους με το παράξενο ιδίωμα, τους ντυμένους με καφτάνια, που συναντούσαμε άλλοτε σε ορισμένες γειτονιές της Βιέννης, του Βερολίνου ή του Παρισιού.
Ξένη λογοτεχνία
Στη Μασσαλία, στο ολοκαίνουργιο και πολυτελέστατο υπερωκεάνιο Ζορζ Φιλιππάρ που ετοιμάζεται να αποπλεύσει με τελικό προορισμό την Ιαπωνία, επιβιβάζεται και ο Ζακ-Μαρί Μποέρ.
Βιβλιοπώλης με εξειδίκευση στα σπάνια βιβλία που κυνηγούν οι συλλέκτες, αγαπά με πάθος τη λογοτεχνία, ταξιδεύει μόνος, μισεί τα κλισέ και τις κοινοτοπίες, περνά τον καιρό του παρατηρώντας τους άλλους, με κριτική διάθεση, με θαυμασμό, με ειρωνεία, καλοπροαίρετα ή και εχθρικά, αν χρειαστεί. Αναπτύσσει φιλικές σχέσεις με τον πρώην πλοίαρχο Πρεσανύ και την ατίθαση νεαρή εγγονή του, τον ασφαλιστή Ερκύλ Μαρτέν και τον Ρώσο πιανίστα Σοκολόβσκι, ή τη γοητευτική Αναΐς Μοντέ-Ντελακούρ. Ωστόσο, δεν αποκαλύπτει σε κανέναν τον λόγο του ταξιδιού του.
Είναι Φεβρουάριος του 1932, βρισκόμαστε μόλις λίγους μήνες πριν ανέλθει στην εξουσία ο Χίτλερ. Γερμανοί επιβάτες προπαγανδίζουν ανοιχτά τον ναζισμό, η ομήγυρη διχάζεται. Διαδίδονται σκοτεινές θεωρίες για το μέλλον του κόσμου, ενώ ορισμένοι επιβάτες ανησυχούν για τις τεχνικές βλάβες που επαναλαμβάνονται…
Μέσα από την επική και δραματική εξιστόρηση της παρθενικής κρουαζιέρας του Ζορζ Φιλιππάρ, που κατέληξε σε ναυάγιο με θύμα, μεταξύ άλλων, τον σπουδαίο και διάσημο δημοσιογράφο Αλμπέρ Λοντρ, η φιγούρα του οποίου σημαδεύει το βιβλίο, ο Πιερ Ασουλίν προαναγγέλλει το ναυάγιο της Ευρώπης, σ’ έναν εντυπωσιακό μυθιστορηματικό πίνακα.
Ξένη λογοτεχνία
Κανένα ντοκουμέντο, ιστορικό ή καλλιτεχνικό, δε μας δίνει τόσο ζωντανά και τόσο ανάγλυφα τη ζωή, το χαρακτήρα και την ψυχολογία του Ρώσου και του ρωσικού λαού της προεπαναστατικής εποχής, όσο το έργο του Λ. Τολστόη Πόλεμος και Ειρήνη. Η βαθιά και αναλυτική αυτή ανατομία της ατομικής και ομαδικής ψυχής κάνει το βιβλίο να ενδιαφέρει κάθε άνθρωπο οποιουδήποτε γεωγραφικού πλάτους και οποιασδήποτε εποχής. Έργο που υψώνεται επιβλητικό ορόσημο ζωής και αξεπέραστο πρότυπο τέχνης. Ένας απέραντος πίνακας της παγκόσμιας ψυχής, όπου αποτυπώνονται οι τιτανικές συγκρούσεις, τα πάθη, οι μικρότητες και το μεγαλείο του Ανθρώπου. Η μεγαλοφυέστερη μυθιστορηματική σύνθεση-καθρέφτης μιας από τις πιο γόνιμες σε κοινωνικές και θρησκευτικές ζυμώσεις εποχής της Ιστορίας και οδηγός της κάθε εποχής.
Ξένη λογοτεχνία
Όπως ο Κάιν, είμαι σημαδεμένη και κηλιδωμένη. Αν έρθεις μαζί μου, Μαίρη, ο κόσμος θα σε αποστραφεί, θα σε καταδιώξει, θα σε πει βρόμικη. Η αγάπη μας μπορεί να είναι ακλόνητη έως το θάνατο, και πέρα απ’ αυτόν – αλλά ο κόσμος θα την αποκαλεί βρόμικη. Μπορεί να μην πειράζουμε κανένα πλάσμα ζωντανό με την αγάπη μας μπορεί εξαιτίας της ν’ αποκτήσουμε τη μεγαλύτερη κατανόηση, τη μεγαλύτερη ευσπλαχνία, αλλά τίποτα απ’ αυτά δεν θα σε σώσει από τη μάστιγα του κόσμου, που θα αποστρέψει το βλέμμα και από τις πιο γενναιόδωρες πράξεις σου, καταλογίζοντάς σου μόνο διαφθορά και αθλιότητα. (…) Γιατί σ’ αυτό τον κόσμο υπάρχει ανοχή μόνο για τους λεγόμενους φυσιολογικούς. Και όταν θα γυρέψεις σ’ εμένα προστασία, θα σου πω: Δεν μπορώ να σε προστατεύσω Μαίρη, ο κόσμος μού έχει αφαιρέσει το δικαίωμα να προστατεύω είμαι εντελώς ανήμπορη, το μόνο που μπορώ είναι να σ’ αγαπώ. Το πηγάδι της μοναξιάς, ένα σχεδόν αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα, είναι η ιστορία της Στήβεν Γκόρντον, μιας γυναίκας που γεννιέται σε μια μεγαλοαστική οικογένεια της Αγγλίας, στη θέση του πολυπρόσμενου γιου, και από τότε μεγαλώνει (τη μεγαλώνουν) με συμπεριφορές ασυνήθιστες για τα κορίτσια της εποχής της. Κάνει αθλητισμό, ιππεύει, ξιφασκεί. Συνέπεια άμεση της διαφοράς της από τα άλλα κορίτσια, η απομόνωσή της – μοτίβο που κυριαρχεί σε όλο το βιβλίο.
Ξένη λογοτεχνία
Στα τέλη της δεκαετίας του 1950 ο Ισραηλινός Μπεν-Σιων Νετανιάχου, ιστορικός με ειδίκευση στην ιστορία της Ιεράς Εξέτασης, δίνει διάλεξη σε αμερικανικό πανεπιστήμιο με σκοπό την πρόσληψή του. Στην επιτροπή αξιολόγησης συμμετέχει και ο Αμερικανοεβραίος καθηγητής Ρούμπεν Μπλούμ. Ο Μπλουμ φιλοξενεί σπίτι του τον Νετανιάχου και την οικογένειά του. Τους χωρίζει ιδεολογικό χάσμα και η συνύπαρξη των δύο οικογενειών θα οδηγήσει σε εξωφρενικές καταστάσεις.
Οι Νετανιάχου (Βραβείο Pulitzer 2022) είναι ένα μυθιστόρημα βασισμένο σε αληθινά περιστατικά που εκμυστηρεύτηκε o Χάρολντ Μπλουμ, λίγο πριν από τον θάνατό του, στον συγγραφέα Τζόσουα Κόεν (γενν. 1980), και αφορά την οικογένεια του πρωθυπουργού του Ισραήλ Μπένγιαμιν Νετανιάχου. Μια «πανέξυπνη, ξεκαρδιστική ιστορία» (TLS).
Ξένη λογοτεχνία
Αφότου το παιδί ήρθε να μείνει μόνιμα με τους παππούδες του, για πολύ καιρό αρνούνταν να μιλήσει. Είναι τα πρώτα Χριστούγεννα χωρίς τον παππού. Εντελώς ξαφνικά, πριν από έναν χρόνο, “την κοπάνησε ο δειλός”, λέει η γιαγιά, για το Ταμανγκούρ, τον παράδεισο των κυνηγών. “Κάποιοι άντρες”, λέει, “έχουν κλέψει τον χρόνο μου, ο παππούς, αντιθέτως, μου τον έχει επιστρέψει διπλάσιο και τριπλάσιο”. Το παιδί φοβάται λίγο την Έλζα, που κανείς δεν γνωρίζει πότε ακριβώς έγινε ζευγάρι με τον Έλβις. “Έβγαλα το παντελόνι με την κουτάλα από το ζεματιστό νερό, είχε γίνει σκληρό σαν σανίδα μες στη χύτρα. Ένα αναμνηστικό. Ένα ενθύμιο”, λέει με ενθουσιασμό η Έλζα.
Πρέπει να υπάρχει κάποιος λόγος που το έκανε αυτό, κάποιος μεγάλος λεκές; Επειδή γι’ άλλη μια φορά ταξίδευε, ενώ την ίδια στιγμή κρατούσε στο χέρι ένα παγωτό σμέουρο που έσταζε; Ή είχε προηγηθεί στο πάρκο ένα ραντεβού, για το οποίο ο Έλβις δεν έπρεπε να γνωρίζει, διότι το παντελόνι ήταν δικό του δώρο; “Ευτυχώς, κάποια πράγματα μπορείς απλά να τα βράσεις μέχρι να εξαφανιστούν ή να τα διαγράψεις”, λέει η Έλζα. “Ναι”, συμφωνεί η γιαγιά, “ένα τσέλο όμως δεν χωράει σε μια χύτρα ταχύτητας”, κλείνει τα μάτια και αναστενάζει, “συνήθως, η μνήμη απέχει πολύ από την αλήθεια, χαρίζει όμως ευτυχία, αρκεί να μπορείς πού και πού να διαγράφεις κάτι. Ή να το βράζεις ώσπου να εξαφανιστεί”