Ο Αντόνιο Γκράμσι ήταν ο πρώτος ανάμεσα στους σημαντικούς στοχαστές του μαρξισμού που αντιλήφθηκαν την ανάγκη, όχι μόνο της ανανέωσης αλλά της υπέρβασής του. Σύμφωνα με την έκφρασή του, ο μαρξισμός πρέπει να νοηθεί ως «ανοιχτός κύκλος» και όχι ως δόγμα. Θεώρησε ότι στη μεγάλη «ηθική και διανοητική αναμόρφωση» όλης της κοινωνίας που συνιστούσε το πρόταγμά του, ο ανανεωμένος μαρξισμός θα διαδραμάτιζε πρωτεύοντα, καθοδηγητικό ρόλο.
Η αρχική ιδέα της μελέτης μου προέκυψε από συζητήσεις που είχα με φίλους στην Ιταλία, ιδίως με τον Τίτο Πατρίκιο, χάρη στον οποίο «ανακάλυψα» τον Γκράμσι. Διερευνώντας τη ζωή και το έργο του διαπίστωσα ότι παράλληλα με την ανανέωση της μαρξιστικής θεωρίας, τον απασχόλησε ιδιαίτερα η ανάγκη ανάπτυξης κριτικού πνεύματος και ορθολογικής αντιμετώπισης των προβλημάτων συνδυάζοντας το θάρρος με τον ρεαλισμό στην πολιτική.
Βιογραφία - Μαρτυρίες
Ρόδης Ρούφος, ένας συγγραφέας σε καιρούς δοκιμασίας (Κατοχή, Αντίσταση, Κυπριακός Αγώνας)
Ιστορία
Οι ζωές των άλλων – Η Στάζι και οι Έλληνες πολιτικοί πρόσφυγες στην Ανατολική Γερμανία (1949-1989)
Το βιβλίο αυτό έρχεται να καλύψει ένα σημαντικό ιστοριογραφικό κενό αναφορικά με τους Έλληνες πολιτικούς πρόσφυγες στην Ανατολική Γερμανία. Δεν πρόκειται, ωστόσο, για μια ακόμη γενική μελέτη για την πολιτική προσφυγιά στην υπερορία μετά το τέλος του Εμφυλίου Πολέμου, καθώς εστιάζει περισσότερο στη διακρίβωση των όρων υπό τους οποίους η συγκεκριμένη ευάριθμη κοινότητα των πολιτικών προσφύγων περιλήφθηκε στις πρακτικές ενός αρτισύστατου πολιτικού συστήματος και αντιμετωπίστηκε με συγκεκριμένα εργαλεία πειθαναγκασμού από το ανατολικογερμανικό καθεστώς.
Οι “Έλληνες της Στάζι”, δηλαδή όσοι στρατολογήθηκαν από την ανατολικογερμανική Κρατική Ασφάλεια ως σημαντικοί πράκτορες ή απλοί πληροφοριοδότες από τις αρχές της δεκαετίας του ’50 έως και την πτώση του Τείχους το 1989, συγκροτούν το δεύτερο μέρος του βιβλίου. Επρόκειτο κυρίως για παιδιά και νέους, αλλά και για μερικές δεκάδες μέλη του ΚΚΕ, που παγιδεύτηκαν στα πλοκάμια της Στάζι. Μέσα από τη μελέτη εξατομικευμένων περιπτώσεων επιχειρείται η κατανόηση της δομής και λειτουργίας ενός ολοκληρωτικού μηχανισμού ελέγχου και πειθάρχησης της κοινωνίας, που αποστολή του ήταν η μακροημέρευση του κομμουνιστικού καθεστώτος της Γερμανικής Λαοκρατικής Δημοκρατίας, της “βιτρίνας” του ανατολικού συνασπισμού.
Κοινωνιολογία
Ποια είναι η ιστορία της μεσαίας τάξης στη Δύση μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο; Ποια η σχέση της με την κατανάλωση, τον ατομικισμό και τη χειραφέτηση; Με ποιον τρόπο φτάσαμε στην πανθομολογούμενη πλέον υπαρξιακή της κρίση; Ποια η ιστορική πορεία των μεσαίων στρωμάτων στην Ελλάδα από τη δεκαετία του ’60 και μετά; Μέσα από ποιες εμπειρίες συνάφθηκε το κοινωνικό συμβόλαιο της μεταπολιτευτικής μεσαίας τάξης; Πώς γίνεται η ελληνική οικογένεια να είναι ταυτόχρονα ο βιότοπος και η καταδίκη της; Υπάρχει ακόμα κάποια ταυτότητα μεσαίων στρωμάτων στη χώρα μας ή πλέον έχουν διασπαστεί σε αντίπαλες μικρο-κοινότητες ανθρώπων οι οποίοι με δυσκολία συνυπάρχουν σήμερα στους τόπους της κοινωνικής και συναισθηματικής ερήμωσης; Η κρίση της πανδημίας θα επικυρώσει τις ανισότητες που διέπουν τις σχέσεις των μελών της παλιάς μεσαίας τάξης στην Ελλάδα ή μήπως θα αποδειχτεί ευκαιρία για μια νέα κοινωνική και πολιτισμική σύγκλιση;
Αυτά είναι μερικά από τα ερωτήματα που θέτει και πασχίζει να απαντήσει αυτό το βιβλίο.
Το βιβλίο βασίζεται σε πέντε βιοαφηγήσεις παιδιών του ελληνικού εμφυλίου. Οι ηλικιωμένοι, σήμερα, αφηγητές περιγράφουν τη ζωή τους στο χωριό στην κορύφωση του Εμφυλίου, τη μετακίνησή τους στις χώρες της ανατολικής Ευρώπης, τη διαβίωση στα “ολοπαγή ιδρύματα”, το πέρασμα από την Ανατολική στη Δυτική Γερμανία και τη ζωή τους εκεί. Οι αφηγήσεις ολοκληρώνονται με τον επαναπατρισμό και τη μόνιμη εγκατάστασή τους στην Καβάλα.
Το μεγαλύτερο μέρος της ζωής τους οι αφηγητές το έζησαν πολιτογραφημένοι ως αλλοδαποί, με ενδεικτικό τον χαρακτηρισμό στην ταυτότητα που τους δόθηκε στην Ανατολική Γερμανία: “Έλληνας χωρίς πατρίδα”. Όταν επέστρεψαν στην πατρίδα, στις άδειες παραμονής τους αναγραφόταν “υπηκοότης ακαθόριστος”.
“Το παρελθόν είναι μια ξένη χώρα, κάνουν τα πράγματα διαφορετικά εκεί”, είναι η πρώτη φράση στο μυθιστόρημα The Go-Between του L. P. Hartley. Ο Salman Rushdie, στο Imaginary Homelands, παρατηρώντας μια φωτογραφία στον τοίχο του δωματίου που δούλευε, η οποία απεικόνιζε ένα παλιό και κάπως παράξενο σπίτι -μια φωτογραφία που πάρθηκε πριν ο ίδιος γεννηθεί- νιώθει ότι η φωτογραφία του λέει να αντιστρέφει αυτή την ιδέα. Του θυμίζει ότι το παρόν του είναι το ξένο και ότι το παρελθόν είναι το σπίτι του, μολονότι “είναι ένα χαμένο σπίτι σε μια χαμένη πόλη, στην ομίχλη ενός χαμένου χρόνου”. Ίσως το ίδιο ισχύει και για τους αφηγητές μας. Με τις αλλεπάλληλες μετακινήσεις τους έχουν νιώσει πολλές φορές ξένο το κάθε φορά παρόν τους. Γι’ αυτό, η αφηγηματοποίηση του παρελθόντος λειτουργεί όχι μόνο αυτοδικαιωτικά για το παρελθόν, αλλά και λυτρωτικά για το παρόν. Άλλωστε, έτσι κλείνει την αφήγησή της η Μάρθα: “Δεν πειράζει που κλαίω, ας θυμάμαι κι ας κλαίω”.