Το έναυσμα για να γραφτεί τούτο το βιβλίο ήταν μια επιστολή διαμαρτυρίας του Γιάννη Τσαρούχη, το 1975, σε μια εφημερίδα, για την τυραννία της επιβολής του πρασίνου στην Αττική, υποδεικνύοντας έτσι το πράσινο ως κλειδί κατανόησης του Αττικού τοπίου. Η διαχρονική απουσία πρασίνου στην Αττική συμπίπτει με την πληθώρα των λεγόμενων «αρχαιολογικών χώρων» της. Η μεταξύ τους σχέση δεν είναι τυχαία, καθώς και τα δύο αυτά στοιχεία απειλούνται εξίσου με βανδαλισμούς και βιαιοπραγίες. Οπότε, το δημόσιο πράσινο έρχεται να πρωταγωνιστήσει αναπάντεχα στη συζήτηση για το τοπίο: όχι πια άμεσα, ως καθαυτό πράσινο με φυτά και βλάστηση, αλλά έμμεσα, ως θεσμοθετημένος άχτιστος χώρος, ως κενό. Με τη μορφή ανασκαφικών χώρων, ορυγμάτων ή νταμαριών, ακόμα και έρημο ή εγκαταλειμμένο, χαρίζει μια ανάσα στην πόλη, προσφέρει ένα άνοιγμα· από εκεί, δίνεται στους κατοίκους η δυνατότητα να επικοινωνούν ελεύθερα με τον ουρανό. Στο πρώτο μέρος του βιβλίου συζητιούνται οι πτυχές του Αττικού τοπίου που σχετίζονται με την κατασκευή του ιδεολογήματός του και η μετατόπιση του ενδιαφέροντος προς την έλλειψη δημόσιου πρασίνου. Στο δεύτερο μέρος η αναζήτηση οδηγείται στην τυπολογία των ελεύθερων χώρων, αδόμητων και ανασκαφικών, και καταλήγει στη διατύπωση πρότασης, όπου το «πράσινο» συνεκτιμάται ως μέρος του τοπίου και αναδεικνύεται ο ρόλος της αρχαιολογίας ως παραγωγού και παρόχου ανοιχτών χώρων στη ζωή της σύγχρονης ελληνικής πρωτεύουσας. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)
Ρούνεϋ Σάλλυ
Πέρα από το γεγονός ότι είναι αδέλφια, ο Πίτερ και ο Ίβαν Κούμπεκ ελάχιστα κοινά φαίνεται να έχουν μεταξύ τους. Ο Πίτερ είναι δικηγόρος στο Δουβλίνο, γύρω στα τριάντα, επιτυχημένος, ικανός και φαινομενικά άτρωτος. Όμως, μετά τον θάνατο του πατέρα τους, χρειάζεται υπνωτικά για να κοιμηθεί και πασχίζει να διαχειριστεί τη σχέση του με δύο πολύ διαφορετικές γυναίκες – την παντοτινή πρώτη του αγάπη, τη Σύλβια, και τη Ναόμι, μια φοιτήτρια η οποία αντιμετωπίζει τη ζωή σαν μια μεγάλη φάρσα. Ο Ίβαν είναι επαγγελματίας σκακιστής, είκοσι δύο ετών. Πάντα θεωρούσε τον εαυτό του κοινωνικά αδέξιο, μοναχικό, το αντίθετο από τον γοητευτικό και δημοφιλή μεγαλύτερο αδελφό του. Διανύοντας τις πρώτες εβδομάδες του πένθους του, ο Ίβαν γνωρίζει τη Μάργκαρετ, γυναίκα μεγαλύτερή του σε ηλικία, που βγαίνει από το δικό της ταραχώδες παρελθόν, και οι ζωές τους συνδέονται ακαριαία και έντονα. Για τα αδέλφια που πενθούν και τους ανθρώπους που αγαπούν, η περίοδος αυτή είναι ένα μεσοδιάστημα, ένα ιντερμέδιο, μια περίοδος πόθου και απελπισίας, ανοιχτή σε κάθε πιθανότητα, μια ευκαιρία να ανακαλύψουν πόσα μπορεί να βαστάξει μια ζωή χωρίς να διαλυθεί…
Μαρκ Μπρέι
Από τότε που υπάρχει φασισμός, υπάρχει και αντιφασισμός – γνωστός επίσης ως «antifa». Γεννημένο από την αντίσταση εναντίον του Μουσολίνι και του Χίτλερ τις δεκαετίες του 1920 και του 1930, το αντιφασιστικό κίνημα αναπτύχθηκε τις επόμενες δεκαετίες και σήμερα αποτελεί την αιχμή του δόρατος απέναντι στην ξενοφοβία, τον ρατσισμό και τον φασισμό.
Το antifa κίνημα στερεί από τους φασίστες την ευκαιρία να διασπείρουν τον δηλητηριώδη λόγο τους και υπερασπίζεται ευάλωτες κοινότητες απέναντι σε πράξεις βίας που υποκινούνται από τους φασίστες. Κάποιοι υποστηρίζουν ότι το φίμωμα του φασιστικού λόγου είναι αντιδημοκρατικό, όμως οι antifa είναι απόλυτοι: δεν πρέπει να δοθεί ποτέ στον φασιστικό τρόμο η παραμικρή ευκαιρία να θριαμβεύσει ξανά!
Σε αυτή τη συναρπαστική έρευνα, ο ιστορικός και ακτιβιστής Μαρκ Μπρέι μάς δίνει μια λεπτομερή επισκόπηση της συνολικής ιστορίας του αντιφασισμού από τη γέννησή του ως τις μέρες μας. Βασισμένο σε συνεντεύξεις αντιφασιστών από όλο τον κόσμο, το Antifa παρουσιάζει τις τακτικές του κινήματος και τη φιλοσοφία που το διέπει, δίνοντάς μας μια καθαρή εικόνα της αντίστασης ενάντια στον φασισμό με όποια μορφή κι αν εμφανίζεται.
Ένα βιβλίο-εργαλείο για κάθε αντιφασίστα και αντιφασίστρια!
Ανδρέας Καρκαβίτσας
Σε ένα χωριό του θεσσαλικού κάμπου που έχει μόλις προσαρτηθεί στο ελληνικό κράτος, εμφανίζεται ένας επαγγελματίας ζητιάνος που εκμεταλλεύεται τις εσωτερικές συγκρούσεις, την ευπιστία και τη δεισιδαιμονία των χωρικών. Η δυσοίωνη ματιά του Καρκαβίτσα στην ελληνική ύπαιθρο, η ένταση με την οποία περιγράφει τη δαιμονική και πρωτεϊκή μορφή του ζητιάνου αλλά και το άγριο τοπίο του χωριού, το οποίο καταστρέφεται ολοκληρωτικά, κάνουν τον Ζητιάνο ένα εκπληκτικό μυθιστόρημα, μια ανελέητη σάτιρα της ελληνικής πραγματικότητας.
Στο επίμετρό του ο Σωτήρης Παρασχάς αναδεικνύει τη μεταφορά του παράσιτου πάνω στην οποία στήνει ο Καρκαβίτσας το έργο του, ανατρέχοντας στη λογοτεχνική της παράδοση, συνδέοντάς τη με την εξέλιξη της επιστημονικής γλώσσας της εποχής και προτείνοντας μια ερμηνευτική γραμμή που υπερβαίνει τη λογική της ηθογραφίας.




