Βλέπετε 13–24 από 67 αποτελέσματα

Κωστής Κορνέτης

25.00

Ποια ήταν η σχέση των νέων στην Ελλάδα της Δικτατορίας με την κουλτούρα της διαμαρτυρίας του Μάη του ’68; Σε ποιο βαθμό ήταν σε επαφή με τον πολιτικό ριζοσπαστισμό, αλλά και με τη μαζική κουλτούρα της εποχής, ή αλλιώς με “τα παιδιά του Μαρξ και της Κόκα Κόλα”;

Αυτή η μελέτη ανιχνεύει τις πολιτισμικές ροές και τη διάδραση ανάμεσα στις διεθνείς και τις τοπικές διαστάσεις του ελληνικού φοιτητικού κινήματος στη “μακρά” δεκαετία του εξήντα, υπογραμμίζοντας τη σχέση του με τα κινήματα αμφισβήτησης στο εξωτερικό. Παρουσιάζει διεξοδικά τη νεανική έκρηξη της “Γενιάς του Ζήτα”, τη δράση των παράνομων οργανώσεων ενάντια στο καθεστώς των Συνταγματαρχών και τη μαζική φοιτητική κινητοποίηση στις αρχές του ’70. Αναλύει πώς “τα παιδιά της Δικτατορίας”, κινούμενα στο μεταίχμιο μεταξύ πρωτοπορίας και παράδοσης, αξιοποίησαν τα κενά και τις ασυνέχειες του αυταρχικού καθεστώτος, συνδιαμορφώνο ντας το αριστερό παράδειγμα της εποχής, συχνά σε αντίθεση με την κοινωνική τους προέλευση. Το βιβλίο περιγράφει τις διαδικασίες με τις οποίες ο πολιτισμός συνυφάνθηκε με την πολιτική – δημιουργώντας ένα νέο “τρόπο ζωής”, όπου το όραμα μιας ευρύτερης πολιτικής αλλαγής συνδυαζόταν με το μετασχηματισμό της καθημερινής πραγματικότητας. Έτσι, χαρτογραφεί την πορεία προς την εξέγερση του Πολυτεχνείου, εντάσσοντας για πρώτη φορά την ελληνική περίπτωση στο ευρύτερο πλαίσιο των σίξτις. Kαταδεικνύει επίσης -χωρίς να εξωραΐζει- πώς, σε αντίθεση με την πρόσφατη δαιμονοποίησή της, η περίφημη “Γενιά του Πολυτεχνείου” αναδείχτηκε σε βασικό φορέα εκσυγχρονισμού της ελληνικής κοινωνίας τα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης. Καίρια συμβολή της μελέτης είναι η ανάλυση της μνήμης των γεγονότων αυτών μέσα από την προσωπική μικροϊστορία και τη βιωμένη εμπειρία των πρωταγωνιστών τους, η οποία αναδεικνύει τον κομβικό ρόλο που κατέχει το παρελθόν στο σήμερα.

Μυρσίνη Ζορμπά

16.00

Η Μυρσίνη Ζορμπά μιλά για τη ζωή της, μετά την προαναγγελία του επικείμενου τέλους της. Ξετυλίγεται, έτσι, η αυτοεξιστόρηση της ζωής μιας γυναίκας που γεννήθηκε σε μια λαϊκή συνοικία της Αθήνας του Εμφυλίου και έζησε δραστήρια, στην εφηβεία και τα νεανικά της χρόνια, τη Δικτατορία και τη Μεταπολίτευση· τα χρόνια της ωριμότητάς της περιλάμβαναν την εποχή της Αλλαγής και του Εκσυγχρονισμού, και η μετάβαση στη ζώνη του λυκόφωτος έγινε στη μακρά περίοδο της κρίσης. Το παρόν βιβλίο μπορεί να διαβαστεί και ως αυτοπροσωπογραφία μιας γενιάς που έζησε στην εποχή των συλλογικών προσδοκιών, η οποία μας φαίνεται πολύ μακρινή τώρα.

Παράλληλα με την εξιστόρηση του βίου της και με τη συνειδητοποίηση της υπό προθεσμία ζωής, η συγγραφέας άρχισε να κρατά, με εξαιρετική ψυχραιμία και διαύγεια, ημερολόγιο του τέλους της. Ακόμα και όταν έφθιναν οι δυνάμεις της, επέμενε να καταγράφει τις σκέψεις της, υπαγορεύοντάς τες στο μαγνητόφωνο που είχε δίπλα της· έως το ύστατο κείμενό της, όπου αντικρίζει κατάματα την ανυπαρξία.

Αν έχει μια σπάνια ιδιαιτερότητα αυτή η συγκεκριμένη αφήγηση ζωής, συμπεριλαμβανομένου του ημερολογίου, είναι ότι ξεκινάει από τη γέννηση και φτάνει ώς τον θάνατο. Ανατομία και συνολικός αναστοχασμός του κύκλου της ζωής.

Λάσλο Κρασναχορκάι

18.00

Χερστ 07769: αυτό γράφει μόνο, ως αποστολέας, στους φακέλους των επιστολών που στέλνει στην Άνγκελα Μέρκελ, ο καθαριστής τοίχων που ζει σε μια μικρή πόλη της Θουριγγίας, λέγοντας ότι η υπόθεση είναι εμπιστευτική, ενώ σε περίπτωση απάντησης ο ταχυδρόμος έτσι κι αλλιώς θα τον βρει με βάση το επίθετό του και τον ταχυδρομικό κώδικα. Το μεγαλόπνοο έργο του Λάσλο Κρασναχορκάι διαδραματίζεται στη Γερμανία των ημερών μας, και μάλιστα στο μελαγχολικό ανατολικό τμήμα της, το οποίο αποτελεί ταυτόχρονα την πηγή των έργων του Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ και την όλο και λιγότερο μυστική βάση των νεοναζιστικών κινημάτων.

Στην γκρίζα καθημερινότητα, συμβαίνουν όλο και περισσότερα ανεξήγητα και τρομακτικά γεγονότα: στην αρχή, αλλόκοτα γκράφιτι στους τόπους προσκυνήματος του Μπαχ, κάτοικοι που εξαφανίζονται, αργότερα ένα πικνίκ που παραλίγο να αποβεί μοιραίο, και τελικά, έπειτα από μια έκρηξη, είναι πλέον αναπόφευκτες οι περαιτέρω καταστροφές: στη Θουριγγία αρχίζει το κυνηγητό.

Ύστερα από τα μικρότερα σε έκταση έργα του Κρασναχορκάι των τελευταίων ετών, τα οποία θα μπορούσαμε να παρομοιάσουμε με σονάτες, η επική μορφή και η δυναμική του Χερστ 07769 αποτελούν ένα πραγματικό κοντσέρτο. Όπως και στα Βρανδεμβούργια Κοντσέρτα, που αναφέρονται και στο βιβλίο, το όλον του έργου συντίθεται από φωνές διαφορετικών μουσικών οργάνων, παρουσιάζοντας με συγκλονιστικό τρόπο την πολιτική και οικολογική κατάσταση στην οποία βρίσκεται ο πλανήτης μας.

Μικαέλ Φεσέλ

16.00

Μπορούμε άραγε, σε έναν άδικο κόσμο, να απολαμβάνουμε χωρίς να γινόμαστε συνεργοί στην αδικία; Μήπως οι κάθε λογής ηδονές μας -ερωτικές, γευστικές, εορταστικές-, διαμορφωμένες σε μεγάλο βαθμό από τον σύγχρονο καπιταλισμό, έρχονται σε αντίθεση με τις νέες πολιτικές διεκδικήσεις -άρνηση της πατριαρχικής βίας, προστασία του έμβιου κόσμου, υγειονομική ασφάλεια- που προβάλλουν στον ορίζοντα;

Αντί να ενδίδει στον ασκητισμό, το παρόν βιβλίο μάς καλεί να ανακαλύψουμε εκ νέου την πολιτικά ανατρεπτική διάσταση της ηδονής. Η Αριστερά δεν έχει κανέναν λόγο να εγκαταλείψει τη χαρά της ζωής στην αντιδραστική σκέψη”, που έρχεται να αντιταχθεί στην “ηθικολογία των προοδευτικών”. Η ηδονή είναι ένα συναίσθημα που μας επιτρέπει να αποφύγουμε την καταστροφή, υπό τον όρο ότι τη μοιραζόμαστε.

Σε αυτό το δοκίμιο, ο Μικαέλ Φεσέλ προτείνει να επανασυνδεθούμε με τις παραδόσεις εκείνες που συναρθρώνουν ηδονή και χειραφέτηση. Δείχνει ότι οι ελπιδοφόρες πολιτικές εμπειρίες είναι αυτές από τις οποίες απουσιάζουν ο τρόμος και η ντροπή.

Φρεντερίκ Πολάν

16.00

Ένα νουάρ μυθιστόρημα για τη “μάχη της Γένοβας”, όταν, τον Ιούλιο του 2001, η σύνοδος των ηγετών των οχτώ ισχυρότερων οικονομιών του κόσμου (G8) σημαδεύτηκε από τις συγκρούσεις διαδηλωτών και αστυνομίας: 600 διαδηλωτές τραυματίες, ένας νεκρός, ο Κάρλο Τζουλιάνι, που πυροβολήθηκε στο κεφάλι από καραμπινιέρο.
500.000 άνθρωποι από όλο τον κόσμο συρρέουν στη Γένοβα για να φωνάξουν, να διαμαρτυρηθούν, να αρνηθούν την παγκόσμια τάξη των ισχυρών, αλλά και να γιορτάσουν, οργανώνοντας τη δική τους εναλλακτική αντισύνοδο.

Ανάμεσά τους και δυο νεαροί Γάλλοι, ο Βαγκ και η Ναταλί. Ανήκουν στην Άκρα Αριστερά, είναι ψημένοι στις διαδηλώσεις και αισιοδοξούν πως όλα θα πάνε καλά. Αλλά η αγριότητα της αστυνομικής βίας είναι πρωτοφανής. Υποδαυλίζεται όχι από τους βανδαλισμούς του black bloc αλλά από τη βούληση της ίδιας τής αστυνομίας, που εκτελεί εντολές του πρωθυπουργού Μπερλουσκόνι, στην κυβέρνηση του οποίου εισήλθαν, πριν από έναν μήνα, οι νεοφασίστες του Φίνι. “Οι αριστεριστές και οι κομμουνιστές είναι εχθροί που πρέπει να παταχθούν”: αυτό το σύνθημα δίνει ο Μπερλουσκόνι, και οι επικεφαλής της αστυνομικής δύναμης που ανδρώθηκαν κατά τη διάρκεια των “μολυβένιων χρόνων” είναι απολύτως πρόθυμοι να υπακούσουν και να υπερθεματίσουν. Ανάμεσα σε περίεργους δημοσιογράφους και πράκτορες των γαλλικών μυστικών υπηρεσιών, ο Βαγκ και η Ναταλί, αντιμέτωποι με τα προσωπικά τους διλήμματα, παρασύρονται στη δίνη της βίας. Συγκρούσεις, ξυλοδαρμοί, βασανισμοί, προδοσίες και τσακισμένες ζωές που θα αφήσουν αδιάφορη την Ιστορία. Ποιος θυμάται το σχολείο Ντίαζ; Ποιος θυμάται το στρατόπεδο Μπολτσανέτο; Και ποιος θυμάται ακόμα τον Κάρλο Τζουλιάνι;

Από αυτές τις μέρες, που θα δουν την αθωότητα και τη νεότητα να συντρίβονται μέσα στη σιωπή, ο Βαγκ και η Ναταλί θα επιστρέφουν οριστικά αλλαγμένοι. Όπως όλοι εκείνοι που προσπάθησαν, στη Γένοβα, να εναντιωθούν στις άγριες όψεις του καπιταλισμού.

Κρυστάλλη Γλυνιαδάκη

10.80

Να μάθεις να χορεύεις με την απειλή.
Σκύβει το κεφάλι αυτή;
Σκύβεις κι εσύ με τη σειρά σου.
Πόδι μπροστά εκείνη, εσύ
το άλλο, βήμα μαζί και πλάι της.
Και έτσι να στροβιλίζεστε αργά,
από κοντά, με τις περούκες
και τα φιογκάκια στα παπούτσια
σ’ έναν χορό που σας κρατά
δεμένους χώρια.
Κι όταν ο φόβος
σού ψιθυρίζει στο αυτί, κάτι πηχτά
απογεύματα με γεύση χώματος,
να μάθεις να χορεύεις με την απειλή·
γιατί ο βασιλιάς γυμνός πάντοτε ήταν
κι ο θάνατος πάντοτε σε κοιτούσε·
μα εσένα τώρα θάμπωσαν με φως
πρώτη φορά τα μάτια σου και είδες.
Και σαν σωπάσει η μουσική και ο χορός,
μη γελαστείς και πεις πως επανήλθε ο κόσμος.
Τόσο στροβίλισμα άλλαξε θέση τις πυξίδες.
Τόσο σκοτάδι χάρισε στους τυφλούς το φως.

Ξένη λογοτεχνία

Η τέχνη της απώλειας

Αλίς Ζενιτέρ

20.00

Η Ναϊμά, μια σύγχρονη νεαρή Γαλλίδα, είναι αλγερινής καταγωγής. Η οικογενειακή της ιστορία φαντάζει στα μάτια της μακρινή, σχεδόν αδιάφορη. Άλλωστε, κανείς δεν της μίλησε ποτέ γι’ αυτήν.

Ο παππούς της ο Αλί, ένας Καβύλιος ορεσίβιος, πεθαίνει πριν προλάβει να τον ρωτήσει γιατί η Ιστορία τον έκανε έναν “αρκί”, συνεργάτη των Γάλλων, διωγμένο από την πατρίδα του, προδότη για τους Αλγερινούς, ξένο δεύτερης κατηγορίας για τους Γάλλους. Η Γιεμά, η γιαγιά της, θα μπορούσε ίσως να της απαντήσει, όχι όμως σε μια γλώσσα που η Ναϊμά θα την καταλάβαινε. Όσο για τον Χαμίντ, τον πατέρα της, που φτάνει στη Γαλλία το καλοκαίρι του 1962 και βρίσκεται κλεισμένος μαζί με την οικογένειά του σ’ ένα γκέτο, δεν μιλάει πια για την Αλγερία των παιδικών του χρόνων. Πώς, λοιπόν, να κάνεις μια χώρα να αναδυθεί από τη σιωπή;

Η Αλίς Ζενιτέρ αφηγείται με τολμηρό τρόπο τη μοίρα, ανάμεσα στην Αλγερία και τη Γαλλία, τριών γενεών μιας οικογένειας φυλακισμένης σ’ ένα παρελθόν βαθιά ριζωμένο. Πρόκειται για ένα μυθιστόρημα γοητευτικό και βαθύ, στοχασμό πάνω στο τι σημαίνει να νιώθεις παντού ξένος και ταυτόχρονα ελεύθερος να είσαι ο εαυτός σου, πέρα από κληρονομιές και προσωπικές ή κοινωνικές επιταγές.

Είναι ένα βιβλίο για τους ηττημένους, τους χαμένους της Ιστορίας, για την επώδυνη σχέση Γαλλίας και Αλγερίας που σημαδεύτηκε από την αποικιοκρατία και έναν πολυετή πόλεμο, για το πώς η ζωή των ατόμων συνυφαίνεται με την Ιστορία, το πώς σφραγίζεται από αυτήν, αλλά και το πώς, επίσης, μπορεί να χειραφετηθεί από αυτήν.

Ξένη λογοτεχνία

Η τριλογία της Μασσαλίας

Ζαν Κλωντ Ιζζό

22.00

Με τον τίτλο “Η τριλογία της Μασσαλίας” επανεκδίδονται σε έναν τόμο τα μυθιστορήματα του Ζαν-Κλωντ Ιζζό “Το μαύρο τραγούδι της Μασσαλίας”, “Το τσούρμο”, “Solea”, με ήρωα τον Φαμπιό Μοντάλ, αυτό τον ευαίσθητο αστυνόμο, απόγονο μεταναστών, εχθρό της βίας, που αγαπά την ποίηση, την τζαζ, το ψάρεμα, τις γυναίκες και την πόλη του, τη Μασσαλία: μια πόλη σταυροδρόμι λαών και πολιτισμών, το μεγάλο λιμάνι της Γαλλίας.

Η Μασσαλία, με το λιμάνι και τους ανθρώπους της, τους δρόμους και τα κορίτσια της, εκεί όπου διασταυρώνονται Γάλλοι ρατσιστές, διεφθαρμένοι αστυνομικοί, φανατικοί ισλαμιστές, ενώ η σκιά της Μαφίας απλώνεται παντού, αποτελεί το ιδανικό σκηνικό για νουάρ ιστορίες.

Και ο ήρωας, γεμάτος αμφιβολίες για τον εαυτό του, πάντα αποφασισμένος να φτάσει ως το τέλος, συνεχίζει την περιπλάνησή του στους δρόμους της χαμένης αθωότητας. Παλεύοντας μεταξύ νοσταλγίας και ανταρσίας, δρα για χάρη της συντροφικότητας και της φιλίας με την ίδια πάντοτε ανθρωπιά. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)

“Ο Ιζζό, τέκνο της “λαθρομετανάστευσης” κι αυτός, όπως και ο Ζιντάν, χάρισε στην πόλη του κάτι που η πόλη του τού ανταποδίδει τώρα με αγάπη και ευγνωμοσύνη: μια νέα εικόνα μια νέα ζωή. Ένα μύθο. Ζηλεύω τη Μασσαλία. Πολύ θα το ‘θελα να βρω μια μέρα το μπαρ του Φονφόν – καλή του ώρα – και να του φωνάξω: “Patron, un pastis!”. Στη μνήμη του Ιζζό”.

Ντέιβιντ Ντιόπ

15.93

Το 1750 ο εικοσιτριάχρονος γάλλος φυσιοδίφης Μισέλ Αντανσόν φτάνει στη Σενεγάλη με μεγάλα σχέδια: θα μελετήσει τη χλωρίδα της χώρας, θα συγγράψει ένα μεγαλειώδες επιστημονικό έργο και θα κερδίσει την καταξίωση και τη δόξα. Η συνέχεια, όμως, είναι αναπάντεχη. Ο Αντανσόν θα γοητευτεί από τη χώρα, από τη χλωρίδα και την πανίδα της, κυρίως από τους κατοίκους της, και θα αγαπήσει με πάθος τη Μαράμ, μια γυναίκα-μυστήριο. Παράλληλα, καθώς η Σενεγάλη είναι γαλλική κτήση, θα διαπιστώσει με τα ίδια του τα μάτια τι σημαίνει αποικιοκρατία, εκμετάλλευση και δουλεμπόριο, και θα έρθει αντιμέτωπος με τον κυνισμό και τη βαρβαρότητα των αξιωματούχων της αποικιακής διοίκησης.

Ο Ντιοπ απλώνει το χέρι του και, μέσα από τρεις αφηγήσεις που αλληλοδιαπλέκονται, αναδύονται πρόσωπα αλησμόνητα, μαγικές αντιλήψεις για τη ζωή, χρώματα, γεύσεις και μυρωδιές της Αφρικής. Μας καλεί σε έναν αφρικανικό περίπλου μιας άλλης εποχής: “Η Πύλη του ταξιδιού χωρίς επιστροφή” είναι ένα μυθιστόρημα σαν ταξίδι, ένα ωραίο ταξίδι στη γη των Γουόλοφ, ένα ταξίδι στον αιώνα των Φώτων, που όμως είναι αιώνας σκότους και οδύνης για τους λαούς της Αφρικής. «Η σκέψη μου», γράφει ο ήρωας, «ήταν πράγματι ασύμβατη με τον πλούτο ενός κόσμου που στηριζόταν στο δουλεμπόριο εκατομμυρίων νέγρων για περισσότερο από έναν αιώνα».

Μυθιστόρημα περιπετειώδες, ευαίσθητο, συμβολικό και ποιητικό, με κύκλους αφηγήσεων που ανοίγουν και κλείνουν εγκλωβίζοντας όνειρα και επιθυμίες, αποτυχίες και απογοητεύσεις, μια ελεγεία για τον τραγικό έρωτα του Αντανσόν και της Μαράμ, αυτού του ζευγαριού με τη μοίρα του Ορφέα και της Ευρυδίκης. Η Ιστορία είναι παρούσα εδώ, το ίδιο και ο μύθος. Βέβαια, «ο μύθος και η ιστορία, εξ ορισμού, δεν σμίγουν ποτέ ολότελα, γιατί ανάμεσά τους μένει πάντα ένα κενό, ορατό ή αδιόρατο, που υπήρξε όμως από παλιά ο γόνιμος και παραγωγικός χώρος της λογοτεχνίας»

Ξένη λογοτεχνία

Οι αθέατοι

Αλαίν Νταμαζιό

22.00

Γαλλία, έτος 2040. Το κράτος έχει πτωχεύσει και προβαίνει στην ιδιωτικοποίηση των δημόσιων υπηρεσιών, με εξαίρεση αυτές που αφορούν τη δημόσια ασφάλεια. Ακόμα και οι πόλεις περιέρχονται στην ιδιοκτησία των μεγάλων επιχειρηματικών ομίλων. Οι φτωχοί θεωρούνται πολίτες δεύτερης κατηγορίας, ενώ σημαντικά προνόμια απονέμονται σε όσους έχουν την οικονομική ευχέρεια να τα αγοράσουν. Η δημοκρατία τύποις λειτουργεί, έχοντας όμως τεθεί υπό αυστηρή επιτήρηση. Ένας εκτεταμένος έλεγχος μέσω της γενικευμένης χρήσης της πιο προηγμένης ψηφιακής τεχνολογίας επιβάλλεται σε όλες τις ανθρώπινες δραστηριότητες, επιτρέποντας τον εύκολο εντοπισμό των ανεπιθύμητων. Ρωγμές, ωστόσο, εμφανίζονται στο σύστημα και δυνάμεις αντίστασης ξεπροβάλλουν. Οι αποκλεισμένοι οργανώνουν την εξέγερσή τους, ενώ οι μυστηριώδεις «Αθέατοι», απροσδιόριστα πλάσματα μεταξύ ζώου και ανθρώπου, κατορθώνουν να ξεφύγουν από την επιτήρηση, παρά τον ανελέητο διωγμό τους από τις Αρχές. Η πλοκή εκτυλίσσεται ακολουθώντας ένα ζευγάρι, τον Λόρκα και τη Σαχάρ, που αναζητούν την εξαφανισμένη τους κόρη με την ελπίδα ότι έχει καταφύγει στους «Αθέατους». Εδώ η πένα του Νταμαζιό αποκτά έντονη συναισθηματική φόρτιση και ο συγγραφέας αφιερώνει κάποιες πολύ συγκινητικές σελίδες στη σχέση γονιών-παιδιών.

Ο Αλαίν Νταμαζιό, μία από τις σημαντικότερες παρουσίες στον χώρο της σύγχρονης γαλλόφωνης λογοτεχνίας επιστημονικής φαντασίας, συναρθρώνει σε μια συναρπαστική ποιητική μυθοπλασία την πολιτική παρέμβαση, το θρίλερ και τη φιλοσοφία. Οι Αθέατοι είναι ένα βιβλίο-σύμπαν με θέμα τα διακυβεύματα των καιρών μας: την προσπάθεια ελέγχου των πάντων, την αμφισβήτηση και την αλληλεγγύη.

Ξένη λογοτεχνία

Love me tender

Κονστάνς Ντεμπρέ

14.40

Ένα μυθιστόρημα για τη μητρική αγάπη και τη λεσβιακή ταυτότητα και για το πώς οι κοινωνικές συμβάσεις θέτουν αυτά τα δύο σε αντιπαράθεση.

Το ζήτημα του άλλου και της αγάπης σε όλες της τις μορφές: από τη μητρική αγάπη έως τον έρωτα στις διάφορες και ποικίλες εκδοχές του. Η ελευθερία μας προϋποθέτει και απαιτεί ενδεχομένως να θυσιάζουμε και να αφήνουμε πίσω μας πρόσωπα και καταστάσεις που αγαπάμε, και να αποδεχόμαστε τις προσωπικές μας ήττες, ώστε, ίσως, να καταφέρουμε να αποτρέψουμε τη θλίψη;

Επειδή εγκατέλειψε τον άντρα της, επειδή προτιμά τις γυναίκες, επειδή άφησε τα πάντα πίσω της, την καριέρα της, το σπίτι της, τα χρήματά της, για να ζήσει ελεύθερα, η αφηγήτρια, διακεκριμένη δικηγόρος, αντιμετωπίζει έναν εφιάλτη. Ο πρώην άντρας της, πρώτος της εραστής «και μέχρι νεωτέρας ο τελευταίος», δικηγόρος κι αυτός, της κηρύσσει τον πόλεμο. Εναντίον της διαθέτει το απόλυτο όπλο: τον γιο τους. Προσφεύγει στα δικαστήρια και ζητά την αποκλειστική του επιμέλεια. Κατηγορεί την πρώην γυναίκα του για ό,τι μπορεί να φανταστεί κανείς. Η ομοφυλοφιλία της, οι συγγραφείς που αγαπά (Bataille, Duvert, Guibert) μετατρέπονται σε ενοχοποιητικά στοιχεία. Δεν μπορεί να βλέπει τον γιο της παρά μόνο με την παρουσία ψυχολόγου, και αν…

Η γραφή της Ντεμπρέ τής μοιάζει: αιχμηρή, ασκητική, αγέρωχη. Γι’ αυτό και η τρυφερότητα, όταν αναδύεται, είναι ακόμα πιο σπαρακτική.

Το κείμενο αυτό βασίζεται σε κριτική της Elizabeth Philippe, που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό ‘L’Obs’. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)

Ελληνική λογοτεχνία

Πες της

Χρήστος Οικονόμου

14.00

«Καμιά φορά, όταν το φως χαμηλώνει και μεγαλώνουν οι σκιές, μου φαίνεται ότι κυκλοφορώ σ’ αυτούς τους δρόμους χρόνια και χρόνια ατέλειωτα, ολόκληρο αιώνα, ότι ξέρω πια κάθε δέντρο, κάθε λακκούβα, κάθε σπίτι, πηγαίνω πια με τα μάτια κλειστά, είμαι πια δρόμος κι εγώ, πότε άδειος πότε γεμάτος, πότε με φως πότε σκοτεινός, για να βρεις τον δρόμο πρέπει να γίνεις δρόμος, ναι, αλλά ο δρόμος είναι δρόμος αν δεν τον περπατήσεις, η λαμπάδα είναι λαμπάδα αν δεν ανάψει, το μαχαίρι είναι μαχαίρι αν δεν κόψει; Πες της σ’ αγαπάω πολύ και δεν θα το ξανακάνω».

Εφτά χρόνια τώρα έχω δει πολλά κι έχω ακούσει άλλα τόσα, είναι η φύση της δουλειάς τέτοια, είναι και η δική μου, πάω πάντα παντού, ό,τι ώρα και μέρα να ‘ναι, κοντά ή μακριά, με βροχή, καύσωνα ή χιόνι.
Το “Πες της” είναι η ιστορία μιας κούριερ που περιπλανιέται σαν αερικό σε χιονισμένα βουνά και ασημένιες θάλασσες, σε δρόμους άδρομους, απέραντους, χωρίς αρχή και τέλος, χωρίς σημάδια και χαρακιές, μπαινοβγαίνει σε μεζονέτες με εσωτερικό ασανσέρ και πολυκατοικίες χωρίς ασανσέρ, και κάνει παραδόσεις σε καλούς και κακούς ανθρώπους, αγενείς και ευγενικούς, βασανισμένους και καλοζωισμένους – σε ανθρώπους που μοιάζουν έτοιμοι να βάλουν τα κλάματα κι άλλους που μοιάζουν να μην ξέρουν τι θα πει κλάμα.

Μια ιστορία ειπωμένη με γλώσσα που πότε αντιλαλεί και πότε σωπαίνει, ευφραίνεται και συστέλλεται, κρύβεται και φανερώνεται, παλεύοντας ν’ ακολουθήσει τα ματωμένα χνάρια που αφήνουν οι άνθρωποι και τα πράγματα στο χιόνι. Μια ιστορία για το μυστήριο, τον πόνο, την τραγικότητα, την τρέλα, αλλά και την ανθρωπιά, την ελπίδα, την κρυμμένη ομορφιά και την ποίηση της σύγχρονης ζωής.