Μάτση Χατζηλαζάρου
Ποίηση
Σε περιβάλλω με μια μεγάλη αναμονή.
Σε περιέχω όπως τ’ αραχωβίτικο κιούπι το λάδι.
Σε ανασαίνω όπως ο θερμαστής του καραβιού ρουφάει
μες στα πλεμόνια του το δειλινό το μπάτη.
Σ’ αγρικώ με την ίδια διάθεση που ο Ερυθρίδερμος
κολλάει το αυτί του χάμω, για ν’ ακούσει
τον καλπασμό του αλόγου.
Βιογραφία - Μαρτυρίες
Το 1946-1947 η Μάτση Χατζηλαζάρου βρίσκεται στο Παρίσι. Έφυγε με το θρυλικό πλοίο “Ματαρόα” τον Δεκέμβριο του 1945, μαζί με την αφρόκρεμα νέων καλλιτεχνών, συγγραφέων, στοχαστών και επιστημόνων, με υποτροφία του γαλλικού κράτους. Ο Ανδρέας Εμπειρίκος, με τον οποίο έζησε παντρεμένη μέχρι το 1943, την έχει εφοδιάσει με συστατικές επιστολές για να συναντήσει Γάλλους υπερρεαλιστές και ψυχαναλυτές. Και η Μάτση του γράφει γι’ αυτές τις συναντήσεις, για τις εμπειρίες της και για τις εντυπώσεις της από το Παρίσι, πού ανασυντάσσεται μετά τον πόλεμο.
“Καθώς η ζωή και το έργο της Μάτσης Χατζηλαζάρου, της πρώτης Ελληνίδας υπερρεαλίστριας, είναι άμεσα συνδεδεμένα, αφού η Μάτση έζησε με τρόπο ποιητικό και έγραψε ποίηση με τρόπο βιωματικό, το υλικό πού σχολιασμένο δημοσιεύεται στη συνέχεια μπορεί να διαβαστεί με ποικίλους τρόπους: ως αυθεντικές ψηφίδες πού ανασυνθέτουν το κλίμα και την ατμόσφαιρα μιας ενδιαφέρουσας και κρίσιμης πνευματικής εποχής, ως τεκμήρια μιας βαθιάς προσωπικής και πνευματικής σχέσης, ως υποστηρικτικό υλικό για την κατανόηση του έργου της ποιήτριας, ως τα τεκταινόμενα της ζωής και του έργου της, ως κείμενα με σχόλια ποιητικής, ως ανεξάρτητες κειμενικές μονάδες πού εμπεριέχουν αφ’ εαυτού τους λογοτεχνική αξία. Πρόκειται, επομένως, για μια διπλή επίσκεψη: σε μια ποιήτρια, άλλα και σε μία εποχή”.
Οι ανέκδοτες μέχρι σήμερα επιστολές της Μάτσης συνοδεύονται από 4 εξαιρετικά, άγνωστα ποιητικά γραπτά της και 3 γαλλικά ποιήματα του Ανδρέα Εμπειρίκου της ίδιας περιόδου, καθώς και από πλούσιο ακυκλοφόρητο φωτογραφικό υλικό, όπου το ζευγάρι αλληλοφωτογραφίζεται το 1940 και το 1945.
Ποίηση
Σε περιβάλλω με μια μεγάλη αναμονή.
Σε περιέχω όπως τ’ αραχωβίτικο κιούπι το λάδι.
Σε ανασαίνω όπως ο θερμαστής του καραβιού ρουφάει
μες στα πλεμόνια του το δειλινό το μπάτη.
Σ’ αγρικώ με την ίδια διάθεση που ο Ερυθρίδερμος
κολλάει το αυτί του χάμω, για ν’ ακούσει
τον καλπασμό του αλόγου.