Ξένη λογοτεχνία
Ανάμεσα στον Σοπενάουερ και τον Κοντ, τελικά διάλεξα – και, βαθμηδόν, με ένα είδος διαψευσμένου ενθουσιασμού, έγινα θετικιστής και έτσι, έπαψα κατ’ αναλογία να είμαι σοπεναουερικός. Παρά ταύτα, ελάχιστα ξαναδιαβάζω Κοντ, και ποτέ με μιαν απόλαυση απλή, άμεση, αλλά περισσότερο μ’ εκείνη τη λιγάκι διεστραμμένη (σίγουρα έντονη, όταν της έχεις πάρει το κολάι) απόλαυση που νιώθουμε συχνά με τις υφολογικές παραξενιές των εκκεντρικών. Αντίθετα, κανένας φιλόσοφος, εξ όσων γνωρίζω, δεν είναι τόσο άμεσα ευχάριστο και ανακουφιστικό ανάγνωσμα όσο ο Άρτουρ Σοπενάουερ. Δεν πρόκειται καν για κάποια «τέχνη του γραψίματος» κι άλλες τέτοιες μωρολογίες: πρόκειται για τους όρους τους οποίους καθένας θα έπρεπε να μπορεί να πληροί πριν βρει το θράσος να προτείνει τη σκέψη του στο κοινό.
Το έργο του Μισέλ Ουελμπέκ σημαδεύεται από τη σκέψη του Σοπενάουερ. Ο Ουελμπέκ δεν παύει να επικαλείται τον φιλόσοφο για να αναγγείλει την παρακμή της ανθρωπότητας και τον τελικό αφανισμό της.
Ο μυθιστοριογράφος βρίσκει επίσης στη σκέψη αυτή μια επιβεβαίωση της θεώρησής του για την αγάπη ως ανέφικτη, ως απάτη. Συνολικά, ο κόσμος κατά Σοπενάουερ αποτελεί για τον Ουελμπέκ την πιο ενδεδειγμένη σύλληψη για να καταλάβουμε τι ζούμε, κι ακόμα περισσότερο τι μας περιμένει.
Σε αυτό το ανέκδοτο κείμενο, μπορούμε να δούμε τη σχέση που διατηρεί ο Ουελμπέκ με τη φιλοσοφία και πώς τροφοδοτεί αυτή το έργο του.
Ξένη λογοτεχνία
Τα τερατουργήματα και τα θαύματα της επιστήμης και της τεχνολογίας μάς παραλύουν· παλεύουμε να κρατηθούμε στην επιφάνεια παρά τα βίαια κύματα που σπρώχνει ασταμάτητα κατά πάνω μας η κοινωνική οργή· οι πολιτικά και οικονομικά ισχυροί απαιτούν την υποταγή μας· οι εταιρείες που είχαν υποσχεθεί «να μην κάνουν ποτέ κακό» μάς κατασκοπεύουν και μας παρακολουθούν μ’ ένα σμήνος αλγορίθμων. Κι εμείς τρέμουμε, όπως θα τρέμαμε αν βλέπαμε το κεφάλι ενός μυθολογικού πλάσματος να αναδύεται από τα νερά και να καταργεί τις κατηγορίες της σκέψης μας, και λαχταρούμε την ασφάλεια του παρελθόντος. Αναγκαζόμαστε να στραφούμε προς τα μέσα μας, να κλείσουμε τα μάτια και να προσευχηθούμε να μας προσπεράσει το τέρας, να μη μας καταβροχθίσει το βλέμμα του, να μας αφήσει να τουρτουρίζουμε έντρομοι μες στην ασφάλεια του εσωτερικού μας κόσμου. Θα θέλαμε ―θα το θέλαμε όσο τίποτα― να διώξουμε το τέρας, να το ξαποστείλουμε πίσω στην κόλαση απ’ την οποία ξεπήδησε. Αλλά δεν το μπορούμε.
Ξένη λογοτεχνία
Ξένη λογοτεχνία
Η πολυαναμενόμενη επιστροφή του κορυφαίου εν ζωή Αμερικανού συγγραφέα Κόρμακ Μακάρθι ολοκληρώνεται με το δεύτερο, αυτοτελές, μέρος του μυθιστορηματικού δίπτυχου που ξεκίνησε με τον Επιβάτη.
«Η ασθενής είναι είκοσι ετών, Εβραϊκής/Καυκάσιας καταγωγής. Ελκυστική, πιθανώς ανορεξική. Ήρθε στο ίδρυμα πριν από έξι ημέρες, με το λεωφορείο και χωρίς αποσκευές. Η ασθενής είχε μέσα στην τσάντα της μια πλαστική σακούλα γεμάτη χαρτονομίσματα των εκατό δολαρίων –συνολικά πάνω από σαράντα χιλιάδες δολάρια– τα οποία επιχείρησε να δώσει στην υπάλληλο υποδοχής. Η ασθενής είναι υποψήφια διδάκτορας μαθηματικών στο Πανεπιστήμιο του Σικ?γο και έχει διαγνωστεί ως παρανοϊκή σχιζοφρενής με μακροχρόνιο ιστορικό οπτικών και ακουστικών παραισθήσεων. Έχει φιλοξενηθεί σε αυτό το ίδρυμα δύο ακόμη φορές στο παρελθόν».
Αυτό είναι η ιστορία της Αλίσια Γουέστερν, νέας, ωραίας, σπάνιας ιδιοφυίας στα μαθηματικά, κόρης ενός επίσης λαμπρού επιστήμονα, ο οποίος είχε συμβάλει στην κατασκευή της πρώτης ατομικής βόμβας. Προσέρχεται με τη θέλησή της στην ψυχιατρική κλινική Stella Maris και στις συνεδρίες με τον ψυχίατρό της συζητά για όλα τα σημαντικά ζητήματα της ζωής της: τα μαθηματικά, τη μουσική, τη φιλοσοφία, τον θεό, την αλήθεια, την τρέλα, τα παιδικά της χρόνια, τις παραισθήσεις της. Το πρόσωπο για το οποίο, αρχικά, αποφεύγει να μιλήσει είναι το σημαντικότερο για εκείνη, ο αδελφός της Μπόμπι.
Ξένη λογοτεχνία
Η ανατομία της τουρκικής κοινωνίας, μέσα από την ιστορία μιας μικρής παρέας νέων διανοούμενων στα μέσα του 20ού αιώνα, που δεν βρίσκουν κανένα νόημα και καμιά αξία για να κρατηθούν και νιώθουν αποσυνάγωγοι. «Ίσως το σημαντικότερο τουρκικό μυθιστόρημα του 20ού αιώνα» κατά την Unesco, για πρώτη φορά στα ελληνικά.
Ξένη λογοτεχνία
Θα θέλαμε να σας συστήσουμε την Ελίζαμπεθ Φιντς. Σας προσκαλούμε να παρακολουθήσετε το σεμινάριό της «Κουλτούρα και Πολιτισμός». Οι ιδέες της δεν αρέσουν σε όλους, μα θα αλλάξει τον τρόπο που βλέπουμε τον κόσμο. Ξεκλειδώνουν τις φιλοσοφίες του παρελθόντος και εξερευνούν κομβικά γεγονότα που μας δείχνουν πώς να κατανοήσουμε τη ζωή μας σήμερα.
Ένα όμορφο, λιτό μυθιστόρημα για την ανεκπλήρωτη αγάπη γύρω από τον μοναδικό χαρακτήρα της στωικής, απαιτητικής καθηγήτριας Ελίζαμπεθ Φιντς. Ο Νιλ, ο αφηγητής, παρακολουθεί το μάθημά της, «Κουλτούρα και Πολιτισμός», που απευθύνεται σε ενήλικες όλων των ηλικιών. Κι εμείς παρασυρόμαστε από το διανοητικό του φλερτ με αυτή την κλειστή, συγκρατημένη αλλά και επιβλητική γυναίκα. Κι ακόμα και χρόνια μετά, ενώ πρόσωπα και πράγματα απομακρύνονται από τη ζωή του, εκείνη παραμένει σταθερό σημείο αναφοράς, ακόμα και μετά τον θάνατό της, με τρόπο που τίποτε άλλο δεν το κάνει.
Ο Julian Barnes επιστρέφει με αυτό το συγκινητικό μυθιστόρημα και στρέφει το βλέμμα τους στις ανορθόδοξες μορφές που μπορεί να πάρει η αγάπη μεταξύ δύο ανθρώπων.
Ξένη λογοτεχνία
Στην ασφυκτικά συντηρητική κοινωνία του 1920, τέσσερις εντελώς παράταιρες Αγγλίδες, παίρνουν την παράτολμη απόφαση να φύγουν μόνες τους διακοπές στην Ιταλία, αφήνοντας πίσω τους το σκοτεινό Λονδίνο και τη σκυθρωπή τους καθημερινότητα. Η κυρία Γουίλκινς, μια νεαρή νοικοκυρά που ζει δυστυχισμένη ζωή πλάι σε έναν άλλοτε γοητευτικό δικηγόρο, βρίσκει αναπάντεχο σύμμαχο στο πρόσωπο της θεοσεβέστατης κυρίας Άρμπάθνοτ, η οποία έχει αποστασιοποιηθεί από τον δικό της σύζυγο που κερδίζει τον επιούσιο γράφοντας άσεμνα, για τα δικά της γούστα, μυθιστορήματα. Οι δυο γυναίκες αποφασίζουν να νοικιάσουν μαζί ένα μεσαιωνικό κάστρο και να περάσουν τον Απρίλιο στα ηλιόλουστα ιταλικά παράλια, χωρίς τους συζύγους τους. Την αλλόκοτη τετράδα συμπληρώνουν η γηραιά κυρία Φίσερ, μια στριφνή μεγαλοαστή η οποία ζει με τις αναμνήσεις περασμένων μεγαλείων και η νεαρή καλλονή αριστοκράτισσα Λαίδη Καρολάιν Ντέστερ, που ψάχνει καταφύγιο μακριά από τους επίδοξους μνηστήρες.
Σε ένα πρώιμα επαναστατικό για τις φεμινιστικές του απόψεις μυθιστόρημα, η πολυδιαβασμένη Βρετανίδα συγγραφέας Ελίζαμπεθ φον Άρνιμ, καταρρίπτει όλα τα στερεότυπα της εποχής, καταδεικνύοντας τα αδιέξοδα της στενά πατριαρχικής, θρησκευτικής κοινωνίας, όπου άνδρες και γυναίκες φαίνονται να δυστυχούν εντός των προκαθορισμένων κοινωνικών τους ρόλων. Ο Μαγεμένος Απρίλης δεν είναι ένα γλυκανάλατο συναισθηματικό ρομάντζο – τον λογοτεχνικό του προπάτορα τον βρίσκει κανείς στο πρόσωπο λεπτοφυών ανατόμων των ψυχικών δεσμών όπως ο Μαριβώ. Η φον Άρνιμ στήνει ένα λεπταίσθητο μυθιστόρημα εντυπωσιακού βάθους κι εξαιρετικά σμιλεμένων χαρακτήρων για τη λυτρωτική και μεταμορφωτική δύναμη της αγάπης.
Ξένη λογοτεχνία
Θρύλοι, μύθοι και παραβολές από την Ελλάδα ως την Κίνα και από τη Σερβία ως την Ιαπωνία, σύντομες αφηγήσεις με αξιοθαύμαστη οικονομία, οι Ιστορίες της Ανατολής γράφτηκαν οι περισσότερες τη δεκαετία πριν από τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο και συνιστούν μια εντελώς ξεχωριστή στιγμή στο έργο της Γιουρσενάρ, κάτι πολύτιμο σαν μικρό ξωκλήσι μέσα σ’ ένα πελώριο ανάκτορο.
Η πραγματικότητα είναι ρευστή, το όνειρο και ο μύθος μιλούν μια γλώσσα καινούρια, ο πόθος και το πάθος καίνε μέσα στις σελίδες αυτές με μια βίαιη, σχεδόν απρόσμενη, φλόγα.
Τα μαγικά λόγια του ζωγράφου Γουάνγκ Φο «ο οποίος αγαπούσε την εικόνα των πραγμάτων και όχι τα ίδια τα πράγματα» βρίσκουν τον απόηχό τους στην πικρία του γηραιού Κορνήλιου Μπεργκ που αγγίζει «τα αντικείμενα που δε ζωγράφιζε πια». Ο Μάρκο Κράλιεβιτς, ο ατρόμητος Σέρβος που ξέρει πώς να εξαπατά τους Τούρκους και τον θάνατο το ίδιο καλά όσο και τις γυναίκες, είναι «αδερφός» του πρίγκιπα Γκέντζι, ήρωα ενός ιαπωνικού μυθιστορήματος του 11ου αιώνα: τους χαρακτηρίζει ο ίδιος εγωισμός του τυφλού καρδιοκατακτητή απέναντι στο αληθινό πάθος. Ο έρωτας της Αλβανίδας ματρόνας ή το ιερόσυλο πένθος της χήρας Αφροδισίας συνομιλούν με τη θυσία της θεάς Κάλι, «νούφαρο της τελειότητας», που τα παθήματά της θα της διδάξουν τη «ματαιότητα του πόθου»…
Α΄ Μέρος: Tο πορνείο των Βούρλων Δραπετσώνας μέσα από γραπτές πηγές
B΄ Μέρος: Ιχνηλάτηση του τόπου και του χρόνου των «Βούρλων» της Δραπετσώνας
Μέσα από τις 360 σελίδες των δύο συλλεκτικών τόμων αφιερωμένων στην ιστορία των πορνείων των Βούρλων της Δραπετσώνας και το πλούσιο τετράχρωμο εικαστικό τους υλικό αναδεικνύεται -για πρώτη φορά- μια τόσο αναλυτική, διεξοδική και πλήρως τεκμηριωμένη ιστορία των πορνείων των Βούρλων της Δραπετσώνας, καλύπτοντας την περίοδο του 19ου και 20ού αιώνα ως τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Οι συγγραφείς του έργου Σπύρος Παπαϊωάννου και Κώστας Βλησίδης, μετά από πολυετή και επίπονη έρευνα, παραδίδουν στο ευρύ αναγνωστικό κοινό, στους ειδικούς ερευνητές, στους μελετητές της ιστορίας του Πειραιά, στους ιστορικούς του φύλου και της σεξουαλικότητας, στους ερευνητές του περιθωρίου, στους βιβλιόφιλους και τους συλλέκτες ένα πολύπλευρο και πολυεπίπεδο έργο το οποίο ανοίγει δρόμους για νέες προσεγγίσεις στα θέματα αυτά.
Ο πρώτος τόμος του έργου τεκμηριώνει την ιστορία των πορνείων των Βούρλων μέσα από γραπτές πηγές (αρχεία, βιβλιογραφία και τύπο της εποχής).
Ο δεύτερος τόμος έρχεται να αναδείξει μέσα από μια σπάνια αναλυτική προσέγγιση την τοπογραφία και την ανθρωπογεωγραφία του κόσμου των Βούρλων και να μας ανασυστήσει τον χώρο και τους ανθρώπους του μέσα από άγνωστο μέχρι σήμερα φωτογραφικό, αρχειακό και συλλεκτικό υλικό.
Με εκτίµηση, αν όχι µε άδολη αγάπη, αλλά και µε ειρωνεία και χιούµορ ο Χαβιέρ Μαρίας, ένας µεγάλος συγγραφέας της εποχής µας, φιλοτεχνεί το ιδιαίτερο πορτρέτο συγγραφέων όπως ο Φώκνερ, ο Κόνραντ, ο Κόναν Ντόυλ, ο Ναµπόκοφ, η Ντίνεσεν, ο Χένρυ Τζέηµς. Με σύντοµες περιγραφές ιδιωτικών στιγµών και ανασύροντας από τη λήθη λεπτοµέρειες, ο Μαρίας αποκαλύπτει το µεγαλείο αλλά και τις µικρότητες αγαπηµένων συγγραφέων, ξεσκεπάζει τις ξεκαρδιστικές αλλά και ανησυχητικές µανίες δηµιουργών που, για µια φορά, γίνονται µυθιστορηµατικοί χαρακτήρες. Το σύνολο των είκοσι συγγραφέων συµπληρώνουν έξι «άπιαστες γυναίκες», υπαρκτά πρόσωπα κι αυτές, που –η καθεµιά µε τον δικό της τρόπο– αποφάσισαν να µην ακολουθήσουν την πεπατηµένη, όπως τους επέβαλλε η εποχή και το φύλο τους.
Δίκην κολοφώνα, και στους αντίποδες του γραπτού κειµένου, το κεφάλαιο «Τέλειοι καλλιτέχνες» προσφέρει στον αναγνώστη την αληθινή εικόνα των λογοτεχνών που προσωπογραφούνται, σ’ ένα φωτογραφικό υλικό από την ιδιωτική συλλογή του συγγραφέα.
Ξένη λογοτεχνία
Σε μεγάλη ηλικία, λίγο πριν βραβευτεί με το Νόμπελ Λογοτεχνίας, ο Ισαάκ Μπασέβις Σίνγκερ αρχίζει να γράφει την ιστορία της ζωής του, από τα παιδικά και νεανικά του χρόνια στην Πολωνία μέχρι και την οριστική εγκατάστασή του στην Αμερική.
Στο περιβάλλον όπου ανατράφηκε ο Σίνγκερ, ο Θεός δεν ήταν μια έννοια θεωρητική αλλά μια καθημερινή, ζωντανή παρουσία. Για την ύπαρξη του Θεού ο Σίνγκερ δεν έχει ποτέ αμφιβολίες. Ωστόσο, από μικρό παιδί κιόλας, αδυνατεί να συμφιλιωθεί με την ιδέα ότι ο Θεός αφήνει αθώα πλάσματα να βασανίζονται χωρίς να έχουν κάνει τίποτα κακό. Πώς γίνεται ένας καλός και παντοδύναμος Θεός, που έφτιαξε τον κόσμο κατά τη βούλησή Του, να επιτρέπει μια τέτοια αδικία; Ψάχνοντας για απάντηση, ο Σίνγκερ στρέφεται στη φιλοσοφία, στην επιστήμη, στο μυστικισμό, στη λογοτεχνία. Μέχρι που σιγά-σιγά η απάντηση που φοβόταν του φανερώνεται: τον κόσμο όντως τον έφτιαξε ο Θεός· μόνο που ο Μεγαλοδύναμος είναι ένας Θεός μοχθηρός, που διψάει για αίμα και χαίρεται με τον πόνο των αδύναμων· ο κόσμος είναι ένα σφαγείο φτιαγμένο από έναν στυγερό Δημιουργό.
Μέσα σ’ έναν τέτοιο κόσμο ο Σίνγκερ δεν μπορεί να υπάρξει. Ζει σαν εξόριστος, χωρίς κίνητρο, χωρίς φιλοδοξίες, ένας ζωντανός νεκρός που απλώς λαθροβιώνει. Παραδίνεται στους δαίμονες του κόσμου αυτού, με πρώτο και κύριο τον δαίμονα του έρωτα. Κάνει είδωλό του τη λογοτεχνία, μέχρι που κι αυτή την εγκαταλείπει φτάνοντας στην Αμερική. Σέρνεται τρομαγμένος, ανήμπορος αλλά μονίμως εξεγερμένος, παρατηρώντας τον κόσμο να οδεύει προς την καταστροφή, χωρίς ποτέ να θρηνεί, μα αντίθετα γελώντας βουβά με τη φάρσα τη ζωής.