Οι φυλακές είναι πάρκινγκ και γυμναστήριο για τους κρατούμενους και τις κρατούμενες, διευθυντήριο και σχολείο για το έγκλημα, ένοχο μυστικό για τη δικαιοσύνη και μαύρο κουτί για την κοινωνία των πολιτών. Το βιβλίο αυτό είναι γραμμένο από τον Τάσο Θεοφίλου, έναν άνθρωπο που έζησε μέσα στις ελληνικές φυλακές και βγαίνοντας δεν σταμάτησε να τις παρακολουθεί και να γράφει γι’ αυτές. Με άλλα λόγια, έναν άνθρωπο που τις έζησε διπλά, ως φυλακισμένος και ως παρατηρητής της καθημερινότητάς τους, μετατρέποντας την προσωπική του εμπειρία σε γλώσσα ικανή να σταθεί απέναντι στα στερεότυπα που παράγουν οι ειδήσεις, οι επιτροπές και οι σκηνοθέτες. Και είναι μια σύντομη κατάδυση στο τυφλό σημείο του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού και των θεσμών του, εκεί όπου τα δικαιώματα ακυρώνονται από την ίδια την εφαρμογή τους.
Βιντσέντζο Λατρόνικο
Όλοι θα ήθελαν τη ζωή της Άννας και του Τομ. Ένα νεαρό ζευγάρι ψηφιακών νομάδων ζει το όνειρό του στο Βερολίνο, σε ένα φωτεινό διαμέρισμα γεμάτο φυτά και αντικείμενα ντιζάιν. Η καθημερινότητά τους περιστρέφεται γύρω από το εκλεπτυσμένο φαγητό, την προοδευτική πολιτική ατζέντα, τον σεξουαλικό πειραματισμό και τα ατελείωτα πάρτι. Η ιδανική συνθήκη, κοινή για μια ολόκληρη γενιά, που ζει και ανασαίνει μέσα από τα κοινωνικά δίκτυα. Σταδιακά, η τελειότητα αποδεικνύεται μονότονη και οι ισορροπίες τους εύθραυστες. Οι φίλοι τους επιστρέφουν στην πατρίδα, κάνουν παιδιά, ωριμάζουν. Ο ακτιβισμός τους, τόσο άρτιος επιφανειακά, πρακτικά περιορίζεται στο να μποϊκοτάρουν το Uber, να αφήνουν φιλοδώρημα σε μετρητά ή να μην τρώνε τόνο. Η ζωή τους, πίσω από τα άψογα φωτογραφικά καρέ που οι ίδιοι δημιουργούν, αρχίζει να μοιάζει με χρυσό κλουβί. Η Άννα και ο Τομ προχωρούν σε ολοένα και πιο ριζοσπαστικά βήματα, αναζητώντας την αυθεντικότητα και τον σκοπό που διαρκώς ξεγλιστρούν μέσα από τα χέρια τους.
Υποψήφιο για το Διεθνές Βραβείο Booker 2025
Φάνης Παπαδημητρίου
Τον Ιούλιο του 2008 ο δεκαεννιάχρονος Φάνης, με μόνο εμπόδιο στις προοπτικές της επαγγελματικής ποδοσφαιρικής του καριέρας τους νεανικούς παραβατικούς πειραματισμούς του, εκσφενδονίστηκε από το πίσω κάθισμα μιας μηχανής στην Πάρο, όπου έκανε διακοπές με την παρέα του, σε έναν κόσμο όπου τίποτε δεν ήταν πλέον αυτονόητο.
Τι κάνεις όταν από εκεί που έπαιζες μπουνιές στα Εξάρχεια και έψαχνες ναρκωτικά στην Πλατεία Βάθη, πρέπει να μάθεις πώς να χρησιμοποιείς σανίδα για να μεταφερθείς στο κρεβάτι σου; Ποια είναι η λύση όταν το πατρικό σου έχει σκαλιά; Πώς μπορείς να τα καταφέρεις να ζήσεις αυτόνομα όταν είσαι ανειδίκευτος, άνεργος και εθισμένος στον τζόγο; Και τι γίνεται με τις σχέσεις με το άλλο φύλο;
Όπως και το αμαξίδιο, ο λόγος είναι άλλο ένα όχημα που ο Φάνης μαθαίνει να χρησιμοποιεί για να προχωρήσει σε αυτήν τη συγκινητική αυτοβιογραφία, που το ψυχικό σθένος μένει άσβεστο όταν βρέχει τουλούμια από παντού και το ζητούμενο είναι να κρατάς πάντα Ψηλά το Κεφάλι.
Τόμας Μπέρνχαρντ
Το 1967 ο Τόμας Μπέρνχαρντ και ο αγαπημένος φίλος του Πάουλ Βίτγκενσταϊν, ανιψιός του γνωστού φιλοσόφου, νοσηλεύονται σε διαφορετικές πτέρυγες του ίδιου νοσοκομείου. Παρότι τους χωρίζουν μόνο διακόσια μέτρα, δεν συναντιούνται παρά ελάχιστες φορές. Ο Μπέρνχαρντ υφαίνει έναν αυτοβιογραφικό μονόλογο που περιστρέφεται γύρω από αυτή τη σχεδόν συνύπαρξη, σε μια προσπάθεια να συγκροτήσει τον φίλο του στη μνήμη του. Μέσα από την εξιστόρηση της φιλίας του με τον Πάουλ, μέσα από την αναπόληση των ομοιοτήτων και των διαφορών τους, ο συγγραφέας μιλάει για την ασθένεια, τη φιλοσοφία και την τρέλα, για την πόλη και την εξοχή, για τη μουσική, για τον πλούτο και τη φτώχεια, για την οικογένεια και την υποκρισία, για τον κομφορμισμό, την πνευματικότητα και την εναντίωση – για όσα τον απασχολούν, όσα τον ενοχλούν και όσα τον συγκινούν.