Ξένη λογοτεχνία
Αυτή η υποτροφία στο Βερολίνο είναι η ευκαιρία του: έχει τρεις μήνες για να γράψει το βιβλίο του, να διαχειριστεί τις αγωνίες του και να αντιμετωπίσει την αίσθηση ανεπάρκειας που τον βασανίζει. Ύστερα θα γυρίσει στη Νέα Υόρκη, ώριμος, κατασταλαγμένος, ένας υπεύθυνος πατέρας και σύζυγος.
Αλλά αντί να στρωθεί στη δουλειά, χαζολογάει στο ίντερνετ και βλέπει αστυνομικές σειρές. Μία απ’ αυτές, το Blue Lives, τον αιχμαλωτίζει: μόνη αλήθεια είναι η ισχύς· ουσία του κόσμου είναι η βία· και το μόνο πραγματικό δίλημμα είναι αν θα είσαι με τα αρνιά ή αν θα είσαι με τους λύκους. Μια τυχαία συνάντηση με τον δημιουργό της σειράς θα τον σπρώξει μέσα στην κουνελότρυπα.
Απ’ τους Γερμανούς λυρικούς ποιητές του 19ου αιώνα στα πανκιά του Ανατολικού Βερολίνου, και από την κοινωνία της επιτηρούμενης «διαφάνειας» στα ιντερνετικά καταγώγια της εναλλακτικής Δεξιάς, το Κρέας για τους λύκους, πέρα από μυθιστόρημα ιδεών, υπαρξιακή περιπέτεια και πολιτική κριτική, είναι πρωτίστως η πνευματική ιστορία μιας ήττας.
«Το συναρπαστικότερο διανοητικά μυθιστόρημα που διάβασα εδώ και πάρα πολύ
Ξένη λογοτεχνία
Τα τερατουργήματα και τα θαύματα της επιστήμης και της τεχνολογίας μάς παραλύουν· παλεύουμε να κρατηθούμε στην επιφάνεια παρά τα βίαια κύματα που σπρώχνει ασταμάτητα κατά πάνω μας η κοινωνική οργή· οι πολιτικά και οικονομικά ισχυροί απαιτούν την υποταγή μας· οι εταιρείες που είχαν υποσχεθεί «να μην κάνουν ποτέ κακό» μάς κατασκοπεύουν και μας παρακολουθούν μ’ ένα σμήνος αλγορίθμων. Κι εμείς τρέμουμε, όπως θα τρέμαμε αν βλέπαμε το κεφάλι ενός μυθολογικού πλάσματος να αναδύεται από τα νερά και να καταργεί τις κατηγορίες της σκέψης μας, και λαχταρούμε την ασφάλεια του παρελθόντος. Αναγκαζόμαστε να στραφούμε προς τα μέσα μας, να κλείσουμε τα μάτια και να προσευχηθούμε να μας προσπεράσει το τέρας, να μη μας καταβροχθίσει το βλέμμα του, να μας αφήσει να τουρτουρίζουμε έντρομοι μες στην ασφάλεια του εσωτερικού μας κόσμου. Θα θέλαμε ―θα το θέλαμε όσο τίποτα― να διώξουμε το τέρας, να το ξαποστείλουμε πίσω στην κόλαση απ’ την οποία ξεπήδησε. Αλλά δεν το μπορούμε.
Ξένη λογοτεχνία
Σε μεγάλη ηλικία, λίγο πριν βραβευτεί με το Νόμπελ Λογοτεχνίας, ο Ισαάκ Μπασέβις Σίνγκερ αρχίζει να γράφει την ιστορία της ζωής του, από τα παιδικά και νεανικά του χρόνια στην Πολωνία μέχρι και την οριστική εγκατάστασή του στην Αμερική.
Στο περιβάλλον όπου ανατράφηκε ο Σίνγκερ, ο Θεός δεν ήταν μια έννοια θεωρητική αλλά μια καθημερινή, ζωντανή παρουσία. Για την ύπαρξη του Θεού ο Σίνγκερ δεν έχει ποτέ αμφιβολίες. Ωστόσο, από μικρό παιδί κιόλας, αδυνατεί να συμφιλιωθεί με την ιδέα ότι ο Θεός αφήνει αθώα πλάσματα να βασανίζονται χωρίς να έχουν κάνει τίποτα κακό. Πώς γίνεται ένας καλός και παντοδύναμος Θεός, που έφτιαξε τον κόσμο κατά τη βούλησή Του, να επιτρέπει μια τέτοια αδικία; Ψάχνοντας για απάντηση, ο Σίνγκερ στρέφεται στη φιλοσοφία, στην επιστήμη, στο μυστικισμό, στη λογοτεχνία. Μέχρι που σιγά-σιγά η απάντηση που φοβόταν του φανερώνεται: τον κόσμο όντως τον έφτιαξε ο Θεός· μόνο που ο Μεγαλοδύναμος είναι ένας Θεός μοχθηρός, που διψάει για αίμα και χαίρεται με τον πόνο των αδύναμων· ο κόσμος είναι ένα σφαγείο φτιαγμένο από έναν στυγερό Δημιουργό.
Μέσα σ’ έναν τέτοιο κόσμο ο Σίνγκερ δεν μπορεί να υπάρξει. Ζει σαν εξόριστος, χωρίς κίνητρο, χωρίς φιλοδοξίες, ένας ζωντανός νεκρός που απλώς λαθροβιώνει. Παραδίνεται στους δαίμονες του κόσμου αυτού, με πρώτο και κύριο τον δαίμονα του έρωτα. Κάνει είδωλό του τη λογοτεχνία, μέχρι που κι αυτή την εγκαταλείπει φτάνοντας στην Αμερική. Σέρνεται τρομαγμένος, ανήμπορος αλλά μονίμως εξεγερμένος, παρατηρώντας τον κόσμο να οδεύει προς την καταστροφή, χωρίς ποτέ να θρηνεί, μα αντίθετα γελώντας βουβά με τη φάρσα τη ζωής.
Ξένη λογοτεχνία
Γενάρης του 1945. Το ανατολικό μέτωπο καταρρέει, ο Κόκκινος Στρατός προελαύνει. Οι Ρώσοι είναι πολύ κοντά, ο αχός των κανονιών τους ακούγεται πια καθαρά. Αλλά στο Γκεόργκενχοφ, το αρχοντικό της οικογένειας φον Γκλόμπιχ, η ζωή μοιάζει να διατηρεί τη ρουτίνα της.
Ο πατέρας απουσιάζει, είναι αξιωματικός της Βέρμαχτ. Η γυναίκα του, η Καταρίνα, είναι κουρασμένη, χρειάζεται ησυχία. Το σπίτι το διαχειρίζεται μια θεία, μαζί με το αλλοδαπό υπηρετικό προσωπικό. Ο δωδεκάχρονος Πέτερ δεν έχει πάρε-δώσε με τα παιδιά απ’ τον απέναντι συνοικισμό, όπου κατοικεί ο λαουτζίκος. Του κάνει ιδιαίτερα μαθήματα ο δρ. Βάγκνερ, που έχει ένα γενάκι που σου δίνει την αίσθηση ότι από κάπου τον ξέρεις.
Μήπως πρέπει να τα μαζέψουν και να φύγουν; Έξω στο δρόμο περνούν κάρα με Γερμανούς πρόσφυγες. Οι επισκέπτες φέρνουν αντιφατικές ειδήσεις. Μα είναι δυνατό να ηττηθεί η Γερμανία μας; Και τα ασημικά; Τα τραπεζομάντιλα; Όχι, όχι, οι δυνάμεις του έθνους είναι ανεξάντλητες. Και τι θα κάνουν οι Ρώσοι αν έρθουν; Ακούγεται ότι διψούν για εκδίκηση…
Ο Κεμπόφσκι χτίζει το σύμπαν του αργά-αργά. Κοιτάζει τους ήρωές του σαν τον εντομολόγο με το μικροσκόπιό του, χωρίς να κρίνει, μα και χωρίς να συμπάσχει. Εδώ, σ’ αυτό το μεγάλο μυθιστόρημα της γερμανικής ήττας, η τραγωδία δεν είναι γέννημα της ύβρεως αλλά της ανθρώπινης μικρότητας.
Ξένη λογοτεχνία
Προς το τέλος της ζωής του και κατά παράβαση των συνηθειών του, ο Τζωρτζ Στάινερ δέχτηκε να παραχωρήσει μια σειρά συνεντεύξεων στη διακεκριμένη Γαλλίδα δημοσιογράφο Λωρ Αντλέρ.
Οι συζητήσεις τους περιέλαβαν σχεδόν όλα τα θέματα που απασχόλησαν τον Στάινερ στη μακρόχρονη πνευματική του περιπλάνηση: τη μοίρα του εβραϊσμού, τη σημασία των κλασικών κειμένων, το μυστήριο της ανθρώπινης δημιουργικότητας.
Συναισθηματικός, διαυγής και χωρίς κανένα φόβο πια, ο Τζωρτζ Στάινερ μιλά για τη ζωή του, από τα παιδικά του χρόνια στο Παρίσι, την εξορία και τις σπουδές στην Αμερική, μέχρι τη μετακόμισή του στο Πρίνστον και κατόπιν την επιστροφή του στην Ευρώπη. Ο Στάινερ δίνει απαντήσεις, ενώ δεν παύει να θέτει ερωτήματα, συχνά προκλητικά, για το «μακρύ Σάββατο» της ανθρώπινης ύπαρξης, την ατέρμονη προσμονή, τον τρόμο της ματαιότητας και την αβέβαιη λύτρωση.
Ένα βιβλίο που διαβάζεται τόσο σαν πανόραμα ενός πνευματικού σύμπαντος και εισαγωγή στη σκέψη ενός μεγάλου στοχαστή του 20ού αιώνα, όσο και σαν επίλογος μιας ζωής αφιερωμένης στις ιδέες, στα κείμενα, στα γράμματα.
Βιογραφία - Μαρτυρίες
Το 2019 ο Κρίστοφερ Κινγκ αποφάσισε να φτιάξει μια μουσική ανθολογία με τα τραγούδια του Ηπειρώτικου Μοιρολογιού, και όχι μόνο ― μια μουσική συνοδεία για την ανάγνωση του βιβλίου.
Η επεξεργασία, η μίξη και η παραγωγή της ανθολογίας έγιναν στην Αμερική, από την προσωπική συλλογή δίσκων γραμμοφώνου του Κρίστοφερ Κινγκ. Κόπηκαν περίπου 2.000 CD.
Τα CD θα ενσωματώνταν σε μια νέα, συλλεκτική έκδοση του βιβλίου. Ο συγγραφέας ήθελε η νέα αυτή έκδοση να κυκλοφορήσει όταν επιτέλους θα ερχόταν να εγκατασταθεί μόνιμα στην Ελλάδα, με αποτέλεσμα το βιβλίο να μείνει εκτός κυκλοφορίας για περίπου ένα χρόνο.
Ο Κρις έκανε τελικά το όνειρό του πραγματικότητα. Εγκαταστάθηκε μόνιμα στο Μονοδένδρι του Ζαγορίου.
Έτσι, το βιβλίο σελιδοποιήθηκε εκ νέου σε διαφορετική διάσταση, ώστε να μπορεί να φιλοξενήσει τη μουσική ανθολογία, γράφτηκε καινούργιος πρόλογος ειδικά για τη νέα έκδοση, και τα CD ―που περιλαμβάνουν 19 εξαιρετικά σπάνια μουσικά κομμάτια― τοποθετήθηκαν στα βιβλία με το χέρι, στα γραφεία του Δώματος, σε 1.500 αντίτυπα, αριθμημένα και μονογραφημένα από τον ίδιο τον συγγραφέα.
Ξένη λογοτεχνία
Μέχρι χτες, η Λύδια ζούσε μια συνηθισμένη ζωή στο Ακαπούλκο του Μεξικού. Όσα αγαπούσε ήταν εκεί: η οικογένειά της, το βιβλιοπωλείο της, το σπίτι της. Σήμερα, έχει χάσει τα πάντα.
Και τώρα τρέχει, χωρίς ανάσα, μαζί με τον οκτάχρονο γιο της, τον Λούκα. Τρέχει να ξεφύγει απ’ το καρτέλ που λυμαίνεται την πόλη και που διψά για εκδίκηση.
Μόνη ελπίδα για τη Λύδια και τον Λούκα είναι να βρουν καταφύγιο στις Ηνωμένες Πολιτείες διασχίζοντας την απέραντη χώρα του Μεξικού. Να περάσουν παράνομα τα σύνορα, να φτάσουν στο ξένο χώμα.
Πρώτα όμως πρέπει να μείνουν ζωντανοί.
Σ’ αυτό το καταιγιστικό μυθιστόρημα η Τζανίν Κάμμινς αποτυπώνει αδυσώπητα την πραγματικότητα της αναγκαστικής μετανάστευσης: τη βίαιη φυγή, την αγωνία, τη ζωή στο δρόμο, την αυθαιρεσία οποιοσδήποτε διαθέτει εξουσία, δύναμη ή όπλα.
Με μια γραφή ηλεκτρισμένη, το Ξένο χώμα μιλά για το πείσμα της ζωής ενάντια στη βία του ισχυρού. Για το θαύμα της καλοσύνης μες στην ακραία σκληρότητα. Και για όλους εκείνους που προχωρούν με μόνη αποσκευή μια άγρια θέληση να βρεθούν στην άλλη μεριά των συνόρων.
Ξένη λογοτεχνία
Η δημιουργία του ομορφότερου χρώματος που είδε ποτέ ο άνθρωπος οδηγεί σε ένα από τα φονικότερα δηλητήρια της ιστορίας.
Πάνω σε μια κάρτα γραμμένη στα χαρακώματα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ο Καρλ Σβάρτσιλντ στέλνει στον Αϊνστάιν τη λύση των εξισώσεων της γενικής σχετικότητας αποκαλύπτοντας το πιο σκοτεινό αντικείμενο που μπορεί να συλλάβει ο νους: τη μαύρη τρύπα.
Ο Αλεξάντερ Γκρότεντικ εγκαταλείπει τα μαθηματικά όταν πλησιάζει στην «καρδιά της καρδιάς» τους, έντρομος, σαν να έχει αντικρίσει μέσα τους το τέλος του κόσμου.
O Χάιζενμπεργκ κι ο Σραίντινγκερ συγκρούονται για την πατρότητα της κβαντομηχανικής θεωρίας, η οποία εξηγεί τέλεια τη συμπεριφορά της ύλης αλλά αναιρεί όλα όσα αντιλαμβανόμαστε ως πραγματικότητα.
Σε αυτό το υβριδικό βιβλίο, ο Μπενχαμίν Λαμπατούτ κάνει την επιστήμη λογοτεχνία. Συνυφαίνοντας το δοκίμιο με τη μυθοπλασία και τη βιογραφία με τη φαντασία, ο Λαμπατούτ αναδεικνύει την απειλητική σκιά που σέρνεται πίσω από το φως της επιστημονικής γνώσης.
Ιστορία
Ένα φάντασμα πλανιέται πάνω από την Ευρώπη: το φάντασμα της ιστορικής παρακμής. Κυριαρχεί ο φόβος ότι η ώρα της Ευρώπης πέρασε, ότι τα αθάνατα επιτεύγματα του ευρωπαϊκού πολιτισμού δεν μπορούν πια να επαναληφθούν κι ότι πρέπει να συμφιλιωθούμε με τη σκέψη πως σε παγκόσμιο επίπεδο η Ευρώπη θα έχει εφεξής ρόλο δευτεραγωνιστικό, ή και κομπάρσου.
Στη διάλεξη αυτή, ένα απ’ τα τελευταία κείμενα που δημοσίευσε πριν το θάνατό του, ο Τζωρτζ Στάινερ επιχειρεί να «γειώσει» τη συζήτηση για το μέλλον της Ευρώπης ― να τη μεταφέρει από τους αιθέρες των μεγάλων ιδεών στο έδαφος της βιωμένης πραγματικότητας.
Τι ορίζει την Ευρώπη; ρωτά ο Στάινερ. Και απαντά: το καφενείο, αυτή η νέα αρχαία αγορά που χωρά τον διανοούμενο και τον πολιτικό μαζί με τον εργάτη και τον άστεγο· το εξημερωμένο και αχόρταγα περπατημένο τοπίο· η διαρκής παρουσία του παρελθόντος στους δημόσιους χώρους ―στους δρόμους, στις πλατείες, στις γέφυρες― και η συνακόλουθη, συχνά ασφυκτική, κυριαρχία της μνήμης· η ριζικά αντιφατική και γι’ αυτό ανεξάντλητα γόνιμη πρωτοκαθεδρία δύο πνευματικών παραδόσεων, της ελληνικής και της εβραϊκής· τέλος, η ιστορικά μοναδική αίσθηση του πεπερασμένου των ανθρώπινων επιδιώξεων και η αναγνώριση της καταστατικής τραγικότητας της ανθρώπινης συνθήκης.
Αρκούν αυτά, αναρωτιέται ο Στάινερ, για να παραμείνει η Ευρώπη μια ιδέα που διεγείρει την ψυχή και τη φαντασία; Ή μήπως είναι καταδικασμένη «να κατοικήσει στο μεγάλο μουσείο περασμένων ονείρων που ονομάζουμε ιστορία»;
Ξένη λογοτεχνία
Η Μάγισσα είναι νεκρή. Το πτώμα της το βρήκαν κάτι παιδιά σ’ ένα αρδευτικό κανάλι, στον κάμπο με τα ζαχαροκάλαμα. Η βία δεν είναι είδηση στη Λα Ματόσα, όμως το χωριό έχει αναστατωθεί. Η ιστορία του φόνου ξετυλίγεται μέσα απ’ τις χειμαρρώδεις αφηγήσεις προσώπων που εμπλέκονται στην υπόθεση, με το καθένα τους να αποκαλύπτει νέες, όλο και πιο φρικιαστικές, λεπτομέρειες.
Η Φερνάντα Μελτσόρ παρουσιάζει έναν κόσμο τόσο ρυπαρό, που ο αναγνώστης βγαίνει απ’ αυτόν λερωμένος. Κι όμως, και μέσα στον απόλυτο ζόφο, παραμένει ένα φωτάκι στην ψυχή που η μαυρίλα δεν το σβήνει.
Ξένη λογοτεχνία
Η Μέιβ και ο Ντάνι Κόνροϋ μεγαλώνουν στο Ολλανδέζικο Σπίτι, μια εντυπωσιακή έπαυλη στα περίχωρα της Φιλαδέλφειας. Μια μέρα η μητέρα τους φεύγει αναπάντεχα και λίγο καιρό αργότερα ο πατέρας τους φέρνει στο σπίτι μια καινούργια γυναίκα, την Άντρια. Ο ερχομός της θα σημάνει το τέλος της παιδικής τους ηλικίας.
Χάνεται όμως κάτι το οποίο προσπαθείς μια ζωή να ξαναβρείς; Η Μέιβ και ο Ντάνι εξορίζονται απ’ το Ολλανδέζικο Σπίτι, αλλά για δεκαετίες παλεύουν να επιστρέψουν σ’ αυτό. Χτυπούν εις μάτην την πόρτα του παρελθόντος, περιμένοντας να βρεθεί κάποιος να τους ανοίξει ― και κάπως έτσι αφήνουν τη ζωή να περάσει.
Η μοίρα μας είναι τα παιδικά μας χρόνια, λέει η Αν Πάτσετ, μια απ’ τις πιο διακεκριμένες φωνές της σύγχρονης αμερικανικής πεζογραφίας. Στο Ολλανδέζικο σπίτι η συγγραφέας παραδίδει την ιστορία τριών γενιών μιας οικογένειας, καταθέτοντας έναν αλησμόνητο ύμνο στην αδερφική αγάπη και τη δύναμη της συγχώρεσης.