Είναι 1985, και βρισκόμαστε σε μια πόλη της Ιρλανδίας. Πλησιάζουν Χριστούγεννα, εποχή πολυάσχολη για τον Μπιλ Φέρλονγκ, προμηθευτή ξυλείας και κάρβουνου. Νωρίς ένα πρωί, παραδίδει μια παραγγελία στο τοπικό μοναστήρι – κι έρχεται αντιμέτωπος με τη σκοτεινιά και τη συνένοχη σιωπή μιας πόλης που βρίσκεται υπό τον έλεγχο της εκκλησίας.
Σε μια μικρή πόλη της Ιρλανδίας ο Μπιλ Φέρλονγκ προσπαθεί να καλύψει τις παραγγελίες των πελατών του καθώς η χρονιά πλησιάζει στο τέλος της. Στο τιμόνι μιας μικρής εταιρείας και πατέρας πέντε κοριτσιών, έχει καταφέρει να φτιάξει τη ζωή του μόνος του. Η μητέρα του, υπηρέτρια, έμεινε έγκυος στα δεκαπέντε αλλά, σε αντίθεση με ό,τι συνήθως συνέβαινε, δεν την πέταξαν απ’ το σπίτι με το μωρό της. Από αυτή την άποψη, ο Μπιλ ήταν πιο τυχερός από άλλα παιδιά. Την παραμονή των Χριστουγέννων ο Μπιλ κάνει την τελευταία του παράδοση στο μοναστήρι – όπου, υπό το πρόσχημα ότι τις εκπαιδεύουν, οι μοναχές εκμεταλλεύονται κοπέλες «χαλαρών ηθών» και τις βάζουν να δουλεύουν στο πλυντήριο του μοναστηριού. Τα όσα ανακαλύπτει ο Μπιλ εκεί, και η δύσκολη απόφαση στην οποία τον οδηγούν, τα αφηγείται η συγγραφέας με τόσο συγκρατημένη χάρη, που αυτό το όμορφο κείμενο γίνεται ταυτόχρονα αινιγματικό και συνταρακτικό.
Ένα κομψοτέχνημα που δικαίως υμνήθηκε από την κριτική.
Βιντσέντζο Λατρόνικο
Όλοι θα ήθελαν τη ζωή της Άννας και του Τομ. Ένα νεαρό ζευγάρι ψηφιακών νομάδων ζει το όνειρό του στο Βερολίνο, σε ένα φωτεινό διαμέρισμα γεμάτο φυτά και αντικείμενα ντιζάιν. Η καθημερινότητά τους περιστρέφεται γύρω από το εκλεπτυσμένο φαγητό, την προοδευτική πολιτική ατζέντα, τον σεξουαλικό πειραματισμό και τα ατελείωτα πάρτι. Η ιδανική συνθήκη, κοινή για μια ολόκληρη γενιά, που ζει και ανασαίνει μέσα από τα κοινωνικά δίκτυα. Σταδιακά, η τελειότητα αποδεικνύεται μονότονη και οι ισορροπίες τους εύθραυστες. Οι φίλοι τους επιστρέφουν στην πατρίδα, κάνουν παιδιά, ωριμάζουν. Ο ακτιβισμός τους, τόσο άρτιος επιφανειακά, πρακτικά περιορίζεται στο να μποϊκοτάρουν το Uber, να αφήνουν φιλοδώρημα σε μετρητά ή να μην τρώνε τόνο. Η ζωή τους, πίσω από τα άψογα φωτογραφικά καρέ που οι ίδιοι δημιουργούν, αρχίζει να μοιάζει με χρυσό κλουβί. Η Άννα και ο Τομ προχωρούν σε ολοένα και πιο ριζοσπαστικά βήματα, αναζητώντας την αυθεντικότητα και τον σκοπό που διαρκώς ξεγλιστρούν μέσα από τα χέρια τους.
Υποψήφιο για το Διεθνές Βραβείο Booker 2025
Τίτος Πατρίκιος
Όταν φτάσεις κάποτε ν’ ανακαλύψεις
πόσες ακόμα αυταπάτες συντηρούσες
όταν αναγκαστείς ν’ αναγνωρίσεις
κι εκείνα που δεν ήθελες να παραδεχτείς
όταν πέσει και το τελευταίο είδωλο
που πάνω του στήριζες την πίστη σου
τότε μπορεί ν’ αρχίσεις να μαθαίνεις
πόσο βαθιά πηγαίνουν, πόσο είναι σκοτεινές
οι ρίζες της καθεμιάς σου πράξης.
Βίκτορ Κλέμπερερ
O Γερμανός φιλόσοφος και φιλόλογος Βίκτορ Κλέμπερερ άρχισε να μελετά τη γλώσσα και τις συγκεκριμένες λέξεις που χρησιμοποιούσαν οι Ναζί το 1933. Βασιζόμενος σε ποικίλες πηγές (ραδιοφωνικές ομιλίες του Χίτλερ ή του Γκαίμπελς, ανακοινώσεις γεννήσεων και θανάτων, εφημερίδες, βιβλία και μπροσούρες, συζητήσεις κ.λπ.), μπόρεσε να εξετάσει την καταστροφή του γερμανικού πνεύματος και της κουλτούρας από τη ναζιστική «νεογλώσσα». Με το να κρατά λοιπόν το ημερολόγιό του, επιδόθηκε σε μια πράξη αντίστασης και επιβίωσης. Το 1947 από την εργασία του αυτή προέκυψε το βιβλίο LTI: Lingua Tertii Imperii, Η γλώσσα του Τρίτου Ράιχ – Σημειώσεις ενός φιλολόγου, που έγινε κείμενο αναφοράς για κάθε προβληματισμό πάνω στη γλώσσα του ολοκληρωτισμού. Η ανάγνωσή του, σχεδόν γδόντα χρόνια αργότερα, δείχνει πόσο παλεύει ο σύγχρονος κόσμος να θεραπευτεί από εκείνη τη μολυσματική γλώσσα, καθώς και ότι καμία γλώσσα δεν είναι απρόσβλητη από καινούργιες προσπάθειες χειραγώγησης.
Η ανάλυση του Βίκτορ Κλέμπερερ για τη γλώσσα του εθνικοσοσιαλισμού και τον αντίκτυπό της είναι ένα αριστούργημα της ιστοριογραφίας. Ταυτόχρονα, είναι ένα πρώτης τάξεως ιστορικό ντοκουμέντο για την αυτοδιάσωση ενός μελετητή της γλώσσας και της λογοτεχνίας σε μια εποχή απελπισίας. Η Γλώσσα του Τρίτου Ράιχ προέκυψε από την πεποίθηση του Κλέμπερερ ότι η γλώσσα του Τρίτου Ράιχ συνέβαλε στο σχηματισμό της ναζιστικής κουλτούρας. Όπως γράφει: «Δεν πρέπει να εξαφανιστούν μόνο οι ναζιστικές πράξεις αλλά και η ναζιστική ιδεολογία, ο τυπικός ναζιστικός τρόπος σκέψης αι το έδαφος που τον αναπαράγει: η γλώσσα του ναζισμού».