Η μελέτη αυτή, που στηρίζεται σε ανάλυση πληθώρας ιστορικών πηγών, δημοσιευμένων αλλά κυρίως αδημοσίευτων, καθώς και προφορικών συνεντεύξεων, εντάσσεται στο ευρύτερο ερευνητικό πλαίσιο που αφορά τον πολιτικό ρόλο και την παρεμβατικότητα του στρατού κατά τον 20ό αιώνα στην Ελλάδα. Η περίοδος 1935-1945 αποτελεί σημείο καμπής, καθώς χαρακτηρίζεται από την ακύρωση των τελευταίων στοιχείων αλυτρωτικού πατριωτισμού εντός του ελληνικού στρατού. Η συντριβή του στρατού στη Μικρά Ασία το 1922 μετέτρεψε τον αλυτρωτισμό από πολεμικό κυβερνητικό σχέδιο σε πολιτικό βαυκαλισμό και η έλλειψη ενός μεγάλου πατριωτικού οράματος οδήγησε πολλούς, ιδιαίτερα νεαρούς αξιωματικούς, στην πολιτική τους αυτονόμηση, ακόμη και απέναντι στις παρατάξεις που έως τότε ήλεγχαν το σώμα των αξιωματικών. Η περίοδος αυτή επομένως εγκαινιάζει μια μορφή παρεμβατικότητας που ήθελε τον στρατό όχι φορέα στην υπηρεσία της πολιτικής, αλλά απρόσωπο κυρίαρχο και ιδιοκτήτη της πολιτικής λειτουργίας για δικό του λογαριασμό, μια τάση που διατηρήθηκε έως και την επιβολή της δικτατορίας του 1967. Η έναρξη της αλλαγής αυτής, όπως και τα πρώτα της βήματα, μπορούν να τοποθετηθούν στη δεκαετία 1935-1945, όταν το σώμα των αξιωματικών υφίσταται βαθιές αλλαγές και στη συνέχεια όταν ο πόλεμος και οι ελληνικές πολιτικές συγκρούσεις της περιόδου ανατρέπουν τα δεδομένα του παρελθόντος, επιτρέποντας στο σώμα των αξιωματικών την επανασύνδεση με τον θρόνο αλλά και την πολιτική ριζοσπαστικοποίηση, καθώς επίσης και την εσωστρέφεια και την πολιτική αυταρέσκεια των νεαρών βασιλικών αξιωματικών.
Ρούνεϋ Σάλλυ
Πέρα από το γεγονός ότι είναι αδέλφια, ο Πίτερ και ο Ίβαν Κούμπεκ ελάχιστα κοινά φαίνεται να έχουν μεταξύ τους. Ο Πίτερ είναι δικηγόρος στο Δουβλίνο, γύρω στα τριάντα, επιτυχημένος, ικανός και φαινομενικά άτρωτος. Όμως, μετά τον θάνατο του πατέρα τους, χρειάζεται υπνωτικά για να κοιμηθεί και πασχίζει να διαχειριστεί τη σχέση του με δύο πολύ διαφορετικές γυναίκες – την παντοτινή πρώτη του αγάπη, τη Σύλβια, και τη Ναόμι, μια φοιτήτρια η οποία αντιμετωπίζει τη ζωή σαν μια μεγάλη φάρσα. Ο Ίβαν είναι επαγγελματίας σκακιστής, είκοσι δύο ετών. Πάντα θεωρούσε τον εαυτό του κοινωνικά αδέξιο, μοναχικό, το αντίθετο από τον γοητευτικό και δημοφιλή μεγαλύτερο αδελφό του. Διανύοντας τις πρώτες εβδομάδες του πένθους του, ο Ίβαν γνωρίζει τη Μάργκαρετ, γυναίκα μεγαλύτερή του σε ηλικία, που βγαίνει από το δικό της ταραχώδες παρελθόν, και οι ζωές τους συνδέονται ακαριαία και έντονα. Για τα αδέλφια που πενθούν και τους ανθρώπους που αγαπούν, η περίοδος αυτή είναι ένα μεσοδιάστημα, ένα ιντερμέδιο, μια περίοδος πόθου και απελπισίας, ανοιχτή σε κάθε πιθανότητα, μια ευκαιρία να ανακαλύψουν πόσα μπορεί να βαστάξει μια ζωή χωρίς να διαλυθεί…
Κείτ Άμπραμσον
Όταν τα λόγια δεν είναι απλές κουβέντες, αλλά εργαλεία αµφισβήτησης.
Όταν η πραγµατικότητά σου διαστρεβλώνεται στα χέρια κάποιου άλλου.
Όταν αρχίζεις να αναρωτιέσαι… µήπως φταις εσύ.
Το gaslighting είναι µια ύπουλη µορφή συναισθηµατικής χειραγώγησης. Αυτός που την ασκεί –συνειδητά ή ασυνείδητα– υπονοµεύει συστηµατικά τις αντιλήψεις, τις αναµνήσεις και τις πεποιθήσεις του άλλου. Ο στόχος; Να τον κάνει να αµφισβητήσει την ίδια του τη λογική, να νιώσει ανεπαρκής, ευάλωτος, «τρελός».
Και, τελικά, δεν προσπαθεί µόνο να τον πείσει ότι χάνει το µυαλό του – αλλά τον κάνει πράγµατι να το χάσει.
Ο όρος gaslighting καθιερώθηκε από την ταινία του 1944 Gaslight, όπου ένας άντρας αυξοµειώνει σταδιακά τα φώτα από τις λάµπες αερίου και πείθει τη γυναίκα του ότι τίποτα δεν έχει αλλάξει – µέχρι εκείνη να αρχίσει να αµφιβάλλει για την ίδια της την αντίληψη.
Ονορέ Φανόν Τζέφερς
Το εξαιρετικό πορτρέτο µιας αµερικανικής οικογένειας και, παράλληλα, ένα σπάνιας δύναµης και αλήθειας πορτρέτο της Αµερικής.
Από την παιδική της ήδη ηλικία, η Έιλυ Περλ Γκάρφιλντ έχει κατα-νοήσει πολύ καλά τι ακριβώς εννοούσε ο σπουδαίος στοχαστής Γ.E.Μπ. Ντυ Μπουά (1868-1963) όταν έγραφε κάποτε για το ζήτηµα της µαύρης φυλής στην Αµερική και για τη «διπλή συνείδηση», που υποχρεώνει κάθε Αφροαµερικανό να κοιτά τον εαυτό του µέσα από τα µάτια των άλλων για να επιβιώσει.
Η Έιλυ έχει τα ονόµατα δύο ανθρώπων –από τη µια του ξακουστού χορογράφου Άλβιν Έιλυ και από την άλλη της προγιαγιάς της Περλ, που ήταν απόγονος σκλάβων– και κουβαλά τη «διπλή συνείδηση» βαρύ φορτίο στις πλάτες της. Μεγαλωµένη σε µεγάλο αστικό κέντρο του Βορρά, περνάει τα καλοκαίρια της στην Τσικασίττα, µια µικρή πόλη της Τζόρτζια, όπου ζει η οικογένεια της µητέρας της από τότε που οι πρόγονοί τους έφτασαν από την Αφρική υπό καθεστώς δουλείας.
Σε όλη της τη ζωή αγωνίζεται να ανήκει κάπου, ενώ ψίθυροι γυναικών αιώνων την παροτρύνουν να πετύχει ό,τι δεν πέτυχαν εκείνες. Ξεκινά έτσι ένα ταξίδι στο παρελθόν της οικογένειάς της, αποκαλύπτοντας τις συγκλονιστικές ιστορίες παλαιότερων γενεών, ιθαγενών, µαύρων και λευκών, στα βάθη του Νότου. Καλείται να αποδεχτεί ολόκληρο το προγονικό της παρελθόν, µια κληρονοµιά καταπίεσης και αντίστασης, δουλείας και ανεξαρτησίας, σκληρότητας και ανθεκτικότητας που αποτελεί την ιστορία –και το τραγούδι– της ίδιας της Αµερικής.




