Ο Ασούφ, ένας Βεδουίνος βοσκός που ζει απομονωμένος στα βάθη της ερήμου, είναι δεμένος με τα πλάσματά της και σέβεται την ευαίσθητη ισορροπία μεταξύ ανθρώπου και φύσης μέσα σε κείνο το σκληρό περιβάλλον. Μόνο αυτός συντονίζεται με τα αινίγματα του τόπου, και γι’ αυτό ακριβώς έχει οριστεί φύλακας των αρχαίων βραχογραφιών μιας κοιλάδας. Μόνο αυτός, επίσης, γνωρίζει τους δρόμους του θρυλικού αγρινού, ενός αγριοκάτσικου του βουνού που φημίζεται για το νόστιμο κρέας του. Ο Ασούφ αποφεύγει κάθε επαφή με τους συνανθρώπους του, όχι όμως και με τα περαστικά καραβάνια. Ο ίδιος και το αγρινό, που το θεωρεί ζώο ιερό, απειλούνται από τον ερχομό δύο κυνηγών. Οι συγκεκριμένοι άνδρες έχουν ήδη σφάξει κάμποσες γαζέλες και πλέον θέλουν να γευτούν κρέας αγρινού. Απαιτούν έτσι από τον Ασούφ να τους δείξει το μέρος όπου συνήθως κρύβεται το εντυπωσιακό, άπιαστο ζώο με τα στριφογυριστά κέρατα. Το μυθιστόρημα διαδραματίζεται στη νότια Λιβύη και διαπλέκει την παραδοσιακή πραγματικότητα της ερήμου με τον σαγηνευτικό μυστικισμό της. Ο ποιητικός Ιμπραχίμ Αλ Κούνι, υπαρξιακός και οικολογικός εξίσου, αγγίζει την καρδιά του ανθρώπου που αντιστέκεται.
Βιντσέντζο Λατρόνικο
Όλοι θα ήθελαν τη ζωή της Άννας και του Τομ. Ένα νεαρό ζευγάρι ψηφιακών νομάδων ζει το όνειρό του στο Βερολίνο, σε ένα φωτεινό διαμέρισμα γεμάτο φυτά και αντικείμενα ντιζάιν. Η καθημερινότητά τους περιστρέφεται γύρω από το εκλεπτυσμένο φαγητό, την προοδευτική πολιτική ατζέντα, τον σεξουαλικό πειραματισμό και τα ατελείωτα πάρτι. Η ιδανική συνθήκη, κοινή για μια ολόκληρη γενιά, που ζει και ανασαίνει μέσα από τα κοινωνικά δίκτυα. Σταδιακά, η τελειότητα αποδεικνύεται μονότονη και οι ισορροπίες τους εύθραυστες. Οι φίλοι τους επιστρέφουν στην πατρίδα, κάνουν παιδιά, ωριμάζουν. Ο ακτιβισμός τους, τόσο άρτιος επιφανειακά, πρακτικά περιορίζεται στο να μποϊκοτάρουν το Uber, να αφήνουν φιλοδώρημα σε μετρητά ή να μην τρώνε τόνο. Η ζωή τους, πίσω από τα άψογα φωτογραφικά καρέ που οι ίδιοι δημιουργούν, αρχίζει να μοιάζει με χρυσό κλουβί. Η Άννα και ο Τομ προχωρούν σε ολοένα και πιο ριζοσπαστικά βήματα, αναζητώντας την αυθεντικότητα και τον σκοπό που διαρκώς ξεγλιστρούν μέσα από τα χέρια τους.
Υποψήφιο για το Διεθνές Βραβείο Booker 2025
Τίτος Πατρίκιος
Όταν φτάσεις κάποτε ν’ ανακαλύψεις
πόσες ακόμα αυταπάτες συντηρούσες
όταν αναγκαστείς ν’ αναγνωρίσεις
κι εκείνα που δεν ήθελες να παραδεχτείς
όταν πέσει και το τελευταίο είδωλο
που πάνω του στήριζες την πίστη σου
τότε μπορεί ν’ αρχίσεις να μαθαίνεις
πόσο βαθιά πηγαίνουν, πόσο είναι σκοτεινές
οι ρίζες της καθεμιάς σου πράξης.
Βίκτορ Κλέμπερερ
O Γερμανός φιλόσοφος και φιλόλογος Βίκτορ Κλέμπερερ άρχισε να μελετά τη γλώσσα και τις συγκεκριμένες λέξεις που χρησιμοποιούσαν οι Ναζί το 1933. Βασιζόμενος σε ποικίλες πηγές (ραδιοφωνικές ομιλίες του Χίτλερ ή του Γκαίμπελς, ανακοινώσεις γεννήσεων και θανάτων, εφημερίδες, βιβλία και μπροσούρες, συζητήσεις κ.λπ.), μπόρεσε να εξετάσει την καταστροφή του γερμανικού πνεύματος και της κουλτούρας από τη ναζιστική «νεογλώσσα». Με το να κρατά λοιπόν το ημερολόγιό του, επιδόθηκε σε μια πράξη αντίστασης και επιβίωσης. Το 1947 από την εργασία του αυτή προέκυψε το βιβλίο LTI: Lingua Tertii Imperii, Η γλώσσα του Τρίτου Ράιχ – Σημειώσεις ενός φιλολόγου, που έγινε κείμενο αναφοράς για κάθε προβληματισμό πάνω στη γλώσσα του ολοκληρωτισμού. Η ανάγνωσή του, σχεδόν γδόντα χρόνια αργότερα, δείχνει πόσο παλεύει ο σύγχρονος κόσμος να θεραπευτεί από εκείνη τη μολυσματική γλώσσα, καθώς και ότι καμία γλώσσα δεν είναι απρόσβλητη από καινούργιες προσπάθειες χειραγώγησης.
Η ανάλυση του Βίκτορ Κλέμπερερ για τη γλώσσα του εθνικοσοσιαλισμού και τον αντίκτυπό της είναι ένα αριστούργημα της ιστοριογραφίας. Ταυτόχρονα, είναι ένα πρώτης τάξεως ιστορικό ντοκουμέντο για την αυτοδιάσωση ενός μελετητή της γλώσσας και της λογοτεχνίας σε μια εποχή απελπισίας. Η Γλώσσα του Τρίτου Ράιχ προέκυψε από την πεποίθηση του Κλέμπερερ ότι η γλώσσα του Τρίτου Ράιχ συνέβαλε στο σχηματισμό της ναζιστικής κουλτούρας. Όπως γράφει: «Δεν πρέπει να εξαφανιστούν μόνο οι ναζιστικές πράξεις αλλά και η ναζιστική ιδεολογία, ο τυπικός ναζιστικός τρόπος σκέψης αι το έδαφος που τον αναπαράγει: η γλώσσα του ναζισμού».