Ξένη λογοτεχνία
Στη Μασσαλία, στο ολοκαίνουργιο και πολυτελέστατο υπερωκεάνιο Ζορζ Φιλιππάρ που ετοιμάζεται να αποπλεύσει με τελικό προορισμό την Ιαπωνία, επιβιβάζεται και ο Ζακ-Μαρί Μποέρ.
Βιβλιοπώλης με εξειδίκευση στα σπάνια βιβλία που κυνηγούν οι συλλέκτες, αγαπά με πάθος τη λογοτεχνία, ταξιδεύει μόνος, μισεί τα κλισέ και τις κοινοτοπίες, περνά τον καιρό του παρατηρώντας τους άλλους, με κριτική διάθεση, με θαυμασμό, με ειρωνεία, καλοπροαίρετα ή και εχθρικά, αν χρειαστεί. Αναπτύσσει φιλικές σχέσεις με τον πρώην πλοίαρχο Πρεσανύ και την ατίθαση νεαρή εγγονή του, τον ασφαλιστή Ερκύλ Μαρτέν και τον Ρώσο πιανίστα Σοκολόβσκι, ή τη γοητευτική Αναΐς Μοντέ-Ντελακούρ. Ωστόσο, δεν αποκαλύπτει σε κανέναν τον λόγο του ταξιδιού του.
Είναι Φεβρουάριος του 1932, βρισκόμαστε μόλις λίγους μήνες πριν ανέλθει στην εξουσία ο Χίτλερ. Γερμανοί επιβάτες προπαγανδίζουν ανοιχτά τον ναζισμό, η ομήγυρη διχάζεται. Διαδίδονται σκοτεινές θεωρίες για το μέλλον του κόσμου, ενώ ορισμένοι επιβάτες ανησυχούν για τις τεχνικές βλάβες που επαναλαμβάνονται…
Μέσα από την επική και δραματική εξιστόρηση της παρθενικής κρουαζιέρας του Ζορζ Φιλιππάρ, που κατέληξε σε ναυάγιο με θύμα, μεταξύ άλλων, τον σπουδαίο και διάσημο δημοσιογράφο Αλμπέρ Λοντρ, η φιγούρα του οποίου σημαδεύει το βιβλίο, ο Πιερ Ασουλίν προαναγγέλλει το ναυάγιο της Ευρώπης, σ’ έναν εντυπωσιακό μυθιστορηματικό πίνακα.
Ξένη λογοτεχνία
Το καλοκαίρι του 1863 ο νεαρός Εβραίος Άνταμ Ρόζεντσβαϊγκ αναχωρεί από ένα γκέτο της Βαυαρίας για την Αμερική, με σκοπό να πολεμήσει στο πλευρό των Βορείων κατά τον Εμφύλιο Πόλεμο. Έχει κληρονομήσει τον επαναστατικό ιδεαλισμό του πατέρα του και ποθεί να αγωνιστεί για την ανθρώπινη ελευθερία.
Σταδιακά, όμως, ο Άνταμ έρχεται αντιμέτωπος με έναν πολύπλοκο κόσμο που δεν ανταποκρίνεται στα υψηλά ιδανικά του. Στο πλοίο για την Αμερική, το παραμορφωμένο του πόδι τραβάει άθελά του την προσοχή και οι υπεύθυνοι απειλούν να τον στείλουν πίσω στην Ευρώπη. Ο Άνταμ το σκάει και καταφεύγει στη Νέα Υόρκη, όπου αντικρίζει τη βία και τη φρίκη των ταραχών που ταλανίζουν την πόλη εξαιτίας της αναγκαστικής στρατολόγησης. Κατορθώνει, τελικά, να ενσωματωθεί στον στρατό της Ένωσης, όχι όμως ως οπλίτης αλλά ως βοηθός προμηθευτή του στρατεύματος.
Οι συναντήσεις του Άνταμ μεταξύ άλλων, με έναν πλούσιο ευεργέτη, έναν πρώην σκλάβο, έναν κυνηγημένο Νότιο, έναν χωρικό και τη γυναίκα του κλονίζουν την αντίληψή του για τον εαυτό του και για τον κόσμο. Θα καταφέρει, άραγε, ο ιδεαλισμός του να αντισταθεί στην απογοητευτική πεζότητα της πραγματικότητας;
Ο Αγριότοπος, που εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1961, παραμένει μέχρι σήμερα ένα εξαιρετικά σημαντικό μυθιστόρημα για το νόημα του Αμερικανικού Εμφυλίου και την ανεξάντλητη ποικιλομορφία της ανθρώπινης εμπειρίας.
Ξένη λογοτεχνία
Σε μια επαρχιακή πόλη της Αργεντινής, μια αντάρτικη ομάδα σχεδιάζει την απαγωγή του αμερικανού πρεσβευτή. Από λάθος, όμως, στη θέση του συλλαμβάνει τον επίτιμο πρόξενο (χωρίς ουσιαστικές αρμοδιότητες) της Μεγάλης Βρετανίας, Τσάρλι Φόρτναμ. Εξηντάρης, αμετανόητος πότης, παντρεμένος με μια νεαρή πρώην πόρνη, την Κλάρα, δεν έχει και πολλές συμπάθειες και η τύχη του αφήνει μάλλον τους πάντες
(και τη Μεγάλη Βρετανία) αδιάφορους.
Μόνο ο νεαρός γιατρός Εδουάρδο Πλαρ, γιος ενός εξόριστου Άγγλου που πέρασε δεκαπέντε χρόνια στη φυλακή πριν δολοφονηθεί, εραστής της Κλάρα, ανίκανος να αγαπήσει, ζηλεύοντας το πάθος που τρέφει ο Φόρτναμ για την ερωμένη του, μπλέκεται σχεδόν άθελά του στην προσπάθεια απελευθέρωσης του ομήρου, αντιμετωπίζοντας γραφειοκρατικά εμπόδια, κρατική διαφθορά, διπλωματικές συμπαιγνίες, καθώς και τη συναισθηματική εμπλοκή του με τους απαγωγείς, των οποίων ηγείται ένας πρώην ιερέας.
Ο Γκράχαμ Γκρην, με αφάνταστη μυθιστορηματική επιδεξιότητα, εκθέτει στους αναγνώστες του την άποψή του για τον κόσμο, τη χωρίς ελπίδα αγάπη, τους φτωχούς, την πίστη στον Θεό και την Επανάσταση, τη θυσία και τη λύτρωση, χωρίς ποτέ να εκπέσει στην ηθικολογία και τον διδακτισμό.
Φιλοσοφία
Μπορούμε να έχουμε έγκυρη γνώση του παρελθόντος αφού αυτό δεν υπάρχει πια; Τι είναι τα γεγονότα και σε τι διαφέρουν από τα συμβάντα; Η ιστοριογραφία ανακαλύπτει τις ιστορίες που διηγείται ή τις φιλοτεχνεί; Πώς μπορούμε να έχουμε πρόσβαση στις σκέψεις και στις προθέσεις ιστορικών υποκειμένων; Τι εννοούμε όταν λέμε «θα μας κρίνει η ιστορία»; Μοιάζουν οι ιστορικοί με δικαστές, με ψυχαναλυτές ή με ντετέκτιβ; Μπορεί πεποιθήσεις του παρελθόντος που μας φαίνονται σήμερα παράλογες να ήταν εύλογες και ορθολογικές; Πώς να κατανοήσουμε την αντικειμενικότητα στην ιστορία; Ως ουδετερότητα, ως αμεροληψία, ως απόλυτη σύλληψη της πραγματικότητας; Είναι η ουδετερότητα αρετή για τον/την ιστορικό; Είναι η ιστορία επιστήμη ή μία τέχνη που διδάσκει και συγκινεί; Αν η ιστορία δεν επαναλαμβάνεται όπως λέγεται συχνά, γιατί να τη μελετάμε; Αυτά και άλλα ανάλογα ερωτήματα εξετάζει η φιλοσοφία της ιστορίας όχι για να δώσει οριστικές απαντήσεις, αλλά για να φέρει στο φως και να διασαφηνίσει μέσα από φιλοσοφική ανάλυση πολλές από τις όψεις αυτών των θεμάτων ώστε να εκτιμήσουμε καλύτερα τα ιστοριογραφικά κείμενα, να απολαύσουμε πιο στοχαστικά τις ιστορικές αφηγήσεις και γα κατανοήσουμε πληρέστερα τις διαμάχες σχετικά με την ιστορία.
Χρόνια τώρα, κάθε φορά, που γίνονται οι συζητήσεις για το Πολυτεχνείο, μένω στο τέλος τους με την ίδια απορία. Πώς είναι δυνατόν τελικά να αντιστρέφεται μια τόσο απτή, κατά την άποψή μου, αλληλουχία γεγονότων και να μην κρατάμε το καίριο! Το Πολυτεχνείο δεν θα είχε την ξεχωριστή θέση του στην ιστορική διαδρομή της μεταπολεμικής Ελλάδας αν τη δεύτερη ημέρα της κατάληψης οι φοιτητές που ανήκαν στις αντιστασιακές οργανώσεις της Αριστεράς δεν κατάφερναν να αντιστρέψουν το χαρακτήρα που έπαιρνε με τα αιτήματα και τα συνθήματα που προωθούσαν οι υπεραριστεροί και οι αναρχικοί. . . Αυτή ακριβώς η συμπύκνωση των στόχων της εξέγερσης στα δύο καίρια αιτήματα ευρύτερης κατανόησης και αποδοχής – πτώση της δικτατορίας και απαλλαγή από τα στηρίγματά της και την εξάρτηση της χώρας – ήταν εκείνη που μετέτρεψε, με την ουσιαστική συνεισφορά του ραδιοσταθμού, τη φοιτητική έκρηξη σε παλλαϊκού χαρακτήρα ξέσπασμα ενάντια στη δικτατορία.
Ιστορία
Ποια ήταν η σχέση των νέων στην Ελλάδα της Δικτατορίας με την κουλτούρα της διαμαρτυρίας του Μάη του ’68; Σε ποιο βαθμό ήταν σε επαφή με τον πολιτικό ριζοσπαστισμό, αλλά και με τη μαζική κουλτούρα της εποχής, ή αλλιώς με “τα παιδιά του Μαρξ και της Κόκα Κόλα”;
Αυτή η μελέτη ανιχνεύει τις πολιτισμικές ροές και τη διάδραση ανάμεσα στις διεθνείς και τις τοπικές διαστάσεις του ελληνικού φοιτητικού κινήματος στη “μακρά” δεκαετία του εξήντα, υπογραμμίζοντας τη σχέση του με τα κινήματα αμφισβήτησης στο εξωτερικό. Παρουσιάζει διεξοδικά τη νεανική έκρηξη της “Γενιάς του Ζήτα”, τη δράση των παράνομων οργανώσεων ενάντια στο καθεστώς των Συνταγματαρχών και τη μαζική φοιτητική κινητοποίηση στις αρχές του ’70. Αναλύει πώς “τα παιδιά της Δικτατορίας”, κινούμενα στο μεταίχμιο μεταξύ πρωτοπορίας και παράδοσης, αξιοποίησαν τα κενά και τις ασυνέχειες του αυταρχικού καθεστώτος, συνδιαμορφώνο ντας το αριστερό παράδειγμα της εποχής, συχνά σε αντίθεση με την κοινωνική τους προέλευση. Το βιβλίο περιγράφει τις διαδικασίες με τις οποίες ο πολιτισμός συνυφάνθηκε με την πολιτική – δημιουργώντας ένα νέο “τρόπο ζωής”, όπου το όραμα μιας ευρύτερης πολιτικής αλλαγής συνδυαζόταν με το μετασχηματισμό της καθημερινής πραγματικότητας. Έτσι, χαρτογραφεί την πορεία προς την εξέγερση του Πολυτεχνείου, εντάσσοντας για πρώτη φορά την ελληνική περίπτωση στο ευρύτερο πλαίσιο των σίξτις. Kαταδεικνύει επίσης -χωρίς να εξωραΐζει- πώς, σε αντίθεση με την πρόσφατη δαιμονοποίησή της, η περίφημη “Γενιά του Πολυτεχνείου” αναδείχτηκε σε βασικό φορέα εκσυγχρονισμού της ελληνικής κοινωνίας τα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης. Καίρια συμβολή της μελέτης είναι η ανάλυση της μνήμης των γεγονότων αυτών μέσα από την προσωπική μικροϊστορία και τη βιωμένη εμπειρία των πρωταγωνιστών τους, η οποία αναδεικνύει τον κομβικό ρόλο που κατέχει το παρελθόν στο σήμερα.
Βιογραφία - Μαρτυρίες
Η Μυρσίνη Ζορμπά μιλά για τη ζωή της, μετά την προαναγγελία του επικείμενου τέλους της. Ξετυλίγεται, έτσι, η αυτοεξιστόρηση της ζωής μιας γυναίκας που γεννήθηκε σε μια λαϊκή συνοικία της Αθήνας του Εμφυλίου και έζησε δραστήρια, στην εφηβεία και τα νεανικά της χρόνια, τη Δικτατορία και τη Μεταπολίτευση· τα χρόνια της ωριμότητάς της περιλάμβαναν την εποχή της Αλλαγής και του Εκσυγχρονισμού, και η μετάβαση στη ζώνη του λυκόφωτος έγινε στη μακρά περίοδο της κρίσης. Το παρόν βιβλίο μπορεί να διαβαστεί και ως αυτοπροσωπογραφία μιας γενιάς που έζησε στην εποχή των συλλογικών προσδοκιών, η οποία μας φαίνεται πολύ μακρινή τώρα.
Παράλληλα με την εξιστόρηση του βίου της και με τη συνειδητοποίηση της υπό προθεσμία ζωής, η συγγραφέας άρχισε να κρατά, με εξαιρετική ψυχραιμία και διαύγεια, ημερολόγιο του τέλους της. Ακόμα και όταν έφθιναν οι δυνάμεις της, επέμενε να καταγράφει τις σκέψεις της, υπαγορεύοντάς τες στο μαγνητόφωνο που είχε δίπλα της· έως το ύστατο κείμενό της, όπου αντικρίζει κατάματα την ανυπαρξία.
Αν έχει μια σπάνια ιδιαιτερότητα αυτή η συγκεκριμένη αφήγηση ζωής, συμπεριλαμβανομένου του ημερολογίου, είναι ότι ξεκινάει από τη γέννηση και φτάνει ώς τον θάνατο. Ανατομία και συνολικός αναστοχασμός του κύκλου της ζωής.
Ξένη λογοτεχνία
Χερστ 07769: αυτό γράφει μόνο, ως αποστολέας, στους φακέλους των επιστολών που στέλνει στην Άνγκελα Μέρκελ, ο καθαριστής τοίχων που ζει σε μια μικρή πόλη της Θουριγγίας, λέγοντας ότι η υπόθεση είναι εμπιστευτική, ενώ σε περίπτωση απάντησης ο ταχυδρόμος έτσι κι αλλιώς θα τον βρει με βάση το επίθετό του και τον ταχυδρομικό κώδικα. Το μεγαλόπνοο έργο του Λάσλο Κρασναχορκάι διαδραματίζεται στη Γερμανία των ημερών μας, και μάλιστα στο μελαγχολικό ανατολικό τμήμα της, το οποίο αποτελεί ταυτόχρονα την πηγή των έργων του Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ και την όλο και λιγότερο μυστική βάση των νεοναζιστικών κινημάτων.
Στην γκρίζα καθημερινότητα, συμβαίνουν όλο και περισσότερα ανεξήγητα και τρομακτικά γεγονότα: στην αρχή, αλλόκοτα γκράφιτι στους τόπους προσκυνήματος του Μπαχ, κάτοικοι που εξαφανίζονται, αργότερα ένα πικνίκ που παραλίγο να αποβεί μοιραίο, και τελικά, έπειτα από μια έκρηξη, είναι πλέον αναπόφευκτες οι περαιτέρω καταστροφές: στη Θουριγγία αρχίζει το κυνηγητό.
Ύστερα από τα μικρότερα σε έκταση έργα του Κρασναχορκάι των τελευταίων ετών, τα οποία θα μπορούσαμε να παρομοιάσουμε με σονάτες, η επική μορφή και η δυναμική του Χερστ 07769 αποτελούν ένα πραγματικό κοντσέρτο. Όπως και στα Βρανδεμβούργια Κοντσέρτα, που αναφέρονται και στο βιβλίο, το όλον του έργου συντίθεται από φωνές διαφορετικών μουσικών οργάνων, παρουσιάζοντας με συγκλονιστικό τρόπο την πολιτική και οικολογική κατάσταση στην οποία βρίσκεται ο πλανήτης μας.
Μπορούμε άραγε, σε έναν άδικο κόσμο, να απολαμβάνουμε χωρίς να γινόμαστε συνεργοί στην αδικία; Μήπως οι κάθε λογής ηδονές μας -ερωτικές, γευστικές, εορταστικές-, διαμορφωμένες σε μεγάλο βαθμό από τον σύγχρονο καπιταλισμό, έρχονται σε αντίθεση με τις νέες πολιτικές διεκδικήσεις -άρνηση της πατριαρχικής βίας, προστασία του έμβιου κόσμου, υγειονομική ασφάλεια- που προβάλλουν στον ορίζοντα;
Αντί να ενδίδει στον ασκητισμό, το παρόν βιβλίο μάς καλεί να ανακαλύψουμε εκ νέου την πολιτικά ανατρεπτική διάσταση της ηδονής. Η Αριστερά δεν έχει κανέναν λόγο να εγκαταλείψει τη χαρά της ζωής στην αντιδραστική σκέψη”, που έρχεται να αντιταχθεί στην “ηθικολογία των προοδευτικών”. Η ηδονή είναι ένα συναίσθημα που μας επιτρέπει να αποφύγουμε την καταστροφή, υπό τον όρο ότι τη μοιραζόμαστε.
Σε αυτό το δοκίμιο, ο Μικαέλ Φεσέλ προτείνει να επανασυνδεθούμε με τις παραδόσεις εκείνες που συναρθρώνουν ηδονή και χειραφέτηση. Δείχνει ότι οι ελπιδοφόρες πολιτικές εμπειρίες είναι αυτές από τις οποίες απουσιάζουν ο τρόμος και η ντροπή.
Fiction/Μυστηρίου
Ένα νουάρ μυθιστόρημα για τη “μάχη της Γένοβας”, όταν, τον Ιούλιο του 2001, η σύνοδος των ηγετών των οχτώ ισχυρότερων οικονομιών του κόσμου (G8) σημαδεύτηκε από τις συγκρούσεις διαδηλωτών και αστυνομίας: 600 διαδηλωτές τραυματίες, ένας νεκρός, ο Κάρλο Τζουλιάνι, που πυροβολήθηκε στο κεφάλι από καραμπινιέρο.
500.000 άνθρωποι από όλο τον κόσμο συρρέουν στη Γένοβα για να φωνάξουν, να διαμαρτυρηθούν, να αρνηθούν την παγκόσμια τάξη των ισχυρών, αλλά και να γιορτάσουν, οργανώνοντας τη δική τους εναλλακτική αντισύνοδο.
Ανάμεσά τους και δυο νεαροί Γάλλοι, ο Βαγκ και η Ναταλί. Ανήκουν στην Άκρα Αριστερά, είναι ψημένοι στις διαδηλώσεις και αισιοδοξούν πως όλα θα πάνε καλά. Αλλά η αγριότητα της αστυνομικής βίας είναι πρωτοφανής. Υποδαυλίζεται όχι από τους βανδαλισμούς του black bloc αλλά από τη βούληση της ίδιας τής αστυνομίας, που εκτελεί εντολές του πρωθυπουργού Μπερλουσκόνι, στην κυβέρνηση του οποίου εισήλθαν, πριν από έναν μήνα, οι νεοφασίστες του Φίνι. “Οι αριστεριστές και οι κομμουνιστές είναι εχθροί που πρέπει να παταχθούν”: αυτό το σύνθημα δίνει ο Μπερλουσκόνι, και οι επικεφαλής της αστυνομικής δύναμης που ανδρώθηκαν κατά τη διάρκεια των “μολυβένιων χρόνων” είναι απολύτως πρόθυμοι να υπακούσουν και να υπερθεματίσουν. Ανάμεσα σε περίεργους δημοσιογράφους και πράκτορες των γαλλικών μυστικών υπηρεσιών, ο Βαγκ και η Ναταλί, αντιμέτωποι με τα προσωπικά τους διλήμματα, παρασύρονται στη δίνη της βίας. Συγκρούσεις, ξυλοδαρμοί, βασανισμοί, προδοσίες και τσακισμένες ζωές που θα αφήσουν αδιάφορη την Ιστορία. Ποιος θυμάται το σχολείο Ντίαζ; Ποιος θυμάται το στρατόπεδο Μπολτσανέτο; Και ποιος θυμάται ακόμα τον Κάρλο Τζουλιάνι;
Από αυτές τις μέρες, που θα δουν την αθωότητα και τη νεότητα να συντρίβονται μέσα στη σιωπή, ο Βαγκ και η Ναταλί θα επιστρέφουν οριστικά αλλαγμένοι. Όπως όλοι εκείνοι που προσπάθησαν, στη Γένοβα, να εναντιωθούν στις άγριες όψεις του καπιταλισμού.
Ποίηση
Να μάθεις να χορεύεις με την απειλή.
Σκύβει το κεφάλι αυτή;
Σκύβεις κι εσύ με τη σειρά σου.
Πόδι μπροστά εκείνη, εσύ
το άλλο, βήμα μαζί και πλάι της.
Και έτσι να στροβιλίζεστε αργά,
από κοντά, με τις περούκες
και τα φιογκάκια στα παπούτσια
σ’ έναν χορό που σας κρατά
δεμένους χώρια.
Κι όταν ο φόβος
σού ψιθυρίζει στο αυτί, κάτι πηχτά
απογεύματα με γεύση χώματος,
να μάθεις να χορεύεις με την απειλή·
γιατί ο βασιλιάς γυμνός πάντοτε ήταν
κι ο θάνατος πάντοτε σε κοιτούσε·
μα εσένα τώρα θάμπωσαν με φως
πρώτη φορά τα μάτια σου και είδες.
Και σαν σωπάσει η μουσική και ο χορός,
μη γελαστείς και πεις πως επανήλθε ο κόσμος.
Τόσο στροβίλισμα άλλαξε θέση τις πυξίδες.
Τόσο σκοτάδι χάρισε στους τυφλούς το φως.
Ξένη λογοτεχνία
Η Ναϊμά, μια σύγχρονη νεαρή Γαλλίδα, είναι αλγερινής καταγωγής. Η οικογενειακή της ιστορία φαντάζει στα μάτια της μακρινή, σχεδόν αδιάφορη. Άλλωστε, κανείς δεν της μίλησε ποτέ γι’ αυτήν.
Ο παππούς της ο Αλί, ένας Καβύλιος ορεσίβιος, πεθαίνει πριν προλάβει να τον ρωτήσει γιατί η Ιστορία τον έκανε έναν “αρκί”, συνεργάτη των Γάλλων, διωγμένο από την πατρίδα του, προδότη για τους Αλγερινούς, ξένο δεύτερης κατηγορίας για τους Γάλλους. Η Γιεμά, η γιαγιά της, θα μπορούσε ίσως να της απαντήσει, όχι όμως σε μια γλώσσα που η Ναϊμά θα την καταλάβαινε. Όσο για τον Χαμίντ, τον πατέρα της, που φτάνει στη Γαλλία το καλοκαίρι του 1962 και βρίσκεται κλεισμένος μαζί με την οικογένειά του σ’ ένα γκέτο, δεν μιλάει πια για την Αλγερία των παιδικών του χρόνων. Πώς, λοιπόν, να κάνεις μια χώρα να αναδυθεί από τη σιωπή;
Η Αλίς Ζενιτέρ αφηγείται με τολμηρό τρόπο τη μοίρα, ανάμεσα στην Αλγερία και τη Γαλλία, τριών γενεών μιας οικογένειας φυλακισμένης σ’ ένα παρελθόν βαθιά ριζωμένο. Πρόκειται για ένα μυθιστόρημα γοητευτικό και βαθύ, στοχασμό πάνω στο τι σημαίνει να νιώθεις παντού ξένος και ταυτόχρονα ελεύθερος να είσαι ο εαυτός σου, πέρα από κληρονομιές και προσωπικές ή κοινωνικές επιταγές.
Είναι ένα βιβλίο για τους ηττημένους, τους χαμένους της Ιστορίας, για την επώδυνη σχέση Γαλλίας και Αλγερίας που σημαδεύτηκε από την αποικιοκρατία και έναν πολυετή πόλεμο, για το πώς η ζωή των ατόμων συνυφαίνεται με την Ιστορία, το πώς σφραγίζεται από αυτήν, αλλά και το πώς, επίσης, μπορεί να χειραφετηθεί από αυτήν.