Βλέπετε 1–12 από 29 αποτελέσματα

Ζαν-Ζακ Ρουσσώ

18.00

«Ιδού εγώ λοιπόν, μόνος επάνω στη γη. Δεν έχω πια αδερφό, συνάνθρωπο, φίλο, συντροφιά καμιά πλην του εαυτού μου. Τον άνθρωπο τον πιο κοινωνικό, τον πλέον αγαπητικό, οι άνθρωποι τον εκδίωξαν με καταδίκη ομόφωνη. Αλλα εγώ, αποκομμένος απ’ αυτούς κι από τα πάντα, τι είμαι εγώ; Νά τι μου μένει να ερευνήσω».

Μπορώ να είμαι ευτυχισμένος μακριά απ’ τους άλλους ανθρώπους; Κι όταν βρίσκομαι ανάμεσά τους, μπορώ να μην είμαι ψεύτικος; Εδώ, στο τελευταίο του βιβλίο, ο Ρουσσώ, μόνος, κυνηγημένος, απόκληρος, αφήνει την ψυχή του να απλωθεί ελεύθερη κι ανεμπόδιστη, καθώς μάχεται να δικαιώσει ενώπιον του εαυτού του ολόκληρη την ύπαρξή του.

Ξένη λογοτεχνία

Ας πούμε πως είμαι εγώ

Βερόνικα Ράιμο

18.00

Η Βερόνικα μεγαλώνει στη Ρώμη, στα τέλη του 20ού αιώνα και στις αρχές του 21ου. Ή μάλλον, προσπαθεί να μεγαλώσει, διότι δεν έχει ιδέα πώς γίνεται αυτή η δουλειά. Η οικογένειά της είναι μια συνηθισμένη ιταλική οικογένεια, δηλαδή ένα κουβάρι από νευρώσεις, μονομανίες και άγχη. Οι σχέσεις της με τους άντρες είναι άστατες και χαοτικές – κάπως σαν τη σχέση της με την ίδια την πραγματικότητα.

Σήμερα, μεγάλη πια, η συγγραφέας Βερόνικα Ράιμο αναλογίζεται πώς έφτασε ώς εδώ, και το κάνει με τον μόνο τρόπο που είναι στ’ αλήθεια εφικτός: με μια διαβρωτική και ξεκαρδιστική, σαρκαστική αλλά και τρυφερή παλινδρόμηση ανάμεσα στις αμφίβολες αλήθειες και τα μισά ψέματα με τα οποία κατασκευάζουμε τον εαυτό μας.

Το βιβλίο κέρδισε το βραβείο Strega Νέων Συγγραφέων και ήταν υποψήφιο για το Διεθνές Βραβείο Booker 2024.

Γκρέγκορι φον Ρετσόρι

20.00

Στην αυτοβιογραφία του έχει δεύτερο ρόλο. Πρωταγωνιστούν τα πρόσωπα που τον έπλασαν: η παρα­μάνα του η Κασσάνδρα, με το πιθηκίσιο μούτρο, την αλαμπουρνέζικη γλώσσα και τη χωριάτικη σοφία· η κατά φαντασίαν χρο­νίως ασθενούσα μητέρα του, εκθρονισμένη πριγκίπισσα· ο πατέρας του, μανιώδης κυνηγός, ­ήρωας χωρίς αιτία· η αιθέρια αδελφή του, νύμφη και τύραννος μαζί· η μετρημένη Στράουσσι, που ξέρει να συμβιβάζει τα ασυμβίβαστα· και πάνω απ’ όλα η θρυλική Μπουκοβίνα, χωνευτήρι λαών, γλωσσών, θρησκειών, τόπος μυθικός, τόπος χαμένος.

 

Ξένη λογοτεχνία

Εδώ δεν είναι Μαϊάμι

Φερνάντα Μελτσόρ

16.00

Να ζεις σε μια πόλη σημαίνει να ζεις ανάμεσα σε ιστορίες. Αλλά η πόλη είναι από μόνη της βουβή: αδυνατεί να αφηγηθεί το οτιδήποτε. Τις ιστορίες τις αφηγείται η γλώσσα των ανθρώπων, και η μνήμη.

Αυτό αναλαμβάνει εδώ η Φερνάντα Μελτσόρ, ν’ αφηγηθεί τις ιστορίες της πόλης της, της Βερακρούς: για τη βασίλισσα του καρναβαλιού που σκότωσε τα παιδιά της, για εκείνους που ­συνάντησαν τον διάβολο στο στοιχειωμένο σπίτι, για το λιντσάρισμα του φονιά, για τους αστούς και τους προλετάριους, για τους φιλήσυχους περαστικούς και τους έμπορους ναρκωτικών, για όλους εκείνους που προσπαθούν να ζήσουν μες στα φώτα, τις φωτιές και τις σκιές του μεγάλου λιμανιού.

Αλλά πρωταγωνιστής είναι πάντα η ίδια η πόλη: η πόλη που αλλάζει, άλλοτε βίαια κι άλλοτε ύπουλα, η πόλη που καταρρέει, η πόλη που, καμιά φορά, αντιστέκεται.

Ξένη λογοτεχνία

Γουέιτζερ

Ντέιβιντ Γκραν

22.00

Στις 28 Ιανουαρίου 1742 ένα μισοδιαλυμένο πλοιάριο, με τα πανιά κουρελιασμένα και το κατάρτι κομμάτια, ξεβράστηκε στις ακτές της Βραζιλίας. Επιβάτες του ήταν τριάντα άντρες, σχεδόν ολότελα αποστεω­μένοι. Τα όσα αφηγήθηκαν έμοιαζαν απίστευτα.

Οι άντρες ανήκαν στο πλήρωμα του Πλοίου της Αυτού Μεγαλειότητος Γουέιτζερ. Το Γουέιτζερ, που είχε αποπλεύσει δύο χρόνια νωρίτερα από την Αγγλία για να εκτελέσει μια μυστική αποστολή, τσακίστηκε σ’ ένα ερημονήσι στ’ ανοιχτά της Παταγονίας. Μετά από μήνες στο αφιλό­ξενο νησί οι άντρες εκείνοι κατάφεραν να κατασκευάσουν ένα θλιβερό πλεούμενο και να διασχίσουν μ’ αυτό πάνω από 3.000 μίλια άγριας θάλασσας. Τους υποδέχτηκαν σαν ήρωες.

Έξι μήνες αργότερα ένα άλλο, ακόμα πιο άθλιο πλοιάριο ξεβράστηκε στις ακτές της Χιλής. Σ’ αυτό επέβαιναν μονάχα τρεις άντρες, οι οποίοι αφηγήθηκαν μια πολύ διαφορετική ιστορία: οι τριάντα ναυτικοί που είχαν φτάσει στη Βραζιλία δεν ήταν ήρωες ― ήταν στασιαστές.

Η διαμάχη που ακολούθησε, με εκατέρωθεν κατηγορίες για ανταρσία, προδοσία και φόνο, υποχρέωσε το Ναυαρ­χείο να διατάξει δίκη ώστε να κριθεί ποιος έλεγε αλήθεια. Τον ένοχο τον περίμενε η κρεμάλα.

Έργο πολυετούς έρευνας σε αδημοσίευτα αρχεία και πηγές αλλά και επιτόπιας εξακρίβωσης, το Γουέιτζερ μιλά για το τι μπορεί να κάνει ο άνθρωπος σε συνθήκες αληθινά ακραίες: το μεγαλειώδες και μαζί το ελεεινό.

Φιλοσοφία

Ο Εκκλησιαστής

Άγνωστος

14.00

Όλα για το τίποτα, είπε ο Εκκλησιαστής. Όλα είν’ ανώφελα, όλα για το τίποτα.

Μία είναι η μοίρα των ανθρώπων, δίκαιων και άδικων, φτωχών και πλούσιων, δούλων και ελεύθερων: ο θάνατος. Τα καλά θα χαθούν. Οι προσπάθειες θ’ αποτύχουν. Τα όνειρα θ’ αποδειχτούνε χίμαιρες. Μα οι έγνοιες δε θα κοπάσουν.

Ο Εκκλησιαστής παραμένει ένα αίνιγμα. Την ίδια στιγμή που χαρακτηρίζεται ως το σκοτεινότερο κείμενο της παγκόσμιας λογοτεχνίας, ο Εκκλησιαστής περιγράφεται και σαν ένας φιλοσοφικός ύμνος στη χαρά. Ίσως γιατί τόλμησε να βυθιστεί πέρα ώς πέρα στο σκοτάδι της ματαιότητας, για να βρει ένα πράγμα αληθινά φωτεινό. Η χαρά του κόπου. Αυτό είναι το μερτικό του ανθρώπου, το μόνο πράγμα που αξίζει στις μετρημένες μέρες της ζωής του. Μα οι έγνοιες δε θα κοπάσουν.

Ανώφελο κι αυτό,  ανεμοκυνηγητό.

Ο Εκκλησιαστής γράφτηκε κατά πάσα πιθανότητα τον 3ο αιώνα π.Χ. Περιλαμβάνεται στην εβραϊκή Βίβλο και τη χριστιανική Παλαιά Διαθήκη.

Φιλοσοφία

Η παρρησία

Μισέλ Φουκώ

19.80

Αν η φιλοσοφία θέτει το ερώτημα «ποια είναι η αλήθεια;», υπάρχει κάτι πριν από τη φιλοσοφία, που αποτελεί προϋπόθεσή της: η ικανότητα να αμφισβητείς αυτό που παρουσιάζεται ως αλήθεια, να το αρνείσαι, να του εναντιώνεσαι· η ετοιμότητα να στέκεσαι απέναντι στην αυθεντία, δηλαδή την πνευματική και πολιτική εξουσία, και να τολμάς να της ασκήσεις κριτική ― το «κριτικό ήθος» ή η κριτική στάση.

Ο Φουκώ αφιέρωσε τα τελευταία χρόνια της ζωής του στη μελέτη της ιστο­ρίας του κριτικού ήθους στον δυτικό πολιτισμό και, πιο συγκεκριμένα, σε μια μάλλον παραμελημένη έννοια της αρχαιοελληνικής σκέψης: την έννοια της παρρησίας. Στις διαλέξεις που μεταφράζονται εδώ, τις οποίες έδωσε στο πανεπιστήμιο του Μπέρκλεϋ το φθινόπωρο του 1983, ο Φουκώ εξετάζει τη γένεση, τις μορφές και την εξέλιξη της παρρησίας από τον 5ο αιώνα π.Χ. ­μέχρι την ύστερη αρχαιότητα.

Στον Ίωνα του Ευριπίδη παρατηρούμε αρχικά την αμφισβήτηση των θεών ως πηγής της αλήθειας· έδρα της αλήθειας παύει να είναι το μαντείο και γίνεται  η ίδια η πόλη. Στον Ορέστη, πάλι του Ευριπίδη, βλέπουμε την παρρησία ως δικαίωμα εντός της δημοκρατικής πόλεως, και τα προβλήματα που αυτή δημιουργεί στο πλαίσιο του δημόσιου ανταγωνισμού για την αλήθεια. Με τον Σωκράτη και τον Πλάτωνα το πρόβλημα της αλήθειας μεταφέρεται από τον δημόσιο χώρο στην ψυχή: Πώς συμβιβάζεται η ζωή που ζεις με την αλήθεια που λες ότι πρεσβεύεις; Στους Κυνικούς η παρρησία παίρνει τη μορφή της δημόσιας αμφισβήτησης των κοινών αξιών, ενώ στους Στωικούς η κριτική στρέφεται στον ίδιο τον εαυτό, και εκδηλώνεται ως μια διαρκής αυτοεξέταση του ατόμου στον αγώνα του για εσωτερική, δηλαδή πραγματική, ελευθερία.

«Η ανάλυση της παρρησίας αποτελεί μέρος αυτού που θα μπορούσα να ονομάσω ιστορική οντολογία του εαυτού μας, δεδομένου ότι έχουμε, ως ανθρώπινα όντα, την ικανότητα να λέμε την αλήθεια και, λέγοντας την αλήθεια, να μεταμορφώνουμε τον εαυτό μας, τις συνήθειές μας, το ἦθος μας, την κοινωνία μας».

Ξένη λογοτεχνία

Τομ Λέϊκ

Αν Πάτσετ

20.00

«Δεν υπάρχει τρόπος να τους εξηγήσω την απλή αλήθεια της ζωής: ότι μεγάλο μέρος της το ξεχνάς. Όλα τα επώδυνα, αυτά που κάποτε ήσουν βέβαιη ότι δεν θα κατάφερνες ποτέ να τα ξεχάσεις, δεν θυμάσαι πια ούτε πότε ακριβώς συνέβησαν. Αλλά και οι πιο συναρπαστικές περιστάσεις, οι πιο συγκλονιστικές χαρές, κι αυτές διαλύονται και σκορπίζονται και γίνονται μέσα σου κάτι άλλο. Κι ύστερα οι αναμνήσεις αντικαθίστανται από άλλες χαρές και μεγαλύτερες λύπες και, όσο απίστευτο κι αν φαίνεται, κι αυτές με τη σειρά τους παραγκωνίζονται, ώσπου ένα πρωί βρίσκεσαι να μαζεύεις κεράσια με τις τρεις ενήλικες κόρες σου, ενώ ο άντρας σου περνάει από δίπλα σας με το φορτηγάκι του, κι εσύ είσαι απολύτως σίγουρη πως έχεις όλα όσα ήθελες ποτέ απ’ τη ζωή σου».

Για να περάσει η ώρα καθώς μαζεύουν κεράσια στο κτήμα, οι κόρες της Λάρα ζητούν απ’ τη μητέρα τους να τους μιλήσει για τα νεανικά της χρόνια, τότε που ήταν ηθοποιός στο θίασο Τομ Λέικ. Θέλουν να μάθουν για το καλοκαιρινό της ειδύλλιο με τον διάσημο Πήτερ Ντιουκ.

Είναι αλήθεια ότι η Λάρα μπορούσε να κάνει καριέρα στο Χόλλυγουντ; Είναι αλήθεια ότι απέρριψε προτάσεις να πρωταγωνιστήσει σε ταινίες; Μα γιατί; Πώς γίνεται να μη μετανιώνει για τις ευκαιρίες που χαράμισε, για τη ζωή που δεν έζησε; Λέει αλήθεια όταν δηλώνει ευγνωμοσύνη για τη ζωή που της δόθηκε, σ’ εκείνο το κτήμα, μ’ αυτά τα κορίτσια, με τούτο τον σύζυγο, να μαζεύει κεράσια;

Ξένη λογοτεχνία

Η καρδιά του σκότους

Τζόζεφ Κόνραντ

11.69

Τι κωμικό πράγμα που είναι η ζωή — αυτή η μυστηριώδης επιστράτευση άπονης λογικής για έναν μάταιο σκοπό. Το πολύ-­πολύ που μπορείς να ελπίζεις να αποκομίσεις είναι μια κάποια γνώση του εαυτού σου — η οποία έρχεται πολύ αργά. Μια σοδειά ανεξίτηλης πίκρας. Έχω παλέψει με το θάνατο. Είναι ο πιο πεζός αγώνας που μπορεί κανείς να φανταστεί. Διε­ξάγεται μέσα σ’ ένα ασχημάτιστο γκρίζο, όπου δεν υπάρχει τίποτα κάτω απ’ τα πόδια σου, ούτε γύρω σου, ούτε θεατές, ούτε οχλαγωγία, ούτε δόξα, ούτε η μεγάλη επιθυμία για νίκη, ούτε ο μεγάλος φόβος της ήττας, μόνο μια αρρωστιάρικη ατμόσφαιρα χλιαρού σκεπτικισμού, χωρίς καν πολλή πίστη στο δίκαιο του αγώνα σου, κι ακόμα λιγότερο σ’ εκείνο του αντιπάλου σου. Αν η ύστατη σοφία παίρνει αυτή τη μορφή, τότε η ζωή είναι ακόμα μεγαλύτερο αίνιγμα απ’ όσο νομίζουμε. Βρέθηκα μια ανάσα από την τελευταία ευκαιρία ν’ αποφανθώ γι’ αυτό το αίνιγμα, και ανακάλυψα ταπεινωμένος πως, μάλλον, δεν είχα τίποτε να πω. Γι’ αυτό υποστηρίζω ότι ήταν τόσο αξιο­πρόσεχτος άνθρωπος ο Κουρτς. Γιατί εκείνος είχε κάτι να πει. Και το είπε.

Επιστήμες

Maniac

Μπενχαμίν Λαμπατούτ

18.00

Έλεγαν πως αποτελούσε απόδειξη για την ύπαρξη εξωγήι­νης ζωής. Μεταμόρφωσε σχεδόν κάθε επιστημονικό κλάδο με τον οποίο κατα­πιάστηκε: τα μαθηματικά, τη φυσική, τα οικονομικά, τη βιολογία, την επιστήμη των υπολογιστών. Ο Τζων φον Νόυμαν ήταν, για πολλούς, η μεγαλύτερη ιδιοφυΐα του 20ού αιώνα.

Με τον MANIAC ―τον υπολογιστή που κατασκεύασε και ο οποίος αποτέλεσε το πρότυπο για όλους τους κατοπινούς υπολογιστές― ο φον Νόυμαν έθεσε δύο στόχους. Να φτιάξει ένα όπλο ικανό να καταστρέψει τη ζωή πάνω στη Γη. Και να εφεύρει ένα νέο είδος ζωής.

Ο πρώτος στόχος επιτεύχθηκε. Χάρη στους υπολογισμούς του MANIAC, το 1952 διεξήχθη με επιτυχία η πρώτη δοκιμή της βόμβας υδρογόνου, ενός τέρατος 1.000 φορές ισχυρότερου από τη βόμβα που έπεσε στη Χιροσίμα.

Η νέα ζωή που είχε οραματιστεί ο φον Νόυμαν θα ήταν τεχνητή και θα ήταν νοήμων. Θα μπορούσε να σκέφτεται, να μιλάει, να γράφει, θα μπορούσε να αναπαράγεται. Και να παίζει, σαν παιδί.

Για δεκαετίες οι ιδέες του φον Νόυμαν παρέμεναν θεωρητικές ασκήσεις στο χαρτί. Όχι πια.

Από τη διανοητική φρενίτιδα της Ευρώπης του Μεσοπολέμου μέχρι το Πρόγραμμα Μανχάτταν, και από το ψυχροπολεμικό δόγμα της Αμοιβαία Εξασφαλισμένης Καταστροφής έως την αναμέτρηση του Νοτιοκορεάτη γκραν μαιτρ Λη Σεντόλ με την τεχνητή νοημοσύνη του AlphaGo, το MANIAC μιλά για τους εφιάλτες που γεννήθηκαν μέσα από τα τρελά όνειρα της λογικής, διηγούμενο την ιστορία της νέας θεότητας που έπλασε ο άνθρωπος, και η οποία σήμερα απειλεί να τον αντικαταστήσει.

Φιλοσοφία

Η παρρησία

Μισέλ Φουκώ

17.82

Αν η φιλοσοφία θέτει το ερώτημα «ποια είναι η αλήθεια;», υπάρχει κάτι πριν από τη φιλοσοφία, που αποτελεί προϋπόθεσή της: η ικανότητα να αμφισβητείς αυτό που παρουσιάζεται ως αλήθεια, να το αρνείσαι, να του εναντιώνεσαι· η ετοιμότητα να στέκεσαι απέναντι στην αυθεντία, δηλαδή την πνευματική και πολιτική εξουσία, και να τολμάς να της ασκήσεις κριτική ― το «κριτικό ήθος» ή η κριτική στάση.

Ο Φουκώ αφιέρωσε τα τελευταία χρόνια της ζωής του στη μελέτη της ιστο­ρίας του κριτικού ήθους στον δυτικό πολιτισμό και, πιο συγκεκριμένα, σε μια μάλλον παραμελημένη έννοια της αρχαιοελληνικής σκέψης: την έννοια της παρρησίας. Στις διαλέξεις που μεταφράζονται εδώ, τις οποίες έδωσε στο πανεπιστήμιο του Μπέρκλεϋ το φθινόπωρο του 1983, ο Φουκώ εξετάζει τη γένεση, τις μορφές και την εξέλιξη της παρρησίας από τον 5ο αιώνα π.Χ. ­μέχρι την ύστερη αρχαιότητα.

Στον Ίωνα του Ευριπίδη παρατηρούμε αρχικά την αμφισβήτηση των θεών ως πηγής της αλήθειας· έδρα της αλήθειας παύει να είναι το μαντείο και γίνεται  η ίδια η πόλη. Στον Ορέστη, πάλι του Ευριπίδη, βλέπουμε την παρρησία ως δικαίωμα εντός της δημοκρατικής πόλεως, και τα προβλήματα που αυτή δημιουργεί στο πλαίσιο του δημόσιου ανταγωνισμού για την αλήθεια. Με τον Σωκράτη και τον Πλάτωνα το πρόβλημα της αλήθειας μεταφέρεται από τον δημόσιο χώρο στην ψυχή: Πώς συμβιβάζεται η ζωή που ζεις με την αλήθεια που λες ότι πρεσβεύεις; Στους Κυνικούς η παρρησία παίρνει τη μορφή της δημόσιας αμφισβήτησης των κοινών αξιών, ενώ στους Στωικούς η κριτική στρέφεται στον ίδιο τον εαυτό, και εκδηλώνεται ως μια διαρκής αυτοεξέταση του ατόμου στον αγώνα του για εσωτερική, δηλαδή πραγματική, ελευθερία.

«Η ανάλυση της παρρησίας αποτελεί μέρος αυτού που θα μπορούσα να ονομάσω ιστορική οντολογία του εαυτού μας, δεδομένου ότι έχουμε, ως ανθρώπινα όντα, την ικανότητα να λέμε την αλήθεια και, λέγοντας την αλήθεια, να μεταμορφώνουμε τον εαυτό μας, τις συνήθειές μας, το ἦθος μας, την κοινωνία μας».

Ξένη λογοτεχνία

Νόμπερ

Όσιν Φέιγκαν

20.00

«Ο Όσπρεϋ ντε Φλουνκλ, που ό,τι βλέπει το θέλει δικό του και που εσείς θα τον αποκαλείτε Σερ, και η τριμελής ακολουθία του, διασχίζουν μια κοιλάδα με ρυθμό κουρασμένο, που όμως οι άνδρες του, κι αυτός μαζί, έχουν συμφωνήσει σιωπηρά να τον κάνουν να φαίνεται απλώς χαλαρός. Πίσω του, ο Χάρολντ Τίτε κουβαλάει τα συμπράγκαλα του αφέντη του σ’ έναν καφετή σάκο στην πλάτη του. Έχει γείρει κι έχει στραβώσει ολόκληρος από το βάρος του σάκου που —έτσι το νιώθει— είναι ασήκωτος από τις αμαρτίες που τον έχουν φορτώσει. Μία είναι δηλαδή η αμαρτία, η πιο παλιά απ’ όλες, η ιδιοκτησία, και ο ντε Φλουνκλ αποκόμισε μπόλικη, υποβοηθούμενος από τους υπηρέτες του και την ευνοϊκή συγκυρία της βαθιάς αρρώστιας. Είναι τρεις μέρες τώρα που έχουν βγει στο δρόμο. Χτες ήταν στο Τριμ. Τώρα πηγαίνουν προς το Νόμπερ».

Στο Νόμπερ έχει πέσει πανούκλα. Τους κατοίκους τούς έχουν κλείσει στα σπίτια τους, να πεθάνουν, μόνοι, για το καλό τους. Το τέλος των ημερών είναι εδώ. Όμως ο Όσπρεϋ ντε Φλουνκλ ονειρεύεται τους ερχόμενους αιώνες να ψάλλουν το όνομά του. Το Νόμπερ δεν είναι η κόλαση: είναι ο θάνατος σαν θέατρο και σαν κωμωδία.