Βλέπετε 625–636 από 1351 αποτελέσματα

Μάτση Χατζηλαζάρου

18.08

Σε περιβάλλω με μια μεγάλη αναμονή.
Σε περιέχω όπως τ’ αραχωβίτικο κιούπι το λάδι.
Σε ανασαίνω όπως ο θερμαστής του καραβιού ρουφάει
μες στα πλεμόνια του το δειλινό το μπάτη.
Σ’ αγρικώ με την ίδια διάθεση που ο Ερυθρίδερμος
κολλάει το αυτί του χάμω, για ν’ ακούσει
τον καλπασμό του αλόγου.

Ελληνική λογοτεχνία

Λόλα Καραμπόλα

Ερωφίλη Κόκκαλη

11.70

Δεν σου κρύβω ότι κατά βάθος όπως κάθε μάνα που μεγαλώνει αγόρι με… με το αυτό του… πώς να το πω… κατάλαβες, χάρηκα, χίλιες φορές να τον μαζεύω από τα γήπεδα παρά από τις μπιμπιμπό και τα πατίνια. Στάξε μου λίγο γάλα, μωρή. Μια σταγόνα. Φτάνω στα γηπεδάκια, ρωτάω, ξαναρωτάω, και εκεί που έχω ξελαρυγγιαστεί κι έχω λαχανιάσει, μπαμπάκι το στόμα μου, και δεν έχω πια ανάσα να φωνάξω κι έχει πιάσει και ψύχρα, σουρούπωνε. Φτάνει, μωρή, το γάλα. Εκεί είναι αλάνα, δεν είναι πλατεία να κόβει λίγο, τον εντοπίζω να βγαίνει σεινάμενος κουνάμενος από ένα περιβολάκι, ο Θεός να το κάνει. Ήθελα να ’ξερα, για ομορφιά το παράτησαν εκεί οι αχαΐρευτοι του δήμου; Κάτι πικροδάφνες σαν ανάποδο γαμώτο. Και τότε, τσουπ, ξοπίσω του βγαίνει και ο γιος της Αλβανίδας με κατεβασμένα παντελόνια, αυτός που δουλεύει στο σουβλατζίδικο του μπαρμπα-Μήτσου του Κρητικού, τον αναγνώρισα με την πρώτη».

Η Λόλα Καραμπόλα στέκεται μπροστά στον θαμπό καθρέφτη του μπάνιου, τυλιγμένη σε μια πετσέτα με τα αρχικά του Ε.Σ. Αρπάζει μια μπλούζα από τα άπλυτα και, καθώς τον καθαρίζει από την υγρασία, μέσα του βλέπει τα χρόνια του δημοτικού να περνάνε σαν σκηνές από ταινία. Πίσω από τις κλειστές πόρτες, στο δυομισάρι της προσφυγικής συνοικίας, αντιλαλούν τραγούδια και κατάρες. Έξω παραμονεύουν κραξίματα, αστυνομουνίες και καραμπόλες. Στον καθαρό καθρέφτη παρατηρεί ξανά το ξένο ρούχο, το σώμα της.

 

Αχιλλέας Φωτάκης

22.26

Ένα βιβλίο για την ιστορία της αστυνόμευσης στην Ελλάδα.

Το βιβλίο παρακολουθεί μια ομάδα βρετανών αξιωματικών που κλήθηκαν το 1918 να δημιουργήσουν την Αστυνομία Πόλεων στην Αθήνα, τον Πειραιά, την Πάτρα και την Κέρκυρα. Έτσι ερχόμαστε σε επαφή με τα βασικά υλικά απ’ τα οποία φτιάχτηκε η ελληνική αστυνομία: τις πρώτες πεζές περιπολίες, το Τμήμα Τροχαίας Κίνησης, τους κανόνες προστασίας των ζώων, τα δακτυλικά αποτυπώματα και τη στατιστική, τις μυστικές υπηρεσίες, τις παρακολουθήσεις, την αστυνομική σχολή της Κέρκυρας, την πρώτη αστυνομική απεργία το 1929, τις εργασίες του Τμήματος Ηθών και πολλά άλλα.

Μια κοινωνική και πολιτική ιστορία της αστυνομίας, μια ιστορία για τον τρόπο με τον οποίο αναδιοργανώθηκαν οι σχέσεις κράτους και κοινωνίας στον Μεσοπόλεμο

Ελληνική λογοτεχνία

Αταραξία

Δήμητρα Κολλιάκου

11.61

Με αφορµή τη Διεθνή Συνάντηση Λογοτεχνών, η Αριάν, Ελληνίδα συγγραφέας που ζει στο Παρίσι, θα ταξιδέψει σε µια απόµακρη επαρχία της Κίνας. Σε µια πόλη που δεν θα µάθει να προφέρει τ’ όνοµά της, ψάχνοντας να αγοράσει τσάι, θα βρεθεί µόνη µε τον ποιητή Γε-Τιαν. Με την επιστροφή της στο Παρίσι, λίγο πριν ξεσπάσει η πανδηµία, θα ξεκινήσουν µια αλληλογραφία που θα διαρκέσει λίγο και θα διακοπεί απότοµα.

Αντιµέτωπη µε τη νέα πραγµατικότητα –έναν σύντροφο που δεν αντέχει να περάσει και δεύτερο λοκντάουν στο Παρίσι, τη δουλειά της σ’ ένα λύκειο που παραµένει ανοιχτό και τις εβδοµαδιαίες συναντήσεις µε τον µόνο γιατρό που δεν φοράει µάσκα–, η Αριάν θα ξανακάνει το ταξίδι της στην Κίνα µε πυξίδα ό,τι διέσωσε η µνήµη κι ό,τι θα βρει ψάχνοντας από µόνη της. Ποια είναι η άλλη Ηµέρα των Νεκρών; Ποια είναι η ιστορία των δυο εραστών που τα ονόµατά τους δεν αναφέρθηκαν στην Κίνα ποτέ; Ο ποιητής της είναι δυνατόν να µην τους ξέρει;

Σε µια αφήγηση που γίνεται κυκλωτική,  Δύση και Κίνα αναδύονται µέσα από το προσηλωµένο βλέµµα ανθρώπων που αγωνίζονται να γεφυρώσουν το χάσµα ανάµεσα στον φόβο και στην αταραξία.

Ματιάς Ενάρ

22.50

Για τις ανάγκες της διδακτορικής του διατριβής σχετικά με το τι σημαίνει να ζεις στην ύπαιθρο τον 21ο αιώνα, ο φοιτητής Εθνολογίας Νταβίντ Μαζόν εγκαταλείπει το Παρίσι και μετακομίζει σε ένα λιτό χωριό της γαλλικής επαρχίας. Εγκατεστημένος στο αγρόκτημα της Ματίλντ και του Γκαρύ, και γρήγορα εξοπλισμένος με ένα μηχανάκι, χρήσιμο για τη διεξαγωγή των ερευνών του, ο νεοφερμένος αρχίζει να κρατά ημερολόγιο, καταγράφοντας μικρά γεγονότα και τοπικά έθιμα, αποφασισμένος να ορίσει και να αποτυπώσει την πεμπτουσία της αγροτικής ζωής. Για να βυθιστεί καλύτερα στο πνεύμα του τόπου, ο Νταβίντ γίνεται συχνός επισκέπτης του Καφέ των Ψαράδων και του πληθωρικού δημάρχου Μαρσιάλ, ο οποίος ως ο ιδιοκτήτης του τοπικού γραφείου κηδειών είναι ο αμφιτρύωνας του ετήσιου Συμποσίου της Συντεχνίας των Νεκροθαφτών, μιας γιγαντιαίας τριήμερης γιορτής κατά τη διάρκεια της οποίας ο Θάνατος δίνει μια ανάπαυλα ώστε οι νεκροθάφτες —και οι αναγνώστες— να διασκεδάσουν χωρίς ενδοιασμούς.

Σε μια μυθική αφθονία φαγητού, σπονδών και λέξεων, σε ένα αδιάκοπο μπρος πίσω μεταξύ του παρόντος και του παρελθόντος, ακολουθώντας τις ιδιοτροπίες του Τροχού του Χρόνου στον οποίο ο Θάνατος ανασταίνει τις ψυχές που αιχμαλωτίζει, ο συγγραφέας της Πυξίδας (Βραβείο Goncourt 2015) αποκαλύπτει τον λαϊκό πολιτισμό σε όλο το βάθος του, επιστρατεύοντας τη μυθολογία, τη λογοτεχνία, την πολιτική και την επιστήμη για να ζωογονήσουν με τους χυμούς τους μια αφήγηση γεμάτη οίστρο, ιλαρότητα και χιούμορ.

Βιογραφία - Μαρτυρίες

Ρεζέρβα

Πρίγκιπας Χάρι - Δούκας του Σάσεξ

29.90

Υπήρξε αναμφίβολα μια από τις εμβληματικές εικόνες του εικοστού αιώνα: δύο αγόρια, δύο νεαροί πρίγκιπες, να περπατούν πίσω από το φέρετρο της μητέρας τους, καθώς ολόκληρος ο πλανήτης παρακολουθούσε συγκλονισμένος, βυθισμένος στην απόλυτη θλίψη – και στην αβεβαιότητα. Όσο η Νταϊάνα, Πριγκίπισσα της Ουαλίας, οδηγούνταν στην τελευταία της κατοικία, δισεκατομμύρια άνθρωποι σε όλο τον κόσμο αναρωτιούνταν πώς ένιωθαν και τι σκέφτονταν αυτά τα δύο παιδιά. Όπως ασφαλώς και πώς θα εξελίσσονταν οι ζωές τους από εκείνη την ημέρα και έπειτα.

Και αυτή επιτέλους είναι η ιστορία του Χάρι.

Σφραγισμένη από την ορμητική, αφοπλιστική ειλικρίνεια του συγγραφέα, η ΡΕΖΕΡΒΑ αποτελεί ένα εκδοτικό ορόσημο, ένα βιβλίο αποκάλυψη, πλημμυρισμένο από βαθιά επίγνωση και σκληρά κερδισμένη σοφία για την αέναη δύναμη και νίκη της αγάπης που αφήνει πίσω της τον πόνο.

Ταυτόχρονη έκδοση σε 16 γλώσσες σε όλο τον κόσμο.

Ξένη λογοτεχνία

Ο Στόουνερ

Τζον Έντουαρντ Ουίλιαμς

13.50

Το μυθιστόρημα περιγράφει τη ζωή και τη σταδιοδρομία του Στόουνερ, ενός βαηθού καθηγητή της Αγγλικής Φιλολογίας: τη διδασκαλία του, τις σχέσεις του στο Πανεπιστήμιο, τις φιλίες του, την αποτυχία του γάμου του αλλά και τον έρωτά του για μια νεαρή καθηγήτρια, σχέση που θα εμπλακεί αναπόφευκτα στις αντιθέσεις και τους ανταγωνισμούς της πανεπιστημιακής ζωής.

“Το σημαντικότερο στοιχείο του μυθιστορήματος, γράφει ο συγγραφέας, είναι η συνείδηση του έργου, του επαγγέλματος που έχει ο Στόουνερ… Η αγάπη για κάτι είναι αυτό που μετράει”.

Ράσελ Μπανκς

9.79

Μια μικρή κωμόπολη αποδιοργανώνεται ψυχικά από ένα τραγικό δυστύχημα με το σχολικό λεωφορείο. Ένας δικηγόρος επισκέπτεται τους γονείς των θυμάτων προσπαθώντας να εκμεταλλευτεί την κατάσταση και μια νεαρή κοπέλα οδηγεί τους πάντες στον δρόμο της θεραπείας.

Στο Γλυκό Πεπρωμένο ο Ράσελ Μπανκς χρησιμοποιεί τέσσερις διαφορετικούς αφηγητές, για να πλέξει το ηθικό δίλημμα μιας μικρής κοινωνίας. Ένα δίλημμα που φέρνει στο φως ένα από τα βασανιστικότερα ερωτήματα της ζωής: όταν το χειρότερο συμβεί, σε ποιον ρίχνεις το φταίξιμο και πώς θεραπεύεσαι από την οργή;

O Russell Banks γεννήθηκε το 1940 στη Μασαχουσέτη και μεγάλωσε φτωχικά. Παρότι κέρδισε μια πανεπιστημιακή υποτροφία, παράτησε τις σπουδές του την έκτη εβδομάδα για να ταξιδέψει νότια, με σκοπό να καταταγεί στους αντάρτες που μάχονταν να ελευθερώσουν την Κούβα, υπό τον Φιντέλ Κάστρο. Κατέληξε όμως υπάλληλος σε πολυκατάστημα στη Φλόριντα, παντρεύτηκε και απέκτησε μια κόρη.
Ο Banks ζει σήμερα στο Keene, στα βόρεια της Νέας Υόρκης, αλλά περνά τους χειμώνες του στο Μαϊάμι. Έχει διδάξει δημιουργική γραφή στο Πανεπιστήμιο του Πρίνστον και διετέλεσε πρόεδρος του Διεθνούς Κοινοβουλίου των Συγγραφέων. Είναι παντρεμένος με την ποιήτρια Chase Twichell, την τέταρτη σύζυγό του. Έχει τέσσερις κόρες από προηγούμενους γάμους.

Τα βιβλία του ΡΑΣΕΛ ΜΠΑΝΚΣ έχουν μεταφραστεί σε είκοσι γλώσσες, τιμήθηκαν με πληθώρα διεθνών βραβείων και ξεχωρίζουν για την ευαίσθητη και ακριβή ψυχολογική ανάλυση των χαρακτήρων των ηρώων τους, ενώ πολλά από αυτά αντανακλούν την καταγωγή του από την εργατική τάξη. Το θέμα που κυριαρχεί στα βιβλία του είναι το πώς οι άνθρωποι αντιμετωπίζουν τις τραγωδίες αλλά και τις αναποδιές της καθημερινότητας, εκφράζουν τη λύπη και την οργή τους, αλλά και επιδεικνύουν αντοχή και ανθεκτικότητα.

Ο Μπανκς τιμήθηκε το 1985 με το βραβείο μυθιστορήματος John Dos Passos και εξελέγη μέλος της Αμερικάνικης Ακαδημίας Επιστημών και Τεχνών το 1996. Τα έργα του Continental drift και Cloudsplitter ήταν φιναλίστ για το Βραβείο Pulitzer για τη Λογοτεχνία το 1986 και το 1999 αντίστοιχα. Τα μυθιστορήματά του Το Γλυκό Πεπρωμένο, του 1991, και Affliction, του 1989, μεταφέρθηκαν στον κινηματογράφο, το 1997 και το 1998, από τους σκηνοθέτες Ατόμ Εγκογιάν και Πολ Σρέιντερ αντίστοιχα. Ο ίδιος εμφανίζεται στην ταινία του Εγκογιάν ενσαρκώνοντας τον δόκτορα Ρόμπσον.

Κώστας Αρβανίτης

10.60

Kυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Μετρονόμος το βιβλίο του Κώστα Αρβανίτη «Ροκ και νεανική κουλτούρα στη δεκαετία του ’60» Στις σελίδες του ο συγγραφέας διηγείται συνοπτικά, αλλά περιεκτικά, κατανοητά κι εμπεριστατωμένα, την ιστορία του ροκ συνυφασμένη με τα κοινωνικοπολιτικά γεγονότα κατά την περίοδο της μακράς δεκαετίας του ’60,  και το πώς το ροκ συνδυάστηκε με τις διάφορες νεανικές υποκουλτούρες και τελικά με την αντικουλτούρα.

«Ο Τύπος εκμεταλλευόταν τους hippies σαν καθαρά αμερικανικό φαινόμενο που αποδείκνυε ότι σ’ αυτή τη χώρα υπήρχε ελευθερία κι ο καθένας μπορούσε να κάνει ό,τι θέλει. Για το περιοδικό Time ο κύριος λόγος που οι διαδηλωτές συγκεντρώθηκαν στη Νέα Υόρκη (σε αντιπολεμική διαδήλωση) ήταν το ότι «οι Αμερικανοί, την άνοιξη, αρέσκονται στο να διασκεδάζουν.

Η κάλυψη της διαδήλωσης από το Time συνοδευόταν από επτά φωτογραφίες: 1) ένα πλήθος συγκεντρωμένο γύρω από μια ρωσική σημαία και μια αναποδογυρισμένη αμερικανική, (…) 5) έναν

hippie μ’ ένα ντέφι περασμένο στον λαιμό του, 6) μια κοπέλα hippie με μια μπανάνα κρεμασμένη στον λαιμό, 7) μια κοπέλα hippie που είχε γράψει ‘‘Ειρήνη’’ κάτω από το ένα της μάτι. Κάτω

από τις τρεις φωτογραφίες των hippies υπήρχε μια λεζάντα που έλεγε ‘‘μιλούν εύγλωττα για ό,τι οι ΗΠΑ προσπαθούν να υπερασπίσουν’’, αφήνοντας κάθε αναγνώστη που δεν είχε κριτική σκέψη με την ιδέα ότι οι ΗΠΑ έχουν ένα εκατομμύριο στρατό εγκατεστημένο σ’ όλον τον κόσμο με σκοπό να υπερασπίζουν το δικαίωμα των απανταχού ανθρώπων να φορούν ντέφια και

μπανάνες στον λαιμό τους».

 Aπό το οπισθόφυλλο του βιβλίου

Μίρρα Λόχβιτσκαγια, Ζιναΐδα Γκίππιους, Σοφία Παρνόκ, Άννα Αχμάτοβα, Μαρίνα Τσβετάγιεβα

13.50

Το όνομά μου είναι… Μίρρα, Ζιναΐδα, Σοφία, Άννα, Μαρίνα… Πέντε ονόματα, πέντε σημαντικών Ρωσίδων ποιητριών του Αργυρού αιώνα, που βρίσκουν τη θέση τους στα νεοελληνικά γράμματα, χάρη σε μια νέα μεταφραστική προσέγγιση.

 

Η Ντιάνα Καλαϊτζίδη μας συστήνει (ή και μας επανασυστήνει) κάποιες σημαίνουσες ποιήτριες της ρωσικής λογοτεχνίας που άφησαν ένα ιδιότυπο στίγμα σε ένα ομιχλώδες λογοτεχνικό τοπίο της εποχής, στην οποία έζησαν και έγραψαν.

 

Επιλέγει, με δέος και με πάθος, να μεταφράσει πέντε εξέχουσες ποιητικές γυναικείες προσωπικότητες, που μέσα από τα λόγια τους δεν αποκαλύπτεται μόνο η σκέψη τους, αλλά σκιαγραφείται και ο χαρακτήρας τους. Μας μεταφέρει στη Ρωσία, σε έναν υπέροχο λογοτεχνικό τόπο, και με το γυναικείο της ένστικτο μάς γνωρίζει πέντε ποιήτριες που κάτι θέλουν να μας πουν για την εποχή τους.

Ποίηση

Τα κύματα

Βιρτζίνια Γουλφ

15.30
[…] Tα μάτια μου είναι άγρια· τα χείλη μου σφιχτά. Το πουλί πετάει· το λουλούδι χορεύει· αλλά εγώ ακούω πάντα τον υπόκωφο ήχο των κυμάτων· και το αλυσοδεμένο τέρας ποδοπατάει στην παραλία. Ποδοπατάει, πάλι και πάλι. […]

 

[…] Είμαστε καταδικασμένοι, όλοι μας. Γυναίκες περνούν με σακούλες με ψώνια. Άνθρωποι συνεχίζουν να περνάνε. Όμως δε θα με καταστρέψεις. Γι’ αυτήν τη στιγμή, αυτήν τη στιγμή μόνο, είμαστε μαζί. Σε πιέζω πάνω μου. Έλα πόνε, φάε με. Βύθισε τους κυνόδοντές σου στη σάρκα μου. Κάνε με κομμάτια. Σπαράζω, σπαράζω. […]

 

[…] Τα δέντρα κυματίζουν, τα σύννεφα περνούν. Πλησιάζει η ώρα που όλοι αυτοί οι μονόλογοι θα μοιραστούν. Δε θα βγάζουμε πάντα ήχους σαν τον απόηχο μιας καμπάνας, καθώς η μια αίσθηση διαδέχεται την άλλη. Παιδιά, οι ζωές μας υπήρξαν καμπάνες που χτυπάνε· διαμαρτυρίες και κομπασμό· κραυγές απόγνωσης· χτυπήματα στον σβέρκο στους κήπους. […]

Νίκος Μπελάνε

9.00

[…] Διασταυρώθηκαν τα ξίφη

των μαχητικών καυσαερίων

στον ουρανό της νότιας επαρχίας

πάνω ακριβώς από τον

άγνωστο ταριχευμένο στρατιώτη

και τον εύθραυστο δρομέα που

μόνιμα ακίνητος κόβει το νήμα

της ιλιγγιώδους ζωής μας. […]