Ξένη λογοτεχνία
Μια γαλλική πόλη (το όνομά της δεν θα το μάθουμε ποτέ), τη δεκαετία του ’70. Εδώ καταφεύγει ο αρχιεπιθεωρητής Σνεντέρ, γυρίζοντας την πλάτη στην υπόσχεση μιας λαμπρής καριέρας στο Παρίσι, καθώς δεν μπορεί να γλιτώσει από τα φαντάσματα του Πολέμου της Αλγερίας – μια εμπειρία για την οποία δεν μιλά ποτέ, αλλά που είναι διαρκώς και οδυνηρά παρούσα.
Δεν θ’ αργήσει να βρεθεί αντιμέτωπος με μια σοβαρή υπόθεση: η Μπετύ, κόρη ενός χαμηλόβαθμου σιδηροδρομικού υπαλλήλου, δεν γύρισε σπίτι. Ο πατέρας της πιστεύει ότι είναι νεκρή και αποδεικνύεται πως έχει δίκιο. Οι έρευνες αρχίζουν και, ενώ άλλες υποθέσεις έρχονται να απασχολήσουν την ομάδα του Σνεντέρ, αυτή η δολοφονία τον στοιχειώνει. Ο Σνεντέρ δεν αποδέχεται τον θάνατο. Πόσο μάλλον τον θάνατο μιας δεκαπεντάχρονης… Καραδοκούν, όμως, πολλές παγίδες. Ο διακριτικός όσο και πανίσχυρος άνθρωπος που ελέγχει την πόλη, ένας παλιός γνώριμος του Σνεντέρ, μια περίεργη και δυνατή σχέση. Μια ικανή και φιλόδοξη δημοσιογράφος. Αστυνομικοί διεφθαρμένοι, τραμπούκοι που κυνηγούν τους Άραβες και τους άστεγους, καριερίστες που διατηρούν αιμομικτικές σχέσεις με την πολιτική εξουσία, τα ΜΜΕ, τους λειτουργούς της Δικαιοσύνης.
Ο Παγκάν περιγράφει με ακρίβεια την καθημερινότητα στα αστυνομικά τμήματα. Αναλύει με οξυδέρκεια την κοινωνική κατάσταση της εποχής, το κοντράστ ανάμεσα στην οικονομική ευημερία και την περιθωριοποίηση πολλών κοινωνικών ομάδων, το χάσμα ανάμεσα στο όνειρο της επιτυχίας και όλους εκείνους που δεν μπορούν να το ακολουθήσουν, τους αδύναμους, τους ευάλωτους, τους ταπεινούς. Σκιαγραφεί με ιδιαίτερη δύναμη τους χαρακτήρες των ανθρώπων, των μικροπαραβατών, των έντιμων αστυνομικών -γιατί υπάρχουν κι αυτοί-, των θαμώνων των μπαρ, των γυναικών που ελκύονται από τον κλειστό αλλά γοητευτικό Σνεντέρ. Στο τέλος, κάποιοι κακοί τιμωρούνται, αλλά το κακό παραμένει, ζοφερό, αδυσώπητο και κυρίαρχο. (Από τον εκδότη)
Ξένη λογοτεχνία
Ο Πόλεμος της Ινδοκίνας κράτησε πολλά χρόνια. Ωστόσο, στα γαλλικά σχολικά εγχειρίδια, μόλις που αναφέρεται. Με μια εντυπωσιακή αίσθηση της αφήγησης, το Μια αξιοπρεπής έξοδος περιγράφει πώς, με μια απίστευτη ιστορική ανατροπή, δύο από τις μεγαλύτερες παγκόσμιες δυνάμεις ηττήθηκαν από έναν πολύ μικρό λαό.
Με μια σειρά από αξέχαστες σκηνές, ο Eric Vuillard περιγράφει την απίστευτη διαπλοκή συμφερόντων και ξαναζωντανεύει μια ολόκληρη πινακοθήκη πορτρέτων: καλλιεργητές καουτσούκ, Γάλλους στρατηγούς, τις συζύγους τους, πολιτικούς, τραπεζίτες, μια απειλητική ανθρώπινη κωμωδία. Αν στόχος της λογοτεχνίας είναι η οικουμενικότητα, δεν μπορούσε να μην αποτελέσει αντικείμενο της αφήγησης το πώς αυτός ο πολύ μικρός λαός, οι Βιετναμέζοι, κατάφερε να νικήσει δύο από τις μεγαλύτερες δυνάμεις του κόσμου. Και αυτό μπορεί να μας επιτρέψει να καταλάβουμε γιατί, ακόμη και σήμερα, στο Αφγανιστάν, στο Μάλι ή αλλού, η Γαλλία θα αναζητά, μάταια πάντα, μια αξιοπρεπή έξοδο. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)
Ξένη λογοτεχνία
Το 1953 η Αγγλία ετοιμάζεται, με τελετές και πανηγύρεις, να υποδεχτεί στον θρόνο της τη νέα βασίλισσα, την Ελισάβετ Β΄. Στη μικρή πόλη Μπλέσφορντ, όμως, η οικογένεια του Μπιλ Πότερ δείχνει πολύ μεγαλύτερο ενθουσιασμό για το τοπικό καλλιτεχνικό φεστιβάλ, που πρόκειται να διεξαχθεί τις ίδιες μέρες με τη Στέψη.
Ο πατέρας, Μπιλ Πότερ, λάτρης της ποίησης, καθηγητής λογοτεχνίας στο προοδευτικό σχολείο της περιοχής, άνθρωπος ιδιαίτερα καλλιεργημένος αλλά και αυστηρός, ασυμβίβαστος και αυταρχικός, νιώθει τον κόσμο του να καταρρέει: η μεγάλη του κόρη, η Στέφανι, εγκαταλείπει μια πολλά υποσχόμενη πανεπιστημιακή καριέρα για να παντρευτεί, παρά τη θέληση του πατέρα της, έναν κάπως άξεστο αλλά τρυφερό και γεμάτο κατανόηση ιερωμένο. Η δεύτερη κόρη του, η Φρεντερίκα, ετοιμάζεται για το πανεπιστήμιο, είναι ευφυής και φλογερά φιλόδοξη, και θα υποδυθεί την «Παρθένο Βασίλισσα», την Ελισάβετ Α΄, στο έργο που ανεβάζει, στο πλαίσιο του φεστιβάλ, το τρομερό παιδί της επαρχίας, ο Αλεξάντερ Γουέντερμπερν. Η Φρεντερίκα, που επιθυμεί απεγνωσμένα τη χειραφέτησή της και αποζητά διακαώς να χάσει την παρθενιά της, ερωτεύεται τον γοητευτικό συγγραφέα. Αυτός ευχαρίστως θα την απάλλασσε από την παρθενιά της, αν δεν υπήρχε η περίπλοκη σχέση του με μια παντρεμένη γυναίκα και η αδυναμία του να συνδεθεί ερωτικά, χωρίς αμφιθυμίες και άγχη. Ο γιος τού Μπιλ Πότερ, ο Μάρκους, μοναχικός έφηβος που ζει μια δική του, μυστική, γεμάτη οράματα ζωή, θα παρασυρθεί σε μια επικίνδυνη σχέση με έναν αλλόκοτο καθηγητή του, που θα προσπαθήσει να τον εισαγάγει στον προσωπικό του, διαταραγμένο κόσμο. Το μυθιστόρημα, πρώτο της Τετραλογίας της Φρεντερίκα Πότερ, διασταυρώνει δεξιοτεχνικά τους παράλληλους βίους των ηρώων του, συνδυάζοντας πνευματικές και σαρκικές αναζητήσεις και απολαύσεις, ελισαβετιανό δράμα και σύγχρονη κωμωδία, παράδοση και νεωτερικότητα. Η ευφυΐα, το πάθος, η επιθυμία, ο φόβος της ματαίωσης και του θανάτου, οι ελπίδες και οι ψευδαισθήσεις σημαδεύουν τις βεβαιότητες και τις αμφιβολίες μιας ολόκληρης γενιάς.
Η Α.S. Byatt, μέσα από την ιστορία μιας σαγηνευτικής, χαρισματικής, αλλά και διχασμένης οικογένειας, ζωντανεύει τη μεγάλη διανοητική και ηθική μεταβολή που συντελείται στην Ευρώπη, στην αυγή της δεκαετίας του ’60.
Ξένη λογοτεχνία
Τρεις στιγμές από τη ζωή της Μαλίκα, μιας γυναίκας από αγροτική περιοχή του Μαρόκου. Από το 1954 ως το 1999. Από την εποχή της γαλλικής αποικιοκρατίας μέχρι τον θάνατο του βασιλιά Χασάν Β’.
Οι Γάλλοι έστειλαν τον πρώτο της άντρα να πολεμήσει στην Ινδοκίνα.
Στη δεκαετία του 60, ζει στο Ραμπάτ και κάνει τα πάντα για να εμποδίσει την κόρη της, τη Χαντίτζα, να γίνει υπηρέτρια στη βίλα μιας πλούσιας Γαλλίδας, της Μονίκ.
Την παραμονή του θανάτου του Χασάν Β’, ένας νεαρός ομοφυλόφιλος κλέφτης, ο Τζάφαρ, μπαίνει στο σπίτι της και είναι έτοιμος να τη σκοτώσει.
Σ’ αυτές τις σελίδες μιλάει η Μαλίκα. Από την αρχή ως το τέλος. Αφηγείται με πάθος τις στρατηγικές της για να γλιτώσει από τις αδικίες της Ιστορίας. Για να επιβιώσει. Να κερδίσει μια μικρή θέση στον κόσμο.
Η Μαλίκα είναι η μητέρα μου: η Μ’Μπαρκά Αλλαλί Ταϊά (1930-2010). Αυτό το βιβλίο είναι αφιερωμένο σ’ εκείνη.
Βιογραφία - Μαρτυρίες
Ο Γουσταύος Κλάους είναι Βαυαρός έμπορος, που έρχεται στην Πάτρα και δημιουργεί την οινοποιία «Αχαΐα». Η γνωστή σήμερα ως «Achaia Clauss» πρωταγωνιστεί με τα κρασιά της στο οινικό fun του 20ού αιώνα και συνεχίζει στον 21ο αιώνα με το «Castro Clauss». Ο Φραντσέσκο Μάλλια, μετανάστης από τη Μάλτα, είναι το δεξί χέρι του Γουσταύου, ο πρώτος άποικος στην Colonie. H Colonie είναι η πολυεθνική κοινότητα των εργαζομένων στην οινοποιία, με τις οικογένειές τους (Γερμανοί, Έλληνες, Ιταλοί, Μαλτέζοι), στην οποία ο Κλάους δίνει το όνομα Gutland. Ο Γιάκομπ Κλίπφελ, Γερμανός, είναι ο πρώτος οινολόγος, ίσως ο δημιουργός της γλυκιάς Μαυροδάφνης. Η Αθηναία Θωμαΐδα Καρπούνη είναι η σύζυγος του Κλάους. Ο Γιούλιους Καρλ Βίλχελμ Φίλιπ Μέντσερ είναι Γερμανός κρασέμπορος, βουλευτής στο Ράιχσταγκ, ο πρώτος εισαγωγέας ελληνικών κρασιών στη Γερμανία. Ο Βασίλης Κασπίρης είναι ο φουστανελοφόρος σωματοφύλακας του Κλάους και ο κωδωνοκρούστης της Gutland. Η Αμαλία φον Πέρφαλ, κόρη του Γουσταύου και της Θωμαΐδας, παντρεμένη με βαρόνο στο Μόναχο, είναι η μοναδική κληρονόμος του. Η αυτοκράτειρα Ελισάβετ της Αυστρίας -η Σίσσυ- είναι η πρώτη διάσημη επισκέπτρια της οινοποιίας. Ο Βλάσιος Αντωνόπουλος, φιλελεύθερος σταφιδέμπορος, βουλευτής του Βενιζέλου, είναι ο συνεχιστής της «Αχαΐας» και των κρασιών της μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο καπνοβιομήχανος από την Αίγυπτο Θεόδωρος Βαφειάδης εκπροσωπεί τα κρασιά της «Αχαΐας» στη Βομβάη· και ο αρσιβαρίστας Δημήτρης Τόφαλος, στη Νέα Υόρκη. Η Λαμπρινή Κακού, Επονίτισσα, επισκέπτεται την «Αχαΐα» και υψώνει ένα ποτήρι στη μνήμη του απαγχονισθέντος αδελφού της, τις τελευταίες ημέρες του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
Αυτοί είναι μερικοί από τους ήρωες που κατοικούν στην Γκούτλαντ. Μια μεγάλη αφήγηση, πλήρως τεκμηριωμένη, που καλύπτει περισσότερο από έναν αιώνα, από το 1833 έως το 1949. Ο συγγραφέας ανασυστήνει μικρόκοσμους, άγνωστους και απρόοπτους, ανασυστήνει ακόμη και το φυσικό τοπίο, δίνει χρώμα και βάθος στην καθημερινή ζωή, υπερβαίνει τα στερεότυπα και ρίχνει φως σε αθέατες περιοχές, εκεί που δεν φτάνει ποτέ η μεγάλη ιστορία. Το κρασί και το αμπέλι είναι, βέβαια, οι πανταχού παρόντες πρωταγωνιστές.
Ξένη λογοτεχνία
Αλγέρι, Σεπτέμβριος του 1972. Ένας άνεμος κακός, που έρχεται από τη Σαχάρα, καλύπτει με κόκκινη άμμο την πόλη. Σε ένα βιβλιοπωλείο, ο Σαΐντ, διάσημος συγγραφέας, παρουσιάζει το πολυσυζητημένο βιβλίο του, “το μεγαλύτερο αλγερινό μυθιστόρημα”. Εκθέτει την πλοκή: οι διασταυρούμενες ζωές ανθρώπων, που κατάγονται από το ίδιο χωριό, καθώς παρασύρονται στη δίνη των γεγονότων της σύγχρονης Αλγερίας.
Η Λεϊλά και ο Ταρέκ, παιδικοί φίλοι του συγγραφέα, όταν συνειδητοποιούν ότι, εν αγνοία τους, χρησιμοποιήθηκαν από τον Σαΐντ ως πρωταγωνιστές του βιβλίου του, νιώθουν τις ζωές τους κατεστραμμένες, λεηλατημένες. Τότε η συγγραφέας παίρνει τη σκυτάλη, για να αφηγηθεί και να αποκαταστήσει την αληθινή, τη μη μυθιστορηματική, ζωή του Ταρέκ και της Λεϊλά.
Αρχές της δεκαετίας του 1920: Τρία παιδιά μεγαλώνουν μαζί σ’ ένα χωριό της Ανατολικής Αλγερίας. Η Λεϊλά, και τα δύο αγόρια που είναι παράφορα ερωτευμένα μαζί της: ο Ταρέκ, λιγομίλητος, μελαχρινός, γλυκός και συνεσταλμένος, που προορίζεται για βοσκός, και ο Σαΐντ, άριστος χειριστής της αραβικής γλώσσας, από πιο ευκατάστατη οικογένεια, ανοιχτόχρωμος, που προετοιμάζεται να φύγει στην Τυνησία για σπουδές και κάνει όνειρα για το μέλλον. Η Λεϊλά, που η οικογένειά της την παντρεύει πολύ νέα και παρά τη θέλησή της, βρίσκει το κουράγιο να εγκαταλείψει τον άντρα της και επιστρέφει στο πατρικό της μαζί με τον γιο της, προκαλώντας τη γενική αποδοκιμασία. Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος στέλνει τα δύο αγόρια στο μέτωπο. Ο Σαΐντ θα γίνει, αργότερα, επιτυχημένος συγγραφέας. Ο Ταρέκ επιστρέφει στο χωριό, παντρεύεται τη Λεϊλά και υιοθετεί τον γιο της. Θα αποκτήσουν μαζί τέσσερα κορίτσια. Ο Ταρέκ θα πάρει μέρος στον Πόλεμο της Ανεξαρτησίας της Αλγερίας, θα εργαστεί στα γυρίσματα της ταινίας του Τζίλο Ποντεκόρβο Η μάχη του Αλγερίου, θα δουλέψει σε εργοστάσιο στη Γαλλία, θα βρει δουλειά σε μια υπέροχη βίλα στην Ιταλία, με πολύ σημαντικά έργα ελληνορωμαϊκής τέχνης.
Η Λεϊλά μεγαλώνει τα παιδιά, κρατάει το σπίτι, περιμένει τον άντρα της -που επιστρέφει κάθε δύο χρόνια- και αγωνίζεται να μάθει γραφή και ανάγνωση.
Μετά, όμως, την έκδοση του μυθιστορήματος του Σαΐντ, ο Ταρέκ και η Λεϊλά θα κληθούν να αντιμετωπίσουν και αυτόν τον “κακό άνεμο”.
Η Καουτέρ Αντιμί δημιουργεί μια εντυπωσιακή τοιχογραφία της ιστορίας της Αλγερίας, από τη δεκαετία του 1920 μέχρι το καλοκαίρι του 1992: πρωταγωνιστούν η γαλλική αποικιοκρατία, ο αγώνας για την ανεξαρτησία, η ενίσχυση των ισλαμιστών και ο εμφύλιος πόλεμος.
Η Βουλγαρική Κατοχή αφάνισε την εβραϊκή κοινότητα της Καβάλας· κανείς δεν γύρισε από την Τρεμπλίνκα. Επέστρεψαν, μονάχα, ναυαγοί της Shoah, μερικές δεκάδες Εβραίοι που είχαν καταφέρει να διαφύγουν πριν από την εκτόπιση, ή επέζησαν από τα καταναγκαστικά έργα στη Βουλγαρία. Μέσα από την έρευνα σε ένα μεγάλο επιστολικό αρχείο, το βιβλίο αυτό ζωντανεύει τους βίους, τις φωνές και τις διαδρομές των μελών μιας σημαντικής οικογένειας Εβραίων καπνεμπόρων, αλλά και άλλων Καβαλιωτών Εβραίων. Οι ιστορίες τους φέρνουν στην επιφάνεια διλήμματα και επιλογές που σφράγισαν τον μεταπολεμικό κόσμο. Η αφήγηση του βιβλίου παρακολουθεί τους επιζώντες να σχετίζονται, να παντρεύονται, να συνεργάζονται επαγγελματικά, να παραμένουν στον τόπο τους ή να μεταναστεύουν. Διερωτάται για τους τρόπους με τους οποίους γράφουν για όλα αυτά και εκφράζουν τα συναισθήματά τους. Για τις μεγάλες αλλά και τις μικρές χειρονομίες, για «ένα μικρό ναι, ένα μικρό όχι, που αρκούν για να εξοντώσουν ένα σύνταγμα από δραγόνους», όπως έγραφε ο Μπέκετ. Χειρονομίες που έρχονται από μια μακρά πολιτισμική παράδοση. Τρόποι που κλονίστηκαν από το ναυάγιο και όμως επιβιώνουν για να κρατούν το νήμα μιας συνέχειας με τα προπολεμικά χρόνια, μέχρις ότου υποχωρήσουν για να δώσουν τη θέση τους σε νέους τρόπους, νέες συνήθειες, νέες μόδες, μέσα στα χρόνια εκείνα που οι δυσκολίες ήταν ευθέως ανάλογες με τις προσπάθειες και τις ελπίδες των ανθρώπων.
Ελληνική λογοτεχνία
Μια παρέα φοιτητών, ένα καλοκαίρι του ’90, κάνει ελεύθερο κάμπινγκ, όταν ο Νικόλας, ο πιο χαρισματικός απ’ όλους, πνίγεται στην προσπάθειά του να βγάλει έναν ροφό από τη θάλασσα. Ο πατέρας πενθεί τον γιο του· οι φίλοι θυμούνται και εξιδανικεύουν τον πεισματάρη φίλο τους.
Είκοσι χρόνια αργότερα, οι ίδιοι άνθρωποι ξαναβρίσκονται στο νησί για το μνημόσυνο του Νικόλα και αναλογίζονται τις δικές τους καθημερινές ασφυξίες και απώλειες: τα όρια του γάμου και της οικογένειας, τη φθορά του σώματος, το τέλος της γονιμότητας, την επαγγελματική αβεβαιότητα, τον θάνατο που πλησιάζει.
Ο καθηγητής Νομικής διαβάζει Φίλιπ Ροθ και ταυτίζεται μαζί του, η γυναίκα του προσπαθεί να καταπολεμήσει την ηττοπάθεια της μέσης ηλικίας, ο εισοδηματίας φίλος τους ζει αποτραβηγμένος και παρατηρεί τις ζωές των άλλων, η ψυχίατρος-μετανάστρια στη Βιέννη βλέπει την Ελλάδα να απομακρύνεται από την Ευρώπη, η συγγραφέας της παρέας αγωνίζεται να κάνει παιδί με κάθε τρόπο προκειμένου να δώσει νόημα στη ζωή της.
Με φόντο πάντα την ανάμνηση του φίλου τους, που πρόλαβε και πέθανε νέος, οι ζωές τους διασταυρώνονται και πλέκονται στον θρήνο και τη νοσταλγία για τα χρόνια που πέρασαν, στην κρίση της χώρας, αλλά και τη δική τους, την προσωπική.
Ιστορία
Η “αναζήτηση νοήματος” έχει εκπέσει σε εμπόριο στα χέρια των ψυχοθεραπευτών και των “κόουτς”. Κάποτε ήταν υπόθεση των θεολόγων, που έψαχναν το χέρι του Θεού στην Ιστορία. Ανάμεσα στον Διαφωτισμό (18ος αιώνας) και τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο (αρχές του 20ού), η θεολογία έδωσε τη θέση της στην πολιτική: στη Δύση της “απομάγευσης” (Μαξ Βέμπερ) και της απόσυρσης του Θεού, το νόημα αναζητήθηκε στις “κοσμικές θρησκείες” (Ρεϊμόν Αρόν), τον κομμουνισμό, τον φασισμό και τον ναζισμό, όπως επίσης στον φιλελευθερισμό και τις παραλλαγές του (υπερ-, νεο-…), αλλά και, ολοένα και περισσότερο κατά τα φαινόμενα, στη συνωμοσιολογία, από τότε που οι “μεγάλες αφηγήσεις” (Ζαν-Φρανσουά Λυοτάρ) έμειναν ορφανές.
Η αναζήτηση νοήματος είναι επίσης μια μανία του ιστορικού – όταν μιλάμε για το νόημα των πράξεων στις οποίες προέβησαν οι δρώντες μιας εποχής, για εκφράσεις μιας “κοσμοθεωρίας” που χαρακτηρίζει έναν χρόνο, έναν τόπο, μια ανθρώπινη ομάδα (τάξη, φυλή, έθνος, ή αστυνομική μονάδα, σώμα δημοσίων υπαλλήλων, θρησκευτικό τάγμα), νομιμοποιώντας και δικαιολογώντας καμιά φορά τα χειρότερα.
Ελληνική λογοτεχνία
Μεγαλώνοντας, ο Χάρης Αλεξιάδης ενδιαφέρεται όλο και πιο πολύ για τα σπουδαία, κοσμοϊστορικά γεγονότα. Χρόνια αργότερα, αυτό το άγουρο ενδιαφέρον γίνεται επάγγελμα. Ύστερα από μια σύντομη θητεία στον αθηναϊκό Τύπο, η παράλληλη άνοδος της ιδιωτικής τηλεόρασης θα του προσφέρει μια μοναδική ευκαιρία: να βρεθεί στο Σαράγεβο τον Ιούνιο του 1992, ως πολεμικός ανταποκριτής ενός νέου μεγάλου καναλιού, και να καλύψει τις συγκρούσεις που ακολούθησαν την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης.
Ο Χάρης ενθουσιάζεται με αυτή την προοπτική. Αναγνωρίζει αμέσως την ιστορική σημασία των συγκρούσεων και ανυπομονεί να βρεθεί στο επίκεντρο των εξελίξεων, στην καρδιά της Ευρώπης.
Θα παραμείνει, ωστόσο, στο Σαράγεβο περισσότερο απ’ όσο έχει υπολογίσει. Οι συγκρούσεις παγιώνονται, διαρκούν ολόκληρους χειμώνες, και καταλήγουν στην πιο μακρόχρονη πολιορκία πρωτεύουσας στην ιστορία των σύγχρονων πολέμων. Ο αρχικός ενθουσιασμός του Χάρη μετατρέπεται σε κούραση και σταδιακή εξάντληση από το κρύο, την ανασφάλεια και, κυρίως, τη βεβαιότητα ότι αυτή η τραγική κατάσταση δεν θα αλλάξει. Τα αιματηρά επεισόδια είναι αμέτρητα και, στις 5 Φεβρουαρίου 1994, η αντοχή του στον ανθρώπινο πόνο δοκιμάζεται, όταν παρακολουθεί και καταγράφει τον βομβαρδισμό της αγοράς του Μαρκάλε, με 68 νεκρούς και 144 τραυματίες.
Την επόμενη μέρα, ο Χάρης ζητάει την άδεια να επιστρέψει στην Ελλάδα. Δυσκολεύεται να προσαρμοστεί και παραμένει για πολύ καιρό αδρανής. Σκέφτεται να αποσυρθεί από το πολεμικό ρεπορτάζ και, σε συνεννόηση με το κανάλι, αποφασίζει να μεταπηδήσει στην ψυχαγωγία και να αναλάβει παρουσιαστής σ’ ένα νέο μουσικό τηλεπαιχνίδι.
Αρχίζει έτσι, για εκείνον, μια καινούργια φάση. Ανάμεσα σε πλατό, κάμερες, εκτυφλωτικούς προβολείς και συναναστροφές με τις κοσμικές προσωπικότητες της Αθήνας, η ζωή του αλλάζει κι εκείνος αφήνεται να παρασυρθεί. Τα επόμενα χρόνια αναλαμβάνει κι άλλα, αμφιβόλου ποιότητος τηλεπαιχνίδια, και στροβιλίζεται σε έναν εκστατικό χορό με σύντομα διαστήματα μελαγχολίας. Ώσπου, ξαφνικά, ένα νευρολογικό πρόβλημα πλήττει την κινητικότητά του και τον αναγκάζει ν’ αποσυρθεί βίαια από οτιδήποτε έχει ανάγκη.
Το “Δυναμώστε τη μουσική, παρακαλώ” είναι ένα μυθιστόρημα για τα μεγάλα μεγέθη που δεν μεταβολίζονται από το άτομο· για την ομορφιά και τη φασαρία, ως στιγμιαίο αντίδοτο σε όλα εκείνα που δεν θεραπεύονται· και για όσους επιζητούν την ένταση της μουσικής τόσο δυνατά ώστε να καλύπτει τα πάντα.
Ξένη λογοτεχνία
Στη Μασσαλία, στο ολοκαίνουργιο και πολυτελέστατο υπερωκεάνιο Ζορζ Φιλιππάρ που ετοιμάζεται να αποπλεύσει με τελικό προορισμό την Ιαπωνία, επιβιβάζεται και ο Ζακ-Μαρί Μποέρ.
Βιβλιοπώλης με εξειδίκευση στα σπάνια βιβλία που κυνηγούν οι συλλέκτες, αγαπά με πάθος τη λογοτεχνία, ταξιδεύει μόνος, μισεί τα κλισέ και τις κοινοτοπίες, περνά τον καιρό του παρατηρώντας τους άλλους, με κριτική διάθεση, με θαυμασμό, με ειρωνεία, καλοπροαίρετα ή και εχθρικά, αν χρειαστεί. Αναπτύσσει φιλικές σχέσεις με τον πρώην πλοίαρχο Πρεσανύ και την ατίθαση νεαρή εγγονή του, τον ασφαλιστή Ερκύλ Μαρτέν και τον Ρώσο πιανίστα Σοκολόβσκι, ή τη γοητευτική Αναΐς Μοντέ-Ντελακούρ. Ωστόσο, δεν αποκαλύπτει σε κανέναν τον λόγο του ταξιδιού του.
Είναι Φεβρουάριος του 1932, βρισκόμαστε μόλις λίγους μήνες πριν ανέλθει στην εξουσία ο Χίτλερ. Γερμανοί επιβάτες προπαγανδίζουν ανοιχτά τον ναζισμό, η ομήγυρη διχάζεται. Διαδίδονται σκοτεινές θεωρίες για το μέλλον του κόσμου, ενώ ορισμένοι επιβάτες ανησυχούν για τις τεχνικές βλάβες που επαναλαμβάνονται…
Μέσα από την επική και δραματική εξιστόρηση της παρθενικής κρουαζιέρας του Ζορζ Φιλιππάρ, που κατέληξε σε ναυάγιο με θύμα, μεταξύ άλλων, τον σπουδαίο και διάσημο δημοσιογράφο Αλμπέρ Λοντρ, η φιγούρα του οποίου σημαδεύει το βιβλίο, ο Πιερ Ασουλίν προαναγγέλλει το ναυάγιο της Ευρώπης, σ’ έναν εντυπωσιακό μυθιστορηματικό πίνακα.