«Δεν πήρα μόνη την απόφαση να συγκεντρωθούν σε έναν τόμο λόγοι που εκφώνησε η μητέρα μου σε συνέδρια, εκδηλώσεις, χαιρετισμούς και αποχαιρετισμούς. Την πήραμε μαζί, λίγο πριν ανέβει στη βάρκα του ανέκκλητου. Καταθέτω, ως αποδεικτικό της εξουσιοδότησής της να κινούμαι ελεύθερα και να στεγάζω όπως νομίζω τα λόγια της, ένα αδιάσειστο τεκμήριο: τον πρότερο, ενωμένο δια βίου, βίο μας. Ξεχώρισα, έτσι, είκοσι οκτώ από τα ποιητικά χρονογραφήματα, αυτά που θεώρησα πως παρουσιάζουν ατμοσφαιρικά τις εσωτερικές διαθέσεις της, τους μετασυμβολισμούς των επίκαιρων τότε θεμάτων και φωτογραφίζουν το χρόνο. Τα διάλεξα για να δώσω ένα μέλλον στο υποσχετικό παρελθόν και μια ευκαιρία να ανιχνεύεται η απουσία της».
―Έλση Δημουλά
Βιντσέντζο Λατρόνικο
Όλοι θα ήθελαν τη ζωή της Άννας και του Τομ. Ένα νεαρό ζευγάρι ψηφιακών νομάδων ζει το όνειρό του στο Βερολίνο, σε ένα φωτεινό διαμέρισμα γεμάτο φυτά και αντικείμενα ντιζάιν. Η καθημερινότητά τους περιστρέφεται γύρω από το εκλεπτυσμένο φαγητό, την προοδευτική πολιτική ατζέντα, τον σεξουαλικό πειραματισμό και τα ατελείωτα πάρτι. Η ιδανική συνθήκη, κοινή για μια ολόκληρη γενιά, που ζει και ανασαίνει μέσα από τα κοινωνικά δίκτυα. Σταδιακά, η τελειότητα αποδεικνύεται μονότονη και οι ισορροπίες τους εύθραυστες. Οι φίλοι τους επιστρέφουν στην πατρίδα, κάνουν παιδιά, ωριμάζουν. Ο ακτιβισμός τους, τόσο άρτιος επιφανειακά, πρακτικά περιορίζεται στο να μποϊκοτάρουν το Uber, να αφήνουν φιλοδώρημα σε μετρητά ή να μην τρώνε τόνο. Η ζωή τους, πίσω από τα άψογα φωτογραφικά καρέ που οι ίδιοι δημιουργούν, αρχίζει να μοιάζει με χρυσό κλουβί. Η Άννα και ο Τομ προχωρούν σε ολοένα και πιο ριζοσπαστικά βήματα, αναζητώντας την αυθεντικότητα και τον σκοπό που διαρκώς ξεγλιστρούν μέσα από τα χέρια τους.
Υποψήφιο για το Διεθνές Βραβείο Booker 2025
Πέρσιβαλ Έβερετ
Ποταμός Μισισιπής, 1861. Όταν ο σκλάβος Τζιμ μαθαίνει ότι το αφεντικό του πρόκειται να τον πουλήσει σ’ έναν άγνωστο στη Νέα Ορλεάνη, χωρίζοντάς τον για πάντα από τη γυναίκα και την κόρη του, καταφεύγει στο κοντινό Νησί του Τζάκσον μέχρι να καταστρώσει ένα σχέδιο διαφυγής. Στο μεταξύ, ο Χάκλμπερι Φιν έχει σκηνοθετήσει τον θάνατό του, προκειμένου να ξεφύγει από τον βίαιο πατέρα του που μόλις επέστρεψε στην πόλη. Έτσι ξεκινάει για τους δυο τους ένα επικίνδυνο ταξίδι με σχεδία στον Μισισιπή, με προορισμό την ελευθερία. Καθώς ο Τζιμ και ο Χακ πλέουν σε νερά γεμάτα θανάσιμες παγίδες, κάθε στροφή του ποταμού μπορεί να κρύβει πίσω της την πολυπόθητη σωτηρία ή ένα οδυνηρό τέλος.
Με τις φήμες του πολέμου να εξαπλώνονται, ο Τζιμ καλείται να αντιμετωπίσει το προσωπικό του άχθος: την οικογένεια που πρέπει να προστατέψει πάση θυσία και το συνεχές ψέμα που βιώνει. Και μαζί, το αταίριαστο ζευγάρι οφείλει να αντικρίσει κατάματα την πιο επικίνδυνη οδύσσεια…
Μέσα από τις σκιές που κουβαλάει το ατίθασο, σκανταλιάρικο πνεύμα του Χακ Φιν, αναδύεται ο Τζιμ για να διεκδικήσει την ίδια του τη φωνή, αψηφώντας τους κανόνες που τον έχουν εξοστρακίσει στο περιθώριο.
Πλημμυρισμένο από το διεγερτικό χιούμορ και τις οξυδερκείς παρατηρήσεις που ανέδειξαν τον Έβερετ σε λογοτεχνικό είδωλο και έναν από τους πλέον αναγνωρισμένους συγγραφείς της εποχής μας, το μυθιστόρημα JAMES είναι προορισμένο να γίνει ακρογωνιαίος λίθος της αμερικανικής λογοτεχνίας του εικοστού πρώτου αιώνα.
Μάλκολμ Λόουρι
O Μπιλ Πλανταγενέτης, Βρετανός πιανίστας της τζαζ, αλκοολικός, φανατικός αναγνώστης του Χέρμαν Μέλβιλ, παθιασμένος με τα καράβια, φτάνει στη Νέα Υόρκη και ανακαλύπτει ότι όλη του η ζωή είναι ένα ναυάγιο – έχει χάσει την μπάντα του, έχει χάσει τη σύντροφό του. Μετά το προσκύνημά του στις ταβέρνες του λιμανιού καταλήγει στο ψυχιατρείο ή μάλλον στην Κόλαση, όπου θα περάσει τον καιρό του και θα μοιραστεί την τύχη του με ναυτικούς, μέθυσους, φτωχούς. Κοιτάζοντας τα καράβια που αρμενίζουν στο Ιστ Ρίβερ, ο Μπιλ καταλαβαίνει ότι ο ψυχίατρος που τον έχει αναλάβει δεν θα καταφέρει να γιατρέψει ποτέ την άρρωστη ψυχή του.
Σε αυτή τη συναρπαστική νουβέλα ο Malcolm Lowry αντλεί από την προσωπική του εμπειρία και μιλά με σφοδρότητα για τις ψευδαισθήσεις της τρέλας και για την πραγματική σημασία της λογικής. Ένα συγκινητικό έργο τέχνης όπου περιέχονται όλες οι κεντρικές ιδέες που τον ανέδειξαν σε έναν από τους σημαντικότερους συγγραφείς του 20ού αιώνα.
Πρόκειται για το πιο ζοφερό έργο του Λόουρι, πιο αποπνικτικό και αδιέξοδο ακόμα και από το Κάτω από το ηφαίστειο, και ταυτόχρονα για μια πολυφωνική λογοτεχνική παρτιτούρα με την αριστοτεχνικά δοσμένη τραχύτητα μιας διαδοχής από διάφωνες συγχορδίες. Ο συγγραφέας, αντλώντας υλικό από την εμπειρία της σύντομης νοσηλείας του στο νοσοκομείο Bellevue της Νέας Υόρκης τον Μάιο του 1936, ξετυλίγει μια ιστορία εγκλεισμού, ψυχικής ασφυξίας και πνευματικής αδυναμίας χωρίς δυνατότητα διαφυγής.
από τον πρόλογο της Κατερίνας Σχινά